Εἶναι γνωστή ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ὁ Τριαδικός Θεός ἐν τῇ ἀνεξνιάστῳ ἁγία βουλή Του δημιούργησε τόν ἄνθρωπο κατ’εἰκόνα Του καί τόν τοποθέτησε στόν «παράδεισο τῆς τρυφῆς», (Γεν.2,15) σέ μιά δυναμική ἐν ἐλευθερίᾳ πορεία γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ καθ’ ὁμοίωσιν. Μέσα στόν «παράδεισο τῆς τρυφῆς» οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν σέ μακαρία κοινωνία μέ τόν δημιουργό Θεό. Ἡ πορεία πρός τό καθ’ ὁμοίωσιν διακόπηκε ἐπειδή οἱ πρωτόπλαστοι ἐνέδοσαν στόν πειρασμό τοῦ διαβόλου καί παρέβηκαν τή ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράβαση καί πτώση σήμανε ἄμεσα τήν διακοπή τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τήν ὑποδούλωση Του στά δεσμά τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στήν προτέρα μακαρία κατάσταση καί τήν λύτρωση του ἀπό τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειες της, πραγματοποίησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς παρθένου σάρκωσή Του. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μέ τό σωτηριώδες ἔργο Του, δηλαδή τή Σταύρωση καί τό θάνατό Του, τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του καί τήν εἰς τούς οὐρανούς Ἀνάληψή Του ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστᾶ, καί τότε, καί σήμερα καί μέχρι τό τέλος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, νά ἀγωνιστεῖ γιά τήν σωτηρία του.
Ἡ Ἐκκλησία, πού ὀνομάζεται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο «σῶμα Χριστοῦ» (Ἐφ. 1,22) μέ μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος κάθε βαπτισμένον στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἄνθρωπο, εἶναι ὁ Θεανθρώπινος ὀργανισμός ἐντός τοῦ ὁποίου ὁ πιστός ἔχει τή δυνατότητα νά ἀγωνιστεῖ γιά νά πετύχει τή σωτηρία του.
Ὁ πνευματικός ἀγῶνας, ὅπως ὀνομάζεται, στόν ὁποῖο ἐπιδίδεται ὁ πιστός ἔχει στόχο τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη καί τόν φωτισμό του ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πού θά τόν ὁδηγήσει στή θέωση-σωτηρία. Ὁ ἀγῶνας αὐτός εἶναι πολύ δύσκολος. Γιά νά πετύχει ὁ πιστός χρειάζεται βοήθεια καί καθοδήγηση. Τό ἔργο τῆς βοήθειας καί καθοδήγησης ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία στούς πνευματικούς πατέρες, τούς κληρικούς.
Οἱ κληρικοί, ἐπίσκοποι, ἱερείς, διακόνοι, πού ἔχουν τήν κλήση ἀπό τόν Θεό καί τήν κλίση γιά τό ἔργο αὐτό ὡς στοιχεῖο τῆς προσωπικότητας τους, ἐπιλέγονται ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά γίνουν οἱ διεκπεραιωτές τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ διά τῆς ἱερουργίας τῶν Μυστηρίων, τῆς διδασκαλίας καί τῆς διαποίμανσης τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ.
Οἱ κληρικοί εἶναι οἱ διάδοχοι τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κάλεσε τούς ἀποστόλους (Ματθ. 4, 18-19) καί τούς ἀνέθεσε τό ἔργο αὐτό (Ματθ. 28, 18-20). Στήν συνέχεια μέ τήν κάθοδο καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πραξ. 2, 1-4) οἱ ἀποστόλοι ἔλαβαν τήν εἰδική χάρη τῆς Ἱερωσύνης γιά νά ἐπιτελέσουν τό ἔργο αὐτό. Μ’αὐτόν τόν τρόπο ὁ Κύριος καθιέρωσε τό Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης.
Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί τίς Ἐπιστολές διαβάζουμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι, μετά τήν εἰς τούς οὐρανούς Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περιήλθαν ὅλη τήν οἰκουμένη κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Στίς κατά τόπους ἐκκλησίες πού ἴδρυαν ἄφηναν διαδόχους καί συνεχιστές τοῦ ἔργου τους. Γιά παράδειγμα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος χειροτόνησε διάδοχό του στήν Κρήτη τόν Τίτο καί στήν Ἔφεσο τόν Τιμόθεο. Διά τῆς Χειροτονίας καί τῆς τέλεσης τοῦ Μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, οἱ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων προσλαμβάνουν τήν εἰδική χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ τήν ὁποία καθίσταται ἰκανοί γιά νά συνεχίσουν τό ἔργο τῶν ἀποστόλων.
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἀποκλειστικό ἰδίωμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος «προσαγορευθείς ὑπό τοῦ Θεοῦ ἀρχιερεύς» (Ἑβρ.5,10) πρόσφερε θυσία γιά τόν λαό τοῦ Θεοῦ ὄχι ζῶα ὅπως οἱ ἀρχιερείς τοῦ Ἰσραήλ ἀλλά τόν Ἑαυτό Του. Μέ τήν Θυσία Του ἔγινε ὁ Σωτῆρας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν Χειροτονία ὁ κληρικός λαμβάνει ὡς χάρη τήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Μέγα προνόμοιο καί ὕψιστη τιμή. Πολλοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν γράψει γιά ἀξία καί τό μέγεθος τῆς ἱερωσύνης καί τοῦ ἱερατικοῦ ἔργου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στούς περίφημους περί Ἱερωσύνης λόγους του γράφει «ἡ ἱερωσύνη ἀσκεῖται μέν ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά ἀνήκει στήν τάξη τῶν ἐπουρανίων ταγμάτων», «ὁ ἱερέας στέκεται στό θυσιαστήριο καί κατεβάζει στή γῆ ὄχι φωτιά, ἀλλά καί τό Ἅγιο Πνεύμα», «οἱ ἱερείς ἔλαβαν τήν ἐξουσία νά ἀσκοῦνται μέ οὐράνιες ὑποθέσεις, κάτι πού δέν παραχωρήθηκε οὔτε στούς ἀγγέλους οὔτε στούς ἀρχαγγέλους» (Περί ἱερωσύνης λόγος Γ΄). Ὁ Ἅγιος ἐνθαπόστολος καί ἱερομάρτυρας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός διάσκει ἐπίσης: «Νά προσέχετε, ἀδελφοί μου, οἱ κοσμικοί νά μή κατηγορῆτε τούς παπᾶδες σας, νά μή τούς παραμελῆτε, διότι βάζετε φωτιά καί καίεσθε· διότι οἱ παπᾶδες εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς Ἀγγέλους. Ἐγώ ἀδελφοί μου, ἡ γνώμη μου ἔτσι μέ λέγει νά κάμω. Ἐάν ἀπαντῶ ἕνα παπᾶ καί ἕνα βασιλέα, μέ φαίνεται εὔλογον τόν παπᾶ νά βάλω νά καθήση ὑψηλότερα ἀπό τόν βασιλέα· καί ἐάν ἀπαντήσω ἕνα παπᾶ καί ἕνα ἄγγελον, πρῶτα θά χαιρετήσω τόν παπᾶ καί ἔπειτα τόν ἄγγελον…» (Διδαχή Ε’)
Ἡ ἱερωσύνη εἶναι μέγα προνόμοιο, εἶναι ὅμως μεγαλύτερη καί φοβερότερη ἡ εὐθύνη τοῦ κληρικοῦ γιά τήν ὀρθή χρήση καί διαχείρηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ προνομοίου. Γι’αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ἔθεσε ἐξ ἀρχῆς αὐστηρές προϋποθέσεις καί ὅρους προκειμένου νά χειροτονήσει κάποιο κληρικό. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στόν μαθητή του ἀπόστολο Τίτο, πού ἤδη τόν εἶχε χειροτονήσει διάδοχό του στήν Κρήτη, προκειμένου καί αὐτός νά ἐπιλέξει καί νά καταστήσει βοηθούς του στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ, καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην, εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα. Δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ, ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν.» (Τιτ.1, 5-9)
Μέ θεμέλειο τήν διδασκαλία τοῦ Θεόπνευστου ἀποστόλου καί γενικά τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων υἱοθέτησε πολλούς κανόνες μέ τούς ὁποίους ρυθμίζονται ὅλα τά θέματα πού ἀφοροῦν τό Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Οἱ ἱερεί κανόνες ὁρίζουν μέ πάσα λεπτομέρεια τά προσόντα τοῦ ὑποψήφιου κληρικοῦ, τήν κατάλληλη ἡλικία γιά τήν χειροτονία καί τά καθήκοντα τῶν κληρικῶν. Καθορίζουν ἐπίσης καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίους κωλύεται κάποιος ἀπό τοῦ νά χειροτονηθεῖ κληρικός καθώς καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίου ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά καθαίρει τήν ἱερωσύνη κάποιου κληρικοῦ πού θά φανεῖ ἀνάξιος τῆς μεγάλης τιμῆς.
Μέ τό Μυστήριο τῆς ἱερωσύνης ὁ χειροτονούμενος λαμβάνει τήν χάρη τῆς ἱερωσύνης τοῦ Κυρίου. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Κυρίου εἶναι μία καί ἀδιάσπαστη. Ἐν τούτοις στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πολύ νωρίς ἀπό τήν περίοδο τῶν ἀποστόλων, παρουσιάζονται τρεῖς βαθμοί ἱερωσύνης. Ὁ ἐπίσκοπος, ὁ πρεσβύτερος καί ὁ διάκονος. Καί οἱ τρεῖς βαθμοί, μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνουν καί ἔχουν τήν ἱερωσύνη τοῦ Κυρίου καί εἶναι κληρικοί. Αὐτό πού διαφοροποιεῖ τήν θέση τους καί τό βαθμό τους εἶναι οὐσιαστικά ὁ βαθμός τῆς προόδους τους στήν πνευματική ζωή δηλαδή τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν θέωση.
Ἔτσι λοιπόν διάκονος χειροτονεῖται αὐτός πού βρίσκεται στό στάδιο τῆς κάθαρσης καί ὡς ἐκ τούτου μόνο νά διακονεῖ μπορεῖ τό ἔργο τῆς σωτηρίας.
Πρεσβύτερος χειροτονεῖται αὐτός πού ἔχει περάσει ἀπό τήν κάθαρση καί ἔφτασε στό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μπορεῖ κατά συνέπεια νά ἐργάζεται καί νά λειτουργεῖ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μέ τήν ἐξ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου τέλεση τῶν μυστηρίων, τήν διδασκαλία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν διαποίμανση τῆς ἐνορίας.
Ἐπίσκοπος χειροτονεῖται αὐτός πού ἀνῆλθε ὅλες τίς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ἔφτασε στή θέωση-σωτηρία. Χειροτονεῖται δηλαδή αὐτός πού ἔφτασε στή θέωση γιά νά ὁδηγήσει μέ βεβαιότητα τό λαό στή θέωση. Ὁ ἐπίσκοπος μέ τήν τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων, τήν διδασκαλία καί αὐθεντική ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελίου καί τήν ποιμαντική του μέριμνα γίνεται ὁ ἀσφαλής καί ἀπλανής ὁδηγός τοῦ πιστοῦ στόν πνευματικό του ἀγῶνα γιά τή ἐν Χριστῷ ζωῇ καί σωτηρία.
Ὁ Κύριος ἐπέλεξε ὡς μαθητές Του καί στήν συνέχεια διά τῆς ἐπιφοίτησεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χειροτόνησε διαδόχους Του ἄνδρες. Παρόλο πού στήν συνοδεῖα Του ὑπῆρχαν πολλές καί ἄξιες γυναίκες ἐντούτοις δέν ἐπέλεξε καμμιά ἀπ’αὐτές γιά τή χειροτονήσει. Οὔτε ἀκόμα καί τήν ἴδια τήν Παναγία Μητέρα Του. Ἡ Ἐκκλησία ἀκολούθησε ἐξ ἀρχῆς πιστά αὐτήν τήν τάξη. Μόνο ἄνδρες χειροτονεῖ κληρικούς. Ὅμως σέ πολλές περιπτώσεις κατά τήν διάρκεια τῆς ἱστορικῆς πορείας της ἡ Ἐκκλησία ἐπέλεξε ἅγιες γυναίκες καί τίς ἀνέδειξε διακόνισσες. Οἱ διακόνισσες δέν εἶχαν τήν εἰδική χάρη τῆς ἱερωσύνης, εἶχαν ὅμως τήν δυνατότητα νά διακονοῦν καί νά βοηθοῦν τούς κληρικούς στό πομαντικό τους ἔργο. Σήμερα, ἐπίσημα, δέν ὑφίσταται ὁ θεσμός τῶν διακονισσῶν. Ἀνεπίσημα ὑπάρχει καί λειτουργεῖ εὐδοκίμως. Διότι τί ἄλλο μποροῦν νά ὀνομαστοῦν παρά διακόνισσες οἱ δεκάδες εὐσεβείς καί φιλόθεες γυναίκες πού ὑπηρετοῦν ἀνιδιοτελῶς στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας; Οἱ κατηχήτριες, οἱ φροντίστριες τῶν Ναῶν, τά μέλη τῶν ἐνοριακῶν ἐπιτροπῶν καί πολλές ἄλλες σέ διάφορες θέσεις μποροῦν κάλλιστα νά χαρακτηριστοῦν σύγχρο-νες διακόνισσες.
Εἶναι, δυστυχῶς, ἀλήθεια καί ζοφερή πραγματικότητα τό γεγονός ὅ,τι στό ὑψηλό ἀξίωμα τοῦ κληρικοῦ δέν χειροτονοῦνται πάντα οἱ ἀξιότεροι. Αὐτό γίνεται ἐπειδή οἱ χειροτονίες γίνονται «ἀπό τῆς τῶν ἀνθρώπων σπουδῆς» (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος) καί ὄχι ἀπό τήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Ἐν τούτοις ἄς μήν ξεχνᾶ ποτέ κανείς τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «ὁ Θεός δέν χειροτονεῖ ὅλους, ἀλλά διά πάντων ἐνεργεῖ». (Περί ἱερωσύνης λόγοι γ’). Γι’αὐτό καί οἱ πιστοί ποτέ δέν πρέπει νά περιπίπτουν στήν ἱεροκατηγορία, ἀλλά ἀντιθέτως πάντοτε νά προσεύχονται καί νά παρακαλοῦν τόν Θεό γιά ὅλους τούς κληρικούς.
Πρωτοπρεσβύτερος π. Παναγιώτης Κώστα