Ομιλία του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Αρχιμ. Ελισαίου, στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας στο Στρόβολο (6 Νοεμβρίου 2018)

Ιερός Ναός Tης Του Θεού Σοφίας

Ομιλία του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Αρχιμ. Ελισαίου, στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας στο Στρόβολο (6 Νοεμβρίου 2018)

Μακαριώτατε,

Ἅγιοι πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Μετά χαρᾶς εἴμαστε κοντά σας σ’ αὐτήν τήν σημαντική εὐκαιρία τῶν ἑορτασμῶν γιά τήν συμπλήρωσι δέκα ἐτῶν ἀπό τῆς τελετῆς τῶν θυρανοιξίων τοῦ περικαλλοῦς ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τοῦ Στροβόλου.

Εὐχαριστίες θερμές, σεβασμός καί ἀγάπη ὀφείλουμε στόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου καί ποιμενάρχη σας κ. Χρυσόστομο τόσο γιά τήν γενναιοδωρία τῶν αἰσθημάτων του, τήν ἀγάπη καί τήν ἀβραμιαία φιλοξενία του, ὅσο καί γιά τήν σημερινή τιμητική πρόσκλησι. Ἐνθυμούμεθα ζωηρῶς καί τούς ἐνταῦθα ἑορτασμούς τῆς 40ετοῦς ἀρχιερατικῆς πορείας Αὐτοῦ, ἀλλά καί τήν προσκυνηματική ἐπίσκεψί του στό Ἅγιον Ὄρος κατά τό τρέχον ἔτος. Οἱ δεήσεις μας εἶναι υἱικές, συνεχεῖς καί διάπυρες γιά τήν ταχεῖα καί σταθερά ἀποκατάστασι τῆς ὑγείας Του, ἀλλά καί γιά τήν ἄνωθεν ἐνίσχυσι στήν ἐπιτέλεσι τοῦ εἰρηνικοῦ του ἔργου. Εἴθε τά ἔτη Του νά εἶναι μεστά ὑγείας, δυνάμεως, χάριτος καί σοφίας.

Εὐχαριστίες ἤθελα νά ἀπευθύνω καί στόν π. Μαρῖνο καί τούς συνιεργούς του γιά τήν φροντίδα ὥστε νά πραγματοποιηθῆ αὐτή ἡ ἀποστολή.

Προσαρμόζοντας λίγο ὡς πολύ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στήν σημερινή ἑορταστική συγκυρία συμφωνοῦμε ὅλοι ὅτι εἶναι παλαιός νόμος νά ἑορτάζωνται ἐγκαίνια ἤ, ἐν προκειμένῳ, ἐπέτειος δέκα ἐτῶν ἀπό τά θυρανοίξια τοῦ ναοῦ αὐτοῦ. Αὐτός ὁ νόμος «ἔχει καλῶς», εἶναι δηλαδή σωστός νόμος, τά νέα πράγματα νά τιμῶνται μέ ἐκδηλώσεις ἀναμνήσεων τῶν γεγονότων. Ἔτσι δέν ἐξαφανίζονται μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου τά καλά ἔργα «μηδὲ παραῤῥυῇ λήθης βυθοῖς ἀμαυρούμενα», δηλαδή ἑορτάζονται ὥστε νά μή βυθισθοῦν στήν λήθη καί στήν λησμονιά.

Διότι τό κτίσιμο ἑνός ναοῦ ἀποτελεῖ ἕνα νησί τοῦ Θεοῦ στήν πλατιά θάλασσα τοῦ κόσμου πού τό διαλέγει σάν κατοικία του ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ὡς γενναιόδωρος προσκαλεῖ ὅλους μας σέ φιλοξενία· φιλοξενία πλούσια, ἐγκάρδια, ἀβραμιαία καί θεσπέσια.

Μάλιστα, ἄν αὐτός ὁ ναός εἶναι ἀφιερωμένος στήν τοῦ Θεοῦ Σοφία, ἔχει ἄλλη διάστασι, παίρνει ἄλλο νόημα καί παραπέμπει σέ χρόνους χρυσούς καί ὑψηλές ἀξίες. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές, ὁ Ἰουστινιανός εἰργάσθη γιά τήν ἀνέγερσι τοῦ «τελειοτέρου ναοῦ τῆς χάριτος», τοῦ εὐπρεποῦς καί ἐξόχου καί «ὑπερβαίνοντος λόγου δύναμιν», δηλαδή τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Εἰργάσθη, λοιπόν, μετά ζήλου πυρετώδους «ἀφροντιστήσας χρημάτων ἁπάντων» καί ἐδείματο τόν ναόν «οὐ χρήμασι μόνον, ἀλλά καί πονουμένῃ τῇ διανοίᾳ καὶ τῇ ἄλλῃ τῆς ψυχῆς ἀρετῇ»[1].

Εἶναι λοιπόν ἄξιοι ἀπαίνων καί ἄξιος ὁ μισθός ἐκείνων πού ἵδρυσαν τόν ναό, τόν ὡράϊσαν καί τόν καλλώπισαν, τόν ἔστησαν εἰς κτίσμα μέγα, ἀλλά καί ἐκείνων πού δέν ξεχνοῦν τόν κόπον τῶν ἄλλων καί κοπιάζουν γιά τήν σημερινή πανήγυρι.

Ἀλλά ἡ ἀφιέρωσις τοῦ ναοῦ παραπέμπει καί στόν Θεό, στόν οὐράνιο θόλο καί σκέπη τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος εἶναι «φῶς ἀπρόσιτον, ἀδιάδοχον, οὔτε ἀρξάμενον, οὔτε παυόμενον, οὔτε μετρούμενον, ἀειλαμπές καί τριλαμπές. Καί μέσα στόν ναό κατοικοῦν καί φῶτα δεύτερα, τοῦ πρώτου φωτός ἀπαυγάσματα, οἱ περί αὐτόν δυνάμεις καί τά λειτουργικά πνεύματα, μαζί εἶναι καί οἱ ἅγιοι καί ταυτόχρονα συμμετέχομε καί ἐμεῖς.

Ἔτσι μᾶς φάνηκε ἐπίκαιρο τό θέμα πού προετάθη γιά τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἡμέρας: «ὁ ἄνθρωπος ὡς ναός τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ», δηλαδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι προωρισμένος νά εἶναι, νά κτίζεται καί νά καθίσταται ναός τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ σοφία ὡς διαχρονικό νόημα εἶναι πολυσήμαντη λέξις, πρό παντός ὅμως σημαίνει συλλογή ἐμπειριῶν. Δέν ἐπιδιώκει ἀλλαγή τοῦ κόσμου, ἀλλά διδάσκει τούς ἀνθρώπους τό πῶς πρέπει νά συμπεριφέρονται μέσα στήν παροῦσα κατάστασι τοῦ κόσμου, ὥστε νά ἐπιτύχουν στήν ζωή τους. Ἡ σοφία προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί ἀληθινή σοφία εἶναι ἡ εὐσέβεια πού, σύμφωνα μέ τόν Ἰώβ, «ὁ σεβασμός στόν Κύριο, αὐτό εἶναι ἡ σοφία καί τό νά ἀποφεύγη κανείς τό κακό, αὐτό εἶναι φρόνησις» (Ἰώβ 28,28). Στήν πραγματικότητα ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος σοφός, τήν ἄμετρη σοφία τοῦ Ὁποίου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τήν δῆ στήν δημιουργία, ὄχι ὅμως καί νά τήν ἐξιχνιάση.

Ὅμως τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι, ὅπως ἀποδεικνύεται τόσο ἀπό τήν Γραφή ὅσο καί ἀπό τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ἀνθρώπων καί τῆς παραδόσεως διαμέσου τῶν αἰώνων, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ παριστάνεται προσωποποιημένη καί ἀσφαλῶς αὐτό, ἡ προσωποποίησις, δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, τό Υἱό τοῦ Θεοῦ, τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστό. Δέν ὑπάρχουν πιό ἀποκαλυπτικά κομμάτια ἀπό αὐτά πού βρίσκομε στίς Παροιμίες καί στήν Σοφία τοῦ Σολομῶντος καί τοῦ Σειράχ ὅπου παρουσιάζουν τήν Σοφία σάν πρόσωπο καί μέ τρόπο προφητικό προετοιμάζουν τήν ἀποκάλυψι τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος. Τόσο φανερά τό λέγει μιλώντας γιά τήν Σοφία: «Ὁ Κύριος μέ ἐδημιούργησε πρίν ἀπ’ ὅλα τά ἔργα Του, τό πρῶτο ἀπό τά ἔργα Του ἀπό πολύ παλιά, πρίν ἀπό τούς αἰῶνες, ἀρχή ἀρχή, προτοῦ νά ὑπάρξη ἡ γῆ… Ἤμουν ἐκεῖ ὅταν στερέωνε τούς οὐρανούς, ὅταν χάραζε κύκλο στόν ὁρίζοντα, ὅταν ἔβαζε θεμέλια στήν γῆ. Ἤμουν ἐκεῖ, λέει ἡ σοφία, κοντά Του σάν μικρό παιδί καί ἤμουν ἡ καθημερινή Του χαρά» (Παρ. 8,22-30). δηλαδή ὁ Χριστός εἶναι τό μικρό παιδί κοντά στόν πατέρα Του. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μέ τό στόμα τῆς σοφίας λέει ὅτι «ἤμην παρ’ αὐτῷ ἁρμόζουσα, ἐγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρε, καθ’ ἡμέραν δὲ εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ» (Παρ. 8,30).  Δηλαδή γιά τόν Πατέρα-Θεό ὁ Χριστός ἦταν ἡ καθημερινή Του χαρά, ἐνῶ ὁ Χριστός κοντά στόν Πατέρα, λέει: «χαιρόμουν στήν παρουσία Του συνεχῶς, ἀκατάπαυστα, χαιρόμουν ἀνάμεσα στήν δημιουργία καί ἤμουν εὐτυχισμένος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους». Τέλος ἡ σοφία εἶναι ἡ πνοή τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καί σαφής ἀντανάκλασις τῆς λάμψεώς Του.

Αὐτές τίς προφητικές εἰκόνες καί παραστάσεις τῆς Σοφίας παρέλαβε ἡ Καινή Διαθήκη, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί οἱ ἀπόστολοι, τίς ὁποῖες συγκεκριμενοποιοῦν καί προσαρμόζουν πολύ ταιριαστά καί ἀληθινά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἰδιαίτερα ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, ὁ Ἰωάννης, στό εὐαγγέλιο τοῦ ὁποίου ὁ Ἰησοῦς περιγράφεται ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τά χαρακτηριστικά τῆς Σοφίας. Ἀλλά καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ –βλέποντας πίσω στά βάθη τῶν αἰώνων– ἀποκαλεῖ τόν Ἰησοῦ «Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κορ. 1,24).

Αὐτήν τήν Σοφία, τόν Χριστό, τό φῶς, τό ὕδωρ τό ζῶν, τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον, χωράει ὁ ναός ὅπου μέ δέος στεκόμαστε στά ἐνδότερά του καί μέ κόπο κτίζεται γιά νά χωρέση τόν ἀχώρητο, τήν τοῦ Θεοῦ Σοφία καί δύναμι. Αὐτήν τήν τοῦ Θεοῦ Σοφία, μαζί μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες στήν Πόλι, τῆς Εἰρήνης καί τῆς Δυνάμεως (ἡ ἁγία Εἰρήνη καί ἡ ἁγία Δύναμις) μᾶς θύμισε μεγαλειωδῶς ἡ χθεσινή πλούσια ἐκδήλωσις γιά τήν Πόλι, πού προσπάθησε νά χωρέση, νά κλείση μέσα της ὁ Ναός τῆς Ἁγίας Σοφίας στήν Πόλι. Μήπως ὁ Χριστός, παρά τήν ἄλωσι τῆς Πόλεως, ἐγκατέλειψε τό σκήνωμά Του, τήν κατοικία Του ὅπου καθ’ ἡμέραν ηὐλίζετο καί προσέχαιρε; Κανείς μας δέν τό πιστεύει. Κρύβεται, ταπεινοῦται ἐσταυρωμένος, ὅπως τό σαρκώνει αἰῶνες τώρα ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καί ὁ εἰς τόπον Χριστοῦ ἱστάμενος προκαθήμενος τῆς προκαθημένης τῆς ἀγάπης. Ναί, ἔχει τήν ἀποκρυφήν Αὐτοῦ στά νέφη, ἀποκρύπτεται μέσα στά νέφη. Τήν πληρότητα ὅμως αὐτῆς τῆς παρουσίας Του θά τήν δοῦμε στά ἔσχατα, ὅπου ὅλα θά γίνουν σκηνή Του, κατοικία Θεοῦ καί ἀνθρώπων.

Σ’ αὐτόν λοιπόν ἐδῶ τόν ναό τοῦ Στροβόλου εἶναι ἡ κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς Θεοῦ Σοφίας καί δυνάμεως, καί ἐδῶ εἶναι τό δικό μας ὁρμητήριο, ἡ κιβωτός τῶν ἐφοδίων μας ἤ, ὅπως λέει ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός, «τόπος τῶν πόθων, τῶν καημῶν μας καί τῶν ὀνείρων μας». Τί θαυμάσια πού λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «οὐρανός ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ τό πνεῦμα τό ἅγιο εἶναι ὁδηγός τοῦ λαοῦ. Καί αὐτό κινεῖ τά πάντα καί ἐμπνέει καί τούς ἡγέτες»[2]. Μυστικά κάθε ναός φανερώνει καί ἔχει στραμμένο τό ἱερό του στό κάλλος τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Πόλεως, τό πρωτόκτιστον κάλλος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἐν δυνάμει αὐτόν τόν ναό, αὐτό τό κάλλος θέλει στήν καρδιά του καί στήν ζωή του.

Γι αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης, βλέποντας τί εἶναι ὁ ναός καί τί ἐμπνέει, ὁρίζει νά μήν ὑπάρχει τόπος χωρίς ἐκκλησία. «Βασιλεία ἐστι τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐκκλησίας ἡ οἰκοδομή»[3]. Ἀνάκτορο τοῦ Χριστοῦ κάθε ναός. Τόπος μέ ναό μοιάζει μέ τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ δέν ἀκούγονται κραυγές, δέν ὑπάρχει θόρυβος, ὅλοι ἐκεῖ εἶναι-γίνονται φίλοι, ἀφοῦ πιστεύουν στά ἴδια, εἶναι κοινωνοί τῶν ἰδίων δογμάτων. Καί συνεχίζει τονίζοντας «κάθε τόπος, ἄν συγκριθῆ μέ τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, φαίνεται σκήνωμα ἁμαρτωλῶν. Ὁ οἶκος ὅμως τοῦ Θεοῦ αὐτός «καθαρεύει τῶν κακῶν πάντων». Ὅπως στό λιμάνι πού δέν τό πιάνουν κύματα καί ἄνεμοι, καταφεύγουν τά πλοῖα καί βρίσκουν ἀσφάλεια, ἔτσι καί στό σπίτι τοῦ Θεοῦ πολύ γαληνεύουν οἱ ψυχές[4]. «Τίς γάρ τοιοῦτος λιμήν, οἷος ἡ Ἐκκλησία; Τίς τοιοῦτος παράδεισος, ὡς ἡ σύνοδος ἡ ὑμετέρα;»[5].

Δέν ξεχνοῦν ὅμως οἱ πατέρες καί τό πρακτικό μέρος τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ: «Βιάσου, ἀδελφέ μου, χριστιανέ μου, ὥστε πρίν ἀπό τόν χειμῶνα νά κατορθώσης νά ἀποτελειώσης τίς ἄστεγες ἐκκλησίες», ὅπως μᾶς ἀνέφερε χαρακτηριστικά ἕνα θαυμαστό γεγονός ὁ Μακαριώτατος σέ μία ἐκκλησία τῆς Πάφου.

Ὁ στολισμός καί ὁ εὐπρεπισμός τοῦ ναοῦ ἐκφράζει τό δέος, τήν ἀγάπη, τήν πίστι, τήν ἐλπίδα, τήν εὐγνωμοσύνη τοῦ λαοῦ στόν ἀόρατο Θεό. Γι’ αὐτό μέ τίς εὐχές της ἡ Ἐκκλησία εὔχεται καί προσεύχεται γιά τόν ἁγιασμό αὐτῶν πού ἀγαποῦν τήν εὐπρέπειαν τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.

Ταυτόχρονα ὅμως ὁ ναός εἶναι καί τόπος φοβερός. Διότι ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός, ὁ Θεός πού ἔχει ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου, ἐκεῖ εἶναι φοβερός ὁ τόπος. Ἐξ ἄλλου ὁ Κύριος ἔχει ἀνάγκη ὄχι ἀπό χρυσά σκεύη, ἀλλά ἀπό χρυσές ψυχές. Ψυχές πού ἔχουν δοκιμασθῆ, ἐπυρώθησαν ἐν χωνευτηρίῳ, στό χωνευτήρι τῶν πειρασμῶν, τῆς πίστεως, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Βρίσκει ψυχές ἄξιες γι’ Αὐτόν, γενναῖες, μέ σοφία, μέ φρόνησι, μέ θυσία καί ζῆλο. Τέτοιος ἄνθρωπος μέ ἄξια ψυχή εἶναι «τοῦ κόσμου παντός τιμιώτερος». Γι’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, «τόν τιμιώτερο παντός κόσμου», ἔγινε καί γῆ καί θάλασσα καί ἥλιος καί ἀστέρες καί οὐρανός. Ναί, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτός καί ἁμαρτωλός καί παρασύρεται εὔκολα καί ἐπηρεάζεται ἀπό τό χυμένο γύρω του κακό καί γίνεται ἐνίοτε χειρότερος τῶν θηρίων καί μοιάζει μέ δέντρο πού ἄλλοτε φέρνει φρέσκα καί πολλά λουλούδια καί ἄλλοτε ρίχνει τά φύλλα του. Πότε ζωντανεύει καί ἄλλοτε μαραίνεται, ἄλλοτε ὑψώνεται καί ἄλλοτε κατεβαίνει στόν Ἅδη, ἀφήνει τόν ἑαυτό του καί παραμορφώνεται.

Ἀλλά, καί ἄν παρασύρεται ὁ ἄνθρωπος, γιατί νά μείνωμε ἐμεῖς σ’ αὐτήν τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου; «Τί ἐστιν ἄνθρωπος;», ρωτοῦν οἱ αἰῶνες. Τί εἶναι ἄνθρωπος; Οἱ κοσμικοί φιλόσοφοι τό καλύτερο πού ἔχουν νά ποῦν εἶναι ὅτι εἶναι ἕνα ὄν λογικό, θνητό, πού ἔχει τήν δυνατότητα νά σκέπτεται καί νά παράγη ἐπιστήμη. Ἐμεῖς ὅμως παίρνομε τόν ὁρισμό ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ! Μιλώντας γιά τόν Ἰώβ λέει: «Ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος, φιλαλήθης, εὐσεβής, πού ἀπεῖχε ἀπό κάθε κακό πρᾶγμα». Αὐτός πραγματικά εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι τίμιος ἄνδρας, αὐτός πού ἔχει ἀγάπη καί ἐλεεῖ. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι, κι ἄν ἀκόμη εἶναι εὐφυής καί σπουδαῖος ἐπιστήμων, δέν ὀνομάζεται ἀπό τήν Γραφή ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἀλλιῶς, δηλαδή ἄλογο ὄν.

«Μέγα ἀξίωμα ὁ ἄνθρωπος», λένε ἐν γένει οἱ πατέρες. Ὅλοι βέβαια εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κυρίως οἱ δίκαιοι, ὄχι διότι δημιουργήθηκαν διαφορετικά, ἀλλά διότι ἐξοικειώθηκαν μέ τόν Θεό. Λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Αὐτός Θεός ἐστι, καί ἐμέ θεόν ἐκάλεσεν· ἐκεῖ φύσις πράγματος, ἐνταῦθα τιμή ὀνόματος». Ἐκεῖνος ὀνομάσθηκε ἄνθρωπος, ὀνομάσθηκε θύρα καί πέτρα. Αὐτά τά πῆρε ὁ Θεός ἀπό μένα, τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ ἐκεῖνα μοῦ τά ἔδωσε ἀπό τόν ἑαυτό Του[6]. Τί φοβᾶσαι ἄνθρωπε; Φοβᾶσαι μᾶλλον τό βάρος τῶν ὀνομάτων ἤ καλύτερα φοβᾶσαι τόν ἀγώνα καί τόν κόπο καί τήν φροντίδα γιά νά κρατήσης τήν τιμή τῶν ὀνομάτων. Ὀνομάζεται τό σῶμα σου «ναός τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος» καί κάθε ἄνθρωπος εἶναι κεκλημένος νά χωρέση μέσα του τόν ἀχώρητον, νά γίνη ναός τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Φοβᾶσαι ὅμως! Ὁ φόβος ὅμως εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀπιστίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀπιστία ἤ ἡ ὀλιγοψυχία ἐπιστροφή στά σκοτάδια, στό ἀδιέξοδο. Θέλει ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι χαρούμενος, γνωρίζει ὅτι ἡ χαρά εἶναι λύπης ὄλεθρος, δηλαδή ἡ χαρά ἐξαφανίζει τήν λύπη, ἐν τούτοις προτιμᾶ τήν στενοχώρια, διότι ἡ χαρά θέλει θυσία. Καί ὅμως οἱ προτροπές τῶν Πατέρων, τῶν ἁγίων καί ὅλων τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφεῖς. Μήπως οἱ πατέρες ἁπλῶς φιλοσοφοῦν ἤ ἠθικολογοῦν ἤ ὀνειρεύονται ἕναν κόσμο ἀγγελικά πλασμένο; Δέν ζοῦν ἄραγε τήν πραγματικότητα; Ὅλοι ὅμως ξέρομε ὅτι αὐτοί, οἱ παλαιοί καί οἱ νεώτεροι πατέρες πού καί ἐμεῖς γνωρίσαμε καί ἀγαπήσαμε, λέγουν τήν ἐμπειρία τους· ἀποκαλύπτουν ὅτι μέσα τους κατοίκησε ζωντανά ὁ Χριστός. Ὅλοι ἔχομε μία μικρή ἤ μεγαλύτερη ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στήν ζωή, στήν καθημερινή μας ζωή, στά προβλήματά μας, στόν πόνο μας καί στά αἰτήματά μας. Προτρέπουν αὐτοί οἱ ἅγιοι λοιπόν μέ σαφήνεια: «Γενοῦ σύ ναός». Ἐσύ νά γίνης ναός. «Ἕνα καθεῖλε ναὸν ὁ Θεὸς ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ μυρίους ἀνέστησεν ἐκείνου πολλῷ σεμνοτέρους»[7]. Ἕναν ναό κατέστρεψε ὁ Θεός στά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά ὕψωσε μυρίους ναούς, πολύ σεμνοτέρους ἐκείνου, δηλαδή ἐμᾶς. Τήν κάθε ψυχή τήν κάνει ναό ἔμψυχο, πολύ σεμνότερο ἐκείνου. Ἐννόησον πῶς ἐγεννήθης. Μέ ποιά χαρίσματα στολίσθηκες, πῶς κατασκευάσθηκες νά εἶσαι ἀσάλευτος ναός, πῶς ἔγινες καλός. Δέν στολίσθηκες μέ χρυσάφι καί πολύτιμα πετράδια, ἀλλά μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀπείρως πολυτιμότερο ἀπ’ ὅλα αὐτά[8].

Ἤ ἀλλοῦ πολύ χαρακτηριστικά λένε: «Εἴμαστε ναός τοῦ Χριστοῦ». Καί κοιτᾶξτε, ἀδελφοί μου, μέ ποιόν ἁπλό τρόπο. Λένε οἱ ἅγιοι ὅτι, ὅταν δίνομε μεταξύ μας τό ἅγιο φίλημα –τότε τό κάνανε ἐντός τοῦ ναοῦ–, εἶναι σάν νά ἀσπαζόμαστε τά πρόθυρα καί τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ἤ σάν νά ἀσπαζόμαστε τίς εἰκόνες. Ὅσοι ἀσπάζονται τά πρόθυρα τοῦ ναοῦ, ἄλλοι μέν τά ἀσπάζονται σκύβοντας, ἄλλοι, ἀφοῦ ἀγγίξουν μέ τό χέρι τους τά πρόθυρα, ὕστερα φέρουν τό χέρι στό στόμα. Καί διά τῶν πυλῶν αὐτῶν μπῆκε ὁ Χριστός καί μέ αὐτόν τόν ἁπλό τρόπο μπαίνει οὐσιαστικώτερα μέσα μας, ὅταν μεταλαμβάνωμε. Εἶναι ἁπλές εἰκόνες πού μᾶς φέρνουν θεῖα καί χαροποιά βιώματα.

Ἄν, πάλι, ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι, ὅπως εἴδαμε, τόπος φοβερός, χρειάζεται νά ἀκούη ὁ ἄνθρωπος τήν φωνή τοῦ Θεοῦ πού τοῦ λέγει: «Μωϋσῆ, Μωϋσῆ, μήν πλησιάσης ἐδῶ ἔτσι. Βγάλε τά ὑποδήματά σου, γιατί ὁ τόπος ὅπου στέκεσαι εἶναι ἅγιος» (Ἔξ. 3,5). Ὅλοι κατανοοῦμε τήν σημασία τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἕνας λόγος σαφής καί ὀλιγόλεξος πού ἐμπεριέχει τόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νά κρατήση ζωντανό μέσα του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, νά καθαρίζη τήν καρδιά του γιά νά μή πεθαίνη ἀπό τήν ἁμαρτία. Εἶναι ἕνας λόγος πού μεταφράζεται καί μετατρέπεται σέ πράξεις, σέ κανόνες καί σέ ἄσκησι. Οἱ Πατέρες μας ἔθεταν τόν στόχο πρῶτα καί μετά ἐδίδασκαν πῶς θά τόν πετύχωμε. «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Ἡ πρᾶξις εἶναι ἡ ἀνάβασις στά σκαλοπάτια τῆς θεωρίας καί αὐτό γίνεται ἐμπειρία. Γι’ αὐτό δέν ξεχωρίζουν τήν θεωρία καί τήν πρᾶξι. Θεωροῦν, θεμελιώνουν τόν σκοπό τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ναός τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ταυτόχρονα ὁρίζουν καί προτρέπουν καί τόν τρόπο τῆς ἐφαρμογῆς του.

Ἐν προκειμένῳ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὁρίζει μερικές ἐξαιρετικές καί χρήσιμες πρακτικές συμβουλές γιά τήν συμμετοχή σου στόν ναό. Βλέποντας τούς πιστούς νά στέκωνται μέ προσοχή καί εὐλάβεια στόν ναό χαίρεται καί λέγει: «Ὅταν βρίσκωμαι μαζί σας στήν ἱερά σύναξι καί στρέφοντας τό βλέμμα μου βλέπω πιστούς, νά ἀναπέμπουν στόν Θεό ὕμνους καί προσευχές μέ προσοχή καί κατάνυξι ἤ βλέπω κάποιον μέ σιγή καί βαθιά προσήλωσι νά ἀκούη τά λεγόμενα. Ἡ θέα αὐτή μέ γεμίζη χαρά καί ἐνθουσιασμό καί δοξάζω τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πού μέ τή βοήθειά Του τό πᾶν κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος».

Ἀλλοῦ πάλι λέγει: «Τότε καί τά σπίτια ἦσαν ἐκκλησίες, τώρα ὅμως ὁ ναός (ἡ ἐκκλησία) ἔχει καταντήσει σπίτι. Τότε καί μέσα στό σπίτι δέν ἄκουγες τίποτε τό κοσμικό. Τώρα δέν ἀκοῦς τίποτε τό πνευματικό μέσα στόν ναό, ἀλλά καί ἐδῶ μέσα μεταφέρατε τήν ἀγορά. Καί ἐνῶ ὁ Θεός διαλέγεται μέ μᾶς σεῖς ἀφήνετε τή σιγή πού μᾶς κάνει ν’ ἀκοῦμε τά λεγόμενα, καί συζητᾶτε ἀντίθετα πράγματα»[9].

Καί συνεχίζει: «Ἐδῶ στήν Ἐκκλησία μᾶς μιλάει ὁ Θεός διά τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων, καί μεῖς χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καί νιώθουμε ζάλη. Καί ὅταν μέν εἶναι καλοκαίρι καί κάνη πολλή ζέστη, καταφεύγουμε στήν ἀγορά. Καί ὅταν γίνεται χειμώνας, πάλι δέν ἔρχονται, γιατί, λέει, κάνει κρύο καί βρέχει καί ἔχει λάσπες ὁ τόπος, καί μένουν στό σπίτι τους»[10].

«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι βαφεῖο. Ἄν βγαίνετε ἀπ’ τόν ναό ἄχρωμοι, τότε ποιό τό ὄφελος, πού συνεχῶς ἔρχεστε;»[11].

«Σύ, πού μπῆκες ἐδῶ στόν ναό μάταια, πές μας, ποιός προφήτης ἤ ποιός ἀπόστολος διαβάστηκε σήμερα, καί τί ἔλεγε. Δέν μπορεῖς νά πῆς, διότι ἐδῶ βρισκόσουν σέ ὄνειρο, χωρίς ν’ ἀκοῦς τά ἀληθινά πράγματα. Λέω αὐτά σέ ὅλους σας. Ὅποιος, ἐνῶ εἶναι ξύπνιος, δέν προσέχει στά λόγια τοῦ Θεοῦ, αὐτός πολλά κακά καί σκέφτεται καί κουβεντιάζει»[12].

Καί τί ὡραῖα μᾶς χτυπάει: «Δέν ἔχετε σπίτια, γιά νά κουβεντιάσετε; Πρέπει νά κουβεντιάζετε στήν ἐκκλησία καί νά ἐμποδίζετε καί ὅσους στέκουν σεμνά καί θέλουν ἡσυχία γιά τήν προσευχή; Ἡ ἐκκλησία εἶναι χῶρος ὄχι γιά κουβέντες, ἀλλά γιά διδασκαλία. Τώρα ὅμως σέ τίποτε δέν διαφέρει ἀπό τήν ἀγορά. Γιά νά μήν εἰπῶ καί κάτι πιό τολμηρό· δέν διαφέρει ἡ ἐκκλησία ἀπό τό θέατρο! Οἱ γυναῖκες στόν ναό ἐμφανίζονται μέ πιό αἰσχρή ἐμφάνισι καί ἀπό τίς πορνευόμενες γυναῖκες τῶν θεάτρων»[13].

«Χρειάζεται ὄχι μόνο πίστις, ἀλλά ζωή ἐνάρετη. Διότι δέν ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος στά ἅγια σ’ ἐκείνους, πού δέν ἔχουν τήν πληροφορία τῆς συνειδήσεώς τους. Ἐδῶ εἶναι ἅγια, καί μάλιστα Ἅγια τῶν ἁγίων»[14].

«Μπαίνουν πολλοί στήν ἐκκλησία, ἀπευθύνουν πολλούς στίχους προσευχῆς, ἀλλ’ ὕστερα βγαίνουν καί δέν ξέρουν τί εἶπαν. Τά χείλη κινοῦνται, ἀλλά ἡ ἀκοή δέν ἀκούει. Ἐσύ δέν ἀκοῦς τήν προσευχή σου καί θέλεις ὁ Θεός νά σέ εἰσακούση προσευχόμενο; Γονάτισα, λές! Ναί, ἀλλά ὁ νοῦς σου πετοῦσε ἔξω. Τό σῶμα σου ἦταν στήν προσευχή, ἀλλά ὁ νοῦς μετροῦσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφές μέ φίλους. Εἶναι πονηρός ὁ διάβολος, Ξέρει, ὅτι πολύ ὠφελούμαστε τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Γι’ αὐτό τότε κυρίως ἐπιτίθεται. Πολλές φορές βρισκόμαστε ξαπλωμένοι στό κρεβάτι καί τίποτε κακό δέν σκεπτόμαστε· ἐρχόμαστε στόν ναό νά προσευχηθοῦμε καί τότε μύριοι λογισμοί μᾶς κυριεύουν, γιά νά βγοῦμε ἀπό τή σύναξι ἄδειοι»[15].

«Δέν ἁγιάζει ὁ τόπος τοῦ ναοῦ αὐτούς πού συνάγονται ἐκεῖ, ἀλλά οἱ συναγμένοι κάνουν ἅγιο τόν τόπο τοῦ ναοῦ»[16].

«Νά στολίσης τόν ναό σου (τήν ὕπαρξί σου). Νά διώξης κάθε πονηρό λογισμό, ὥστε νά καταστῆς τίμιο μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά γίνης ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Β΄ Κορ. 6,16). Καί νά φροντίσης νά γίνουν καί ἄλλοι ἄνθρωποι, ναοί τοῦ Θεοῦ. Βλέποντας φτωχούς δέν μπορεῖτε εὔκολα νά τούς παρακάμψετε. Ἕτσι καί ὅταν βλέπης κάποιον νά τρέχη σέ ἄλλους δρόμους, ἐνῶ εἶναι χριστιανός, νά μή τόν παραβλέψης, ἀλλά μέ τό χαλινάρι τοῦ λόγου σου νά τόν συγκρατήσης καί νά τόν ὁδηγήσης στήν ἐκκλησία»[17].

Ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅ,τι καί ἄν κάνη ὁ ἄνθρωπος, ὁ Θεός εἶναι ἀμεταμέλητος στά χαρίσματά Του. Χάρισμα εἶναι νά ἔχης προορισμό τήν ἀθανασία, νά λάβης μέσα σου τήν ἐντός ἡμῶν βασιλεία. Εἶναι χάρισμα, εἶναι προορισμός, εἶναι ἀμεταμέλητος σκοπός. Ὅπως λέγει ὁ Γέροντας Αἰμιλιανός, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ: «Πρέπει νά γίνης ἀθάνατος· δέν θέλω νά σέ τυλίξω σάν κουρέλι, δέν θέλω νά σέ τυλίξω σάν ἄψυχο πρᾶγμα. Σέ ἀγαπῶ –λέει ὁ Θεός– σέ γέννησα, σέ ἔχω στά χέρια μου· εἶσαι θεμελιωμένος, μή φοβᾶσαι! Ἐγώ εἶμαι μαζί σου, μήν τρομάζης. Θά σέ ἐνισχύσω, θά σέ βοηθήσω, θά σέ στηρίξω μέ τό δίκαιο χέρι μου, τό δυνατό χέρι μου. Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός σου πού ἀπό τό δεξί χέρι σου σέ κρατῶ καί πού σοῦ λέω “μή φοβᾶσαι, ἔρχομαι νά σέ βοηθήσω ἐγώ”. Καί ἄν ἁμάρτησες μυριάδες φορές, ἐγώ πάλι μπορῶ νά θέσω γιά σένα ὡς θεμέλια τά χέρια μου καί νά σέ ἀνορθώσω». Αὐτήν εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, τῆς τελειότητος καί τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ἀκριβείας καί τῆς οἰκονομίας. Αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἐλπιδοφόρο ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ, ὄχι οἱ προβλέψεις καί οἱ ἀγωνίες, αὐτό εἶναι τό βέβαιο μέλλον μας, ὡς πρόσωπα καί ὡς γένος. Εἶναι σαφές τό μέλλον, κάτω ἀπό τό φωτεινό βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ζοῦμε σέ ἐπίγειες σκηνές, φθαρτές. Ὅμως ὁ Θεός δέν παύει νά κτίζη ἀχειροποίητες σκηνές, νά κτίζη ἁγίους. Τέτοιοι ἅγιοι, εἰκόνες ἔμψυχες, εἰκόνες τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ναοί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, δέν ἔλειψαν, δέν λείπουν καί στίς μέρες μας. Φωτεινά ἀστέρια πού λάμπουν ὡς φωστῆρες στόν κόσμο «λόγον ζωῆς ἐπέχοντες» (Φιλ. 2,16), πού σημαίνει ὅτι μᾶς μεταδίδουν ζωή, ἐμπειρίες ζωῆς, ἐλπίδα σωτηρίας καί ὑπόσχεσι κληρονομίας. Κτίζονται ναοί καί κτίζονται ἅγιοι σεμνότεροι τῶν ναῶν. Μέ κόπο βέβαια καί μόχθο, μέ στερήσεις καί πειρασμούς, ὅπως ἀσφαλῶς ἀπαιτοῦν τά καλά ἔργα καί ἡ θεάρεστος διακονία τοῦ καθενός στόν ναό, στό σπίτι, στή δουλειά, στήν πάλη, στήν πορεία.

Ἔχομε λοιπόν καί ναούς καί πρότυπα ἁγίων. Τά πρότυπα μᾶς δίδουν τό σχέδιο τῆς μιμήσεως. Μέσα στόν ναό εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ, τά οὐράνια ἀγαθά ὡς ἀντίτυπα τῶν ἐπουρανίων. Μέσα στήν καρδιά εἰσέρχεται ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἄς τά πιστεύωμε ὅλα αὐτά. Ἄς ἀγαποῦμε τόν Θεόν, ἄς Τόν κοινωνοῦμε στόν ναό, στόν λόγο Του, στά μυστήριά Του, στήν προσευχή μας, σέ κάθε μυστήριό Του. Ἄς ζοῦμε ἔχοντας μέσα μας καί τόν Χριστό καί τόν Ναό. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Θεοῦ σοφία καί Θεοῦ δύναμις. Ὁ Ναός εἶναι ἡ σκέπη, ἡ ἀσφάλεια τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ ἐγγύησις τῆς βασιλείας, ἡ καταξίωσις τοῦ ὅτι εἴμαστε τό γένος τῶν χριστιανῶν καί δή τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί Ἑλλήνων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι φέρουν στούς ὤμους τους τήν παράδοσι, τόν ἔλλογο λόγο, τό μέτρο καί τήν γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ.

Ἔχοντας μάλιστα τήν γενναιοδωρία τῆς ἀγάπης καί τῶν εὐχῶν τοῦ Μακαριωτάτου, ἄς ταξιδεύωμε μέ ἀσφάλεια στήν ὁλκάδα τῆς Ἐκκλησίας μέ πηδαλιοῦχο τόν Χριστό καί ἐφόδια τίς ἐντολές Του!

[1] Προκόπιος, Περί κτισμάτων, 1, 1, 23 καί 67.

[2] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Α΄ πρός Κορινθίους, Ὁμιλία ΛΣΤ΄, PG 61, 312.

[3] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ὁμιλία ΙΗ΄, PG 60, 147.

[4] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατά τῶν ἀπολειφθέντων, PG 51, 145.

[5] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, Ὁμιλία Η΄, PG 49, 335-336.

[6] Ἰωάννου Χρυστοστόμου, Εἰς Εὐτρόπιον Β΄, PG 52, 403.

[7] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατά Ἰουδαίων, Λόγος Ζ΄, PG 48, 915.

[8] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ὁμιλία ΟΓ΄, PG 58, 676.

[9] PG 57, 385.

[10] PG 63, 625.

[11] PG 60, 218.

[12] PG 60, 625.

[13] PG 61, 314.

[14] PG 63, 140.

[15] PG 52, 457.

[16] PG 48, 857.

[17] PG 48, 915.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post