† Αρxιμανδρίτης Γρηγόριος Μουσουρούλης (1950-2021)
Ἐπιμ: Πρωτ. Κωνσταντίνου Π. Κωνσταντίνου, Θεολόγου
Ὁ ἀείμνηστος π. Γρηγόριος Μουσουρούλης γεννήθηκε στή Χίο τό ἔτος 1950, σέ μιά ἀγροκτηνοτροφική οἰκογένεια ἀπὸ γονεῖς πτωχούς, ἀλλὰ πιστούς. Ὡς μαθητής γυμνασίου, ἐπί ἕξι ὁλόκληρα χρόνια προτοῦ χαράξει, ὁδηγοῦσε τό γαϊδουράκι τους φορτωμένο μέ ἀγροτικά προϊόντα στὴ λαχαναγορὰ τῆς πόλης (ἀπόσταση 10 χιλιομέτρων), ὥστε νὰ ἐξοικονομεῖ κάποιο εἰσόδημα γιά τήν οἰκογένειά του. Διακρινόταν γιά τήν ἄριστη ἐπίδοσή του στὰ μαθήματα, ἀλλά καί γιά τό ἦθος του.
Στὰ φοιτητικά του χρόνια, ἡ θεία Πρόνοια τὸν ὁδήγησε στό χριστιανικὸ οἰκοτροφεῖο τῆς «ΓΕΧΑ» Θεσσαλονίκης, ὅπου ἐργαζόταν ταυτόχρονα μέ τίς σπουδές του. Παράλληλα, ὁ φοιτητής Γρηγόριος ἐνσωματώθηκε σύντομα στό ἱεραποστολικό δυναμικό τῆς πόλης τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ὅταν ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του στήν κλασική φιλολογία, συνέχισε στή Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ, ὑπηρετώντας συγχρόνως τή στρατιωτική του θητεία. Ἕνα χρόνο μετά τήν ἀπόλυσή του ἐντάχθηκε στήν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ» (1976).
Ὑπηρέτησε ὡς λαϊκὸς θεολόγος ἐπί 11 χρόνια (1980-1991) στήν Ἱερὰ Μητρόπολη Μεσσηνίας καί ἐπί 7 χρόνια (1991-1998) στήν Ἱερά Μητρόπολη Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας (μέ βάση τό Ἀγρίνιο), ὅπου διακρίθηκε ὡς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καί ὑπῆρξε ἐμπνευσμένος σύμβουλος ἑκατοντάδων παιδιῶν καί νέων. Στή συνέχεια ὁρίσθηκε διευθυντής τοῦ Οἰκοτροφείου φοιτητῶν τοῦ «Μ. Βασιλείου» στήν Ἀθήνα, ὅπου συμπαραστάθηκε μέ πολλή ἀγάπη στά προβλήματα τῆς χριστιανικῆς νεολαίας.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2001 μετακινήθηκε στήν Κύπρο, ὅπου ξεδίπλωσε ἀφειδώλευτα τά χαρίσματά του, γιά εἴκοσι σχεδὸν χρόνια. Ἔχοντας ὡς βάση τήν πόλη τῆς Λεμεσοῦ, ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τή Λευκωσία, ἀλλά καί τήν πόλη τῆς Πάφου, ὑπηρετώντας τόν Κύριο καί διακονώντας τίς ψυχές πού εἶχαν ἀνάγκη ἀπό ἕνα λόγο παρηγοριᾶς. Ἐνδεικτικό παράδειγμα τοῦ ἔνθεου ζήλου του ἦταν τό ὅτι, μέσα σέ μερικά χρόνια, ἐκφώνησε 400 περίπου ἁγιογραφικὲς ὁμιλίες ἀπό τόν ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ. Οἱ κατασκηνώσεις παιδιῶν καί νέων ἦταν ἕνας ἀκόμη τομέας πού διακόνησε μέ πολύ ζῆλο. Μαρτυροῦν γι’ αὐτό, τόσο ἡ κατασκήνωση «Μέγας Βασίλειος» στίς Πλᾶτρες, καθώς καί ἡ κατασκήνωση τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου «Ἅγιος Νικόλαος τῆς Στέγης» στήν Κακοπετριά.
Ὁ π. Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος δέν ἐπεδίωξε ποτέ θέσεις καί ἀξιώματα, ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά γίνει ἱερέας. Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος Β΄ ἀρχικά τόν εἶχε ἐπισημάνει ὡς ἱκανό ὁμιλητή καί τόν τοποθέτησε ὡς τακτικό ἱεροκήρυκα στόν καθεδρικό ναό Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στή Λευκωσία. Ἔπειτα ἀπό ἐπίμονη προτροπή του, τόν Μάιο τοῦ 2014 ἔγινε μοναχός στήν Ἱερά Μονή Τροοδίτισσας. Ἀκολούθως, χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος ἀπό τά χέρια τοῦ Μακαριωτάτου.
Μετά ἀπό σύντομη περιπέτεια μέ τήν ὑγεία του, ἀφοῦ προσβλήθηκε ἀπό κορωνοϊό, ἄφησε τά ἐγκόσμια στίς 11 Ιανουαρίου.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος Β΄, ἐμφανῶς συγκινημένος, μετά ἀπό τήν εἴδηση τοῦ θανάτου του, εἶπε: «χάσαμε σήμερα ἕνα καλό συνεργάτη. Ὁ πατήρ Γρηγόριος ἦταν μιά πελεκητή πέτρα πού, ὅπου τήν ἔβαζες, ταίριαζε. Ἦταν ἐφημέριος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, θεολόγος, φιλόλογος, ἀλλά καί ἕνας θαυμάσιος κήρυκας, ἄνθρωπος τῆς ὑπομονῆς καί τῆς δουλειᾶς. (…) Ἦταν πάντοτε πρόθυμος καί ἀφοσιωμένος…».
Ὁ ἀρχιμ. Ἁστέριος Χατζηνικολάου, προϊστάμενος τῆς ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἀνέφερε κατά τόν ἐπικήδειο λόγο του, τά ἐξῆς χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ π. Γρηγορίου. «Ὁ π. Γρηγόριος δέν εἶχε ἀξιώσεις, δέν εἶχε ἀπαιτήσεις, δέν ζοῦσε μέ διεκδικήσεις, δέν ὑπερασπιζόταν τά δικαιώματά του, ἔσβηνε τόν ἑαυτό του. Κι ὅταν περνοῦσε πίκρες καί δοκιμασίες στή ζωή, καί πέρασε πολλές, σύντομα τά ξεχνοῦσε ὅλα, συγχωροῦσε, καί γινόταν πάλι εἰρηνικός καί ἤρεμος. Δεύτερο, ὁ π. Γρηγόριος ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀπόλυτης καί ἀδιάκριτης ὑπακοῆς, τόσο στήν ἐκκλησιαστική ἀρχή, ὅσο καί στήν ἀδελφότητά του. Ποτέ δέν ἔφερε ἀντίρρηση σέ τίποτα, ποτέ δέν δυσκόλεψε κανένα, ἦταν ἕτοιμος γιά ὅλα, διότι δέν λογάριαζε τόν ἑαυτό του. Κι ἕνα τρίτο ζηλευτό γνώρισμα τῆς εὐλογημένης ψυχῆς του: εἶμαι σέ θέση νά γνωρίζω τήν ἰδέα τήν μικρά καί ἐλεεινή καί τρισαθλία θά ἔλεγα ἰδέα πού εἶχε γιά τόν ἑαυτό του. Θεωροῦσε ὅτι δέν ἦταν τίποτα, ὅτι ἦταν τό οὐδέν…».
Ἕνα πνευματικό του τέκνο, ὁ ἰατρός Ἀπόστολος Τσαντήλας, ἀναφέρει τά ἐξῆς: «Μείναμε πίσω τά παιδιά σου καί τά ἀδέλφια σου στήν Ἑλλάδα καί στήν Κύπρο σαστισμένα… Τί θά ἀπογίνουμε χωρίς τόν ἄνθρωπο πού μᾶς ἄναψε τή φλόγα; …Πῶς θά σταθοῦμε χωρίς τόν ἐμψυχωτή μας;…Ποιός μέ ἀγάπη καί στοργή θά διορθώνει τά λάθη καί τίς ἀνορθογραφίες μας;…Ποιός θά μᾶς μιλήσει γιά τήν ἑλληνική ἱστορία φέτος, 200 χρόνια ἀπό τό 1821;
Ἀλήθεια, τί δέν θά δίναμε γιά νά μᾶς σφίξεις τό χέρι -μέχρι πόνου, ὅπως πάντα ἔκανες- γιά τελευταία φορά. Μέ πόση χαρά θά δεχόμασταν -τή γεμάτη ἀγάπη καί διάκριση- γιγάντια παλάμη σου στό σβέρκο μας γιά ἀποχαιρετισμό. Πόσο θά μᾶς λείψει ἡ μεγάλη σου ἀγκαλιά πού χωροῦσε τούς πάντες…».
Πολλοί ἦταν οἱ ἄνθρωποι πού τόν ἀγάπησαν ἤ μᾶλλον πού ἀπλόχερα ἀγάπησε, καί πού πόνεσαν πολύ μέ τήν εἴδηση τοῦ θανάτου του. Ὅλων τά συναισθήματα ἦταν παρόμοια: χάσαμε τόν ἐμψυχωτή μας, τόν πνευματικό μας πατέρα, τόν ἄνθρωπο πού σκόρπιζε τόσο ἀπλόχερα σέ ὅλους τήν ἀγάπη καί τούς κόπους του, τό περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του. Αἰωνία σου ἡ μνήμη, σεβαστέ μας πατέρα Γρηγόριε!
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα 11 Φεβρουαρίου 2021