Έναρξη Τριωδίου – Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου

Έναρξη Τριωδίου – Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου

Την Κυριακή, η Εκκλησία εισέρχεται στην κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου,  που το τέλος της μας δείχνει την Ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στοχεύοντας να προετοιμάσει τους πιστούς να βιώσουν το υπέρλαμπρο και υπερκόσμιο φως της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού που έφεξε στον κόσμο, η Εκκλησία καθόρισε όπως κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, μεταξύ άλλων, αναγινώσκονται συγκεκριμένες ευαγγελικές περικοπές, οι οποίες είναι λόγος απλός, αλλά θεόπνευστος, που μάς υποδεικνύει με πολλή σοφία πώς να διακρίνουμε τις κακίες, που μπορεί να κρύβονται μέσα μας, αλλά και μάς βοηθά να καλλιεργούμε τις αγίες αρετές, έτσι ώστε να μετέχουμε πραγματικά στο μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου. Πρώτη, λοιπόν, ευαγγελική περικοπή της περιόδου, είναι η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Ο Κύριος, διηγούμενος την παραβολή αυτή θέλει να υπογραμμίσει ότι η συναίσθηση του ποιοι πραγματικά είμαστε, ενώπιον του Θεού και των συνανθρώπων μας, αποτελεί την πρώτη διάκριση, η οποία καθορίζει ουσιαστικά την ποιότητα του πνευματικού μας αγώνα.

Στην παραβολή αυτή που μας παρέδωσε ο Κύριος, μεταξύ άλλων Πατέρων, αναφέρεται και ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης. Παρακάτω ακολουθεί ένα απόσπασμα από τον λόγο του:

Ἡ παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου εἶναι σάν προάσκηση καί προετοιμασία, γιά ὅσους θέλουν νά κατακτήσουν τήν ἱερή ταπείνωση -πού εἶναι ὅλων τῶν ἀρετῶν ἡ βάση, ὅσων ἡ ἀπόκτηση θεμελιώνει τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν- καί νά ἀποφύγουν τή θεομίσητη ἀλαζονεία, πού ἐκτρέπει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὅλες τίς φιλόχριστες ἀρετές. Ποιός λοιπόν, δέν θά ζηλέψει τόν Τελώνη, τήν ἐπιστροφή καί τή μετάνοιά του καί δέν θά ἀποτινάξει τήν ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου, ἀφοῦ ἡ ταπείνωση συνδέεται μέ τόν Χριστό καί ἡ ἀλαζονεία μέ τόν φαντασμένο καί γεμᾶτο ὑπερηφάνεια δαίμονα;

Ἡ ἀλαζονεία τόν πρῶτο ἀπό τούς ἀγγέλους, πού τό ὄνομά του ἧταν Ἑωσφόρος, τόν ἔκαμε διάβολο. Αὐτή ἔδιωξε τόν γενάρχη μας Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο. «Γκρέμισε ἀπό τό θρόνο τούς δυνατούς καί ἀνέβασε τούς ταπεινούς». «Ὁ Κύριος ἀντιμάχεται τούς ὑπερήφανους καί δίνει τή Χάρη Του στούς ταπεινούς». Αὐτή καταβάλλει τόν Φαραώ∙ «Εἶπε μέσα του ὁ ἀνόητος, δέν ὑπάρχει Θεός». Αὐτή νικᾶ τό Ναβουχοδονόσορα∙ «τόν Κύριο τόν Θεό σου θά προσκυνήσεις καί Αὐτόν μόνο θά λατρεύσεις». Καί «δέν θά κάμεις κανένα εἴδωλο». Καί σέ ἄλλον ἡ ἀρρώστια περνᾶ, ἐνῶ σέ ἄλλον τό πάθος γίνεται συνήθεια. Πράγματι, ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι πυρετός, πού ἀμβλύνει τά πνευματικά αἰσθητήρια τοῦ ἀνθρώπου, φοβερή παράκρουση, πού ἐρεθίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν σπρώχνει στήν πτώση, εἶναι ὑδρώπικας γεμᾶτος ἀέρα καί νερό.

«Ποιός θά ἀνεβεῖ στό βουνό τοῦ Κυρίου; Καθαρός στά χέρια καί ἀθῶος στήν καρδιά, πού δέν ἔλαβε μάταια τήν ψυχή του». Τέτοια ἦταν ἡ ματαιότητα καί ἡ ἀγερωχία τοῦ Τύρου, πού εἶχε ἀποδιώξει τή δροσιά τῆς Χάρης∙ γῆ κατάξερη. Τό γνωρίζετε τοῦτο βέβαια καί ἀπό λόγους καί ἀπό τήν πεῖρα σας∙ ὁ ὑπερήφανος δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τελειοποιεῖ καί γι᾿ αὐτό εἶναι ξηρός καί σκληρός, τοῦ λείπει ἡ ζωογόνα θερμότητα καί ἡ ζωτική ὑγρασία. Σ᾿ αὐτόν πού εἶναι σάν τό ξερό δέντρο, φτιάχνει τή φωλιά του ὁ νυκτοκόρακας διάβολος.

Μέ ἕνα λόγο, ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ τροφή τῶν ἀρετῶν τῆς Χριστιανικῆς ὀμορφιᾶς, ἡ βάση τῆς εὐσεβείας καί ἀρχή καί τέλος. Εἶναι ἡ ἀναίρεση τῶν παθῶν, ἡ συντήρηση τῆς ὑγρασίας στή ρίζα τῆς πίστης. Ἡ ταπείνωση συνυπάρχει μαζί μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ πού διώχνει τήν ἀνομία, ὅπως εἶπε ὁ Προφήτης Ἱερεμίας καί ὁ σοφός Σολομώντας. Γιατί ἀληθινά, «ἀρχή τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου». Αὐτή κάνει τόν Τελώνη κήρυκα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ ἡ ἀλαζονεία μεταβάλλει τό Φαρισαῖο σέ ἄδειο κύμβαλο πού θορυβεῖ. Ἀληθινά, ὁ ὑποκριτής εἶναι ρόδι τῶν Σοδόμων, πεπόνι ὡραῖο ἀπό ἔξω καί μέσα σάπιο καί ἀνούσιο.

Ἀνέβηκε ὁ Τελώνης στό ἱερό καί ἀνέβηκε σωματικά καί ψυχικά. Ἀνέβηκε στό ἱερό καί ὁ Φαρισαῖος σωματικά καί ψυχικά. Ὁ ἕνας ἀνέβηκε ἐνῶ ἡ ψυχή του κατέβαινε μέ τήν ταπείνωση. Ὁ ἄλλος κατέβηκε, ἐπειδή ἡ ψυχή του ψήλωνε ἀπό ὑπερηφάνεια. Ὁ ἕνας ἔκαμε τίς ἀναβάσεις τοῦ Δαυΐδ, βάδισε τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν Παράδεισο. Ὁ ἄλλος κατέβηκε τό δρόμο πού πηγαίνει στόν Ἑωσφόρο, τόν ἀρχηγό τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ ἕνας ἀνέβηκε μέ τήν ἄνοδο καί τήν προκοπή στίς ἀρετές∙ ὁ ἄλλος κατέβηκε ἀπό τίς ἀρετές καί πλησίασε στίς κακίες.

Πολλοί μπαίνουν στό ἱερό, λίγοι ὅμως μετέχουν στά τελούμενα σ᾿ αὐτό, ἐπειδή δέν εἶναι ἄξιοι γιά τόν Οἶκο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὑπερήφανος δέν μένει μέσα στό κλῖμα τῆς ἀγάπης. Καί ὅποιος, κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, δέν μένει μέσα στήν ἀγάπη, δέν μένει μέσα στόν κόλπο τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος πάλι μένει μέσα στήν ἀγάπη, μένει μέσα στόν Θεό καί ὁ Θεός μέσα σ᾿ αὐτόν. Καί, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, αὐτός εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι μόνο μπαίνουν στό ἱερό καί στό ναό τοῦ Θεοῦ, στούς ὁποίους ἐνεργεῖ ἰδιαίτερα ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός Δαυΐδ, ὁ Θεός φωτίζει μόνον ὅσους εἶναι νήπιοι καί μικροί. «Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση», λέει ὁ σοφός Σολομώντας, «ἐκεῖ βρίσκεται ἡ σοφία»∙ σοφία γιά τήν πίστη καί σοφία γιά τήν πράξη.

Αὐτή ἡ σοφία ἔλειπε ἀπό τόν Φαρισαῖο. Γι᾿ αὐτό, ἐπειδή ἦταν ὑποκριτής, μόνο ἐξωτερικά εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ἐσωτερικά δέ γίνεται ἀχάριστος πρός τόν Θεό. Δέν τηρεῖ τήν ἐντολή «θά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου καθώς τόν ἑαυτό σου». Ἐπιδοκιμάζουμε ἀσφαλῶς τή λέξη «εὐχαριστῶ», γιατί ὁ Φαρισαῖος δέν ἀπέδιδε τήν ἀρετή στόν ἑαυτό του, ὅπως νόμιζε ὁ Ναβουχοδονόσορας καί ὁ Σεμεΐας καί ὁ Πέτρος. Σ᾿ αὐτήν τήν ὑπερηφάνεια ἔπεσε ὁ Ἑωσφόρος καί ὁ Ἀδάμ. Καυχιόταν ὅμως ὅτι εἶχε ἐκεῖνο πού στήν πραγματικότητα δέν εἶχε. Γιατί καί ἄν τό εἶχε, τό εἶχε ἤδη χάσει ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του. Ἔχει χρέος αὐτός πού ἔχει κάτι ἀγαθό νά ὁμολογεῖ ὅτι δέν τό ἔχει καί νά λέει «εἶμαι τιποτένιος δοῦλος». Γιατί «κανένας θνητός δέν εἶναι δίκαιος μπροστά σ᾿ Ἐσένα».

Αὐτός πού δέν ταπεινώνεται πετᾶ τήν ἀγάπη καί ὅποιος δέν ἀγαπᾶ περιφρονεῖ. Ἀληθινά, εἶναι ἀρχή κάθε ἁμαρτίας ἡ ὑπερηφάνεια. Τήν ἀκολουθεῖ ὁ φθόνος, τό φθόνο ὁ φόνος. Ἐξ αἰτίας της ὁ Ἀβεσαλώμ βλέπει σάν ἐχθρό τόν πατέρα του καί παρακινεῖται νά τόν σκοτώσει. Ὁ κρυφός ἐχθρός εἶναι πιό ἐπικίνδυνος ἀπό τό φανερό καί δέ διαφέρει ἀπό τό διάβολο, πού μέ τή μορφή τοῦ φιδιοῦ ξεγέλασε τόν Πρωτόπλαστο. Γι᾿ αὐτό ὁ φανερός ἁμαρτωλός δικαιώνεται καί ὁ κρυφός καταδικάζεται. Ὁ ἕνας ἔχει τή φαυλότητά του μόνο, ὁ ἄλλος ἔχει ἀκόμα τό ψέμα καί τήν ἀπάτη. Καί γι᾿ αὐτό ἀποδιώχνεται ἀπό τήν ὑπέρτατη ἀλήθεια. Γιατί μέ τήν ἀγάπη του ὁ ἐκλεκτός προορίζεται γιά τή σωτηρία ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στή δεύτερη Ἐπιστολή του καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρώτη πρός Ἐφεσίους καί στήν τρίτη πρός Κολασσαεῖς Ἐπιστολή του∙ ἡ ἔχθρα ὅμως ἀποδοκιμάζεται.

Κατάλαβε ὁ Τελώνης τήν ἁμαρτία του, συγχωρέθηκε καί ἐλευθερώθηκε ἀπό αὐτήν. Γι᾿ αὐτό καί ζεῖ, κατά τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ. Αὐτή τή ζωή κέρδισε καί ὁ Δαυΐδ, ὅπως ἔλεγε ὁ Νάθαν. Ὁ Φαρισαῖος ὅμως, δέν κατάλαβε τήν ἁμαρτία του καί ἔμεινε μακριά ἀπό τή ζωή.

Πρόσεξε καλά γιά δεύτερη φορά τόν Εὐαγγελικό λόγο. «Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ἱερό νά προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας Φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος Τελώνης». Παράδειγμα καί πρότυπο τῶν ἀνθρώπων πού δικαιολογοῦν τόν ἑαυτό τους καί ἐξουθενώνουν ὅσους ἁμαρτάνουν ἔβαλε ὁ Κύριος τό Φαρισαῖο καί δεῖγμα τῶν ὑπερηφάνων. Τόν Τελώνη τόν χρησιμοποίησε ὡς παράδειγμα τῶν ἀνθρώπων πού ἁμαρτάνουν καί κάνουν τήν προσευχή καί τήν ἐξομολόγησή τους μέ καρδιά γεμάτη συντριβή. Γιά νά διδάξει ἔτσι ὁ Κύριος ὅλους νά μισοῦν τήν ὑπερηφάνεια καί νά ἀγαποῦν τήν ταπείνωση.

Καί δείχνει καθαρά ὁ Χριστός μέ αὐτήν τήν Παραβολή ὅτι ἡ δικαιοσύνη εἶναι μεγάλη ἀρετή καί φέρνει κοντά στόν Θεό τόν ἄνθρωπο. Ὅταν ὅμως δεχθεῖ κοντά της τήν ὑπερηφάνεια, πετάει σάν σκουπίδι τόν ἄνθρωπο στόν ἄπατο βυθό. Αὐτό ἀκριβῶς ἔπαθε καί ὁ Φαρισαῖος καί γι᾿ αὐτό τό λόγο δέχθηκε τήν κατάκριση καί ἔπεσε στήν ἀπώλεια. Ἡ ἀδικία καί ἡ ἁμαρτία εἶναι σιχαμερή καί μισητή καί, βαρύτερη ἀπό κάθε κακία, ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά ἡ ταπείνωση μέ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση τόν δικαιώνει καί τόν κάνει ἄξιο τῆς σωτηρίας καί τόν ὁδηγεῖ κοντά στόν Θεό. Αὐτό βρῆκε ὁ Τελώνης καί γι᾿αὐτόν τό λόγο δικαιώθηκε καί ἔγινε ἄξιος τῆς σωτηρίας…”.

Επιμέλεια: μακαρ. π. Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος

 

Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα 21 Φεβρουαρίου 2013

Print Friendly, PDF & Email

Share this post