Το μυστήριο της βαπτίσεως
Πρωτ. Μιχαὴλ Βοσκοῦ
Εἴχαμε ἐπισημάνει σὲ προηγούμενό μας ἄρθρο περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προβλήματα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Στὸ συγκεκριμένο ἄρθρο εἴχαμε ἐπεξηγήσει τὴν ἔννοια τοῦ ὅρου “ἐκκοσμίκευση”, μὲ τὸν ὁποῖον δηλώνεται, ὅπως εἴχαμε σημειώσει, ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἀνθρώπων χωρὶς τὸν Θεό. Ἔντονα συμπτώματα ἐκκοσμικεύσεως δὲν παρατηροῦνται ἀσφαλῶς μόνο στὸν θεσμὸ καὶ στὸ μυστήριο τοῦ γάμου, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι στὸ μυστήριο τῆς βαπτίσεως, στὸ ὁποῖο θ’ ἀναφερθοῦμε σ’ αὐτό μας τὸ ἄρθρο.
Τὸ μυστήριο τῆς βαπτίσεως εἶναι τὸ εἰσαγωγικό, ὅπως ὀνομάζεται, μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Δι’ αὐτοῦ γινόμαστε μέλη τοῦ ζῶντος Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἀποκτοῦμε τὴ δυνατότητα νὰ μετέχουμε καὶ στὰ λοιπὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια καὶ κυρίως στὸ μέγα μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στὸ μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Τὸ βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία μας, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου: “ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ” (Ἰω. γ’ 5).
Γιὰ νὰ μᾶς φανερώσει ὁ Κύριος τὴ μεγάλη σημασία τοῦ βαπτίσματος, μᾶς ἔδωσε προσωπικὸ παράδειγμα μὲ τὴ βάπτιση του στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἀπὸ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, παρότι ὁ ἴδιος, ὡς ἀπολύτως ἀναμάρτητος, δὲν εἶχε ἀνάγκη κανενὸς βαπτίσματος. Ὅταν δὲ ἀπευθύνθηκε γιὰ τελευταία φορὰ στοὺς μαθητές Του πρὸ τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναλήψεώς Του, τοὺς εἶπε: “Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος” (Ματθ. κη’ 19). Στὸ βάπτισμα (ἀπὸ ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μυστήρια) ἀναφέρεται ἐπίσης τὸ δέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, στὸ ὁποῖο σημειώνεται: “Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ τονίζεται ἡ μοναδικότητα τοῦ βαπτίσματος (μιὰ φορὰ μόνο βαπτίζεται ὁ ἄνθρωπος), καθὼς καὶ ἡ ἀλήθεια ὅτι διὰ τοῦ βαπτίσματος καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.
Τὸ μυστήριο τῆς βαπτίσεως εἶναι, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, “λουτρὸν παλιγγενεσίας (= νέας γενέσεως, ἀναγεννήσεως) καὶ ἀνακαινώσεως (= ἀνανεώσεως) Πνεύματος Ἁγίου” (Τίτ. γ’ 5). Ὁ βαπτιζόμενος ἀπεκδύεται, ἀποβάλλει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, τὸν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πτώσεως, καὶ ἐνδύεται τὸν Χριστό, μετέχοντας μυστηριακὰ στὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ βάπτισμα γίνεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τρεῖς πλήρεις καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις στὸ καθαγιασμένο νερὸ τῆς κολυμβήθρας εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μετὰ τὸ βάπτισμα, ὡς ἐκ τούτου, ὁ νεοφώτιστος ἀρχίζει μιὰ ἐντελῶς καινούργια ζωή, καθαρὸς ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ στολισμένος μὲ τὰ χαρίσματα καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ λαμβάνει μὲ τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος, τὸ ὁποῖο ἀνέκαθεν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐτελεῖτο μαζὶ μὲ τὸ βάπτισμα.
Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, ποὺ οἱ ἄνθρωποι συνήθως βαπτίζονταν σὲ ὥριμη ἡλικία, τῆς βαπτίσεως προηγεῖτο τριετὴς κατήχηση ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς ἱερεῖς. Μετὰ τὸν 4ο αἰ., ὅμως, ποὺ ἐπεκράτησε ὁ νηπιοβαπτισμός, τὴν εὐθύνη τῆς κατηχήσεως ἔχει μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ ἀνάδοχος μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τοῦ παιδιοῦ καὶ τοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν λοιπὸν τελοῦνται οἱ προβαπτισματικὲς τελετὲς (ἡ λεγομένη “κατήχηση”), ὁ ἀνάδοχος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐκ μέρους τοῦ βαπτιζομένου ἀποτάσσεται τὸν σατανᾶ (ἀρνεῖται δηλαδὴ ὁ,τιδήποτε ἔχει σχέση μὲ τὸν διάβολο καὶ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες), συντάσσεται μὲ τὸν Χριστό, ὁμολογεῖ τὴν ἀληθινὴ πίστη ἀπαγγέλλοντας τρεῖς φορὲς τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως καὶ προσκυνεῖ τὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ λίγα, ποὺ ἀναφέραμε, καταδεικνύεται πόσο μεγάλο καὶ σημαντικὸ μυστήριο εἶναι τὸ μυστήριο τῆς βαπτίσεως καὶ πόσο καταλυτικὴ σημασία ἔχει γιὰ τὴν πορεία μας πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία μας. Κι ὅμως αὐτὸ τὸ μέγα ἐκκλησιαστικὸ μυστήριο ἀπειλεῖται σήμερα, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἀπὸ τὰ σαράκι τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ μεγάλο θέμα. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἔκταση αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου δὲν μᾶς ἐπιτρέπει κάτι τέτοιο, θὰ ἀρκεστοῦμε, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου σὲ κάποιες γενικὲς καὶ τηλεγραφικὲς ἐπισημάνσεις:
– Τὸ μυστήριο τῆς βαπτίσεως ἐκλαμβάνεται ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους περισσότερο ὡς κονωνικὸ καὶ οἰκογενειακὸ γεγονός, παρὰ ὡς γεγονὸς ἐκκλησιαστικὸ καὶ σωτηριολογικό. Πολλοὶ γονεῖς βαπτίζουν τὰ παιδιά τους μᾶλλον γιατὶ ἔτσι ἐπιτάσσει τὸ ἔθιμο ἢ ἡ παράδοση τοῦ τόπου μας, παρὰ γιατὶ τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ὁ κόσμος ἐπίσης συμμετέχει στὸ μυστήριο τῆς βαπτίσεως, ὡς ἐὰν νὰ συμμετέχει σὲ μιὰ κοσμικὴ ἐκδήλωση καὶ ὄχι σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ μυστήριο, κάτι ποὺ εἶναι ἐμφανὲς τόσο ἀπὸ τὸν τρόπο ἐνδυμασίας του ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ὅλη συμπεριφορά του μέσα στὸν ναό.
– Ὁ ρόλος τοῦ ἀναδόχου, πού, ὅπως διαφάνηκε ἀνωτέρω, εἶναι τόσο οὐσιαστικός, κατήντησε στὶς μέρες μας νὰ εἶναι ἐντελῶς τυπικός. Βαπτίζοντας ἕνα παιδάκι ἀποκτοῦμε καινούργιους κουμπάρους, ἐνῶ τὰ καθήκοντά μας ἐξαντλοῦνται, κατὰ τὸ πλεῖστον, στὸ νὰ κάνουμε κάποιες ἐπισκέψεις καὶ νὰ προσφέρουμε κάποια δῶρα στὸ βαπτιστικό μας στὴ διάρκεια τῆς χρονιᾶς. Ὡς ἐκ τούτου, πολλοὶ δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατὶ ἡ Ἐκκλησία μας θέτει ὅρους καὶ προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἀποδεχθεῖ κάποιον ὡς ἀνάδοχο (πρέπει νὰ εἶναι ἀπαραιτήτως ὀρθόδοξος χριστιανός, νὰ εἶναι ἐνήλικας καὶ νὰ μὴν ἔχει ἀρνηθεῖ τὴν πίστη ἢ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως συμβαίνει π.χ. στὴν περίπτωση ποὺ ἔχει τελέσει μόνο πολιτικὸ γάμο καὶ συνειδητὰ ἀρνεῖται νὰ τελέσει γάμο στὴν Ἐκκλησία).
– Τὰ ἐμφώτια ἐνδύματα (= βαπτιστικὰ ροῦχα) πρέπει ἀπαραιτήτως, κατὰ τὴ μακραίωνη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ εἶναι λευκά, κάτι ποὺ φανερώνει τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν καθαρότητα τοῦ νεοφωτίστου. Ὡστόσο στὸ τόσο καίριο αὐτὸ ζήτημα καθορίζουν τὰ δεδομένα στὶς μέρες μας οἱ βιομηχανίες βαπτιστικῶν εἰδῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προωθοῦνται στὴν ἀγορὰ ἕνα σωρὸ χρώματα καὶ ἀποχρώσεις. Εὐτυχῶς ποὺ τὰ τελευταῖα χρόνια βρίσκει κανείς, ἔστω καὶ μὲ δυσκολία, λευκὰ ἐμφώτια ἐνδύματα.
– Ἡ λαμπάδα, ἡ ὁποία συμβολίζει τὸν φωτισμὸ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔλαβε ὁ νεοφώτιστος, κατήντησε παιδικὸ παιχνίδι, ἀφοῦ τοποθετοῦνται πάνω σὲ αὐτὴν κούκλες, ἀρκουδάκια καὶ διάφορὰ ἄλλα ζωάκια, χάνοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἱερότητά της.
– Ἐσχάτως μάλιστα ἐμφανίστηκε καὶ μιὰ νέα συνήθεια, ποὺ εὐτυχῶς λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως τῶν πλείστων ἱερέων δὲν μπόρεσε νὰ καθιερωθεῖ. Πρόκειται γιὰ τὴ συνήθεια νὰ τοποθετεῖται πάνω στὴν κολυμβήθρα στεφάνι μὲ λουλούδια. Ἡ κολυμβήθρα, ὅμως, δὲν εἶναι ἕνα κοσμικὸ ἀντικείμενο, ἀλλὰ ἕνα λειτουργικὸ σκεῦος μὲ βαθειὰ θεολογικὴ σημασία, ἀφοῦ ἐντὸς αὐτῆς ἀναγεννᾶται ὁ ἄνθρωπος στὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή. Ὅσο φαιδρὸ καὶ βλάσφημο θὰ ἦταν νὰ στολίζαμε, ἐπὶ παραδείγματι, μὲ λουλούδια τὸ ἅγιο ποτήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μεταλαμβάνουμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἵμα τοῦ Κυρίου, ἄλλο τόσο φαιδρὸ καὶ βλάσφημο εἶναι καὶ τὸ νὰ στολίζουμε μὲ λουλούδια τὴν κολυμβήθρα.
– Ὁ βαπτιστικὸς σταυρὸς δὲν εἶναι ἕνα κόσμημα, ποὺ στολίζει ἁπλῶς τὸ στῆθος μας, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἰσόβιο σύμβολο τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητος. Πρέπει, κατὰ ταῦτα, ἀπαραιτήτως νὰ εἶναι εἰς τύπον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, νὰ εἶναι ἀληθινὸς σταυρὸς καὶ ὄχι ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὅπως ἐνίοτε συμβαίνει τὰ τελευταῖα χρόνια.
Ὁ μόνος τρόπος ν’ ἀναχαιτίσουμε αὐτὴν τὴ λαίλαπα τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι ἡ συνειδητὴ προσπάθεια νὰ ξαναβαπτιστοῦμε στὰ νάματα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας. Στὴν περίπτωση δὲ τοῦ μυστηρίου τῆς βαπτίσεως νὰ ξαναδοῦμε τὸ ὅλο θέμα στὴν ἀληθινή του διάσταση. Ὅταν κανεὶς συνειδητοποιεῖ τί πραγματικὰ σημαίνει βάπτιση, τότε ὅλα ὅσα ἀναφέραμε πιὸ πάνω καθίστανται αὐτονόητα.
(Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ “Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ”, τεῦχος 68 (2012), σ. 8-9)
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 31/05/2015