Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Ἁγίου Βαπτίσματος
Διακόνου Μιχαήλ Νικολάου
Θεολόγου
(Ρωμ. στ΄, 3-11)
«Ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα, τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ· ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ, εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει. ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ. οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν».
Στό ἐν λόγῳ ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, τό ὁποῖο διαβάζεται κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τονίζει τή σπουδαιότητα τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ μυστηρίου. Τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος μᾶς εἰσάγει σέ μία καινούρια ζωή, τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου βιώνουμε τόν ἀρραβώνα τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Τό Βάπτισμα ἔχει τή βάση του στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἰδιαίτερα ἔχει σχέση μέ τή Σταύρωση, τήν Ταφή καί τήν Ἀνάστασή Του, ὅπως σημειώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν, εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν;». Κάθε ἄνθρωπος ἔχει κληρονομήσει ἀπό τόν πρωτόπλαστο Ἀδάμ τήν «πεπτωκυία» ἀνθρώπινη φύση. Ἡ φύση αὐτή πρέπει νά πεθάνει καί νά ταφεῖ γιά νά γεννηθεῖ μιά καινούργια φύση. Ὁ θάνατος αὐτός πραγματοποιεῖται στό Βάπτισμα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραβάλλει τήν τριπλῆ κατάδυση καί ἀναδυση στό ἁγιασμένο νερό μέ τήν τριήμερη ταφή καί ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό βάπτισμα ὁ πιστός μετέχει, κατά ἄρρητο τρόπο, στόν σταυρικό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἄς μή μᾶς παραξενεύει αὐτό, ἀφοῦ φυσικά ἀναφερόμαστε στήν πνευματική διάστασή τους. Ὅπως ὁ Χριστός πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐνεργεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία μας, αὐτός πού βαπτίζεται, ὅταν καταδύεται στό ὕδωρ, συνθάπτεται μέ τόν Χριστό, πεθαίνει ὡς ἄνθρωπος μακριά ἀπό τόν Θεό καί ὅταν ἀναδύεται, συνανασταίνεται μέ Αὐτόν καί γεννιέται ὡς ἄνθρωπος ἑνωμένος μέ τό Θεό. Ὁ βαπτιζόμενος καταδύεται στό ἁγιασμένο νερό τῆς κολυμβήθρας ἐγκαταλείπει τόν «παλαιόν ἄνθρωπον», πού τελεῖ ὑπό τό κράτος τῆς παρακοῆς καί τῆς ἁμαρτίας, καταργεῖται «τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας», καθώς ἐξαλείφονται οἱ συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί καθώς τρεῖς φορές ἀναδύεται, συνανίσταται, ἀναγεννᾶται καί ἀρχίζει μία νέα πορεία «ἐν καινότητι ζωῆς», δηλαδή «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», ἐλεύθερος πλέον ἀπό τόν νόμο τῆς ἁμαρτίας πού ἔχει καταργηθεῖ καί γίνεται ὄντως καινός ἄνθρωπος. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς «σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ταῖς ἐπιθυμίαις», παραχωρεῖ τή θέση του στόν νέο «τόν ἀνακαινούμενον κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν».
Κάθε πιστός, λοιπόν, μέ τό βάπτισμα ἐνδύεται τόν Χριστό, γίνεται μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἐγκεντρίζεται στό Σῶμα του, δηλαδή τήν Ἐκκλησία. Στήν ἔννοια αὐτή βρίσκονται καί τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ’, 27). Ὁ πιστός υἱοθετεῖται ἀπό τόν Θεό καί καλεῖται νά ζήσει τή δωρεά τῆς καινούργιας ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ. Γίνεται υἱός φωτός καί κληρονόμος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τῆς οὐράνιας βασιλείας.
Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος δέν ἔχουμε μία ἐξωτερική ἤ ἀκόμη ἠθική βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά πρόκειται γιά μία καθολική μεταμόρφωση, γιά ἕναν ἀληθινό καί ὀντολογικό ἀνακαινισμό τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτήν τήν ἀλήθεια διαδηλώνει ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος· «ἀπόδυσον αὐτοῦ τήν παλαιότητα καί ἀνακαίνισον αὐτόν εἰς ζωήν τήν αἰώνιον…». Τώρα πλέον ὁ κάθε βαπτιζόμενος παίρνει ἐπάνω του τά χαρακτηριστικά τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μετέχει στή συγγένεια μαζί Του, ἀποκτᾶ δικαιώματα κληρονομιᾶς, προορίζεται γιά τήν ἀθανασία. Νά γιατί ἀπό τήν ἀρχή ἡ Ἐκκλησία μας ἔδωσε μεγάλη προσοχή στή βάπτιση τῶν μελῶν της. Τονίζοντας τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μᾶς λέγει ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι «ἄλλη γέννησις, βίος ἕτερος, ἄλλο ζωῆς εἶδος, αὐτῆς τῆς φύσεως ἠμῶν μεταστοιχείωσις» καθώς ἐπίσης καί «ἁμαρτιῶν κάθαρσις, ἄφεσις πλημμελημάτων, ἀνακαινισμοῦ καί ἀναγεννήσεως αἰτία».
Τό ἅγιο Βάπτισμα χορηγεῖ στόν ἄνθρωπο τήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξη. Τόν παίρνει νεκρό ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν εἰσάγει στήν ἀληθινή ζωή. Γι’ αὐτό καί τό βάπτισμα εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς «ἀρχή ζωῆς τό Βάπτισμα καί πρώτη ἡμερῶν ἐκείνη ἡ τῆς παλιγγενεσίας ἡμέρα». Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ βαπτίσματος ὡς «ἀρχή ζωῆς» δηλώνει ἀπό τή μία πλευρά τήν πρωταρχική σπουδαιότητά του γιά τήν ἔνταξη στήν ἀληθινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἐπισημαίνει τήν ἀναγκαιότητα συνεχίσεως, αὐξήσεως καί ἐνηλικιώσεως σέ αὐτή τήν καινή ζωή.
Μέ τό Βάπτισμα γινόμαστε ἅγιοι, ὁλοκληρωνόμαστε πνευματικά καί φωτιζόμαστε. Τήν καινή ζωή, πού θεμελιώνει τό βάπτισμα, ὁλοκληρώνει τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Αὐτό εἰσάγει τούς πιστούς στό περιβάλλον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος ἀναγεννᾶται πνευματικά, γίνεται κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί δοχεῖο τῆς χάριτος. Ὁ βαπτιζόμενος, ὅμως, ὀφείλει νά ἀγωνιστεῖ κατά τῆς ἁμαρτίας, νά ἀποκοπεῖ καί νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό ὅ,τι τόν ἐμποδίζει νά στραφεῖ πρός τόν Θεό, ὥστε νά διατηρήσει ἄθραυστη τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Συνεπῶς, ἡ ἐκκλησιαστική ζωή δέν βιώνεται μέ μηχανικό τρόπο καί ὅπως ὅλα τά μυστήρια ἔτσι καί τό Βάπτισμα, δέν εἶναι μία μαγική πράξη. Ἡ εἴσοδος στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἰσοδυναμεῖ αὐτόματα μέ σωτηρία. Τό Βάπτισμα δέν εἶναι τό τέλος τῆς σωτηρίας μας, ἀλλά ἡ ἀρχή. Τό Βάπτισμα γιά νά καρποφορήσει ἁγιότητα, χρειάζεται τή διαχρονική καί ἔμπρακτη συνέργεια τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖται, μέσα ἀπό τόν προσωπικό ἀδιάκοπο πνευματικό του ἀγώνα, τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, τήν ἄσκηση, καί τή συμμετοχή του στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ κέντρο αὐτό τῆς Θείας Εὐχαριστίας, νά διατηρήσει ἐνεργό μέχρι τό τέλος καί νά αὐξήσει τή Χάρη πού ἔλαβε μέ τό Βάπτισμα, αὐτή τή νέα ἐν Χριστῷ κατάσταση πού βιώνει μέσα του. Ἡ Θεία Μετάληψη, ἑπομένως, πού ἀκολουθεῖ μετά τό Βάπτισμα, εἶναι ἡ φυσική συνέχεια τῆς ζωῆς μέσα στήν Ἐκκλησία, πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό. Ἐκεῖ πλέον ἐπικεντρώνεται ὁ ἀγώνας τοῦ βαπτιζόμενου στή διαφύλαξη καί αὔξηση τῆς πνευματικῆς αὐτῆς ἀναγέννησης, ἡ ὁποία θά τοῦ χαρίσει τήν κατά χάριν υἱοθεσία ἀπό τόν Θεό καί τήν αἰώνια ζωή. Ἐπί τούτου διακηρύττει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς: «Βαπτιζόμενοι φωτιζόμεθα· φωτιζόμενοι, υἱοθετούμεθα· υἱοθετούμενοι, τελειούμεθα· τελειούμενοι, ἀπαθανατιζόμεθα».
Τό κείμενο δημοσιεύτηκε στό περιοδικό «Παρέμβαση Ἐκκλησιαστική», τεῦχος 54, Ἰανουάριος – Ἀπρίλιος 2023, σελ. 271-274