Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὁ Θεοφόρος
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Θεολόγου
Οἱ δύο κεντρικὲς ἑορτὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους εἶναι οἱ ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα. Ἡ μὲν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, τὴν ὁποία ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν», ἀποτελεῖ τὴν κορωνίδα καὶ τὸ ἐπίκεντρο ὅλων τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ἡ δὲ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα τὴν κορωνίδα καὶ τὸ ἐπίκεντρο ὅλων τῶν κινητῶν ἑορτῶν. Ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὡς ἰδιαιτέρως μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτή, ὄχι μόνο ἔχει ἀφιερωμένες σ’ αὐτὴν τρεῖς Κυριακὲς (Κυριακὴ τῶν Προπατόρων, Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν), ἀλλὰ ἔχει καὶ μιὰ μακρὰ προεόρτια περίοδο. Στὶς 15 Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ τεσσαρακονθήμερη Νηστεία τῶν Χριστουγέννων, στὶς 21 Νοεμβρίου ἀρχίζουν νὰ ψάλλονται οἱ Καταβασίες «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε …», στὶς 26 Νοεμβρίου προστίθεται τὸ προεόρτιο Κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν προαιώνιον Λόγον …», ἐνῶ ἀπὸ τὶς 30 Νοεμβρίου ἀρχίζει ἡ ψαλμωδία καὶ ἀρκετῶν ἄλλων προεορτίων ὕμνων. Τὸ ἀποκορύφωμα, ὅμως, τῆς προεορτίου περιόδου τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἡ τελευταία ἑβδομάδα πρὶν τὴν μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτή, ἡ ὁποία μᾶς ὑπενθυμίζει ἔν τινι μέτρῳ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα πρὸ τοῦ Πάσχα. Ἀπὸ τὸ ἑσπέρας τῆς 19ης Δεκεμβρίου τὸ προεόρτιο στοιχεῖο κυριαρχεῖ πλέον σὲ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, ἐνῶ ἀρχίζει καὶ ἡ ψαλμωδία στὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ (μετὰ τὸ «Νῦν ἀπολύεις») τῶν προεορτίων Τριῳδίων καὶ τῶν προεορτίων Κανόνων, ποὺ ἀποτελοῦν ποιήματα τοῦ Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ («Τῷ τὴν ἄβατον κυμαινομένην θάλασσαν …», «Τῷ δόγματι τῷ τυραννικῷ …», «Τῆς πίστεως ἐν πέτρᾳ με στερεώσας …», «Πρὸς σὲ ὀρθρίζω …», «Κύματι θαλάσσης …»).
Ὁ Ἑσπερινὸς τῆς 19ης Δεκεμβρίου, κατὰ τὸν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ «Μεγάλη Ἑβδομάδα» τῶν Χριστουγέννων, εἶναι καὶ ὁ Ἑσπερινὸς τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου Ἐπισκόπου Ἀντιοχείας τοῦ Θεοφόρου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται στὶς 20 Δεκεμβρίου. Πρόκειται γιὰ μιὰ μεγάλη πατερικὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ στοὺς πολλοὺς δυστυχῶς δὲν εἶναι ἀρκετὰ γνωστός. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἀνήκει στὴν γενιὰ τῶν μαθητῶν τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καὶ εἶναι ὁ πρῶτος μεγάλος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ ὁ πρῶτος Πατὴρ καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουμε ἐκείνους τοὺς ἁγίους, οἱ ὁποίοι μὲ τὴν μόρφωση καὶ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια ποὺ διέθεταν, κυρίως, ὅμως, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνέλαβαν τὸ βαρὺ καὶ δύσκολο ἔργο τῆς καταπολεμήσεως τῶν ποικίλων αἱρέσεων, τόσο μὲ τὴν προφορική τους διδασκαλία ὅσο καὶ μὲ τὰ θεόπνευστα συγγράμματά τους. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος πρῶτος μετὰ τοὺς Ἀποστόλους ἀνέλαβε αὐτὸ τὸ κοπιαστικὸ θεολογικὸ ἔργο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δικαίως θεωρεῖται, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ὁ πρῶτος μεγάλος Πατὴρ καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὅσο κι ἂν τοῦτο φαίνεται παράξενο γιὰ ἕναν τόσο μεγάλο ἄνδρα, τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ διασώζονται γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο εἶναι ἐλάχιστα. Ἐὰν δὲν συνέβαινε τὸ μαρτύριό του στὴν Ρώμη, θὰ μᾶς ἦταν γνωστὸς μόνο ἀπὸ τοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Ὅλα ὅσα γνωρίζουμε γι᾿ αὐτὸν προέρχονται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὶς ἑπτὰ ἐπιστολές του, ποὺ ἔχουν διασωθεῖ μέχρι σήμερα, τὶς ὁποῖες ἔγραψε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, πορευόμενος πρὸς τὴν πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, γιὰ νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτές, ὅμως, οἱ ἑπτὰ σύντομες ἐπιστολές, ποὺ ἐν πολλοῖς μᾶς ὑπενθυμίζουν τὶς θεόπνευστες ἐπιστολὲς τοῦ Ἀπ. Παύλου, εἶναι ἀρκετές, γιὰ νὰ ἐπιδείξουν τὴν μεγαλωσύνη τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ τὸν ἀναδείξουν σὲ κορυφαία πατερικὴ μορφὴ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὑπῆρξε δεύτερος ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Συρίας, τῆς μίας ἀπὸ τὶς πέντε ἀρχαῖες Ἐκκλησίες (Ρώμη, Κων/πουλη, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Ἱεροσόλυμα), ποὺ στὴν βυζαντινὴ ἐποχὴ ἀναδείχθηκαν σὲ Πατριαρχεῖα. Σήμερα αὐτὴ ἡ σπουδαία πόλη, ποὺ για αἰῶνες ἀποτελοῦσε κορυφαῖο πνευματικὸ καὶ θεολογικὸ κέντρο τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἡ ὁποία ἀνέδειξε μεγάλες πατερικὲς μορφές, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἕνα μικρὸ καὶ ἀσήμαντο χωριὸ στὰ σύνορα τοῦ κράτους τῆς Τουρκίας μὲ τὴν Συρία. Ἡ ἕδρα τοῦ παλαιφάτου καὶ μαρτυρικοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀντιοχείας εὑρίσκεται σήμερα στὴν Δαμασκὸ τῆς Συρίας. Ἡ πνευματικὴ καὶ θεολογικὴ ἐμβέλεια τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου δὲν περιοριζόταν ἀσφαλῶς μόνο στὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφερείας. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του, ἡ θεολογική του ἐμβρίθεια καὶ οἱ μοναδικὲς ποιμαντικές του ἱκανότητες τὸν κατέστησαν ἐπίσκοπο οἰκουμενικοῦ κύρους. Τὸ κύρος του καὶ ἡ φήμη του ξεπέρασαν ὄχι μόνο τὰ σύνορα τῆς Ἀντιοχείας, ἀλλὰ καὶ τὰ σύνορα τῆς Συρίας, καὶ ἔφθασαν παντοῦ ὅπου ὑπῆρχε Χριστιανικὴ Ἐκκλησία.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ δευτέρου αἰῶνος (μεταξὺ 107 καὶ 118 μ.Χ.) κηρύχτηκε ὁ δεύτερος μεγάλος διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ διωγμὸς τοῦ Τραϊανοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ διωγμοῦ καταδικάστηκε σὲ θάνατο καὶ ὁ μεγάλος ἱεράρχης τῆς Ἀντιοχείας. Τὸν κατεδίκασαν σὲ κατασπαραγμὸ ἀπὸ τὰ θηρία στὸ περίφημο Κολοσσαῖο τῆς Ρώμης. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴν Ρώμη μὲ τὴν συνοδεία στρατιωτῶν ἰδιαιτέρως σκληρῶν, τοὺς ὁποίους ὀνομάζει στὶς ἐπιστολές του «λεοπάρδους». Περνώντας ἀπὸ διάφορες πόλεις κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ τελευταίου ταξιδιοῦ του, ἀσκοῦσε καὶ ποιμαντικὸ ἔργο, δίδοντας λύσεις στὰ θεολογικὰ καὶ ποιμαντικὰ προβλήματα τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν. Ξεχωριστῆς σημασίας ἦταν ὁ σταθμός του στὴν Σμύρνη, ὅπου ἔγινε δεκτὸς μὲ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Σμύρνης Ἅγιο Πολύκαρπο καὶ τοὺς πιστοὺς τῆς σημαντικῆς αὐτῆς ἐπισκοπικῆς περιφερείας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς προφορικές του νουθεσίες ἔστειλε σὲ κάποιες Ἐκκλησίες καὶ ἐπιστολὲς μὲ τὶς γραπτές του νουθεσίες. Ἔτσι διασώθηκαν μέχρι σήμερα οἱ ἑπτὰ ἐπιστολές του, γιὰ τὶς ὁποῖες κάναμε λόγο πιὸ πάνω.
Ἰδιαιτέρως συγκλονιστικὴ εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους, ἡ ἐπιστολή, δηλαδή, ποὺ ἔγραψε πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης καὶ ποὺ εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία ἡ πιὸ προσωπική του ἐπιστολή. Σ’ αὐτὴν ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ἐκλιπαρεῖ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης νὰ μὴν προσπαθήσουν νὰ τὸν ἐμποδίσουν ἀπὸ τὸ μαρτύριο, γιατὶ ἐπείγεται νὰ πάει κοντὰ στὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖον χαρακτηρίζει ὡς τὸν ἔρωτά του. Γράφει στὸ 4ο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς: «Ἐγὼ γράφω πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις καὶ ἐντέλλομαι πᾶσιν, ὅτι ἐγὼ ἑκὼν ὑπὲρ Θεοῦ ἀποθνήσκω, ἐάνπερ ὑμεῖς μὴ κωλήσητε. Παρακαλῶ ὑμᾶς, μὴ εὔνοια ἄκαιρος γένησθέ μοι. Ἄφετέ με θηρίων εἶναι βοράν, δι᾿ ὧν ἔστιν Θεοῦ ἐπιτυχεῖν. Σῖτος εἰμι Θεοῦ, καὶ δι᾿ ὀδόντων θηρίων ἀλήθομαι, ἵνα καθαρὸς ἄρτος εὑρεθῶ τοῦ Χριστοῦ. Μᾶλλον κολακεύσατε τὰ θηρία, ἵνα μοι τάφος γένωνται καὶ μηδὲν καταλίπωσι τῶν τοῦ σώματός μου, ἵνα μὴ κοιμηθεὶς βαρύς τινι γένωμαι. Τότε ἔσομαι μαθητὴς ἀληθὴς τοῦ Χριστοῦ, ὅτε οὐδὲ τὸ σῶμά μου ὁ κόσμος ὄψεται». Πεθαίνω γιὰ τὸν Θεὸ θεληματικά, λέει στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, ἐάν, βεβαίως, ἐσεῖς δὲν μὲ ἐμποδίσετε. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴ μοῦ γίνεται εὔνοια, ποὐ ἐκδηλώνεται σὲ ἀκατάλληλο καιρό. Ἀφῆστε με νὰ γίνω τροφὴ τῶν θηρίων, διὰ τῶν ὁποίων θὰ μπορέσω νὰ ἐπιτύχω τὸν Θεό. Εἶμαι σιτάρι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀλέθομαι μὲ τὰ δόντια τῶν θηρίων. Καλύτερα νὰ κολακεύσετε τὰ θηρία, ὥστε νὰ γίνουν τάφος μου καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν τίποτε ἀπὸ τὸ σῶμα μου, μήπως καὶ πεθαίνοντας γίνω βάρος σὲ ὁποιονδήποτε. Στὸ 7ο κεφάλαιο τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς, ἀναφερόμενος στὸν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό, λέει: «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται»· ὁ δικός μου ἔρωτας σταυρώθηκε. Μ᾿ αὐτὸν τὸν ἔνθεο ζῆλο ὁδηγήθηκε στὸ μαρτύριο ὁ γενναῖος ἀθλητὴς του Χριστοῦ καὶ ἄφησε στὸ Κολοσσαῖο τῆς Ρώμης τὴν τελευταία του πνοή, κερδίζοντας ἐπαξίως τὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἐπιθέτου «θεοφόρος», ποὺ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος χρησιμοποιεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὑποστηρίχθηκαν πολλὲς ἐκδοχές. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση διασώζει δύο ἐκδοχές. Σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη ὀνομάστηκε «θεοφόρος», γιατὶ ὑπῆρξε ἐκεῖνο τὸ παιδὶ ποὺ σήκωσε στὰ χέρια Του ὁ Κύριος ὡς ὑπόδειγμα ἀθωότητος, ὲνῶ σύμφωνα μὲ τὴν δεύτερη φέρει αὐτὸ τὸ ὄνομα, γιατὶ μετὰ τὸ μαρτύριό του εἶδαν οἱ Χριστιανοὶ χαραγμένο στὸ στῆθος του τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι αὐτοαποκαλεῖται «θεοφόρος», γιατὶ εἶχε σαφὴ τὴν συνείδηση, ὅτι ἔφερε μέσα του τὸν Χριστό, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς» (Γαλ. β’, 20).
Πρὶν ὁλοκληρώσουμε τὴν σύντομη αὐτὴ ἀναφορά μας στὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο, θὰ κάνουμε καὶ μιὰ σύντομη ἀναφορὰ στὴν σπουδαία θεολογία του, ἡ ὁποία ἐπικεντρώνεται κατὰ κύριο λόγο στὴν σημασία τοῦ ἐπισκοπικοῦ λειτουργήματος καὶ στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ σημειώσουμε, κατ’ ἀρχάς, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας, ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «Καθολικὴ Ἐκκλησία», καθὼς καὶ τοὺς ὅρους «Χριστιανισμὸς» καὶ «Εὐαγγέλιον» (πρὸς δήλωσιν τῶν τεσσάρων πρώτων βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης). Ἐνῶ στὶς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης οἱ ὅροι ἐπίσκοπος καὶ πρεσβύτερος ἐν πολλοῖς ταυτίζονται, λόγῳ τῆς ἰδιαίτερης αὐθεντίας τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου ἐμφανίζονται γιὰ πρώτη φορὰ διακεκριμένα ὁ ἐπίσκοπος, ὁ πρεσβύτερος καὶ ὁ διάκονος. Βασικὸ θέμα τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου ἀποτελεῖ ἡ προτροπὴ γιὰ ὑποταγὴ στὸν ἐπίσκοπο καὶ ἑνότητα μὲ αὐτόν, ὥστε νὰ διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπίσκοπος ἀποτελεῖ τὸ ὁρατὸ καὶ αἰσθητὸ σημεῖο ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος στὴν πρὸς Μαγνησιεῖς ἐπιστολή του (στ’, 1): «Ἐν ὁμονοίᾳ Θεοῦ σπουδάζετε πάντα πράσσειν, προκαθημένου τοῦ ἐπισκόπου εἰς τύπον Θεοῦ καὶ τῶν πρεσβυτέρων εἰς τύπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν διακόνων, τῶν ἐμοὶ γλυκυτάτων, πεπιστευμένων διακονίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὅλα πρέπει νὰ γίνονται μὲ ὁμόνοια Θεοῦ, μὲ προκαθήμενο τὸν ἐπίσκοπο εἰς τόπον Θεοῦ. Οἱ πρεσβύτεροι ἐπέχουν τὴν θέση τοῦ συνεδρίου τῶν Ἀποστόλων. Στὴν πρὸς Σμυρναίους ἐπιστολή του (η’, 1-2) ἀναφέρει ἐπίσης: «Ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα, ἢ ᾧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψει. Ὅπου ἄν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τὸ πλῆθος ἔστω· ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ Χριστὸς Ἰησοῦς ἐκεῖ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν· ἀλλ᾿ ὃ ἂν ἐκεῖνος δοκιμάσῃ, τοῦτο καὶ τῷ Θεῷ εὐάρεστον, ἵνα ἀσφαλὲς ᾖ καὶ βέβαιον πᾶν ὅ πράσσετε». Ἔγκυρη θεωρεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία ποὺ τελεῖται ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ἢ ἀπὸ ἐκεῖνον, στὸν ὁποῖο αὐτὸς θὰ δώσει τὴν ἄδεια. Ὅπου ἐμφανίζεται ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ πρέπει νὰ εὑρίσκεται τὸ πλῆθος, ὅπως ἀκριβῶς ὅπου εὑρίσκεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε βάπτιση νὰ γίνεται, οὔτε Θεία Εὐχαριστία νὰ τελεῖται. Αὐτὸ ποὺ ὁ ἐπίσκοπος θὰ θεωρήσει γνήσιο, αὐτὸ εἶναι ἀρεστὸ καὶ στὸν Θεό, γιὰ νὰ εἶναι ἀσφαλὲς καὶ βέβαιο κάθε τι ποὺ κάνετε.
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 20.12.2023