Δηλώσεις Μακαριωτάτου κατά την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες και την Κωνσταντινούπολη

Δηλώσεις Μακαριωτάτου κατά την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες και την Κωνσταντινούπολη

Η Α.Μ. ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος, ύστερα από τις επισκέψεις του στις Βρυξέλλες και στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεψε μαζί με τη συνοδεία του την Τρίτη, 20 Απριλίου 2010 στον Αερολιμένα Λάρνακας.

Σε δηλώσεις του στα ΜΜΕ, ο Μακαριώτατος εξέφρασε την εκτίμηση ότι ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα έπαιρνε περισσότερα από τη συνάντηση μαζί του, γιατί, όπως εξήγησε, “ο κ. Ερντογάν θα έδειχνε στον έξω κόσμο και ιδιαίτερα στους Ευρωπαίους ότι η Τουρκία είναι μια δημοκρατική χώρα, ενδιαφέρεται για τη συντήρηση των εκκλησιαστικών μνημείων στα κατεχόμενα και αυτό θα ήταν προς τιμήν τόσο του ιδίου όσο και της κυβέρνησής του”.

Σχολιάζοντας τη νίκη του Ντερβίς Έρογλου στις λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα, ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι «δεν αλλάζουν τα πράγματα» και σημείωσε πως «είτε είναι επικεφαλής της τ/κ κοινότητας ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, είτε ο Ντερβίς Ερογλου δεν έχει καμιά σημασία, αφού στο τέλος θα γίνει εκείνο που επιθυμεί η Αγκυρα».

Σε δηλώσεις του στο Αεροδρόμιο Λάρνακας κατά την επιστροφή του από τις Βρυξέλλες και την Κωνσταντινούπολη, ο Αρχιεπίσκοπος ανέφερε ότι, επιστρέφοντας από τις δύο αυτές πόλεις, πήρε «πάρα πολλές εμπειρίες από πάσης απόψεως» και πρόσθεσε ότι «η ηγεσία μας, και της πολιτείας και της Εκκλησίας, πρέπει να βρίσκονται σε μιαν εθνική εγρήγορση, να ποδηγετούμε τον λαό μας και να του χαράσσουμε γραμμή, γιατί μόνο αν είμεθα διεκδικητικοί θα πετύχουμε τους στόχους μας».

«Αυτό πρόσεξα και στις Βρυξέλλες και στις συναντήσεις μου με πολλούς γέροντες εκεί που λευκάνθηκαν μέσα στην Εκκλησία, υπηρετούντες τον λαό, που έζησαν αρκετές αναμπουμπούλες και γνώρισαν πολύ καλά τους Τούρκους. Αυτό το άρωμα μπορώ να πω έχω πάρει από αυτούς τους ανθρώπους», σημείωσε.

Από εκκλησιαστικής απόψεως, συνέχισε, «είχαμε τη χαρά να βρεθούμε ενώπιος ενωπίω με τον Παναγιότατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, είχαμε τη Δευτέρα επί δίωρο συνομιλίες, κάναμε μια γενική ανασκόπηση και των δύο Εκκλησιών μας, αλλά και της όλης Ορθοδοξίας. Τονίσαμε και υπογραμμίσαμε ότι εμείς θα είμαστε πάντοτε κοντά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο”.

“Μπορεί», συνέχισε ο Αρχιεπίσκοπος, «να είμαστε μια μικρή αριθμητικώς Εκκλησία, είμαστε όμως καλά οργανωμένοι, έχουμε περίοπτο θέση μέσα στην πανορθόδοξο οικογένεια, είμαστε σε επαφή και έχουμε αγαστές σχέσεις με όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες και με όλο τον χριστιανικό κόσμο».

Πρόσθεσε ότι «η Εκκλησία της Κύπρου μπορεί να βοηθήσει σε αρκετά μεγάλο βαθμό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, και είμαστε έτοιμοι να το πράξουμε με πολλή αγάπη».

Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι τελικά δεν συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν, ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι «εκείνος είχε προκαλέσει την πρόσκληση προς την Κωνσταντινούπολη και δεν θα του λέγαμε εμείς τί θα κάνει”.

“Εμείς πήγαμε με καλή θέληση και είμαστε έτοιμοι να τον συναντήσουμε, εκείνος δεν θέλησε», είπε και εξέφρασε την εκτίμηση ότι ο κ. Ερντογάν «θα έπαιρνε περισσότερα από τη συνάντηση, γιατί θα έδειχνε ένα πρόσωπο στον έξω κόσμο και ιδιαίτερα στους Ευρωπαίους, ότι η Τουρκία είναι μια δημοκρατική χώρα, ενδιαφέρεται για τη συντήρηση των μνημείων μας, που θα ήταν το επίκεντρο των συνομιλιών μας, και θα ήταν προς τιμή και της κυβέρνησης του και του ιδίου».

«Δεν μπορώ να ξέρω το πρόγραμμα του, μπορεί να μην μπορούσε. Εν πάση περιπτώσει, εμείς είμαστε στη διάθεση όλων», είπε.

Ερωτηθείς κατά πόσον ο Τούρκος Πρωθυπουργός τον ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να τον συναντήσει, ο Αρχιεπίσκοπος είπε πως «δεν έδωσε καμία απάντηση».

“Εμείς είχαμε αναθέσει στον Παναγιότατο να έρθει σε επαφή με το γραφείο του Τούρκου Πρωθυπουργού και να κανονιστεί η συνάντηση. Ο Παναγιότατος έπραξε το καθήκον του, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Ο ίδιος πίστευε, επειδή ξέρει καλά τους Τούρκους, ότι την τελευταία στιγμή συνήθως απαντούν», ότι θα υπάρξει συνάντηση, «αλλά οι ημέρες πέρασαν και απάντηση δεν πήραμε».

«Δεν με στενοχώρησε αυτό το γεγονός», συνέχισε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, γιατί, όπως εξήγησε, «η εθνική γραμμή της Εκκλησίας είναι γραμμή και δεν αλλάζει».

Κληθείς να σχολιάσει την αλλαγή στην τ/κ ηγεσία μετά τις λεγόμενες «εκλογές» της Κυριακής, ο Αρχιεπίσκοπος εξέφρασε την εκτίμηση ότι «δεν αλλάζουν τα πράγματα».

“Θέλω να πιστεύω ότι τα πάντα εκπορεύονται από την Αγκυρα και εκείνο που επιθυμεί η Αγκυρα να γίνει στο τέλος θα γίνει», είπε και πρόσθεσε πως «εάν είναι επικεφαλής ο κ. Ταλάτ ή ο κ. Ερογλου, δεν νομίζω να έχει μεγάλη σημασία».

Εξήγησε ότι η Εκκλησία έχει «μια επαφή με τον κ. Ερογλου για τα μνημεία», αφού ήταν υπεύθυνος ως ο ψευδοπρωθυπουργός, και “έχουμε πάρει μια υπόσχεση ότι οι εργασίες για αναστύλωση του μοναστηριού του Αποστόλου Ανδρέα θα αρχίσουν άμεσα”.

“Του είπαμε ότι ενδιαφερόμαστε για όλα τα μνημεία, ιδιαίτερα τα πετρόχτιστα, γιατί αν καταρρεύσουν δεν ξαναχτίζονται», είπε και εξήγησε πως δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι μάστορες για να πελεκήσουν τις πέτρες, ενώ «το κόστος είναι απαγορευτικό, αφού σε περίπτωση που χαλάσει μια εκκλησία το κόστος για να ξαναχτιστεί πετρόχτιστη θα είναι τουλάχιστον δεκαπλάσιο από ό,τι με το μπετόν και τα τούβλα».

Ερωτηθείς εάν θα συνεχίσει τις προσπάθειες για μια νέα συνάντηση με την τουρκική κυβέρνηση, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου απάντησε ότι «εμείς θα προχωρήσουμε με τα γραφεία μας στις Βρυξέλλες και ο στόχος μας είναι να φέρουμε όσο το δυνατόν περισσότερους Ευρωπαίους στην Κύπρο, να τους πάρουμε στα κατεχόμενα, να δουν την καταστροφή, για να είναι εκείνοι μάρτυρες και εκείνοι να διεκδικούν, αφού θα δουν πρώτα την καταστροφή».

Ανέφερε, επίσης, ότι στο σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο «οι ευρωβουλευτές που ήρθαν στην Κύπρο και είδαν την καταστροφή, έδωσαν μάχη και έφυγαν αγανακτισμένοι όταν είδαν μιαν εκκλησία, την οποία μετέτρεψαν σε δημόσια αποχωρητήρια».

«Δεν μπορούσαν να φανταστούν κάτι τέτοιο και αντιμετώπισαν τον εκπρόσωπο της τ/κ κοινότητας που ήρθε εκεί και του είπαν ότι αυτά που έλεγε ήταν ψευδολογίες. Εκείνοι ήταν πιο πειστικοί από μας, γιατί εκείνοι είπαν εκείνα που είδαν», σημείωσε.

Σε ερώτηση κατά πόσον θα ανταποκριθεί σε μιαν καινούργια πρόσκληση του κ. Ερντογάν, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β\’ απάντησε: «Αν με καλέσει, ασφαλώς θα πάω».

Πηγή: ΚΥΠΕ/ΦΖ/ΡΑΓ

Print Friendly, PDF & Email

Share this post