Προϋποθέσεις τῆς Θεολογίας
Ἐπισκόπου Καρπασίας
κ. Χριστοφόρου
Ἡ βασικότερη προϋπόθεση τῆς Θεολογίας ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀρχή πού διατυπώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι, «Θεόν φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον». Δηλαδή εἶναι ἀδύνατο νά ἐκφράσει κάποιος καί νά περιγράψει τόν Θεό, ἀλλά εἶναι πολύ περισσότερο ἀδύνατο νά τόν κατανοήσει[2]. Γι’ αὐτό καί ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος δέν ἐπιδιώκει νά κατανοήσει καί νά μιλήσει γιά τόν Θεό μέ βάση λογικές, διανοητικές ἤ φιλοσοφικές μεθόδους, ἀλλά μέ βάση τήν ἀποκάλυψη πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔχει κάνει στόν κόσμο. Ἡ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο δέν εἶναι ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀποκάλυψη τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Στήν ἁγία Γραφή μᾶς γίνεται γνωστό ὅτι, ἡ φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό σταδιακά καί ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητα, τήν ὁποία ἔχουν οἱ ἀποδέκτες της. Ἔτσι, στήν ἀρχή οἱ Μαθητές δέχονταν τήν ἀποκάλυψη μέσα ἀπό τήν διδασκαλία καί τά θαύματα, τά ὁποῖα ἔκανε ὁ Χριστός: «Ταύτην ἐποίησε τήν ἀρχήν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καί ἐφανέρωσε τήν δόξαν αὐτοῦ, καί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ»[3]. Στήν συνέχεια πάνω στό ὄρος Θαβώρ ἀποκάλυψε διά τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου φωτός τήν ἴδια δόξα, ἀλλά πιό ξεκάθαρα: «καί ἐγένετο ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτόν (τόν Ἰησοῦν) τό εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον καί ὁ ἱματισμός αὐτοῦ λευκός ἐξαστράπτων… διαγρηγορήσαντες δέ (οἱ μαθητές) εἶδον τήν δόξαν αὐτοῦ»[4]. Ἀργότερα ὁ Θεάνθρωπος ἀποκαλύπτει ἀκόμα πιό καθαρά τήν δόξα μέ τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του: «Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῆ μιᾷ τῶν σαββάτων… ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. καί τοῦτο εἰπών ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν αὐτοῦ. Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον»[5]. Ἡ ἴδια ἀποκάλυψη τῆς δόξας ἔγινε καί κατά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ὅπου «βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καί νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτόν ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν καί ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τόν οὐρανόν πορευομένου αὐτοῦ»[6]. Τέλος, οἱ Μαθητές ἐγνώρισαν καί ἐβίωσαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ στήν πληρότητά της κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν ὁ Κύριος τούς ἔστειλε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπως τούς τό εἶχε ὑποσχεθεῖ: «Καί ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό καί ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καί ἐπλήρωσε ὅλον τόν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι·… καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου»[7].
Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε πιό πάνω γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος δέν λέγει οὔτε δογματίζει τίποτε ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά κηρύσσει μόνο ὅσα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔχει ἀποκαλύψει στούς Ἁγίους Του. Αὐτό τό σημειώνει μέ ἔμφαση ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν ἀρχή τῆς Α΄ Καθολικῆς ἐπιστολῆς του, ὅταν γράφει ὅτι, «ὅ ἑωράκαμεν καί ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ Πατρός καί μετά τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦª [8]. Ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής μᾶς παραθέτει δύο βασικές προϋποθέσεις τῆς Θεολογίας. Πρῶτο, ὅτι αὐτή εἶναι μία ἀποκάλυψη στούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι κηρύττουν μόνο ὅ,τι ἐγνώρισαν ὡς βίωμα ἀπό αὐτή τήν ἀποκάλυψη καί ὅ,τι ἄκουσαν ὡς αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀποκάλυψης. Δεύτερο, ὁ σκοπός τοῦ κηρύγματος καί τῆς Θεολογίας δέν εἶναι νά ἐντυπωσιάσει τούς ἀκροατές της ἤ νά τούς συγκινήσει, ἀλλά νά καταστήσει κοινωνούς καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους τῆς ἴδιας ἀποκάλυψης μέ αὐτή πού εἶχαν οἱ Ἅγιοι, ὥστε καί αὐτοί νά ἔχουν κοινωνία μετά τοῦ «Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ». Συνεπῶς, ἡ Θεολογία μοναδικό σκοπό ἔχει νά μᾶς βοηθήσει νά γίνουμε κοινωνοί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτός εἶναι καί ὁ βασικότερος λόγος, γιά τόν ὁποῖο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅταν μιλοῦν γιά τήν Θεολογία καί γιά τίς προϋποθέσεις της εἶναι πολύ αὐστηροί, διότι χωρίς τίς ὀρθές προϋποθέσεις καί τήν ὀρθή (ὀρθόδοξη) διατύπωση τῆς πίστεως κινδυνεύει ἄμεσα ἡ κοινωνία μας μέ τόν Τριαδικό Θεό, δηλαδή ἡ σωτηρία μας.
Θά ἤθελα στήν συνέχεια νά παραθέσω ἕνα πολύ σημαντικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ΚΖ΄ Λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατά Εὐνομιανῶν (αἵρεση τῆς ἐποχῆς του), στόν ὁποῖο μέ πολλή σαφήνεια μιλάει γιά τήν Θεολογία καί τίς προϋποθέσεις της καί νά προβοῦμε σέ κάποια σχόλια: «Δέν εἶνε τοῦ καθενός, ἀγαπητοί, νά φιλοσοφῇ περί Θεοῦ· δέν εἶνε τοῦ καθενός. Τό πρᾶγμα αὐτό δέν εἶνε τόσον εὐθηνόν καί χαμηλόν. Καί θά προσθέσω, δέν εἶνε δυνατόν πάντοτε, οὔτε εἰς ὅλους, οὔτε εἰς ὅλα, ἀλλά μόνον μερικάς φοράς, καί εἰς μερικούς, καί ὑπό ὡρισμένας προϋποθέσεις. Δέν εἶνε μέν τοῦ καθενός, παρά μόνον τῶν δοκιμασμένων καί ὅσων ἔχουν προχωρήσει εἰς τήν θεωρίαν, καί πρίν ἀπ’ αὐτά ἔχουν καθαρισθῆ καί εἰς τήν ψυχήν καί εἰς τό σῶμα, ἤ τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα. Διότι εἶνε καί ἐπικίνδυνον εἰς τόν μή καθαρόν νά πιάνῃ τό καθαρόν, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἡλιακή ἀκτινοβολία εἰς τόν ἄρρωστον ὀφθαλμόν. Καί πότε; ὅταν εἴμεθα ἀπηλλαγμένοι ἀπό τήν ἔξω λάσπην καί ταραχήν, καί τό ἡγεμονικόν μας δέν συγχύζεται μέ μοχθηράς καί πεπλανημένας παραστάσεις, ὡσάν νά ἀναμιγνύωμεν τά καλλιγραφημένα γράμματα μέ τά ἄσχημα, ἤ τήν εὐωδίαν τῶν μύρων μέ τήν ἀκαθαρσίαν. Διότι πράγματι πρέπει νά μείνῃ κανείς χωρίς ἀσχολίαν, διά νά γνωρίσῃ τόν Θεόν. Καί μόνον ὅταν εὕρωμεν εὐκαιρίαν, νά ἀσχολούμεθα μέ τό κάλλος τῆς θεολογίας. Εἰς ποίους δέ; εἰς ὅσους μελετοῦν σοβαρῶς τό πρᾶγμα, καί δέν τό ἔχουν σάν ἕνα ἀπό τά ἄλλα ἀντικείμενον ἡδονικῆς φλυαρίας μετά τάς ἱπποδρομίας καί τά θέατρα καί τά ᾄσματα καί τά γαστρονομικά καί τά σεξουαλικά· εἰς ἐκείνους ἕνας τομεύς ἡδονῆς εἶνε καί τοῦτο, ἡ περί τά θέματα αὐτά φλυαρία καί ἐπίδειξις κομψότητος μέ τά σχήματα τοῦ λόγου. Καί ποῖα πράγματα νά ἔχῃ κανείς ἀντικείμενα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ του καί μέχρι ποίου σημείου νά προχωρῇ; Ὅσα εἶνε ἐφικτά εἰς ἡμᾶς καί μέχρις ἐκεῖ πού φθάνει ἡ φυσική ἱκανότης καί δυνατότης τοῦ ἀκροατοῦ, ὥστε νά μή συμβῇ, ὅπως οἱ ὑπερβολικοί ἦχοι καταστρέφουν τήν ἀκοήν καί αἱ ὑπερβολικαί τροφαί τά σώματα, καί ἄν θέλῃς τά ὑπερβολικά φορτία τούς φορτωμένους ἤ αἱ πολύ σφοδραί βροχαί τό χωράφι, νά μή συμβῇ, λέγω, νά καταπιεσθοῦν καί νά λυγίσουν καί αὐτοί μέ τούς στιβαρούς λόγους, ἄς τό εἰπῶ ἔτσι, καί καταστραφῇ καί ἡ ἀρχική των δύναμις.
Καί ταῦτα λέγων δέν ἐννοῶ, ὅτι δέν πρέπει νά ἔχωμεν κατά νοῦν τόν Θεόν πάντοτε. Μή πετάγωνται ἐμπρός μου, πάλιν, οἱ πάντοτε εὔκολοι καί προπετεῖς. Διότι εἶνε προτιμότερον νά σκέπτεται κανείς τόν Θεόν παρά ν’ ἀναπνέῃ· καί ἄν εἶνε δυνατόν νά εἰπῶ καί τοῦτο, δέν πρέπει νά κάνῃ κανείς τίποτε ἄλλο ἀπ’ αὐτό. Εἶμαι καί ἐγώ ἀπ’ ἐκείνους πού ἐπαινοῦν τόν λόγον πού παροτρύνει νά μελετῶμεν ἡμέραν καί νύκτα καί νά διηγούμεθα βράδυ καί πρωΐ καί μεσημέρι, καί νά εὐλογοῦμεν τόν Κύριον “ἐν παντί καιρῷ”· καί ἄν πρέπῃ νά εἰπῶ καί τόν λόγον τοῦ Μωϋσέως, ὅταν πλαγιάζῃ κανείς, ὅταν σηκώνεται, ὅταν βαδίζῃ, ὅταν κάνῃ ὁτιδήποτε ἄλλο, νά τόν ἔχῃ καί εἰς τήν σκέψιν του, διά νά καθαρίζεται. Δέν ἐμποδίζω λοιπόν τό νά τόν ἔχῃ κανείς συνεχῶς εἰς τήν σκέψιν του, ἀλλά τό νά θεολογῇ· οὔτε ἐμποδίζω ἀκριβῶς τήν θεολογίαν, πρᾶγμα ἀσεβές, ἀλλά τήν ἄκαιρον ἐνασχόλησιν μέ αὐτήν, οὔτε τήν διδασκαλίαν, ἀλλά τήν ἀδιακρισίαν· ἤ μήπως τό νά παραφάγῃ μέν κανείς μέλι προκαλεῖ ἐμετόν, παρ’ ὅλον πού εἶνε μέλι, καί κάθε πρᾶγμα εἰς τόν καιρόν του, ὅπως φρονοῦμεν ὁ Σολομών καί ἐγώ, καί τό καλόν δέν εἶνε καλόν, ὅταν δέν γίνεται καλῶς, ὅπως τό ἐντελῶς παράκαιρον ἄνθος κατά τόν χειμῶνα, καί τά ἀνδρικά κοσμήματα εἰς τάς γυναῖκας ἤ τά γυναικεῖα εἰς τούς ἄνδρας, καί ἡ γεωμετρία εἰς τό πένθος, καί τά δάκρυα εἰς τό συμπόσιον, καί μόνον ἐδῶ εἰς τήν θεολογίαν θά ἀδιαφορήσωμεν διά τήν καταλληλότητα τοῦ καιροῦ, ἕνα πεδίον ὅπου κατ’ ἐξοχήν πρέπει νά ἐκτιμᾶται αὐτή ἡ καταλληλότης;»[9].
Ὁ Ἅγιος μᾶς λέγει ὅτι στήν κορυφή τῆς Θεολογίας βρίσκονται «οἱ ἐξητασμένοι καί διαβεβηκότες ἐν θεωρίᾳ, καί πρό τούτων, καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένον ἤ καθαιρούμενον, τό μετριώτατον». Αὐτοί εἶναι οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι. Συνεπῶς, αὐτοί εἶναι οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές τῆς δογματικῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ ὁ καθ’ ἕνας, πού φέρει μέσα του τά πάθη, νά θεολογεῖ. Δέν τοῦ στερεῖται τό δικαίωμα, μᾶλλον εἶναι ὑποχρέωσή του, νά ἐνδιαφέρεται γιά τόν Θεό καί νά τόν μνημονεύει συνεχῶς στόν νοῦ του. Τήν ἑρμηνεία ὅμως τῆς πίστεως τήν κατέχουν καί διδάσκουν μόνο ὅσοι ἔχουν καθαρθεῖ, φωτιστεῖ καί θεωθεῖ, ἤ τουλάχιστο βρίσκονται σ’ αὐτή τήν πορεία. Ἄρα ἐμεῖς ὀφείλουμε νά καταφεύγουμε σ’ αὐτούς καί νά στηριζόμαστε στήν δική τους Θεολογία καί ἑρμηνεία.
Ἕνα ἄλλο σημεῖο, τό ὁποῖο τονίζει ὁ Ἅγιος, εἶναι ὅτι ὅσοι μελετοῦν σοβαρά τά Θεολογικά ζητήματα, αὐτό πρέπει νά τό κάνουν μέ μοναδικό σκοπό νά γνωρίσουν τόν Θεό. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά τό ἔχουν αὐτό ὡς μία ἄλλη ἐνασχόληση, πού προκαλεῖ ἁπλῶς ἐξωτερική εὐχαρίστηση, ὅπως θά συνέβαινε μέ τά θέατρα, τούς ἱππόδρομους κτλ. Ἔτσι τονίζει ὅτι «δέν ἐμποδίζω τήν θεολογία, πρᾶγμα πού εἶναι ἀσεβές, ἀλλά τήν ἄκαιρον ἐνασχόλησιν μέ αὐτήν, οὔτε τήν διδασκαλίαν, ἀλλά τήν ἀδιακρισίαν». Μέ ἄλλα λόγια ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐμποδίζει τήν ἐνασχόληση μέ τά θεῖα, ὅταν αὐτή γίνεται ἀπό μόδα, συνήθεια, περιέργεια, στοχαστικά καί φιλοσοφικά, ἤ γιά ἐμπλουτισμό τῶν γνώσεων, ἤ γιά ἐντυπωσιασμό τοῦ πλήθους κτλ.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας παρατηρεῖ ὅτι ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι «ἑωρακότες οὐ πιστεύουσι, διά τήν ἐκ θείας ὀργῆς ταῖς διανοίαις αὐτῶν ἀχλύος δίκην ἐπισκήψασαν πώρωσιν. Ἦσαν γάρ δήπου καί ἀναμφιλόγως ἄξιοι τοῦτο παθεῖν, ἐπείπερ ἀμέτροις ἐνεχόμενοι πταίσμασι καί ἀῤῥήκτοις κατεσφιγμένοι σειραῖς παρανομημάτων, οὐδέ αὐτόν (τόν Χριστό) ἐπιδημήσαντα τόν ἐλευθεροῦν ἰσχύοντα παρεδέχοντο»[10]. Μέ ἄλλα λόγια, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού γνωρίζουν καί ἀκούουν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ὅμως λόγῳ τῶν πολλῶν τους πταισμάτων καί τῶν παρανομιῶν τους ἐπιφέρουν πάνω τους δίκαια τήν θεία ὀργή, μέ ἀποτέλεσμα οἱ διάνοιές τους νά σκληρύνονται. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά μήν κατανοοῦν τήν ὀρθόδοξη πίστη καί νά ἀρνοῦνται Αὐτόν πού ἐνανθρώπησε καί ἔχει τήν δύναμη νά τούς ἐλευθερώσει ἀπό αὐτή τήν ἄγνοια καί τά παραπτώματά τους. Συνεπῶς, τόσο ἡ κατανόηση, ὅσο καί ἡ διατύπωση τῆς Θεολογίας ἐξαρτᾶται ἀπό τήν καθαρότητα πού ἔχει ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς. Ἔτσι, ὁ ἴδιος Ἅγιος σέ ἄλλο σημεῖο θά παρατηρήσει ὅτι, «εὐπαράδεκτος γάρ τῆς ἀληθείας ὁ λόγος τοῖς ἤδη μαθοῦσί τε καί ἀγαπῶσιν αὐτήν, τοῖς δέ μή τοιούτοις, οὐκέτι»[11]. Γι’ αὐτό σέ ὅσους κυριαρχοῦνται ἀπό τό φρόνημα τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἁμαρτίας «ἁρμόζει τό μή εὑρίσκειν αὐτόν (τόν Χριστόν)», παρ’ ὅτι ἔχει ἀποκαλυφθεῖ καί ἡ ἀποκάλυψή Του εἶναι μία ἀδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Ἀντιθέτως, συμβαίνει μέ ὅσους «γνήσιον εἰς αὐτόν ἔχουσι τό φρόνημα καί ἀκαπήλευτον ἀποσώσασι τήν ἀγάπησιν»,[12] «τοῖς μέν γάρ ἀγαπῶσιν αὐτόν ἐμφανής ἐστι διά παντός»[13].
Ὡς κατακλείδα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ θά παραθέσουμε τό τελευταῖο ἀπόσπασμα τοῦ Κ΄ Λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος μέ ξεκάθαρο τρόπο μᾶς δίδει τήν ἔννοια τῆς Θεολογίας, ἀλλά καί τό πῶς ἐμεῖς θά γίνουμε Θεολόγοι, δηλαδή κοινωνοί τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Γράφει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος: «Διά πολιτείας, ἄνελθε· διά καθάρσεως κτῆσαι τόν καθαρόν. Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ καί τῆς θεότητος ἄξιος; τάς ἐντολάς φύλασσε, διά τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γάρ ἐπίβασις θεωρίας· ἐκ τοῦ σώματος τῇ ψυχῇ φιλοπόνησον· Ἆρα τίς ἐστιν ἀνθρώπων, ὅς ἀρθῆναι τοσοῦτον δύναται, ὥστε εἰς τό Παύλου μέτρον ἐλθεῖν; Ἀλλ’ ὅμως, φησί, βλέπειν δι’ ἐσόπτρου καί αἰνίγματος, καί εἶναι καιρός, ὅτε ὄψεται πρόσωπον πρός πρόσωπον. Ἄλλου μέν εἶ φιλοσοφώτερος ἐν λόγοις; Θεοῦ δέ πάντως κατώτερος. Ἄλλου μέν τυχόν συνετώτερος; τό δέ ἀληθείας τοσοῦτον λείπῃ, ὅσον τό εἶναί σου δεύτερον τοῦ εἶναι Θεοῦ. Ἔχομεν ἐπαγγελίαν γνώσεσθαί ποτε, ὅσον ἐγνώσμεθα. Εἰ μή δυνατόν ἐνταῦθα ἔχειν τελείαν τήν ὄντων γνῶσιν, τί μοι τό λειπόμενον; Τί τό ἐλπιζόμενον; Βασιλείαν οὐρανῶν πάντως ἐρεῖς. Ἡγοῦμαι δέ μή ἄλλο τι τοῦτο εἶναι, ἤ τό τυχεῖν τοῦ καθαρωτάτου τε καί τελειωτάτου· τελειότατον δέ τῶν ὄντων γνῶσις τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τό μέν κατάσχωμεν, τό δέ καταλάβωμεν, ἕως ἐσμέν ὑπέρ γῆς· τό δέ ἐκεῖθεν ταμιευσώμεθα, ἵνα ταύτην σχῶμεν τῆς φιλοπονίας τήν ἐπικαρπίαν, ὅλην τῆς ἁγίας Τριάδος τήν ἔλλαμψιν, ἥτις ἐστί, καί οἵα, καί ὅση, εἰ θέμις τοῦτο εἰπεῖν, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»[14].
Δηλαδή, «θέλεις νά ἀνέλθεις; θά τό κάνεις αὐτό μέ τήν ἁγία σου ζωή· θέλεις νά ἀποκτήσεις τό καθαρό; (τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ). θά τό ἀποκτήσεις μέ τήν καθαρότητα. Θέλεις νά γίνεις κάποτε θεολόγος καί ἀντάξιος τῆς θεότητος; Νά τηρεῖς τάς ἐντολάς, νά βαδίζεις σύμφωνα πρός τά προστάγματα· διότι ἡ πράξη εἶναι τό ὑπόβαθρον τῆς θεωρίας. Μέ τό σῶμα δούλευσε γιά τήν ψυχήν. Ποῖος ἆραγε ἄνθρωπος δύναται νά ἀρθεῖ εἰς τέτοιον ὕψος, ὥστε νά φθάσει ὅπου ἔφθασεν ὁ Παῦλος; Καί ὅμως αὐτός λέγει, ὅτι “βλέπει δι’ ἐσόπτρου” καί “ἐν αἰνίγματι”, καί ὅτι θά ἔλθει καιρός ὁπότε θά ἰδεῖ “πρόσωπον πρός πρόσωπον” . Εἶσαι φιλοσοφώτερος κάποιου ἄλλου εἰς τά λόγια; Πάντως ὅμως εἶσαι κατώτερος τοῦ Θεοῦ. Εἶσαι συνετώτερος ἑνός ἄλλου; Εἶσαι ὅμως τόσον μακράν τῆς ἀληθείας, ὅσον κατωτέρα εἶναι ἡ ὕπαρξη σου ἀπό τόν Θεό. Ἔχομεν λάβει τήν ὑπόσχεσιν ὅτι θά τόν γνωρίσωμεν κάποτε, ὅσον μᾶς ἐγνώρισεν. Ἄν δέν εἶναι δυνατόν ν’ ἀποκτήσω ἐδῶ τήν τελείαν γνῶσιν τῶν ὄντων, τί μοῦ λείπει; τί ἐλπίζω; Τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, θά εἰπεῖς ὁπωσδήποτε. Νομίζω δέ, ὅτι αὐτό δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά νά κατορθώσει κανείς νά συναντήσει τό καθαρώτατον καί τελειότατον. Τελειότατον δέ τῶν ὄντων εἶναι ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὅσον εἴμεθα εἰς τήν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, τό μέν νά κρατῶμεν, τό δέ νά καταλάβωμεν, τό δέ ν’ ἀποταμιεύσωμεν ἐκεῖ, διά νά ἔχωμεν αὐτή τήν ἐπικαρπίαν τοῦ κόπου μας, τήν ἔλλαμψιν ὅλην τῆς ἁγίας Τριάδος, ποία εἶναι, καί τί λογῆς, καί πόση, ἄν ἐπιτρέπεται νά ἐκφρασθῶ ἔτσι· καί θά τήν ἔχωμεν ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
[1] Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τό βιβλίο Οἰκουμενικές Σύνοδοι: Ἱστορία, Θεολογία, Πράξη, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τροοδιτίσσης, 2018, σ. 64-71.
[2] Γρηγορίου Θεολόγου, ΚΗ΄ Λόγος ΕΠΕ 4, 40.
[3] Ἰωάν. β΄, 11.
[4] Λουκ. θ΄, 29-32.
[5] Ἰωάν. κ΄, 19-20.
[6] Πράξ. α΄, 9-10.
[7] Πράξ. β΄, 1-4.
[8] Α΄ Ἰωάν. α΄, 3.
[9] Γρηγορίου Θεολόγου ΕΠΕ 4, 14-19.
[10] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, PG 73, 524.
[11] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, PG 74, 624.
[12] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, PG 74, 160.
[13] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, PG 73, 937.
[14] Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ΕΠΕ 4, 274-277.