Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί
+ Ἐπισκόπου πρώην Ἐρζεγοβίνης
Ἀθανασίου Γιέβτιτς
Τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ Θεοφάνεια: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τίμ. γ΄, 16), γεννώμενος ὡς ἄνθρωπος, δηλ. ἄνθρωπος σάν καί μᾶς ἀπό σάρκα καί αἷμα (Ἑβρ. β΄, 14).
Τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἑορτάζει τήν κατά σάρκα γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας ἐπί Καίσαρος Αὐγούστου. Ἀπό τότε δέ καί ἀρχίζει ἡ χριστιανική μας Ἐκκλησία καί ἱστορία. Αὐτή ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ἐν σαρκί, αὐτή ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, εἶναι τό μεγαλύτερο γεγονός ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ὅλων τῶν αἰώνων. Καί τά Χριστούγεννα, σάν ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ὡς Θεανθρώπου, εἶναι ἀρχή ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν τῶν Χριστιανῶν, γιατί εἶναι ἀρχή ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων τῆς χριστιανοσύνης. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δικαίως ὀνόμασε τά Χριστούγεννα «Μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν», δηλαδή μητέρα καί πηγή καί ἀρχή ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν. Γιατί εἶναι ἀρχή καί πηγή ὅλων τῶν σωτηριωδῶν χριστιανικῶν γεγονότων, πού συνέβησαν στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Διότι μόνο μετά τά Χριστούγεννα, μετά τήν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἀκολούθησε καί ἡ Βάπτισή Του ὑπέρ ἡμῶν, καί ἡ Σταύρωσή Του γιά μᾶς (Μεγάλη Παρασκευή), καί ἡ Ἀνάστασή Του γιά μᾶς (Πάσχα), καί ἡ ἀποστολή σέ μᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησία (Πεντηκοστή).
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ, δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν καί τῶν γεγονότων πού ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει στίς ἱερές ἀκολουθίες της. Διότι ἕνα σωτηριῶδες καί θεόσδοτο γεγονός, πού κατά τή θεία οἰκονομία τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου συνέβη σέ μία δεδομένη ἱστορική στιγμή, συνέβη μέ τέτοιο τρόπο καί μέ τέτοιο σκοπό, ὥστε νά μείνει μετά γιά πάντα. Δηλαδή, συνέβη κατά τέτοιο τρόπο γιά νά γίνει λειτουργικό, πού σημαίνει ἀνθρωποσωτήριο, συνεχῶς παρατεινόμενο μέσῳ ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἐπί γῆς, μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία καί σ’ ὅλη τήν αἰωνιότητα. Καί αὐτή ἡ λειτουργική γιά τόν ἄνθρωπο σωτήριος μεταφορά καί προέκταση τῶν θείων γεγονότων μέσω τῆς ζωῆς μας σ’ αὐτή τή γῆ εἶναι πράγματι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας – εἶναι πράγματι ἡ Λειτουργία της. Λειτουργία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ πού μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς σώζει.
Ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο καί ὅλα τά καινοδιαθηκικά γεγονότα τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας, συνοψίζονται στό Εὐαγγέλιο (=Χαρμόσυνη ἀγγελία) τῆς Θεοενσαρκώσεως, τῆς Θεανθρωποποίησεως τοῦ Χριστοῦ: Ὁ Θεός Λόγος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί», ἔλαβε σῶμα, ἔγινε ἄνθρωπος. Καί αὐτό ἀκριβῶς τό Θεανθρώπινο γεγονός εἶναι ἐκεῖνο πού ἐμεῖς ἑορτάζουμε τά Χριστούγεννα. Τό συγκεκριμένο γεγονός εἶναι ἡ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου. Καί γι’ αὐτό εἶναι ἐπίσης συγκεκριμένο γεγονός καί ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ἑορτή τῶν Χριστουγέννων μας. Γιατί κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ἑορτή –καί ἰδιαίτερα τά Χριστούγεννα– εἶναι γιά μᾶς ὀρθόδοξη λειτουργική καί εὐχαριστιακή μετοχή καί κοινωνία μας καί οἰκείωσή μας πρός τό μυστηριακό, ἀλλά καί πραγματικό, γεγονός τῆς Σαρκώσεως τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ «δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν».
Στόν μεγάλο οἶκο τοῦ Θεοῦ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, τόν στῦλο καί τό ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας, εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, καί ὀρθοδόξως ὁμολογούμενο, ὅτι «μέγα ἐστι τό τῆς εὐσεβείας μυστήριο». Καί τό μυστήριο αὐτό εἶναι τό ὅτι «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν» (Α΄ Τιμ. γ’, 15-16).
Τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεως καί τῆς εὐσεβείας μας, ἔγκειται στό ὅτι ὁ Αἰώνιος καί Ἄναρχος καί Ἀπρόσιτος καί Ἀκατάληπτος, ἀλλά Φιλάνθρωπος Θεός, κατέβηκε στόν κόσμο μας καί ἔλαβε «σάρκα» καί ἔγινε ἄνθρωπος, γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος μέ ψυχή καί σῶμα καί νοῦ καί θέληση καί ζωή ἀνθρώπινη. Αὐτή ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μας καί στή ζωή μας, ἡ ἀληθινή καί πραγματική εἰσαγωγή Του στήν οἰκουμένη (Ἑβρ. α’, 6), εἴσοδος μέσα στή δική μας ἀνθρώπινη πραγματικότητα καί ἱστορία, μέσα στό εἶναι μας καί στή ζωή μας, εἶναι ὄντως «πάντων τῶν καινῶν καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» (Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός) καί ὄχι μόνο «ὑπό τόν ἥλιον» ἀλλά καί πάνω ἀπό τόν ἥλιο. Μ’ αὐτό τό μεγάλο θαῦμα, μ’ αὐτό τό μεγάλο καί ἀσύλληπτο μυστήριο, δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ οὔτε καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό ἐκ τοῦ μηδενός. Διότι ἐνῶ μέχρι τότε ὁ Θεός δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μηδενός, δηλαδή δημιουργεῖ ἀνύπαρκτα μέχρι τότε ὄντα καί κτίσματα, τώρα Αὐτός ὁ ἴδιος γίνεται κτίσμα, γίνεται «δημιούργημα», γίνεται «ἄνθρωπος». «Ὁ ἀεί Ὧν», ὁ Ἄναρχος καί Ἄκτιστος, τώρα ὁ Ἴδιος γεννᾶται καί γίνεται κτίσμα: «Ὁ Ὧν γίνεται, ὁ Ἄναρχος ἄρχεται» (Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων). Ὁ Δημιουργός καί Κτίστης γίνεται δημιούργημα καί κτίσμα, ὁ Ἀόρατος ὀρᾶται καί ψηλαφᾶται, ὁ Ἀσώματος λαμβάνει σῶμα (στιχηρά τῶν Χριστουγέννων). Ὁ Ἄναρχος ἀρχίζει μία νέα δική Του ὕπαρξη, ἀνθρώπινη ἤ ἀκριβέστερα θεανθρώπινη. Ἡ θεία ζωή Του γίνεται τώρα θεανθρώπινη ζωή, δηλαδή ζωή ταυτόχρονα καί Θεοῦ καί ἀνθρώπου σέ μίαν ὑποστατική ἕνωση καί ἑνότητα. Τό θεῖο μυστήριο, τό κεκρυμμένο ἀπό αἰῶνες, τό ἄγνωστο ἀκόμα καί στούς ἀγγέλους καί ἀρχαγγέλους, ἀποκαλύπτεται τώρα στήν ἐκ τῆς Παρθένου Γέννηση τοῦ Χριστοῦ στή Βηθλεέμ: Θεός σεσαρκωμένος μέ ἀσύγχυτη ἕνωση τῆς θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως στό ἕνα καί μοναδικό Πρόσωπο τοῦ Λόγου. Καί τί προῆλθε ἀπ’ αὐτό! Ὁ Θεός κατέβηκε μέχρι τόν ἄνθρωπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὑψωθεῖ μέχρι τόν Θεό· ὁ Θεός μετέσχε τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσεως, γιά νά μετάσχει καί ὁ ἄνθρωπος τῆς θείας· ὁ Θεός ἔγινε Υἱός ἀνθρώπου, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος Υἱός τοῦ Θεοῦ· ὁ Θεός ἐνανθρωπίζεται γιά νά θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καί γι’ αὐτό εἶναι μεγάλο καί σωτηριῶδες τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί γιά κάθε ἄνθρωπο χωριστά, ἀπό τή στιγμή πού μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη θά πιστέψει στόν Χριστό καί θά ζεῖ τήν κατά Χριστόν ζωή μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
* * *
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι κατά τόν Ἀπόστολο, οἶκος τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, Σῶμα τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας (Α΄ Τιμ. β’, 15· Ἐφ. α’, 23· β’, 21-22). Ἡ ἀλήθεια ὑπάρχει μόνο στήν Ἁγία καί Ζωοποιό Τριάδα, ἀπό τήν Ὁποία πηγάζουν τά πάντα καί διά τῆς Ὁποίας ζωοποιοῦνται τά πάντα. Ἡ ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ἀλήθεια περί τοῦ ζῶντος καί ἀληθινοῦ Θεοῦ, μᾶς ἀπεκαλύφθη πλήρως μόνο μέ τή Σάρκωση τοῦ «Ἑνός τῆς Τριάδος», τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ Μονογενοῦς, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἐπίσης καί ἡ ἀλήθεια περί τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου μᾶς ἀπεκαλύφθη στόν σαρκωθέντα Φιλάνθρωπο Χριστό, ὁ Ὁποῖος διά τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του ἔκανε τόν ἄνθρωπο Θεό. Αὐτή ἡ δισδιάστατη ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Θεανθρώπω Χριστῷ, συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς ὑπάρξεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χθές, σήμερα καί αὔριο. Αὐτό ταυτόχρονα συνιστᾶ καί τήν μοναδική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο, τήν παντοτινή της λειτουργία χάριν τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου (Ἰουστίνος Πόποβιτς). Δέν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα μία «θρησκευτική κοινότητα» γιά φιλανθρωπικούς σκοπούς, ἤ «ἕνας ἀνθρώπινος ὀργανισμός» πού ἀγωνίζεται μόνο γιά ἐπίγεια «εἰρήνη καί συνύπαρξη» τῶν ἐθνῶν, ἀλλά εἶναι πρό πάντων, τό Ζωοποιό Σῶμα τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος, καί γι’ αὐτό εἶναι ἐργαστήριο σωτηρίας καί λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα αἰωνίας λυτρώσεως (Ἑβρ. θ’, 12), τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς Σωτήρ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔφερε καί πραγματοποίησε.
Αὐτή ἡ λύτρωση καί σωτηρία συνίσταται συγκεκριμένα στή νέα μας κατά Χριστόν ζωή, μέσα στό σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία, μέ τή δύναμη καί τίς ἐνέργειες καί τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τό ὅτι αὐτή ἡ σωτηρία καί ἡ λύτρωση καί τό πέρασμα στήν κοινή ζωή τῆς βαθμιαίας θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, εἶναι κάτι τό ἀληθινό καί πραγματοποιήσιμο καί γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς, μᾶς τό ἀποδεικνύουν, ὅπως καί στό παρελθόν ἔτσι καί σήμερα στό παρόν, ἐκεῖνοι πού αὐτοί τή λύτρωση κι αὐτή τήν κοινή ζωή πραγματικά ἔζησαν καί σήμερα ζοῦν καί βιώνουν. Αὐτοί εἶναι οἱ Ἅγιοι Χριστιανοί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό καί ἐπί γῆς, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τόν σαρκωθέντα Χριστό «ἐδικαιώθησαν ἐν Πνεύματι» καί «ἐφανερώθησαν ἐν δόξῃ» τῆς Χάριτός Του, μαρτυροῦντες σ’ αὐτό τόν κόσμο καί σ’ αὐτή τή ζωή, τόν Χριστό σάν Θεό καί Σωτήρα μέ ὅλη τους τήν ὕπαρξη. Διότι ὁ Κύριος καί Σωτήρ Ἰησοῦς Χριστός, κατά τούς λόγους ἑνός ἀπό αὐτούς τούς ἁγίους χριστιανούς (τοῦ Ἐπισκόπου Ζίτσης καί Ἀχριδῶν Νικολάου), δέν ἦλθε γιά νά μᾶς «διδάξει» ἁπλῶς τή ζωή ἤ ἁπλῶς νά «διορθώσει» τή ζωή σ’ αὐτό τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά γίνει ὁ Ἴδιος ἡ ζωή μας (Α΄ Ἰωάν. δ’, 9· Γαλ. β’, 20), ζωή ἀληθινά ἀνθρώπινη, ἀλλά μέ προσωπική ἕνωση καί κοινωνία μέ τόν Θεό καί ὡς ἐκ τούτου ζωή θεία, θεανθρώπινη.
Καί ἰδού αὐτή ἡ νέα θεανθρώπινη ζωή τοῦ Χριστοῦ ἐν ἡμῖν, ζωή στήν ὀρθόδοξη πίστη πού εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας», ζωή μέσα στή Χάρη καί τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ζωή μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ σέ κοινωνία μέ ὅλους τους Ἁγίους, εἶναι πράγματι ἡ ἀληθινή ζωή τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία κατοικεῖ καί διά μέσου της ὁποίας ἐκχέεται τό μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεώς μας: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί», γιά τή σωτηρία καί ζωοποίηση καί θέωσή μας. Καί αὐτή ἡ καινή ζωή ἐγεννήθη ἡμῖν ἀκριβῶς τά Χριστούγεννα καί μᾶς δίδεται μέσῳ τῶν Χριστουγέννων καί ἀπό τά Χριστούγεννα, διότι τά Χριστούγεννα Χριστός ἐγεννήθη, ἡ ζωή μας καί ὁ Θεός μας.
[1] Τό δοκίμιο αὐτό πρωτοδημοσιεύτηκε στά Σερβικά στό περιοδικό GLASNIK, ὄργανο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας. Δημοσιεύτηκε στά ἑλληνικά σέ μετάφραση τῆς Μαρίνας Σκλήρη στόν συλλογικό τόμο Χριστούγεννα, ἐκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1982, σ. 11-17 καί ἀναδημοσιεύεται ἀπό τήν ἱστοσελίδα https://agiosthomas.gr/index.php/ieromonaxos-athanasios-gievtits-theos-efanerothi-en-sarki/ (19/10/23)