Ηγούμενος Ιωάννης: «Άσωτοι μπορεί να είναι και παιδιά θρησκευομένων ή πλουσίων οικογενειών όχι μόνο παιδιά τής φτωχογειτονιάς»
Για ακόμη μιά φορά στο επί δεκαετίες κατεχόμενο μοναστήρι τού Αποστόλου Βαρνάβα στη Σαλαμίνα Αμμοχώστου αντήχησαν οι κατανυκτικές μελωδίες τού Τριωδίου, αφού και σήμερα Κυριακή 16η Φεβρουαρίου 2020, τελέστηκε Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος τού Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Νιτρίας κ. Νικοδήμου, εξάρχου τού Πατριαρχείου Αλεξανδρείας στην Κύπρο και συλλειτουργούντος τού Καθηγουμένου τής Μονής Αρχιμ. κ. Ιωάννου και άλλων κληρικών.
Η διακονία τού θείου λόγου ανετέθη στον Ηγούμενο Ιωάννη, ο οποίος με ιδιαίτερη έμφαση ερμήνευσε τη λανθασμένη στάση τού μεγάλου αδελφού τής παραβολής τού Ασώτου.
«Στην παραβολή μας δεν αποσιωπάται μια σκληρή πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο άσωτος υιός δεν ήταν το παιδί κάποιας διαλυμένης οικογένειας ή οικογένειας χαμηλής οικονομικής και κοινωνικής τάξης. Ήταν γόνος ενός εύπορου πατέρα με ικανή περιουσία και πολλούς εργάτες στη διάθεσή του.
Οι άσωτοι δεν είναι πάντοτε περιθωριακά παιδιά ή αλήτες τής γειτονιάς. Μπορεί να είναι και γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών ή παιδιά θρησκευομένων και «ενάρετων» γονέων. Όπως συμβαίνει με την περίπτωση του ασώτου της παραβολής. Θα ήταν υποκρισία εάν πιστεύουμε το αντίθετο. Η κοινωνία μας ιδιαίτερα κραυγάζει για τις περιπτώσεις αυτές. Η ασωτία είναι σήμερα φαινόμενο μάλλον της υψηλής κοινωνίας, παρά των χαμηλών στρωμάτων, που τα παιδιά αυτά εργάζονται σκληρά για την επιβίωσή τους.
Κάθε φορά όμως, αδελφοί μου, που ακούω την παραβολή αυτή, το μυαλό μου μένει στον μεγάλο αδελφό, σ’ αυτόν τον τύπο του ανθρώπου, γιατί αισθάνομαι ότι εμείς οι «θρήσκοι» μοιάζουμε μ᾽ αυτόν οι περισσότεροι. Κινδυνεύουμε από το σύνδρομο αυτού του ανθρώπου. Είναι ένας μεγάλος κίνδυνος, που παραμονεύει όλους μας. Πράγματι, αν κανείς θέλει να λυπηθεί κάποιον σ’ αυτή την ιστορία, αναπόφευκτα και άξιος πολλών δακρύων είναι ο άλλος υιός, ο μεγάλος αδελφός. Είναι άξιος δακρύων, γιατί τελικά αυτός δεν έζησε πραγματικά μαζί με τον πατέρα, δεν κοινώνησε με τον πατέρα, ούτε χάρηκε, ούτε κατάλαβε τον πατέρα του.
Γιατί το παθαίνουμε αυτό; Γιατί παθαίνουμε ό,τι έπαθε και ο μεγάλος υιός. Μας μπαίνει η ιδέα ότι «ἰδού τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον». Εγώ είμαι τόσα χρόνια δούλος του Θεού, ποτέ δεν παράκουσα μία εντολή. Αυτή η ικανοποίηση του εαυτού μας ότι κάνουμε πράγματα τα οποία είναι ευάρεστα στον Θεό, αυτή η πεποίθηση ότι τηρούμε τις εντολές του Θεού, και πράγματι τις κάνουμε όπως το παιδί της παραβολής, που ήταν τόσα χρόνια στη δούλεψη του πατέρα του, αυτή η πεποίθηση είναι και η αιτία να έχουμε μία εικόνα του εαυτού μας εντελώς λανθασμένη. Όταν θα έρθει η ώρα που θα φανεί τι έχουμε μέσα στην ψυχή μας, τότε βγαίνει προς τα έξω ένας εαυτός και ένας άνθρωπος τελείως παράξενος, αλλότριος του Θεού, μάλιστα μ’ ένα πρόσχημα δικαιοσύνης, όπως είχε αυτός ο μεγάλος υιός.
Αυτή είναι η τραγωδία του ανθρώπου αυτού, αλλά και η τραγωδία που πολλές φορές κυριεύει κι εμάς, τους «σωστούς και ευσεβείς» χριστιανούς . Επειδή δεν κάνουμε και μεγάλα κακά ή τα κάνουμε κρυφά ή τα δικαιολογούμε κιόλας και δεν βιώνουμε αυτή την κατάσταση και δεν την καταλαβαίνουμε. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε όπως είναι ο Θεός, γιατί δεν βιώσαμε ποτέ την πραγματικότητα του Θεού μέσα στην καρδιά μας, αφού ποτέ δεν τον μάθαμε. Εγώ λυπάμαι πολλές φορές και πρώτα τον εαυτό μου, όταν βλέπω και ακούω ανθρώπους της Εκκλησίας, που εκφράζονται απαξιωτικά για άνθρωπο αμαρτωλό, πλανεμένο, άσωτο, κακοποιό. «Μην τον συναναστρέφεσαι, μην του μιλάς, γιατί είναι χαμένος».
Ένας άνθρωπος του Θεού δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις. Το Ευαγγέλιο δεν μας διδάσκει να βλέπουμε τους άλλους υποτιμητικά. Πώς μπορούμε να λειτουργήσουμε με αυτό τον τρόπο; Σημαίνει ότι δεν καταλάβαμε ποτέ μας τι σημαίνει Ευαγγέλιο, Θεός. Δεν καταλάβαμε ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι καί ὁ ἔχων τήν ἀγάπη ἐν τῷ Θεῷ μένει». Δεν μπορεί να λειτουργήσουμε διαφορετικά, δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Κριτήριο της παρουσίας του Θεού είναι το να αγαπήσεις τον αδελφό σου. Αυτή είναι η κρίση του Θεού. Όλα όσα κάνουμε μέσα στην Εκκλησία πρέπει να καταλήγουν στην αγάπη, και η νηστεία, και η προσευχή και οι μετάνοιες. Αν δεν καταλήγουν εκεί στην αγάπη και όλα τρέφουν τον εγωισμό και την αυτοπεποίθησή μας, τότε αντί οι αρετές να γίνονται χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, γίνονται λέπια που όσο περνά ο καιρός σκληραίνουν και δεν μας αφήνουν να γνωρίσουμε τον Θεό».
Αρχιμ. Τριφύλλιος Ονησιφόρου
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου