Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Σταυροπροσκύνησης

Εὐαγγέλιο Κυριακῆς Σταυροπροσκύνησης

Πρωτ. Κωνσταντίνου Λ. Κωνσταντίνου

Θεολόγου

(Μάρκ. η΄ 34-38, θ΄ 1)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με, καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ, μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Στό μέσον ἀκριβῶς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία ὑψώνει στό κέντρο τοῦ ναοῦ τόν τίμιο Σταυρό. Ὁ τίμιος καί ζωοποιός Σταυρός τοῦ Κυρίου, εἶναι τό ξύλο τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, ἡ πηγή τῆς σωτηρίας. Πάνω του ἐξέτεινε τίς παλάμες του ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ἔχυσε τό Πανάγιό Του αἷμα, δέχτηκε τόν φρικτό καί ἀτιμωτικό θάνατο, γιά νά χαρίσει τή σωτηρία σέ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Οἱ ἄγγελοι μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ πανηγυρίζουν, οἱ δαίμονες ὅμως καί τά ἐπί γῆς ὄργανά τους θρηνοῦν καί ὀδύρονται, γιατί ὅλοι προγεύονται, τό γεγονός τῆς κοινῆς Ἀναστάσεως καί σωτηρίας.

Μέσα ἀπό τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα στή θεία λειτουργία ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Προσκαλεῖ  τούς ἀνθρώπους σέ μία πορεία συνάντησης  μαζί Του καί θέτει τίς προϋποθέσεις πού πρέπει νά τηρηθοῦν, γιά νά πετύχει ὁ πιστός τήν εἴσοδό του στό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.

Πρώτη καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά αὐτή τήν πορεία εἶναι ἡ ἐλεύθερη βούληση τοῦ πιστοῦ. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν». Ὁ Θεός ἀπό  ἄπειρη ἀγάπη ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ἔδωσε τό δικαίωμα, διά τῆς ὑπακοῆς, νά παραμείνει ἤ ὄχι στόν παράδεισο. Ποτέ δέν ἐπιβάλλει τίποτε σέ κανένα. Ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἄν βάλει ὅπως λένε οἱ πατέρες «τήν προαίρεση», τότε ὁ Θεός συνεργεῖ καί προχωρᾶ ἡ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου.

Καμία ἐπιβολή, καμία στέρηση τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, δέ μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο κοντά στόν Θεό. Ἀντίθετα, ὅποιος  θέλει νά γίνει φίλος οἰκεῖος καί ἀδελφός μου, λέγει ὁ Χριστός, νά τό κάνει ἐλεύθερα, ἀφοῦ πρῶτα ἐλευθερωθεῖ ἀπό τόν μεγάλο τύραννο πού λέγεται «ἐγώ». «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» σημαίνει ἄρνηση τῆς δουλείας πού δημιουργεῖ ὁ ἑαυτός μας. Πολύ  δύσκολο νά καταλάβει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πώς μερικές φορές ὁ ἐαυτός μας εἶναι ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς μας. Πιστεύουμε στίς ἱκανότητές μας, στίς γνώσεις, στήν κρίση μας. Ἔχουμε ἰσχυρή αὐτοπεποίθηση, πού προκαλεῖ τήν ψευδαίσθηση πώς πάντοτε ὡς κυρίαρχοι τῆς ζωῆς θά πετύχουμε ὅ,τι μᾶς συμφέρει. Δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε πώς ἔτσι κλεινόμαστε σέ ἕναν αὐτοκαταστροφικό κῦκλο, χωρίς νά βλέπουμε πέρα ἀπό αὐτόν. Αὐτή ἡ ψευδαίσθηση  εἶναι ἡ πρώτη αἰτία ἄγχους γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό πού καλλιεργεῖ ὁ ἀνθρωποκεντρικός χαρακτήρας τῆς ζωῆς καί  τῆς ἐκπαίδευσης, μᾶς κρατεῖ δούλους τοῦ ἑαυτοῦ μας. Δέ θέλουμε νά ἔχουμε προβλήματα, θέλουμε μόνο ἐπιτυχίες. Φοβόμαστε τήν ἀποτυχία. Ἀρνούμαστε νά δεχθοῦμε πώς μπορεῖ νά ἀρρωστήσουμε καί πώς σίγουρα κάποτε θά μποῦμε σέ περιπέτειες. Νομίζουμε πώς τά προβλήματα εἶναι μόνο γιά τούς ἄλλους καί εὐχόμαστε «μακριά ἀπό ἐμᾶς». Κωφεύουμε στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πού μέ βεβαιότητα μᾶς προειδοποιεῖ: «ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοί εἰρήνην ἔχητε· ἐν τῷ κόσμω θλίψιν ἔξετε· ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ’, 33). Χρειάζεται πραγματικά νά εἰρηνεύσουμε καί νά  ἀφεθοῦμε στά ἔμπειρα χέρια  τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ταπεινά μέ ἐμπιστοσύνη, νά δεχτοῦμε πώς Αὐτός εἶναι ὁ Πατέρας μας. Νά ζητήσουμε τό θεῖο ἔλεος καί τήν πατρική του φροντίδα. Ἡ τελευταία ὑπόσχεση πού ἄφησε στήν Ἐκκλησία πρίν ἀπό τήν Ἀνάληψή  Του, εἶναι: «ἰδού ἐγώ μεθ’  ὑμῶν εἰμι πᾶσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη’, 20). Θά βρίσκεται στήν Ἐκκλησία μέ τούς πιστούς, ὄχι πλέον σωματικά, ἀλλά μυστηριακά, γιά νά ἁγιάζει καί νά στηρίζει καθέναν πού τόν ζητᾶ. Μέ τήν πεποίθηση αὐτή εἶναι πού θά μπορέσουμε νά μποῦμε στόν στίβο τῆς ζωῆς γιά νά ἀγωνιστοῦμε.

Ὁ λόγος ὅμως  τοῦ Κυρίου προχωρεῖ καί ἕνα βῆμα πάρα πέρα. Αὐτός πού θέλει νά ὀνομάζεται χριστιανός, «ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».  Μία νωχελική παθητική ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς δέν μπορεῖ νά φέρει τά ποθούμενα ἀποτελέσματα. Χρειάζεται ἀγώνας, ἐπιμονή καί ἄσκηση. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέ τό παράδειγμά του μᾶς ἔδειξε τήν πορεία πού θά ἀκολουθήσουμε. Ὅπως ἐκεῖνος σήκωσε τόν σταυρό Του, ἔτσι καί οἱ πιστοί ἀκόλουθοί Του θά περάσουν τήν ἴδια πορεία. «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰωάν. ιε’, 20). Τό παράδειγμα τόσων ἁγίων πού προβάλει καθημερινά ἡ Ἐκκλησία μας, μᾶς διαβεβαιώνει πώς «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν, καί ὀλίγοι εἰσίν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν» (Ματθ. ζ’, 14). Ἄν κανείς διαβάσει τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων θά θαυμάσει πόσες  περιπέτειες πέρασαν στήν προσπάθειά τους νά διαδώσουν τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Ὁ  Ἀπόστολος Παύλος θέλοντας νά στηρίξει τούς Κορινθίους στό ἐκκλησιαστικό φρόνιμα, ὁμολογεῖ τίς ταλαιπωρίες πού ὑπέμεινε ὁ ἴδιος. κατά τίς ἀποστολικές του περιοδίες: «ὑπό  Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν ἔλαβον,τρίς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρίς ἐναυάγησα, νυχθημερόν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσση, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καί μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καί δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καί γυμνότητι·» (Β΄ Κορ. ια’, 24-27).

Ἀκόμη τά μαρτυρολόγια καί τά συναξάρια τῶν ἁγίων μας, διηγοῦνται μέ πόσο ἀπάνθρωπο τρόπο ρίχνονταν στά μαρτύρια ἀθῶοι ἄνθρωποι, ἐπειδή  ἁπλά ὁμολογοῦσαν πίστη στόν Χριστό. Μικρές κοπέλες καί ἀδύνατα παιδάκια βρῆκαν φρικτό θάνατο, γιατί δέν ἤθελαν νά προδώσουν τόν ἠγαπημένο Ἰησοῦ. Μπορεῖ σήμερα νά μήν χρειαστεῖ αὐτή ἡ θυσία αἵματος, ἀλλά πολλές θυσίες πρέπει νά γίνουν, ἄν πραγματικά θέλουμε νά εἴμαστε ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ πού ἐλεύθερα σηκώνουμε τόν σταυρό τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς. Δέν μπορεῖ νά λέγεται πιστός κάποιος, ἄν δέν ἐφαρμόζει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄν δέν ἐκκλησιάζεται, ἄν δέν νηστεύει, ἄν δέν κοινωνεῖ, οὐσιαστικά ἀπομονώνεται ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως τά μέλη ἑνός σώματος ἔχουν ἁρμονική σχέση μεταξύ τους, ἔτσι καί ὅποιος ἀνήκει στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ νά διαφοροποιεῖται ἀπό αὐτό. Γιά νά ἐφαρμόσουμε τίς θεῖες ἐντολές πρέπει νά ἀποκτήσουμε ἀγωνιστικό καί θυσιαστικό φρόνημα καί θέληση. Οἱ εὔκολες δικαιολογίες δέν ἔχουν θέση στήν πνευματική ζωή. Εἰλικρίνεια καί ἄρση σταυροῦ σημαίνει ἀκόμη, συγχωρῶ, ἀγαπῶ, δέχομαι, ὑποχωρῶ. Πρῶτα μέσα στήν οἰκογένεια καί μετά στήν ἐργασία, στήν κοινωνία, παντοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικός καί πάλι ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τίς ἀσθενεῖ, καί οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καί οὐκ ἐγώ πυροῦμαι;» (Β΄ Κορ. ια’, 29)

Ξεχάσαμε νά ἐπικοινωνοῦμε καί οἱ γύρω μας φαντάζουν σάν οἱ χειρότεροί μας ἐχθροί. Δέ μάθαμε ποτέ πώς ὅλοι αὐτοί οὐσιαστικά εἶναι οἱ μεγαλύτεροί μας εὐεργέτες. Μᾶς δίνουν τήν εὐκαιρία νά ἀποδείξουμε πώς ἀντέχουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προσπαθοῦμε καί ὅλα αὐτά τά βλέπουμε σάν ἄρση σταυροῦ καί ἄσκηση ὑπομονῆς. Μόνο ἔτσι θά γίνουμε γνήσιοι μαθητές καί μιμητές τοῦ πάθους Του. Αὐτή εἶναι ἡ σταυρική μας πορεία, πού ἀκολουθεῖ   τήν πορεία τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ καί πού θά μᾶς ὁδηγήσει ἐμπειρικά καί πρακτικά πρῶτα στήν ἕνωση μαζί Του καί τελικά στήν αἰώνια Ἀνάσταση! Ἀμήν.

*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 57 (Ιανουάριος – Απρίλιος 2024), σελ. 494-497.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post