Θεία Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης στον ι.ν. Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Τρυπιώτη) στη Λευκωσία
Στον ιστορικό Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Τρυπιώτη) στην εντός των τειχών Λευκωσία, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος.
Η επιλογή του συγκεκριμένου Ιερού Ναού για την τέλεση της μεστής θεολογικών νοημάτων Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου επ’ ευκαιρίᾳ της εορτής της παραδόσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας του Κυρίου προς τους μαθητές Του, δεν είναι τυχαία, αφού 55 χρόνια προηγουμένως, σε αυτό τον Ιερό ναό, έλαβε χώρα η εις διάκονον χειροτονία του Προκαθημένου της Εκκλησίας Κύπρου από τον μακαριστό Χωρεπίσκοπο Τριμυθούντος (μετέπειτα Μητροπολίτη Νικαίας) κυρό Γεώργιο Παυλίδη.
Στο Αρχιερατικό Συλλείτουργο έλαβαν μέρος επίσης ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αποστόλου Βαρνάβα Αρχιμ. Ιωάννης Ιωάννου, ο Διευθυντής της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας Κύπρου Πρωτοπ. Κυπριανός Κουντούρης και λοιποί κληρικοί της Λευκωσίας.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο Μακαριώτατος απευθυνόμενος προς το εκκλησίασμα επικεντρώθηκε στα δύο βασικά γεγονότα που χαρακτηρίζουν τις ιερές ακολουθίες της Αγίας και Μεγάλης Πέμπτης: τον Μυστικό Δείπνο του Κυρίου Ιησού Χριστού με τους μαθητές Του και την προδοσία του Ιούδα. Ο Μυστικός Δείπνος είναι η εσχατολογική αποκάλυψη της σωτηριώδους αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, της αγάπης που είναι η καρδιά της σωτηρίας.
Για να καταλάβουμε το νόημα του μυστικού Δείπνου θα πρέπει να τον δούμε σαν τέλος της μεγαλειώδους ενέργειας της Θείας Αγάπης, η οποία άρχισε με τη δημιουργία του κόσμου και τώρα ολοκληρώνεται με το Θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού.
Με την αμαρτία όμως ο άνθρωπος αγάπησε τον εαυτό του για τον εαυτό του και τον κόσμο για τον κόσμο. Έκανε τον εαυτό του και τον κόσμο αυτοσκοπό. Αγάπησε τόσο τον εαυτό του ώστε τον έκανε το κέντρο, το περιεχόμενο και το τέλος της ύπαρξης του. Αν και ο άνθρωπος πρόδωσε, ο Θεός όμως έμεινε πιστός στον άνθρωπο, δεν έστριψε τα νώτα του. «Οὐ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος, ὃ ἐποίησας Ἀγαθέ, οὐδέ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διὰ σπλάχνα ἐλέους σου». (Ευχή από τη Θεία Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου).
Αλλά αυτή η ώρα της έσχατης Αγάπης είναι επίσης και η ώρα της έσχατης προδοσίας. Ο Ιούδας εγκαταλείπει το φως που πλημμύριζε το «Μέγα Ἀνώγαιον» και μπαίνει στο σκοτάδι. «Λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ νύξ» (Ἰω. 13, 30). Γιατί έφυγε; Διότι αγαπούσε, απαντάει το Ευαγγέλιο. Και αυτή η μοιραία αγάπη τονίζεται επαναληπτικά στους ύμνους της Μεγάλης Πέμπτης. «Ὁ τρόπος σου δολιότητος γέμει, παράνομε Ἰούδα· νοσῶν γὰρ φιλαργυρίαν, ἐκέρδησας μισανθρωπίαν · εἰ γὰρ πλοῦτον ἠγάπας, τί τῷ περὶ πτώχειας διδάσκοντι ἐφοίτας; Εἰ δὲ καὶ ἐφίλεις, ἵνα τί ἐπώλεις τὸν ἀτίμητον;…». Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι αντικείμενο της αγάπης του Ιούδα ήταν ο «χρυσός». Ο χρυσός, το χρήμα εδώ αντιπροσωπεύει όλες τις διεστραμμένες και καταστρεπτικές αγάπες που οδηγούν τον άνθρωπο στην άρνηση του Θεού. Είναι, στην πραγματικότητα αγάπη κλεμμένη από τον Θεό και ακριβώς γι’ αυτό ο Ιούδας είναι ο κλέπτης. Και όταν κάποιος δεν αγαπάει τον Θεό και γενικά η αγάπη του δεν προέρχεται από τον Θεό, ακόμα και τότε ο άνθρωπος αγαπάει και επιθυμεί – γιατί είναι δημιουργημένος ν’ αγαπάει και η αγάπη είναι η φύση του – αλλά ένα σκοτεινό και αυτοκαταστροφικό πάθος που τον οδηγεί στο θάνατο.
Ιεροδ. Τριφύλλιο Ονησιφόρου
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου