ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΑΦΟΥ
Τοῦ Μητροπολίτου Πάφου Γεωργίου
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΦΟΥ (Πρ. 13, 4 – 12).
«Οὗτοι (ὁ Βαρνάβας καί ὁ Σαῦλος) ἐκπεμφθέντες ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατῆλθον εἰς τήν Σελεύκειαν, ἐκεῖθέν τε ἀπέπλευσαν εἰς τήν Κύπρον, καί γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελλον τό λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν Ἰουδαίων· εἶχον δέ καί Ἰωάννην ὑπηρέτην. Διελθόντες δέ τήν νῆσον ἄχρι Πάφου εὗρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην Ἰουδαῖον ᾧ ὄνομα Bαριησοῦς, ὅς ἦν σύν τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ Παύλῳ, ἀνδρί συνετῷ. Οὗτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καί Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι τόν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἀνθίστατο δέ αὐτοῖς Ἐλύμας ὁ μάγος – οὕτω γάρ μεθερμηνεύεται τό ὄνομα αὐτοῦ – ζητῶν διαστρέψαι τόν ἀνθύπατον ἀπό τῆς πίστεως. Σαῦλος δέ, ὁ καί Παῦλος, πλησθείς Πνεύματος Ἁγίου καί ἀτενίσας πρός αὐτόν εἶπεν· ὦ πλήρης παντός δόλου καί πάσης ῥαδιουργίας, υἱέ διαβόλου, ἐχθρέ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τάς ὁδούς Κυρίου τάς εὐθείας; Καί νῦν ἰδού χείρ Κυρίου ἐπί σέ, καί ἔσῃ τυφλός μή βλέπων τόν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. Παραχρῆμα δέ ἔπεσεν ἐπ’ αὐτόν ἀχλύς καί σκότος, καί περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς. Τότε ἰδών ὁ ἀνθύπατος τό γεγονός ἐπίστευσεν, ἐκπλησσόμενος ἐπί τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου».
«Αὐτοί (ὁ Βαρνάβας καί ὁ Σαῦλος), σταλμένοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, κατέβηκαν στή Σελεύκεια κι ἀπό κεῖ μέ πλοῖο πῆγαν στήν Κύπρο. Ὅταν ἔφτασαν στή Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου, κήρυτταν τό λόγο τοῦ Θεοῦ στίς συναγωγές τῶν Ἰουδαίων. Βοηθό εἶχαν μαζί τους τόν Ἰωάννη. Ἀφοῦ διέσχισαν τό νησί, ἔφτασαν στήν Πάφο. Ἐκεῖ βρῆκαν κάποιο μάγο καί ψευδοπροφήτη Ἰουδαῖο, πού λεγόταν Βαριησοῦς. Αὐτός ἦταν φίλος του ἀνθυπάτου Σεργίου Παύλου, πού ἦταν ἄνθρωπος συνετός. Ὁ Σέργιος Παῦλος προσκάλεσε τό Βαρνάβα καί τό Σαῦλο καί ζήτησε ν’ ἀκούσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐλύμας ὁ μάγος – γιατί ἔτσι μεταφράζεται τό ὄνομα Βαριησοῦς – τούς ἀντιστεκόταν καί προσπαθοῦσε νά ἐμποδίσει τόν ἀνθύπατο νά πιστέψει. Τότε ὁ Σαῦλος, πού λεγόταν καί Παῦλος, πλημμύρισε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν κοίταξε διαπεραστικά καί εἶπε: Γιέ τοῦ διαβόλου, πού εἶσαι γεμάτος ἀπό κάθε πονηριά κι ἀπό κάθε ῥαδιουργία, καί πολεμᾶς κάθε τι καλό, δέ θά πάψεις νά στρεβλώνεις τούς ἴσιους δρόμους τοῦ Θεοῦ; Τώρα τό χέρι τοῦ Κυρίου θά πέσει πάνω σου: Θά τυφλωθεῖς καί γιά ἕνα διάστημα δέ θα βλέπεις τόν ἥλιο. Τήν ἴδια στιγμή ἔπεσε πάνω του ὁμίχλη καί σκοτάδι κι ἄρχισε νά περιφέρεται ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀναζητώντας κάποιους νά τόν χειραγωγήσουν. Τότε ὁ ἀνθύπατος, ὅταν εἶδε αὐτό πού ἔγινε, πίστεψε, γιατί τοῦ εἶχε κάνει βαθιά ἐντύπωση ἡ δύναμη πού ἔχει ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου».
Ἡ πιό πάνω περικοπή ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὡς ἡ ἐπίσημη πράξη τῆς ἵδρυσης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πάφου. Τό κείμενο δέν ἀναφέρει ἐκπληκτικά ἤ ἄμεσα ἀποτελέσματα ἀπό τό κήρυγμα τῶν δύο Ἀποστόλων. Τό ὅτι ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Ἀνθύπατος ἐπίστευσε ἦταν μιά πράξη πού θά διευκόλυνε κι ἄλλους νά ἀσπαστοῦν τή νέα θρησκεία. Πέραν τοῦ ὅτι τοῦτο ἀπέκλειε ἐκ προοιμίου κάθε πρόσκομμα πρός τό ἔργο τῶν Ἀποστόλων καί κάθε δυνατό διωγμό, ἡ προσωπικότητα τοῦ Ἀνθυπάτου Σεργίου Παύλου θά ἐπιδροῦσε θετικά σέ πολλούς, εὐεργετικά πρός τήν κατεύθυνση τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Λουκᾶς τόν χαρακτηρίζει ἄνδρα «συνετόν», ἐνῶ σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Πλινίου ἦταν «πολύ μορφωμένος καί σπουδαῖος ἄνθρωπος, αὐθεντία σέ ζητήματα φυσικῶν Ἐπιστημῶν … ἀνοικτό μυαλό γιά θέματα φιλοσοφικά καί θρησκευτικά, ἕνας εἰλικρινής ἐρευνητής τῆς ἀλήθειας»(1). Λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι πάντα οἱ ἄνθρωποι μιμοῦνται ἤ καί θέλουν νά κολακεύουν αὐτούς πού ἔχουν μιά περίοπτη θέση, εἶναι λογικό νά ὑποθέσουμε πώς ἡ προσχώρηση τοῦ Ἀνθυπάτου στό Χριστιανισμό θά εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα κι ἄλλοι πολλοί νά ἔπραξαν τό ἴδιο. Μέ τήν ἴδια λογική θά πρέπει νά ἀπορρίψουμε καί τίς φῆμες πού κυκλοφοροῦν μέχρι σήμερα ὅτι δῆθεν στήν Πάφο οἱ Ἀπόστολοι κακοποιήθηκαν κι ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλαβε «τεσσαράκοντα παρά μίαν». Ἐκεῖ πού ὁ Ἐκπρόσωπος τῆς Κρατούσας Δύναμης ἐπίστευσε δέν θά μποροῦσαν οἱ ὑπήκοοι νά ἐπιδείξουν τέτοια συμπεριφορά. Ἐκτός κι ἄν ὑπῆρξε ἐπεισόδιο πρίν ἀπό τό κήρυγμα ἐνώπιον τοῦ Ἀνθυπάτου. Μά καί τότε οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων θά ἔκαναν ἀναφορά σ’ αὐτό.
Ὡστόσο ἡ ἔλλειψη πηγῶν καί μαρτυριῶν ἀπό τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Πάφου δέν μᾶς διαφωτίζει γιά τήν κατάσταση πού ἐπεκράτησε τότε. Αὐτό βέβαια εἶναι πρόβλημα τῆς γενικότερης Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καί ὄχι μόνο τῆς Ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πάφου ἤ καί ὁλόκληρης τῆς Κύπρου. Μποροῦμε, πάντως, εὔλογα νά ὑποθέσουμε τόσο ἀπό τήν πρώτη ἀντιμετώπιση τοῦ Χριστιανικοῦ κηρύγματος στήν Πάφο, ὅσο καί ἀπό τό ὅτι ἡ Κύπρος ἦταν νησιωτικός χῶρος καί ἀπομακρυσμένος ἀπό τά κύρια κέντρα διοίκησης τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅτι δέν θά ὑπῆρξαν συστηματικοί διωγμοί τῶν Χριστιανῶν στήν Κύπρο. Τό ὅτι ὁ Βαρνάβας, ὁ Ἡρακλείδιος καί ἄλλοι ὑπέστησαν μαρτυρικό θάνατο στά πρῶτα ἐκεῖνα χρόνια, αὐτό ὀφείλεται στή δράση μᾶλλον ἐξαγριωμένου πλήθους, κυρίως Ἑβραίων, καί ὄχι σέ συστηματικούς «ἐπίσημους» διωγμούς.
Ὁ Χριστιανισμός θά πρέπει κατά τήν περίοδο ἐκείνη νά εἶχε ἐμπεδωθεῖ στήν κοινωνία τῆς Πάφου, πρωτεύουσα τότε τῆς Κύπρου, πρᾶγμα πού πιστοποιεῖται κι ἀπό τήν παρουσία τοῦ ἐπισκόπου Πάφου Κυρίλλου (ἤ Κυριακοῦ) στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό ἔτος 325.(2) Ὡς Μητροπολίτης μάλιστα τῆς Κύπρου, ἀφοῦ ἡ Πάφος ἦταν πρωτεύουσα τῆς Κύπρου, ὑπέγραψε πρίν ἀπό τόν Σαλαμῖνος Γελάσιο.
Τή βαθμιαία ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Πάφο μαρτυρεῖ καί ἡ ἐπί ἑπταετία παρουσία τοῦ ἁγίου Ἱλαρίωνα τοῦ Μεγάλου στήν περιοχή. Τό 364 ὁ Ἱλαρίων ἔφτασε στήν Πάφο, ἔμεινε γιά δύο χρόνια κοντά στήν ὁμώνυμη πόλη καί ἀργότερα γιά ἄλλα πέντε χρόνια σέ σπήλαιο κοντά στήν Ἐπισκοπή, χωριό στά Β.Α. τῆς πόλης τῆς Πάφου(3). Στήν ἴδια ἐποχή ὑπάρχει ἰσχυρή παράδοση ὅτι ἱδρύθηκε ἡ Μονή τῶν Ἱερέων.(4) Ἡ παρουσία τοῦ Ἱλαρίωνος, τοῦ φημισμένου ἀσκητοῦ, στήν Πάφο καί ἡ ὕπαρξη Μονῆς τήν ἴδια πρώιμη ἐποχή δηλώνει τήν ὕπαρξη ὀργανωμένου μοναχικοῦ βίου στήν περιοχή, πρᾶγμα πού μαρτυρεῖ τήν εὐρύτερη διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν περιοχή ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰῶνα.
Τό 381 μ.Χ., στή Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τήν Ἐκκλησία τῆς Πάφου ἀντιπροσώπευσε ὁ ἐπίσκοπος αὐτῆς Ἰούλιος, ἐνῶ στήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, στήν Ἔφεσο, παρέστη ὁ Πάφου Σαπρίκιος.(5)
Ἀπό τούς πρώτους κιόλας αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναπτύχθηκε ὡς δεύτερο θρησκευτικό κέντρο στήν ἐπαρχία Πάφου, ἡ πόλη τῆς Ἀρσινόης. Ἡ Ἀρσινόη, ἡ πόλη πού διαδέχτηκε τό ἀρχαῖο Μάριο, στήν ἴδια μέ ἐκεῖνο θέση, ἦταν πολιτικό καί ἐμπορικό κέντρο τῆς περιοχῆς, στά Β.Δ. παράλια τῆς Κύπρου. Ὡς τέτοιο κέντρο ἦταν φυσικό νά δέχεται καί τή διακίνηση ἰδεῶν, καθώς καί φιλοσοφικῶν καί θρησκευτικῶν ρευμάτων. Ἔτσι σύντομα παρουσιάζεται ὡς ἰδιαιτέρα ἐπισκοπή μέ συγκροτημένη ἐκκλησιαστική δομή. Ὁ Ἀρσινόης Προέχιος ἀντιπροσωπεύθηκε τό 451 μ.Χ. στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στή Χαλκηδόνα ἀπό τόν ἐπίσκοπο Θεοδοσιανῆς Σωτήρα. Προηγουμένως, πιθανῶς τόν 4ο αἰῶνα, ἀρχιεράτευσε ἐκεῖ ὁ Ἀρίστων, πού τιμᾶται ὡς ἅγιος στίς 22 Φεβρουαρίου. Τόν Ἀρίστωνα διεδέχθη στό θρόνο τῆς Ἀρσινόης ὁ Νίκων καί τοῦτον ὁ Ἀρκάδιος. Τούς τρεῖς τελευταίους ἐγκωμιάζει σέ λόγο του ὁ Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται καί στή Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀρκαδίου, στήν ὕπαρξη ἡγουμένου, κτημάτων καί ζώων σ’ αὐτή. Ἐρείπια τῆς Μονῆς σώζονται καί σήμερα στό δάσος τῆς Πάφου, βόρεια τοῦ χωριοῦ Ἅγιος Μερκούριος.
Ἀπό ἐπιγραφή πού βρέθηκε στήν Πόλη Χρυσοχοῦς πληροφορούμαστε καί τό ὄνομα ἄλλου ἐπισκόπου Ἀρσινόης, τοῦ Φωτεινοῦ, πού ἦταν ἐπίσκοπος τό 488.
Περί τά τέλη τοῦ 4ου ἤ ἀρχές τοῦ 5ου αἰῶνα εἶχε ὁσιακό τέλος ὁ ἅγιος Θεοσέβιος, καταγόμενος ἀπό τή Μελάντρα Χρυσοχοῦς. Ὑποδεικνύεται μέχρι σήμερα τό σπήλαιο, ὅπου ἀσκήτευσε, ἔξω ἀπό τό χωριό Μελάντρα. Γρήγορα ἀναγνωρίστηκε ὡς ἅγιος καί τιμᾶται ἔκτοτε σ’ ὅλη τήν περιοχή στίς 12 Ὀκτωβρίου.(6)
Ἡ Πάφος κατελήφθη γιά 27 χρόνια ἀπό τούς Ἄραβες (653 – 680). Ἔγιναν τότε διώξεις ἀνθρώπων καί καταστροφές Χριστιανικῶν μνημείων. Ἐν τούτοις ἀπό τήν ἐποχή αὐτή μᾶς διασώζεται ὁ πανηγυρικός λόγος τοῦ ἐπισκόπου Πάφου Θεοδώρου στόν Ἅγιο Σπυρίδωνα, πού ἐκφωνήθηκε στήν Τρεμετουσιά, τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου, στίς 12 Δεκεμβρίου 655.
Τόν 10ο αἰῶνα, τό 963 μ.Χ. γιά τήν ἀκρίβεια, περνᾶ ἀπό τήν Πάφο καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, πρίν ἀκόμα μεταβεῖ στό Ἅγιο Ὄρος καί ἱδρύσει τή Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας.(7)
Οἱ πληροφορίες γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Πάφου λιγοστεύουν μέχρι τόν 11ο αἰῶνα. Τόν 12ο αἰῶνα κυριαρχεῖ ἡ πληθωρική μορφή τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου (1134 – 1219) πού μᾶς δίνει πολλές ἱστορικές μαρτυρίες γιά τήν ἐποχή του. Ὁ ἅγιος Νεόφυτος μᾶς πληροφορεῖ γιά τήν ἐκλογή τοῦ Βασίλειου Κίνναμου ὡς ἐπισκόπου Πάφου τό 1166, ἀπό τόν ὁποῖο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ὁ ἅγιος Νεόφυτος κατέστη πράγματι τό «περιφανές ἐγκαλλώπισμα» ὄχι μόνο τῆς Πάφου ἀλλά ὁλόκληρης τῆς Κύπρου. Ἡ Μονή πού ἐκεῖνος ἵδρυσε κοντά στήν πόλη τῆς Πάφου καί πού σήμερα, ὡς Σταυροπηγιακή Μονή, φέρει τό ὄνομά του, εἶναι ἕνα ἀπό τά κύρια σημεῖα ἀναφορᾶς τῆς Πάφου.
Κάποιες παραδόσεις ἀναφέρουν ὅτι τό 10ο αἰῶνα ἱδρύθηκε ἡ Μονή τῆς Παναγίας τῆς Τροοδίτισσας στά ὅρια τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Πάφου,(8) ἐνῶ τό 12ο αἰῶνα ἀναφέρεται καί ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς τῆς Χρυσορροϊάτισσας.(9)
Ὁ ἅγιος Νεόφυτος εἶχε καί τήν τραγική ἐμπειρία τῆς κατάκτησης τῆς Κύπρου ἀπό τούς Λατίνους. Τὸ 1191, ὡς γνωστό, ἡ Κύπρος κατακτήθηκε ἀπό τό βασιλιά τῆς Ἀγγλίας Ριχάρδο τό Λεοντόκαρδο πού τήν πούλησε διαδοχικά στούς Ναΐτες καί στόν ἔκπτωτο Φράγκο βασιλιά τῆς Ἱερουσαλήμ Guy de Lusignan πού ἐγκαθίδρυσε τό Φραγκικό βασίλειο τῆς Κύπρου. Μαζὶ μ’ αὐτό ἐγκαθιδρύθηκε, δυστυχῶς, στήν Κύπρο καί ἡ Λατινική Ἐκκλησία, μέ ὅλες τίς γνωστές τρομερές συνέπειες γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ τόπου. Δέν ἦταν τόσο ἡ ἁρπαγή τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὅσο ἡ συνεχής προσπάθεια ὑποταγῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στή Λατινική. Τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς προσπάθειας ὑπέστη ἄμεσα καί ἡ Παφιακὴ Ἐκκλησία. Ὁ περιορισμός τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων σέ τέσσερις εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή συγχώνευση τῶν δύο ἐπισκοπῶν πού βρίσκονταν στήν Πάφο, τῆς Πάφου δηλαδή καί τῆς Ἀρσινόης, σέ μία. Κι ἡ ἀπομάκρυνση τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἀπό τά ἀστικά κέντρα, ὅπου ἐγκαταστάθηκαν οἱ Λατῖνοι ἐπίσκοποι, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐγκατάσταση στήν Ἀρσινόη τοῦ ἐπισκόπου Πάφου (τοῦ ἐπισκόπου τῆς ἑνωμένης πιά ἐπισκοπῆς Πάφου καί Ἀρσινόης).
Γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Πάφου στήν περίοδο τῆς Λατινοκρατίας, δέν ὑπάρχουν πολλές πληροφορίες. Ἐν τούτοις μᾶς διασώθηκαν ἀρκετά ὀνόματα ἐπισκόπων Πάφου – Ἀρσινόης.
Ὁ ἀσφυκτικός γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου κλοιός τῆς Λατινικῆς κυριαρχίας λύθηκε τό 1570, ὅταν ἡ Κύπρος κατακτήθηκε ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποκαταστάθηκε, ὁ ἀριθμός ὅμως τῶν ἐπισκοπῶν παρέμεινε σέ τέσσερις. Ἡ ἐπισκοπή Πάφου πού μαζί μέ τίς ἄλλες ὀνομάστηκε Μητρόπολη, διατήρησε ἔκτοτε, ὡς Ἀποστολική Μητρόπολη, τήν πρώτη μετά τήν Ἀρχιεπισκοπή θέση στή σειρά πρεσβείων τιμῆς τῶν Θρόνων.
Τά δεινά τοῦ Κυπριακοῦ λαοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας του ἐπιτάθηκαν κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Ἐπαχθεῖς φόροι, ἀπηνεῖς διωγμοί, βίαιοι ἐξισλαμισμοί καί καρατομήσεις κληρικῶν, ταλαιπώρησαν καί τό ποίμνιο καί τήν Ἐκκλησία. Ὅταν τά πράγματα ἔφταναν στό ἀπροχώρητο, ἀρχιερεῖς μετέβαιναν, μέ κίνδυνο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τους, στήν Κωνσταντινούπολη καί ζητοῦσαν τήν ἐπέμβαση τῆς Πύλης γιά μετάθεση ἤ ἀλλαγή τῆς πολιτικῆς κάποιου αὐθαίρετου διοικητῆ. Ἔτσι συνέβη καί τό 1783 ὅταν ὁ Μητροπολίτης Πάφου Πανάρετος μετέβη μέ τούς ἄλλους ἀρχιερεῖς στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά καταγγείλουν τήν τυραννία τοῦ Τούρκου διοικητῆ Χατζημπακκῆ.
Ὁ Πανάρετος (1767 – 1790) ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ἐπισκόπους Πάφου, ὄχι μόνο ἐπί Τουρκοκρατίας ἀλλά γενικότερα. Ἐκόσμησε καί ἀνεκαίνισε πολλούς ναούς – ὑπάρχουν ἐπιγραφές σέ ναούς, εἰκονοστάσια καί εἰκόνες πού μαρτυροῦν τή δράση του –, ἀνέπτυξε ἀξιόλογη κοινωνική δράση καί διέπρεψε σέ ἁγιότητα βίου. Τέσσερα μόλις χρόνια ἀπό τό θάνατό του, τό 1794, ἀναγνωρίστηκε καί ἐπίσημα ὡς ἅγιος.
Ὁ Καισάριος Δαπόντες γράφει γι’ αὐτόν: «Πρός τούς ἄλλους δέ εἶναι ὁ νῦν Πάφου τῆς ἐν Κύπρῳ, Πανάρετος Κύπριος… ἐπίσημος ὄχι, ἀλλ’ ἐπισημότατος, εἰς τά γράμματα ὄχι, ἀλλ’ εἰς τάς ἀρετάς, εἰς τά πράγματα, καί εἶναι οὕτω πανάρετος, ζωντανή ἀρετή…»(10).
Δίνοντας ὤθηση καί στά γράμματα ὁ Πανάρετος ἐξέδωσε, μέ δικά του ἔξοδα, τό ἔργο «Γένεσις καί φθορά κατ’ Ἀριστοτέλην» τοῦ Θεόφιλου Κορυδαλέως, χάριν τῶν «φιλομαθῶν» καί «φιλεπιστημόνων».
Τήν ἐνεργό ἀνάμειξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πάφου στά κοινά, πού στόχευε κυρίως στήν Ἐθνική διαπαιδαγώγηση τοῦ ποιμνίου της καί τήν καλλιέργεια τῆς ἐλπίδας μέχρι τήν ἀνατολή καλύτερων ἡμερῶν, μαρτυρεῖ καί ἡ καρατόμηση τοῦ Πάφου Χρυσάνθου στίς 9 Ἰουλίου 1821 ἀπό τόν Κιουτσούκ Μεχμέτ. Μαζί μέ τόν Πάφου Χρύσανθο ἀπό τήν Μητροπολιτική περιφέρεια Πάφου καρατομήθησαν καί πολλοί ἄλλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως εἶναι ὁ Οἰκονόμος τοῦ Ὁμόδους Δοσίθεος, ὁ ἡγούμενος Κύκκου Ἰωσήφ, καταγόμενος ἐκ τοῦ χωρίου Πενταλιά τῆς Πάφου(11) καί οἱ γραμματεῖς τῶν δημογερόντων Πάφου Χριστούδιας καί Χ”Ζαχαρίας.(12)
Κατά τή διάρκεια τῆς ὄψιμης Τουρκοκρατίας ἡ Μητρόπολη Πάφου πρωτοστάτησε στήν ἵδρυση, τόσο στήν πόλη τῆς Πάφου, ὅσο καί στήν ὕπαιθρο, σχολείων. Ἔτσι τό 1855 ἱδρύθηκε τό πρῶτο σχολεῖο στό Κτῆμα, ἡ δέ Μητρόπολη Πάφου εἶχε ἀναλάβει τήν ὑποχρέωση νά πληρώνει ἐξ ὁλοκλήρου τό μισθό τοῦ δασκάλου, πρᾶγμα πού συνεχίστηκε μέχρι τήν Ἀγγλική κατοχή.(13)
Συγκέντρωση πολλῶν προκρίτων τῆς ἐπαρχίας Πάφου, πού συνῆλθε στήν Ἀρχιεπισκοπή τό 1854 καί στήν ὁποία παρέστη μαζί μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί ὁ Πάφου Χαρίτων, ἀποφάσισε: «… Νά συσταθῶσι τρία ἀλληλοδιδακτικά Σχολεῖα, δι’ ὅλην τήν ἐπαρχίαν, ἕν εἰς τήν περιοχήν τῆς Πάφου, ἕτερον εἰς τήν τῆς Χρυσοχοῦς, ἄλλο εἰς τήν τῆς Αὐδήμου…».(14)
Κατά τή δεκαετία 1850 – 1860 ἱδρύθηκαν σχολεῖα καί σέ πολλές ἄλλες κοινότητες τῆς Πάφου, πάντοτε μέ τή βοήθεια καί ἐπιστασία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφέρονται οἱ κοινότητες: Ἀμαργέτης, Ἀρμίνους, Γαλαταριᾶς, Γιόλους, Ἔμπας, Κάθηκα, Κελοκεδάρων, Κισσόνεργας, Κοίλης, Κρίτου Τέρρας, Λετύμπου, Μαραθούντας, Μηλιοῦς, Πέγειας, Πενταλιᾶς, Πολεμίου, Στρουμπιοῦ, Φιλούσας Κελοκεδάρων καί Τρεμιθούσας. Στήν τελευταία κοινότητα ἀναφέρεται ὅτι ἱερεῖς ἐδίδαξαν ἐκκλησιαστικά γράμματα ἀπό τό 1810.(15)
Τήν ἴδια περίοδο ἱδρύθηκαν σχολεῖα στό Ἄρσος καί στόν Ἅγιο Ἀμβρόσιο τῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας Πάφου. Στή Βάσα σχολεῖο ὑπῆρχε ἀπό τό 1827, ἐνῶ πρίν τό 1860 ἀναφέρεται σχολεῖο στή Δορά καί στήν Ποταμιοῦ.(16)
Στό Ὅμοδος, ἐκλεκτή κωμόπολη τῆς Μητροπόλεως Πάφου, φημισμένη γιά τό ξακουστό Μοναστήρι τοῦ Σταυροῦ, «ἐλειτούργησεν σχολεῖον καθ’ ἥν ἐποχήν ὅλαι σχεδόν αἱ πόλεις τῆς νήσου ἐστεροῦντο ἐκπαιδευτηρίων, τοῦτο δέ ὀφείλεται εἰς τήν φιλομουσίαν τῶν κατοίκων καί εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τοῦ Σταυροῦ, ἧς οἱ πατέρες ἦσαν οἱ πρῶτοι διδάσκαλοι…».(17) Ἡ σχολή τοῦ Ὁμόδους ἐλειτούργησε πρό τοῦ 1810, ἀφοῦ ἀπό τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀναφέρεται ὅτι ἐδίδαξε ἐκεῖ ὁ Οἰκονόμος Δοσίθεος.
Ὁ Μητροπολίτης Πάφου Νεόφυτος, ὁ τελευταῖος Μητροπολίτης Πάφου ἐπί Τουρκοκρατίας καί πρῶτος ἐπί Ἀγγλοκρατίας, (1869 – 1888) ἐκτός ἀπό τή φροντίδα πού ἐπέδειξε γιά τά ἑλληνικά σχολεῖα στήν Πάφο, ἐνίσχυσε καί τά Ἑλληνικά Ἐκπαιδευτήρια Λευκωσίας μέ 100.000 γρόσια τῆς ἐποχῆς.(18)
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Πάφου ταλαιπωρήθηκε ἀπό μιά μακρόχρονη χηρεία (1899 – 1910), λόγῳ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ ζητήματος. Εὐτύχησε ὅμως νά εὕρει στό πρόσωπο τοῦ Ἰακώβου Ἀντζουλάτου (1910 – 1929) ἕνα δυναμικό καί φιλοπρόοδο ἱεράρχη. Ὁ Ἰάκωβος ἀνέπτυξε σημαντική δράση τόσο στό θρησκευτικό, ὅσο καί στόν ἐθνικό καί ἐκπαιδευτικό τομέα. Παρά τήν ἔλλειψη οἰκονομικῶν πόρων, κατάφερε, προσεγγίζοντας εὐκατάστατους κατοίκους τῆς Πάφου, νά κοσμήσει τήν πόλη μέ καλλιμάρμαρα νεοκλασσικά ἐκπαιδευτήρια καθώς καί μέ στάδιο πού φέρει τό ὄνομά του.(19)
Ἐξίσου δυναμικός ἱεράρχης καί ἰδιαίτερα μορφωμένος ἦταν καί ὁ διάδοχος τοῦ Ἰακώβου, ὁ Λεόντιος (1930 – 1947). Τόν ἑπόμενο ἀπό τήν ἐκλογή του χρόνο ὅμως (1931), ἐξ αἰτίας τῶν Ὀκτωβριανῶν, ἐξορίστηκαν ἀπό τήν Κύπρο οἱ Μητροπολίτες Κιτίου καί Κυρηνείας καί λίγο ἀργότερα (1933) πέθανε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύριλλος ὁ Γ΄. Ἔτσι ὁ Λεόντιος ἔμεινε ὁ μόνος ἐπίσκοπος στήν Κύπρο καί ταυτόχρονα τοποτηρητής τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου. Σέ μιάν ἐποχή πού παρατηρήθηκε ἔξαρση τῶν προσπαθειῶν τῆς Ἀγγλικῆς ἀποικιοκρατικῆς κυβέρνησης γιά ὑποταγή τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας καί ἀφελληνισμό τοῦ τόπου, ὁ Μητροπολίτης Λεόντιος διέθεσε ὅλο τό χρόνο καί ὅλη τήν ἰκμάδα του στό ἐθνικό θέμα, θέτοντας σέ δεύτερη μοῖρα τίς ὑποθέσεις τῆς Μητρόπολης Πάφου. Λόγῳ τῆς σθεναρῆς ἀντίστασης τοῦ Λεόντιου καί τῆς καθολικῆς ἀντίδρασης τοῦ κλήρου καί λαοῦ οἱ Ἄγγλοι δέν κατάφεραν νά ἁλώσουν τότε τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.
Μετά τήν εὐφορία γιά τήν αἴσια ἔκβαση τοῦ ἐθνικοῦ θέματος πού δημιουργήθηκε κατά τή διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, λόγῳ τῆς στάσης τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί τῆς αὐθόρμητης καί μαζικῆς κατάταξης τῶν Ἑλλήνων Κυπρίων στόν Ἀγγλικό στρατό, ὁ Λεόντιος θεώρησε χρέος του νά ζητήσει ἐπίσημα ἀπό τήν ἀποικιοκρατική Δύναμη ἐκπλήρωση τῶν ἐθνικῶν πόθων. Ἔτσι τό 1946 πῆγε στό Λονδῖνο γιά νά ζητήσει τήν ἕνωση τῆς Κύπρου μέ τήν Ἑλλάδα. Συνάντησε ὅμως τήν ἄρνηση τῶν Ἄγγλων καί συνειδητοποίησε πώς ἡ ἐλευθερία δέν ζητιανεύεται ἀλλά κερδίζεται μέ ἀγῶνες.(20) Ἄν ζοῦσε, ἴσως αὐτός νά ἡγεῖτο τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα. Πέθανε ὅμως τό 1947, σέ ἡλικία μόλις 50 ἐτῶν, λίγες μέρες μετά τήν ἐκλογή του ὡς Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου.
Μετά τό Λεόντιο οἱ συγκυρίες ἦσαν τέτοιες πού ὁδήγησαν τήν Μητρόπολη Πάφου σέ μαρασμό. Ὁ Κλεόπας (1948 – 1951) πού διαδέχθηκε τό Λεόντιο σέ ἡλικία 70 ἐτῶν ἦταν ταλαιπωρημένος καί ψυχικά καί σωματικά ἀπό μιά μακροχρόνια διένεξή του μέ τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς Κύκκου, ἀπό τήν ἡγουμενία τῆς ὁποίας εἶχε ἀπομακρυνθεῖ τό 1937. Στό σύντομο διάστημα τῆς ἀρχιερατείας του ἐπεφορτίσθη, ὡς τοποτηρητής τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου, καί μέ τήν ἐκλογή Ἀρχιεπισκόπου.
Ὁ Φώτιος (1951 – 1959) λίγο μετά τήν ἄνοδό του στό θρόνο ἀντιμετώπισε τούς καταστροφικούς σεισμούς τοῦ 1953 μέ τίς μεγάλες ζημιές τόσο στήν πόλη ὅσο καί στήν ἐπαρχία τῆς Πάφου. Τό κτίριο τῆς Μητρόπολης εἶχε ὑποστεῖ τότε ἀρκετές ζημιές καί οἱ ὑπηρεσίες προσφέρονταν γιά ἀρκετό καιρό ἀπό ἀντίσκηνα ποὖ ‘χαν στηθεῖ στόν παρακείμενο κῆπο. Λόγῳ τῶν ἰδιαίτερων συνθηκῶν πού ἐπικράτησαν κατά τή διάρκεια τοῦ ἀγῶνα της Ε.Ο.Κ.Α., ὁ Φώτιος ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τήν Πάφο τό 1956. Τό 1959, μετά τή λήξη τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα, ὑπέβαλε παραίτηση ἀπό τό Μητροπολιτικό Θρόνο.
Ὁ Γεννάδιος (1959 – 1972) ἄνθρωπος κατά γενική ὁμολογία πρᾶος καί ἤρεμος, ἐξελέγη Μητροπολίτης Πάφου σέ ἡλικία 66 ἐτῶν. Προηγουμένως εἶχε διατελέσει Χωρεπίσκοπος Σαλαμῖνος (1948 – 1959), βοηθός τῶν Ἀρχιεπισκόπων Μακαρίου Β΄ και Μακαρίου Γ΄. Ἡ ἀρχιερατεία του στήν Πάφο, πού συνέπεσε μέ τήν ἔναρξη τοῦ ἀνεξάρτητου βίου τῆς Κύπρου, σημαδεύτηκε μέ τήν προώθηση τῆς λειτουργίας τῶν Κατηχητικῶν Σχολείων καί τήν ἐν γένει πνευματική ἀνάπτυξη. Παρόλο πού ἀρχικά ὁ Γεννάδιος ἀναγνώριζε τήν ἀξία τοῦ ἐθνικοῦ ἔργου πού ἐπιτελοῦσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς παραμονῆς του στό πηδάλιο τοῦ ἀγῶνα τῆς Κύπρου, στό τέλος παρασύρθηκε ἀπό τούς γνωστούς κληρικούς καί λαϊκούς κύκλους στή συνωμοσία ἐναντίον τοῦ Ἐθνάρχη καί κατ’ ἐπέκταση τῆς Κύπρου. Ὁ Παφιακός λαός, πρίν ἀκόμα φανοῦν τά ἀποτελέσματα τῆς συνωμοσίας μέ τό πραξικόπημα καί τήν Τουρκική εἰσβολή, ἐκθρόνισε τό Γεννάδιο (Μάρτιος 1972), ὁ ὁποῖος ἀργότερα (Ἰούλιος 1973) καθαιρέθηκε ἀπό τή Μείζονα Σύνοδο. Νέα Μείζων Σύνοδος, πού συνῆλθε στή Λευκωσία τό 1982, ὕστερα ἀπό ἔκφραση μεταμελείας καί ἐκζήτηση συγγνώμης ἐκ μέρους του, ἐπανέφερε τόν Γεννάδιο στό ἀρχιερατικό ἀξίωμα.
Τόν Γεννάδιο διεδέχθη ὁ Χρυσόστομος Α΄ (1973 – 1977) ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε ὡς βοηθός τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου μέ τόν τίτλο τοῦ Χωρεπισκόπου Κωσνταντίας. Ἡ ἔκρυθμη κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε λόγῳ τῆς δράσης τῆς ΕΟΚΑ Β΄ καί ἡ ἐπακολουθήσασα Τουρκική εἰσβολή, ἔστρεψαν τήν προσοχή πρός ἄλλες προτεραιότητες, ἀφήνοντας σέ δεύτερη μοίρα τό πνευματικό ἔργο.
Τόν Χρυσόστομο Α΄, πού ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου σέ διαδοχή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου, διεδέχθη ὁ μέχρι τότε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου, Χρυσόστομος Β΄. Ἡ μακρά ἀρχιερατεία τοῦ Χρυσοστόμου Β΄ (1978 – 2006) ἀπέβη γόνιμος σέ ὅλους τους τομεῖς. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του κτίστηκαν πέραν τῶν 30 ἐνοριακῶν ναῶν στήν πόλη καί τήν ὅλη Μητροπολιτική περιφέρεια Πάφου. Ἀνηγέρθη ἐπίσης καί ἐτέθη σέ λειτουργία τό Νεανικό Κέντρο τῆς Μητροπόλεως Πάφου. Με πρότασή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, τό 1996, ὁ Μητροπολίτης Χρυσόστομος Β΄ ἀνασυνέστησε τήν Ἐπισκοπή Ἀρσινόης μέ τήν ἐκλογή τοῦ γράφοντος ὡς τοῦ πρώτου, στούς τελευταίους αἰῶνες, Ἐπισκόπου Ἀρσινόης. Ἀργότερα, τό 2000, ἔκτισε καί κτίριο στό ὁποῖο στέγασε τίς ὑπηρεσίες τῆς Ἐπισκοπῆς καί Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο. Διοργάνωσε, ἀκόμα, τό 1996, λαμπρούς ἑορτασμούς γιά τήν ἐπέτειο τῶν 1950 ἐτῶν ἀπό τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πάφου (46 – 1996).
Τόν Χρυσόστομο Β΄, ἐκλεγέντα Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου, διεδέχθη, τό 2006, ὁ γράφων.
- J. Holzner «Παῦλος», Μετάφραση Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου, Ἐκδόσεις «Ἡ Δαμασκός», Ἀθῆναι 1967, σελ. 101.
- Ἰ. Χάκκετ – Χ. Παπαϊωάννου «Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου», Τόμος Α΄, Ἐν Ἀθήναις 1923, σελ. 15.
- Ἀ. Παπαγεωργίου «Ἱερά Μητρόπολις Πάφου. Ἱστορία καί Τέχνη», Λευκωσία 1996, σελ. 23.
- Κ. Χατζηψάλτη «Περί τῆς ἐν Πάφῳ Μονῆς τῶν Ἱερέων καί τῶν κατά παράδοσιν ἱδρυτῶν αὐτῆς Ἁγίων Εὐτυχίου καί Νικολάου», Κυπριακαί Σπουδαί, Τόμος ΙΣΤ΄, σελ. 4 – 8.
- Ἰ. Χάκκετ – Χ. Παπαϊωάννου, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 27.
- Κ. Χατζηψάλτη «Περί τῆς Κυπριακῆς Ἐπισκοπῆς Ἀρσινόης κατά τήν Βυζαντινήν περίοδον», εἰς «Βυζαντινά», Τόμος 13ος, Θεσσαλονίκη 1985 («Δώρημα στόν Ἰ. Καραγιαννόπουλο»), σελ. 460 – 464.
- Ἀ. Παπαγεωρργίου, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 24.
- Ἰ. Π. Τσικνοπούλου «Ἡ Ἱερά Μονή Τροοδιτίσσης», Λευκωσία 1954, σελ. 23 κ.ἑ.
- Ἰ. Π. Τσικνοπούλου «Παναγία ἡ Χρυσορρωγιάτισσα», Λευκωσία 1964, σελ. 10.
- Κ. Σάθα «Ἱστορικός Κατάλογος ἀνδρῶν ἐπισήμων», Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ΄, σελ. 135.
- Π. Παπαδημήτρη – Π. Πετρίδη «Ἱστορική Ἐγκυκλοπαίδεια τῆς Κύπρου», Ἐκδόσεις Κ. Ἐπιφανίου, Τόμος 1, σελ. 148.
- Φιλ. Ζαννέτου «Ἱστορία τῆς Νήσου Κύπρου», Α΄ Τόμος, Ἐκδόσεις Ἐπιφανίου 1997, σελ. 1155.
- Λοΐζου Φιλίππου «Τά Ἑλληνικά Γράμματα ἐν Κύπρῳ κατά τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας», Λευκωσία 1930, Τόμος Α΄, σελ. 109.
- Αὐτόθι σελ. 321.
- Αὐτόθι σελ. 324 – 332
- Αὐτόθι σελ. 264 καί 271.
- Αὐτόθι σελ. 268 – 269.
- Αὐτόθι σελ. 205.
- Ἰωάννου Π. Τσικνοπούλου «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Πάφου», Λευκωσία 1971, σελ. 104.
- Αὐτόθι σελ. 106.