Εορτή του Ευαγγελισμού στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου στη Λευκωσία

Εορτή του Ευαγγελισμού στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου στη Λευκωσία

Μέσα στις γνωστές συνθήκες δοκιμασίας που επικρατούν στην πατρίδα μας αλλά και σε όλο τον κόσμο, τελέστηκε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

Την Τρίτη, 24 Μαρτίου 2020, τελέστηκε ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός του Ευαγγελισμού και την Τετάρτη, 25 Μαρτίου 2020, ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Λευκωσία. Των ιερών ακολουθιών προέστη ο Επίσκοπος Μεσαορίας κ. Γρηγόριος, πλαισιωμένος από τους ιερείς του Καθεδρικού Ναού.

Το θείο λόγο κήρυξε ο Αρχιμ. π. Γρηγόριος Μουσουρούλης, Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου.

Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας τελέστηκε η Δοξολογία για την Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου 1821.

 

Γραφείο Ενημερώσεως και Επικοινωνίας 

*****************************

Ακολουθεί το κήρυγμα του Αρχιμ. π. Γρηγορίου Μουσουρούλη

 

Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου

Ὁμιλία εἰς τόν Ἀπόστολον

Ἡ φανέρωση τοῦ «ἀπ᾽αἰῶνος μυστηρίου»

 

Α΄ Πανηγυρίζει ἡ κτίση

Β΄Μακριά ἀπό τήν καλοζωῒα

 

Σκιρτᾶ καὶ ἀγάλλεται ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ σήμερα. «Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ὁ Μονογενής τοῦ Πα­τρός, «υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται». Πραγματο­ποιεῖ τὸ «κεφάλαιον», τὸ πρῶτο, τὸ βασικὸ ἔργο «τῆς σωτηρίας ἡμῶν». Συγκαταβαίνει καὶ γίνεται ἕνα μέ μᾶς, γίνεται ἀδελφός μας, ὥστε νὰ μᾶς ἁγιάσει καὶ νὰ μᾶς ἀνύψωσει στὸν οὐρανό.

«Ὁ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες», μᾶς λέγει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος καθώς ἀναλύ­ει τό μεγάλο μυστήριο. Ἀπό ἕνα καί τόν αὐτό πατέρα ἔχουν τήν προέλευση οἱ ἄνθρωποι – ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ – πού ἁγιάζονται, καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς – ὡς Μονογενής

Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο «οὐκ ἐπαισχύνεται», δὲν διστάζει καὶ δὲν ἐντρέπεται νὰ ὀνομάζει τοὺς εὐτελεῖς ἀνθρώπους ἀδελφούς Του καί νὰ λέγει στά προφητικὰ χώρια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου», θὰ φανερώσω καὶ θὰ διακηρύξω τὸ ἅγιο Ὄνομά Σου, Πατέρα μου, στοὺς ἀδελφούς μου, «ἐν μέσω ἐκ­κλησίας ὑμνήσω σε», μπροστὰ σὲ πολυπληθεῖς συνάξεις πιστῶν ἀνθρώπων θὰ προβάλω τὸ μεγα­λεῖο Σου.

Καὶ ἀλλοῦ πάλι, δείχνοντας ὅτι πραγματικὰ ἔγινε ἄνθρωπος, λέγει: «Ἐγώ θὰ στηρίζω ὡς ἄνθρωπος ὅλη τὴν πεποίθησή μου στὸν Θεό». Καὶ ἀλλοῦ: «Ἰδοὺ ἐγώ καὶ τὰ παιδία, ἃ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός». Ἰδού, εὑρίσκομαι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, πού μοῦ τοὺς ἀνέθεσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσω καὶ νὰ γίνουν παιδιά Του.

Ἐφ’ ὅσον δὲ «τὰ παιδία», τὰ μικρὰ καὶ ἀδύναμα αὐτὰ πλάσματα, «κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵμα­τος», ἦσαν ὑπάρξεις ἀπὸ σάρκα καί αἷμα, «καὶ αὐτός», ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν», δέχθηκε καὶ ἀνέλαβε τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀσθενῆ φύση καὶ βρέθηκε στὶς ἴδιες ταπεινὲς συνθῆκες, μὲ μόνη διαφορὰ ὅτι Ἐκεῖνον οὔτε Τὸν ἄγγισε κἄν ἡ ἁμαρτία.

Τὴν ὥρα λοιπόν, ποὺ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εὐαγγελίσθηκε τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, πραγματοποιήθηκε ἱστορικό, μοναδικὸ καὶ συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη δημιουργία. Ἄρχισε «ἡ φανέ­ρωσις τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου». Ἔκλιναν οἱ οὐρανοί, γιὰ νὰ ἔρθει στὴ γῆ ὡς ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ν’ ἀνυψωθοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ γίνουν κι ἐκεῖνοι «υἱοί», «τέκνα» καὶ «κληρονό­μοι» Θεοῦ.

Ἀλλ’ ὅσο καὶ ἂν ὁ νοῦς μας μένει ἔκθαμβος καὶ ἄφωνος, ἡ καρδιά αὐθόρμητα πανηγυρίζει καὶ ἀγάλλεται. Στρέφεται πρὸς τὴν Πάναγνη Κόρη, ποὺ προσέφερε χῶρο κατάλληλο, ἄσπιλο καὶ θεοπρεπῆ, τὴν ὕπαρξή της, καὶ τὴν μεγαλύνει καὶ τὴν εὐγνωμονεῖ. «Χαῖρε, κεχαριτωμένη», ἀναφω­νεῖ μὲ εὐφροσύνη τὸν ἔνθεο χαιρετισμὸ τοῦ  Ἀρχαγγέλου. «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί».

Παράλληλα στρέφεται μέ ἐνθουσιασμό καὶ πρὸς ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ προσκαλεῖ ψάλλοντας: «Εὐαγγελίζου, γῆ, χαρὰν μεγάλην», μίλησε λοι­πόν, γῆ, γιὰ τὴ μεγάλη χαρὰ ποὺ ζεῖς, διακήρυξε τὸ μοναδικὸ γεγονός, ποὺ βλέπεις νὰ συμβαίνει. «Αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν»· καὶ σεῖς, τὰ ἄστρα καὶ οἱ γαλαξίες καὶ προπαντὸς οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, ἑνῶστε τὶς φωνὲς μαζί μας, γιὰ ν’ ἀνυμνήσουμε τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία καί ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας.

Μέσα δὲ σ’ αὐτὴ τὴν ἔκρηξη τῆς χαρᾶς οἱ Χριστι­ανοὶ σπεύδουν μὲ πόθο νὰ δεχθοῦν αὐτὸν τὸν Υἱ­ὸν τοῦ Θεοῦ πού συγκαταβαίνει γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, καί νὰ γίνουν μὲ τὴν θεία Κοινωνία Χριστοφόροι. Καὶ καθώς συναισθά­νονται ζωηρὰ τὴ γλυκύτητα τῆς υἱοθεσίας, ἀπο­λαμβά­νουν συγχρό­νως καὶ τὸ πολύτιμο δώρημα τῆς ψυ­χικῆς ἐλευ­θερίας.

Μήπως καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν μέσα στὸν βασικὸ σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου;

****

 Ἀνέλαβε τὴν ἀσθενῆ μας φύση, ὥστε νὰ μπο­ρέσει ἀκριβῶς νὰ συναντήσει τὸν θάνατο, τὸν μέγιστο αὐτὸ ἐχθρό μας, καὶ νὰ τὸν συντρίψει. Καί μέ αὐτό τὸν τρόπο κατόρθωσε νὰ «καταρ­γήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου», δηλαδὴ τὸν διάβολο, ποὺ μέχρι τότε αὐτὸς κυριαρχοῦσε σὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.

Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι πρίν ἀπό  τή θεία Ἐναν­θρώ­πηση  ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κατεκρατοῦντο σὲ φοβερὴ σκλαβιὰ ἀγωνίας καὶ ἄγχους ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου ὅμως μᾶς ἀπήλλα­ξε ἀπὸ τὸν ἀπαίσιο ἐκεῖνο τύραννο καὶ μᾶς χάρισε τὴν ἐλευθερία.

Ἐπειδὴ δὲ ἀκριβῶς ἐπρόκειτο ἐμᾶς, τοὺς φτω­χοὺς ἀνθρώπους, νὰ βοηθήσει καὶ ὄχι βέβαια ἀγγέλους, γι’ αὐτὸ δέχθηκε νὰ περιβληθεῖ τὴν θνητὴ ἀνθρώπινη φύση, «ἐπιλαμβάνεται σπέρμα­τος Ἀβραάμ». Ἐξομοιώνεται «κατὰ πάντα τοῖς ἀ­δελφοῖς» καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀναδεικνύεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπέροχος ἐκπρόσωπος καὶ με­σίτης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀρχιερεὺς ἐξαίρε­τος, ποὺ θετικὰ ἐξαλείφει τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Συγχρόνως δὲ καὶ «ἐλεήμων» ἀρχιερεύς, γεμάτος κατανόηση καὶ συμπόνια πρὸς αὐτὸν τὸν λαό Του. Διότι, καθὼς γεύτηκε καὶ Ἐκεῖνος πειρασμούς, πα­θήματα καὶ θάνατο, μπορεῖ μὲ πολλὴ στοργὴ νὰ βοηθεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δοκιμάζονται στὴ ζωή.Βοηθεῖ καί ἐμᾶς σήμερα πού ταλανι­ζόμαστε ἀπό τόν ἀόρατο ἐχθρό τῆς λοιμικῆς νό­σου, πού ζοῦμε μέσα στήν ἀνασφάλεια καί τήν ἀγωνία. Ἐφ᾽ὅσον τόν πιστεύουμε τόν Μεγάλο Ἀρχιερέα μας, τόν Χριστόν μας, καί προσπίπτομεν μέ μετάνοια στό ἄπειρο ἔλεός Του, μπορεῖ νά «κολοβώσῃ», νά συντμήσει τίς ἡμέρες τῆς δοκιμα­σίας, διότι «ἐάν μή ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ». Ἄν ὁ Θεός δέν λιγόστευε τόν ἀριθμό τῶν ἡμερῶν τῆς δοκιμασίας, δέν θά σωζόταν κανείς ἄνθρωπος. Ὅμως «διά τούς ἐκλεκτούς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι» (Ματθ. κδ´22). Γιά τούς ἐκλεκτούς του ὁ Θεός θά  λιγο­στέψει τίς ἡμέρες ἐκεῖνες, ὥστε νά μή ταλαι­πωρηθοῦν αὐτοί γιά πολύ.  Τό ἐρώτημα εἶναι ἀγω­νιζόμαστε νά ἀνήκουμε στούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ, στούς ἀνθρώπους πού πιστεύουν, ἀγωνί­ζονται καί προσπαθοῦν νά εὔαρεστοῦν σ᾽ Ἐκεῖνον, τόν Κύριο τῶν Κυρίων, τόν μακάριο καί μόνο Δυνάστη.

Ὁ Εὐαγγελισμὸς λοιπὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτό­κου σήμανε γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴν ἐλευθε­ρία. Μέχρι τότε βασίλευε παντοῦ ὁ θάνατος. Αὐτὴ ἦταν ἡ μόνη πρόβλεψη, ποὺ μποροῦσε νὰ κάμει κανεὶς γιὰ τὸ μέλλον. Ἀγωνία καὶ φόβος, ταραχὴ καὶ ἄγ­χος κυριαρχοῦσε παντοῦ. Ὁ δὲ διάβολος μὲ τὸ φόβητρο τοῦ θανάτου σὰν μὲ ἄλλο πτερνηστήρι, σάν ἄλλη βουκέντρα ἔσπρω­χνε τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη περισσότερο στήν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, τάχα γιὰ νὰ προλάβουν νὰ χαροῦν τὴν ζωὴ αὐτή. Κι ἔτσι τοὺς καταντοῦ­σε ὅλο καὶ πιὸ θλιβεροὺς δούλους του.

Ἀλλ’ ἤδη ὁ ἔνδοξος Ἀρχάγγελος «εὐαγγελίζε­ται», φέρνει μηνύματα αἰσιοδοξίας καὶ χαρᾶς γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἀναγγέλλει τὴν ἔλευση τοῦ κοσμοπόθητου Λυτρωτοῦ, ποὺ χαρίζει τὴν ἄφεσι καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία.

Δόξα τῷ Θεῷ, ἀδελφοί. Αὐτὴ τὴν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς τὴν ἔχουμε γευθεῖ οἱ Χριστιανοί. Ὁ «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης», ὁ Χριστός μας, ἔδιωξε τὰ σκο­τάδια ἀπό τὴ ζωή μας, διέλυσε σὰν ἱστοὺς ἀράχνης τὶς ἁλυσίδες, γκρέμισε τὶς φυλακές. Δεισιδαιμονίες, φοβίες καὶ ἄγχη, κακίες, μίση καὶ πάθη, ποικίλες δουλοπρέπειες καὶ ἐνοχές δὲν ὑπάρχουν πιά.

Ὅμως, μὴ λησμονοῦμε ὅτι ὁ ἀγώνας ἀκόμη δὲν τελείωσε. Εἴμαστε ἀκόμη «πειραζόμενοι». Ὁ ἐχθ­ρός της ψυχῆς μας γεμάτος λύσσα προσπα­θεῖ καί πάλι νά μᾶς κυριεύσει. Κι ἐνόσω ὁ Μέγας Ἀρχι­ε­ρεύς μας, ὁ «ἐλεήμων καὶ πστός», σπεύδει σὲ βοή­θειά μας, ἐμεῖς χρειάζεται νά ἀγωνιζόμαστε καί νά ἐπαγρυπνοῦμε.

Κυρίως νὰ προσέξουμε τὴν εὐμάρεια καὶ τὸ ὑλιστικὸ πνεῦμα, ποὺ σήμερα ἔχουν κυριαρχήσει στὴν κοινωνία καὶ ἀποτελοῦν τὸ δόλωμα τοῦ διαβόλου γιὰ μία νέα σκλαβιά. Αὐτὰ ἐνσταλάζουν στὶς ψυχὲς ἀργὰ τὸ ναρκωτικό της φιλοζωΐας καὶ ὀλιγοπιστίας, γιὰ νὰ χαλκεύσουν στὴ συνέχεια φριχτὰ τὰ δεσμά. Πάθη πλεονεξίας, φιλοζωΐας καὶ ἀτομισμοῦ προβάλλουν. Ἀκόρεστη δίψα τρυφῆς καὶ ἀνέσεων καὶ ἡδονῶν ἐπικρατοῦν. Ἐνῶ μία νέα θλιβερὴ εἰδωλολατρία ἐγκαθιδρύεται ἀπειλητικά.

Ἀλλ’ ὄχι. Τὸ δῶρο, ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ Χριστός, θὰ τὸ κρατήσουμε ἀκέραιο. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς ποὺ παραλάβαμε τήν πολύτιμη παρακαταθήκη τῆς ἐ­λευθερίας, πού μᾶς κληρονόμησαν οἱ πατέρες μας μέ θυσίες καί αἵματα, μαρτύρια καί ἀγχόνες ἔχουμε χρέος ν’ ἀποκρούσουμε δυναμικά τό ὑλιστικό πνεῦμα καί φρόνημα πού καταδουλώνει τίς ψυχές. Νὰ μείνουμε ἀδούλωτοι, ἀσυμβίβαστοι καί δυνα­τοί. Νά ἀναμετρήσουμε τὴν εὐθύνη μας ἀπέναντι στὴν Ἱστορία καὶ τὶς μελλοντικὲς γενιὲς διατηρών­τας ἀλώβητη τὴν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς, ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Χριστός. Ἡ νέα δοκιμασία νά μᾶς φέρει πιό κοντά στόν Χριστό, νά μᾶς βοηθήσει νά γίνουμε ἄνθρωποι τέλειας ἐμπιστοσύνης σ᾽Αὐτόν καί ὑποταγῆς στό ἅγιο θέλημά Του.

Κι ἔτσι νὰ μένουμε, Θεοφιλέστατε, πάντα ἑνωμένοι μέσα στὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τῆς μεγάλης ἡμέρας τοῦ Εὐαγ­γελισμοῦ. Εὐχηθεῖτε μας, παρακαλοῦμε.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post