Αναμνήσεις από την κατασκήνωση κατηχητικών 1953 και 1954

Αναμνήσεις από την κατασκήνωση κατηχητικών 1953 και 1954

Κάθε φορά που η μνήμη φέρνει εικόνες από την κατασκήνωση των κατηχητικών στον Άγιο Νικόλαο Στέγης, μια δροσερή, μυρωμένη αύρα πλημμυρίζει την ψυχή και μια απέραντη γαλήνη απλώνεται σε όλο μου το είναι. Αυτά που η μνήμη ανακαλεί είναι μόνο ευχάριστες αναμνήσεις, μόνο χαρά, κέφι, ψυχική ανάταση, συναισθηματική ευφορία, αλησμόνητες στιγμές ομαδικής ζωής, απέραντη αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπό μας, φωνή πατρίδας.

Στα εξήντα χρόνια που πέρασαν από τότε όχι μόνο δεν ξεθώριασαν οι ευχάριστες εκείνες στιγμές που βίωσα στο φιλόξενο χώρο του Αγίου Νικολάου της Στέγης, αλλά, αντίθετα, ζωντανεύουν και ζωηρεύουν κάθε φορά που στο μακρύ αυτό χρονικό διάστημα, τις φέρνω στο μυαλό μου. Έτσι, όταν ο Θεοφιλέστατος Χωρεπίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος, με εισήγηση του δασκάλου μου κ. Μιχαλάκη Μαραθεύτη και με την έγκριση του Μακαριότατου Αρχιεπισκόπου κ. κ. Χρυσοστόμου, μού πρότεινε να μοιραστώ σήμερα μαζί σας τα βιώματα και τις εμπειρίες μου από τις κατασκηνώσεις εκείνες, που έγιναν αναμνήσεις, δε δίστασα ούτε στιγμή να δεχτώ με ευχαρίστηση την πρόσκλησή του. Τους ευχαριστώ και τους τρεις για την εμπιστοσύνη που έδειξαν στο πρόσωπό μου.

Σ’ αυτά που είπα, πρέπει να προσθέσω ακόμη ένα γεγονός που ήρθε να κεντρίσει τη μνήμη μου και να με πείσει πως έπρεπε κι εγώ να συμβάλω, με τις δικές μου ασήμαντες δυνάμεις στον πανηγυρικό εορτασμό, για τα εξηντάχρονα των κατασκηνώσεων. Το γεγονός αυτό ήταν η παρουσίαση, τον περασμένο Μάιο, στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, ενός βιβλίου, αφιερωμένου στη ζωή και στη δράση ενός αφοσιωμένου κληρικού, του αείμνηστου πατρός Ανάργυρου Σταματόπουλου, τον οποίο γνώρισα εδώ, στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης. Ο πατέρας Ανάργυρος υπήρξε για μας τους μικρούς κατασκηνωτές ο πνευματικός μας πατέρας και στο νεανικό μυαλό μας φάνταζε σαν ένα μοναδικό σύμβολο βαθιάς θρησκευτικότητας και αγνού πατριωτισμού. Θεωρώ απαραίτητο να τονίσω, ευθύς εξαρχής, πως όλες οι αναμνήσεις μου από τις δυο κατασκηνώσεις του 1953 και 1954, που μοιράζομαι σήμερα μαζί σας, προέρχονται από έναν κατασκηνωτή, μαθητή της Δευτέρας τάξης, στην πρώτη, και της Τρίτης τάξης στη δεύτερη κατασκήνωση, του Ελληνικού Γυμνασίου της Πάφου.

Θα προσπαθήσω, μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα των δεκαπέντε λεπτών που μου δόθηκε από τους διοργανωτές, να εκθέσω όσα από τα πιο σημαντικά, το μνημονικό μου αναμοχλεύει και σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε για όσα εξίσου σημαντικά θα παραλείψω.

Βρέθηκα, λοιπόν, και στις δύο κατασκηνώσεις μαζί με άλλους συμμαθητές μου, ύστερα από προτροπή του τότε καθηγητή της φιλολογίας στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου και κατηχητή, αλλά και αρχηγού της κατασκήνωσης, κ. Μιχαλάκη Μαραθεύτη, του μετέπειτα Διευθυντή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου.

Το γεγονός ότι κατηχητόπαιδες και από όλες τις άλλες επαρχίες της Κύπρου, εκτός από την επαρχία Λευκωσίας, συμμετείχαν στις κατασκηνώσεις των κατηχητικών σχολείων της Αρχιεπισκοπής, φανέρωνε καθαρά, κατά την άποψή μου, την πρόθεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με τις ευλογίες του οποίου δημιουργήθηκαν οι κατασκηνώσεις, να συγκεντρώσει στον ίδιο χώρο μαθητές γυμνασίων από όλη την Κύπρο, για λόγους θρησκευτικής και εθνικής διαφώτισης και διαπαιδαγώγησης, μέσα στα δύσκολα και καθοριστικά για το εθνικό μας θέμα, εκείνα χρόνια.

Αρκεί να αναφέρω, ενδεικτικά, μερικά γεγονότα που φανερώνουν πως το 1953 ήταν έτος κρίσιμο για την εθνική μας υπόθεση: Ο Εθνάρχης Μακάριος επιστρέφει, το Μάρτιο του 1953, στην Κύπρο ύστερα από πεντάμηνη απουσία στο εξωτερικό, στη διάρκεια της οποίας επισκέφθηκε την Αμερική, το Λονδίνο και την Αθήνα για την προώθηση του εθνικού ζητήματος. Τον Ιούνιο του 1953, πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο στη Λευκωσία, μέσα και έξω από την εκκλησία της Φανερωμένης, στο οποίο μίλησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος καλώντας τη Μεγάλη Βρετανία να εφαρμόσει στην Κύπρο την αρχή της Αυτοδιάθεσης.

Τον Ιούλιο του χρόνου εκείνου, εξαιτίας των γεγονότων της Στέψης της βασίλισσας της Αγγλίας, που συνέβησαν στην Πάφο, και την παύση του Γυμνασιάρχη Παυλίδη και την στέρηση της άδειας εξάσκησης επαγγέλματος από καθηγητές του Γυμνασίου Πάφου, ο Εθνάρχης Μακάριος απευθύνθηκε προς τον Κυπριακό λαό καλώντας τον να αντισταθεί και να μη συνεργαστεί με τον κατακτητή στον αφελληνισμό της ελληνικής παιδείας που επιχειρούσαν οι Άγγλοι. Τον ίδιο μήνα συνήλθε η ολομέλεια του Γραφείου Εθναρχίας για να αντιμετωπίσει την αποικιακή αυθαιρεσία και τον Αύγουστο αποφασίστηκε η προσφυγή στον Ο. Η. Ε.  με αίτημα την εφαρμογή της αρχής της Αυτοδιάθεσης για τον κυπριακό λαό.

Η συγκέντρωση τόσων μαθητών από όλα τα μέρη της Κύπρου απέβλεπε, κατά την άποψή μου, στη διαφώτιση και στη διαπαιδαγώγηση των αυριανών στελεχών των κατηχητικών, αλλά και της ίδιας της Εκκλησίας και στην προετοιμασία των μελλοντικών μαχητών που με τα όπλα θα έδιωχναν τον ξένο κατακτητή από το νησί. Οι επισκέψεις του Αρχιεπισκόπου και άλλων ιεραρχών στις κατασκηνώσεις ήταν συχνές και στις ομιλίες τους άφηναν να νοηθεί ότι κάτι πιο σοβαρό από τις προκηρύξεις, τα διαγγέλματα και τους λόγους, κυοφορείτο. Ήταν οι παραμονές της έναρξης του ένοπλου αγώνα του κυπριακού ελληνισμού ενάντια στον ξένο κατακτητή.

Οι κατασκηνωτές, ήμαστε περίπου εκατό στο σύνολό μας, κατανεμημένοι σε ομάδες των δέκα, περίπου, παιδιών. Η κάθε ομάδα είχε το δικό της ομαδάρχη, που ήταν, κατά κανόνα, κατηχητής ή κυκλαμινάρχης. Οι ομαδάρχες ήταν όλοι τους νέοι και θρησκευόμενοι άνθρωποι, κυρίως εκπαιδευτικοί ή φοιτητές σε διάφορες σχολές πανεπιστημίων της Ελλάδας. Οι ομάδες στις οποίες είχα ενταχθεί, τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη κατασκήνωση, απαρτίζονταν από μαθητές από διαφορετικές επαρχίες. Οι κατασκηνωτές – μαθητές φοιτούσαν όλοι σε γυμνάσια, σχεδόν σε όλες τις τάξεις. Μέναμε σε αντίσκηνα τα οποία είχαμε στήσει εμείς, με τη βοήθεια και την καθοδήγηση των ομαδαρχών μας, ήδη από την πρώτη μέρα της άφιξής μας στο χώρο της κατασκήνωσης, όχι πολύ μακριά από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Στέγης και κοιμόμαστε σε κρεβατάκια εκστρατείας πτυσσόμενα, τα «ράντζα». Μια σειρά από βρύσες βρίσκονταν στην αυλή της κατασκήνωσης, για να ξεδιψούμε, ιδιαίτερα όταν επιστρέφαμε από τις εκδρομές, που πραγματοποιούσαμε πεζοπορώντας τα απογεύματα, ενώ πιο κάτω ήταν μια σειρά από ντους για την καθαριότητά μας. Η τραπεζαρία, με τα μεγάλα τραπέζια και τους μπάγκους για να καθόμαστε την ώρα του φαγητού (του προγεύματος, του γεύματος και του δείπνου) ή κάποιων εκδηλώσεων, είχε απλώς ένα σκέπαστρο για να εμποδίζει τον ήλιο, ενώ στα πλάγια ήταν ανοικτή.

Στεγασμένο ήταν το μαγειρείο, δίπλα στην τραπεζαρία.  Περιττό να αναφέρω ότι σε όλα τα γεύματα προηγείτο και ακολουθούσε προσευχή. Επίσης, με προσευχή άρχιζε η μέρα μας και με προσευχή τέλειωνε. Γινόταν, ακόμη, κάθε πρωί,  η έπαρση της ελληνικής σημαίας και το απόγευμα, πριν από τη δύση του ήλιου, η υποστολή της. Τόσο στην έπαρση όσο και στην υποστολή της σημαίας πηγαίναμε, όλες οι ομάδες σε παράταξη. Το πρωινό γέμιζε με την τακτοποίηση των κρεβατιών, τον καθαρισμό της σκηνής μας, η οποία επιθεωρείτο πρώτα από τον ομαδάρχη μας και, μετά, από τον αρχηγό της κατασκήνωσης, και με  συγκέντρωση όλων των κατασκηνωτών κάτω από ένα μεγάλο δέντρο με βαριά σκιά, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της κατασκήνωσης.

Το κολύμπι κάτω στον ποταμό απαγορευόταν. Μερικοί, ωστόσο, κατασκηνωτές, παρά την απαγόρευση, δεν άντεχαν στον πειρασμό και κατέβαιναν στον ποταμό, ιδιαίτερα την ώρα της μεσημβρινής ανάπαυσης για να κολυμπήσουν στα κρύα νερά του.

Η θρησκευτική και η εθνική διαπαιδαγώγηση των κατασκηνωτών αποτελούσε το κύριο μέλημα του αρχηγού της κατασκήνωσης και των ομαδαρχών, με ομιλίες και συζητήσεις στις συγκεντρώσεις είτε των ομάδων είτε ολόκληρης της κατασκήνωσης. Οι νεαροί θεολόγοι, φιλόλογοι και άλλων ειδικοτήτων πτυχιούχοι μιλούσαν με πολύ πειστικό τρόπο για τη θρησκεία και την πατρίδα στους νεαρούς κατασκηνωτές. Επίσης, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ομαδάρχες και οι άλλοι υπεύθυνοι της κατασκήνωσης ανέπτυσσαν θέματα που είχαν σχέση με τη φοίτηση των μαθητών στα σχολεία τους και με τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν.

Αυτό, ωστόσο, που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και που δε φεύγει από το μυαλό μου, ήταν η προσπάθεια όλων μας, ομαδαρχών και κατασκηνωτών, να νικήσουμε τον κακό εαυτό μας. Να αντιμετωπίσουμε εμείς οι νέοι, που μόλις δρασκελούσαμε το κατώφλι των πρώτων δύσκολων χρόνων της εφηβείας μας, όλους εκείνους τους πειρασμούς που μας πολιορκούσαν και που ασταμάτητα προσπαθούσαν να καταβάλουν την αντίστασή μας σ’ αυτούς.

Η πάλη εκείνη του καλού προς το κακό, ο αγώνας να θεμελιώσουμε ένα δυνατό εαυτό, καλύτερο από αυτόν που διαθέταμε, σημάδεψε και καθόρισε, όχι μόνο την περίοδο της κατασκήνωσης, αλλά και τα χρόνια της ζωής μας που ακολούθησαν. Μπορεί στον αγώνα εκείνο να μην ήμαστε πάντοτε οι νικητές, αλλά αυτό που μάθαμε στην πάλη μας με τον κακό εαυτό μας, ήταν το ανασήκωμά μας, η ανόρθωσή μας από το πέσιμο και η συνέχιση της μάχης. Ήταν η βεβαιότητα της τελικής νίκης, που θα ήταν η νίκη του καλού ενάντια στο κακό. Στο δύσκολο εκείνο αγώνα, είχαμε βοηθούς και συμπαραστάτες, εκτός από το Θεό, τους ομαδάρχες, τους υπευθύνους της κατασκήνωσης, που πέρα από τα διοικητικά καθήκοντά τους και την έγνοια και φροντίδα τους για την ομαλή λειτουργία της κατασκήνωσης, βοηθούσαν τους κατασκηνωτές στον πνευματικό τους αγώνα. Μεγάλη στήριξη έβρισκαν οι μαθητές στη βελτίωση του χαρακτήρα τους και από τους πνευματικούς της κατασκήνωσης, που ήταν ο πατέρας Ανάργυρος, ο χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο πατέρας Σταύρος Παπαγαθαγγέλου.

Η εξομολόγησή μας στους τρεις αυτούς πνευματικούς πατέρες έδινε θάρρος σε όλους μας και ενέπνεε αισιοδοξία για την επιτυχή έκβαση του αγώνα μας. Αυτή η αισιοδοξία ότι το καλό θα επικρατήσει στο τέλος και ότι το κακό θα νικηθεί σφράγισε ολόκληρη τη ζωή μας. Πρότυπό μας, βέβαια, σ’ αυτό μας τον αγώνα υπήρξε ο ίδιος ο Χριστός, με τον οποίο μας ένωνε η κοινή μας αγάπη και η επιθυμία μας να μιμηθούμε τη δική του αγάπη στις σχέσεις μεταξύ μας. Η κατασκήνωση μάς θωράκισε, μας καλλιέργησε τον ψυχικό μας κόσμο, σμίλεψε στις τρυφερές παιδικές καρδιές μας την αγάπη προς το Χριστό και στην πατρίδα.

Η συμβίωσή μας με τους άλλους κατασκηνωτές, εξάλλου, μας βοήθησε να αποδεχτούμε, να συμβιβαστούμε,  να διεκδικήσουμε ή να συγχωρέσουμε, προκειμένου να συμβιώσουμε. Το γεγονός ότι ζήσαμε όλοι μαζί μια ομαδική ζωή και ανακαλύψαμε τη σχέση με τους άλλους μέσα από την καθημερινή ζωή, μας βοήθησε να δοκιμάσουμε στην πράξη ιδέες, αλήθειες, μηνύματα και διδάγματα. Μας βοήθησε να βιώσουμε, όλοι μαζί, την παρουσία το ίδιου του Θεού. Σ’ εκείνο το χώρο της κατασκήνωσης καλλιεργούνταν αρετές και οι κατασκηνωτές οπλίζονταν με πίστη και αισιοδοξία.

Η κατασκήνωση μάς βοήθησε να αποκτήσουμε νέους φίλους. Με μερικούς από αυτούς συνδεθήκαμε με στενή φιλία. Με άλλους, συναντηθήκαμε, αργότερα, στην Αθήνα, στη διάρκεια των φοιτητικών μας χρόνων ή ακόμη υστερότερα, όταν αρχίσαμε να εργαζόμαστε. Ανάμεσα στους πολλούς με τους οποίους γνωρίστηκα, θα ήταν παράλειψή μου να μη μνημονέψω, αυτές τις ώρες, το όνομα του Μιχαήλ Γιωργάλα, του ήρωα του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Τον γνώρισα στην κατασκήνωση του Αυγούστου του 1954. Εκείνος μαθητής της πέμπτης τάξης του Παγκυπρίου Γυμνασίου και εγώ μαθητής της δεύτερης τάξης του Γυμνασίου. Μου διάθεσε αρκετές σελίδες στο ημερολόγιό του, το οποίο δημοσιεύτηκε από το Σπύρο Παπαγεωργίου, στο βιβλίο του Διά χειρός ηρώων.

Άρχισε να γράφει το ημερολόγιό του, όπως αναφέρει ο ίδιος, εξαιτίας της γνωριμίας μας στην κατασκήνωση, τον Αύγουστο του 1954. Τον φωνάζαμε Μάκη και όχι Μιχάλη ή Μιχαήλ, γιατί έτσι καθιερώθηκε το όνομά του από τον ίδιο και γιατί με το όνομα αυτό ακόμα και σήμερα οι φίλοι του τον αισθάνονται πιο κοντά τους. Εξάλλου, και ο «Μάστρος» του, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, έτσι τον αποκαλούσε. Παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, ο Γιωργάλλας έδειχνε μια εντυπωσιακή ωριμότητα που μόνο σε ανθρώπους με πολλή γνώση και με πλούσιες εμπειρίες μπορείς να συναντήσεις. Στις συζητήσεις μας, που περιστρέφονταν γύρω από τα θέματα που απασχολούσαν τότε τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην αφετηρία της νεότητάς τους – άλλοι καιροί, άλλες αξίες – είχε πάντοτε τη δική του άποψη και θέση, που στηριζόταν πάνω στα διαβάσματά του και στις δικές του συμπυκνωμένες εμπειρίες, όσες πρόλαβε στη σύντομη ζωή του να αποκτήσει. Ήταν ένα βαθιά θρησκευόμενο άτομο, από το οποίο έλειπε εντελώς η προσποίηση, ο εγωισμός ή η επίδειξη.  Διέθετε πολύ χιούμορ και ήταν εξαιρετικά ευχάριστος στις συντροφιές. Βρέθηκε στο χώρο της αθανασίας στις 31 Δεκεμβρίου 1956, ύστερα από σύγκρουση, στο χωριό Ζωοπηγή. Ήταν 20 χρονών. Ας είναι αιώνια η μνήμη του.

Επιτρέψτε μου, ακόμη, να μνημονέψω τον ομαδάρχη μου στην πρώτη κατασκήνωση, τον αείμνηστο πατέρα Βασίλειο Παπαφώτη, ο οποίος τότε ήταν λαϊκός, ο κύριος Βάσος Παπαφώτης. Έχω από τότε και το φυλάω ως πολύτιμο κειμήλιο, το Εγκόλπιον Θείας Λειτουργίας, έκδοση της «Ζωής», 1950, που μου δώρισε με το τέλος της κατασκήνωσης του 1953. Σημείωσα την ημερομηνία:  30 Αυγούστου 1953. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.

Ένα ακόμη περιστατικό θα αναφέρω για τις στενές αγνές φιλικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν στις κατασκηνώσεις εκείνες. Όταν τέλειωσε η πρώτη κατασκήνωση, τέλος του Αυγούστου του 1953, και επιστρέψαμε στους τόπους και στα σπίτια μας, συνέβη στην Πάφο, στις 10 Σεπτεμβρίου, ένας φοβερός και καταστρεπτικός σεισμός, ο οποίος άφησε πίσω του αρκετούς νεκρούς και πολλούς τραυματίες, πολλά ισοπεδωμένα χωριά και χιλιάδες άστεγους. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ένα παιδί από το Κτήμα, έτσι ονομαζόταν τότε η πόλη της Πάφου, που έφερε το όνομα Αντρέας Φυλακτής. Αρκετά από τα παιδιά της Κατασκήνωσης έπαιρναν, την επομένη του σεισμού, στο τηλέφωνο τη Μητρόπολη Πάφου και με πολύ ενδιαφέρον ρωτούσαν να μάθουν αν ο νεκρός ήμουν εγώ.

Μακαριότατε, Θεοφιλέστατε, Κυρίες και Κύριοι,

Μάζεψα από τον εξηντάχρονο αγρό του θερισμού τα ώριμα εκείνα στάχια που ξεχώριζαν από τα υπόλοιπα, τα έκανα θημωνιά και σας τα παρουσίασα, χωρίς να τα αλλοιώσω ή να τα φορτώσω με στολίδια. Ήταν  αναμνήσεις, άσβηστες θύμησες, που για πρώτη φορά απλώνονταν στο χαρτί, τις οποίες με «γλυκιά νοσταλγία τις γύρισα στο νου μου», όπως έλεγε ένα παιδικό τραγούδι, το «Στην πηγή του χωριού μου», που μάθαμε στις κατασκηνώσεις αυτές. Από το ίδιο τραγούδι θα πάρω ακόμη δυο στίχους, αντικαθιστώντας τις λέξεις «πηγή του χωριού μου» με τη λέξη «κατασκηνώσεις»: «Τις κατασκηνώσεις δεν τις έχω ξεχάσει / κι ας μ’ ασπρίσαν τα τόσα χρόνια που έχουν περάσει».  Ευχαριστώ και πάλι τους διοργανωτές αυτής της εκδήλωσης για τα 60 χρόνια των Κατασκηνώσεων Κατηχητικών Αρχιεπισκοπής, γιατί μου έδωσαν τη χαρά της παρουσίασης του σύντομου αυτού οδοιπορικού μνήμης, και όλους εσάς, κυρίες και κύριοι, που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.

 

Ομιλία του Δρ Ανδρέα Κ. Φυλακτού, που εκφωνήθηκε την Κυριακή, 7 Ιουλίου 2013, στην Κατασκήνωση Κατηχητικών της Αρχιεπισκοπής, στον Άγιο Νικόλαο Στέγης. 

Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 10.07.2013

Print Friendly, PDF & Email

Share this post