Εορτασμοί επετείου 1ης Απριλίου για την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα

Εορτασμοί επετείου 1ης Απριλίου για την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα

Η 1η Απριλίου για τους Έλληνες και όχι μόνο τής Κύπρου αποτελεί μία ιδιαίτερη ημέρα, αφού κατά την ημέρα αυτή κηρύχθηκε η έναρξη τού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, 66 χρόνια προηγουμένως, για την απελευθέρωση του νησιού από τους Άγγλους αποικιοκράτες και την ένωσή του με τη Μητέρα Ελλάδα.

Έθος αποτελεί η κατ’ αυτήν την ημέρα προσέλευση αγήματος του στρατού στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και η έπαρση της ελληνικής και κυπριακής σημαίας κατά την 7η πρωινή ώρα και η υποστολή της το εσπέρας της ιδίας μέρας.

Επίσης, κατ’ αυτήν την ημέρα τελείται επίσημη δοξολογία, η οποία και φέτος εψάλη στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγ. Ιωάννου τού Θεολόγου στην εντός των τειχών Λευκωσία, με την παρουσία του Προέδρου τής Δημοκρατίας κ. Νίκου Αναστασιάδη και χοροστατούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου. Παρόντες ήταν επίσης οι Υπουργοί Παιδείας κ. Πρόδρομος Προδρόμου, Δικαιοσύνης κ. Έμιλυ Γιολίτη και Αμύνης κ. Χαράλαμπος Πετρίδης, ο Πρέσβης τής Ελλάδος στην Κύπρο κ. Θεοχάρης Λαλάκος, οι Αρχηγοί τής Αστυνομίας, Εθνικής Φρουράς και ΕΛ.ΔΥ.Κ., αγωνιστές τού Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τής Ε.Ο.Κ.Α., κλήρος καθώς και λοιποί πολιτειακοί παράγοντες. Τον Πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο Ιστορικός και Καθηγητής τού Πανεπιστήμιου κ. Πέτρος Παπαπολυβίου.

Μετά το πέρας της Δοξολογίας, τελέσθηκε τρισάγιο από τον Επίσκοπο Μεσαορίας κ. Γρηγόριο και έγινε κατάθεση στεφάνων στα Φυλακισμένα Μνήματα, τον τόπο του φρικτού μαρτυρίου των νέων αδελφών μας, οι οποίοι έμειναν ανυποχώρητοι στις προκλήσεις των Βρετανών και ομολόγησαν με παρρησία τα ελληνορθόδοξα ιδανικά των Ελλήνων της Κύπρου.

Ελληνικότητα και Ορθοδοξία, ένα άρρηκτο δίδυμο, που διαφυλάττει μέχρι τις μέρες μας τον κυπριακό λαό όρθιο απέναντι στους αλλεπάλληλους κατακτητές της νήσου μας.

Αμέτρητοι οι πεσόντες υπέρ πίστεως και πατρίδος, οι οποίοι κοσμούν το πάνθεον των ηρώων και μέχρι σήμερα αποτελούν πρότυπο θάρρους, ομολογίας και αντίστασης στους ξένους κατακτητές του πολύπαθου νησιού μας. Γρηγόρης Αυξεντίου, Ευαγόρας Παλληκαρίδης, Μάρκος Δράκος, Ιάκωβος Πατάτσος, Στυλιανός Λένας, Μιχαλάκης Καραολής και πλήθος άλλων συναπαρτίζουν την ηρωικώς πεσούσα χορεία των εθνομαρτύρων μας. Άλλοι απαγχονίστηκαν, άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι πυρπολήθηκαν, άλλοι σφαγιάστηκαν, όλοι όμως υπέρ πίστεως και πατρίδος.

Η Εκκλησία Κύπρου, η οποία πρωτοστάτησε και στον επικό εκείνο Αγώνα, επιθυμεί και τώρα σαν φιλόστοργη Μητέρα να εκπληρώσει το χρέος της απέναντι στον πονεμένο λαό μας. Γνωρίζει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία είναι η ομοθυμία τού λαού μας. Γι’ αυτό   με βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ημικατεχόμενη πατρίδα μας,  απευθύνει πάντοτε  θερμότατη έκκληση προς την ηγεσία και τον λαό μας για  μια πραγματική πολιτική ενότητα, καρπός τής οποίας να είναι μια ενιαία και  αγωνιστική στοχοθεσία, ως προς το εθνικό μας θέμα.

Μόνο με αυτή την ενότητα τού πνεύματος και των στόχων δικαιούμαστε να ελπίζουμε ότι θα σώσουμε την πατρίδα μας και θα επιτύχουμε μία, κατά το δυνατό, δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση τού εθνικού μας προβλήματος.

Αυτό είναι το χρέος που έχουμε σήμερα απέναντι σ’ όλους εκείνους  οι οποίοι το 1821 και το 1955, με πνεύμα ηρωικό, θυσιάστηκαν με όραμα την ελευθερία  τής Πατρίδας μας. 

Εκ του Αρχιεπισκοπικού Γραφείου

 

Πανηγυρικός της ημέρας 

Μακαριώτατε,

Εξοχώτατε κύριε πρόεδρε της Κυπριακής Δημοκρατίας

Αρχηγοί και εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών κομμάτων,

Εξοχώτατε κύριε πρέσβη της Ελλάδας

 

Νιώθω ιδιαίτερη τιμή αλλά και το βάρος της ευθύνης που μου αναλογεί για την επιλογή μου ως ομιλητή στη σημερινή δοξολογία, σε μια πανηγυρική χρονιά, κατά την οποία ο Ελληνισμός εορτάζει τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Παρά την πανδημία, η συγκεκριμένη επετειακή συγκυρία είναι μια ξεχωριστή ευκαιρία συλλογικής και εθνικής ανάτασης για τον αγώνα της Παλιγγενεσίας και τα αποτελέσματά του αλλά, ταυτόχρονα, απολογισμού και επαναξιολόγησης για την ιστορική πορεία του Ελληνισμού από το 1821 ή από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1830.

Και ακριβώς η σημερινή επέτειος, της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, την Πρωταπριλιά του 1955, συνδέεται άμεσα με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, παρότι τις χωρίζει απόσταση 134 ετών. Το 1821 οδήγησε, μέσα από συλλογικές και ατομικές πράξεις αυταπάρνησης, θυσιών και ηρωισμού, αλλά και αντιπαραθέσεις και εσωτερικές συγκρούσεις που έφτασαν πολλές φορές και στην ακραία εμφύλια ρήξη, στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Τα όρια της Νέας Ελλάδος δεν χαράχθηκαν τελικώς «υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου», όπως αξίωνε ο Ιωάννης Καποδίστριας τον Οκτώβριο του 1827, όμως αποτέλεσαν το θεμέλιο για τις νέες μεγάλες προσδοκίες των πληθυσμών της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου: τόσο των Ελλήνων, για ένταξη στο νεοσύστατο κράτος (βασίλειο από το 1832), όσο και των υπόλοιπων υπόδουλων λαών για ανεξαρτησία και αποτίναξη της οθωμανικής δεσποτείας. Από αυτή την άποψη, η σάλπιγγα της ελευθερίας, που ακούστηκε στις ελληνικές χώρες και στη Μολδοβλαχία την Άνοιξη του 1821, υπήρξε ο  κινητήριος μοχλός της προόδου και της κατάκτησης των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των κολασμένων και καταπιεσμένων ραγιάδων: της ισότητας, της δικαιοσύνης και της εθνικής ανεξαρτησίας.

Την 1η Απριλίου 1955 εκδηλώθηκε η σημαντικότερη προσπάθεια για την απελευθέρωση της αγγλοκρατούμενης Κύπρου. Ο ένοπλος αγώνας εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας, με όσες δυσκολίες έκρυβε το παράτολμο του εγχειρήματος, φαινόταν ως η μόνη διέξοδος για να πιεστεί και να πειστεί η αποικιακή υπερδύναμη να παραχωρήσει στους Έλληνες Κύπριους την ελευθερία τους. Από το 1878, όταν οι Βρετανοί κατέλαβαν το νησί, το κυπριακό πολιτικό αίτημα, η ένωση του νησιού με την Ελλάδα, είχε εκφραστεί με πολλούς τρόπους, μαζικούς, ειρηνικούς και παλλαϊκούς: Με θορυβώδεις διαδηλώσεις και συλλαλητήρια, την αποστολή εκατοντάδων ενωτικών υπομνημάτων και ψηφισμάτων στα βρετανικά Υπουργεία, την αποστολή «Πρεσβειών» στο Λονδίνο, τη συμμετοχή χιλιάδων Κυπρίων εθελοντών  στον ελληνικό στρατό σε περιόδους πολεμικής έντασης, και τέλος με την Οκτωβριανή εξέγερση του 1931, ένα ανοργάνωτο λαϊκό κίνημα που καταπνίγηκε εύκολα από τους Βρετανούς και οδήγησε στην επιβολή μιας πολυετούς στυγνής δικτατορικής διακυβέρνησης. Η Παλμεροκρατία κατήργησε όλες τις συνταγματικές ελευθερίες του κυπριακού λαού, εξόρισε, φυλάκισε και εκτόπισε εκατοντάδες Κυπρίους, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, έθεσε υπό ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο την Παιδεία του τόπου, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων Κυπρίων, δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην κυπριακή εκκλησία την οποία άφησε με έναν μόλις μητροπολίτη για 14 χρόνια και αυτόν υπό συνεχή αστυνομικό και δικαστικό διωγμό.

Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ήταν ο καταλύτης για όσα ακολούθησαν στην Κύπρο, πέρα από την πανηγυρική κατάρρευση της Παλμεροκρατίας, καθώς επικράτησε η – αφελής όπως αποδείχθηκε – αντίληψη, ότι οι Βρετανοί θα παραχωρούσαν το νησί στην Ελλάδα ως αναγνώριση των θυσιών της χώρας, πιστής συμμάχου των νικητών του πολέμου. Η ίδρυση του ΟΗΕ, και η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου αναπτέρωναν αυτές τις ελπίδες, αν και η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην μεταπελευθερωτική και μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν επέτρεπε στις ελληνικές κυβερνήσεις να τολμήσουν να θέσουν στους Βρετανούς την αξίωση για την παραχώρηση της Κύπρου.

Τον Ιανουάριο του 1950, λίγους μήνες μετά το τέλος του Εμφυλίου στην Ελλάδα,  ο ελληνικός κυπριακός λαός σε μια πρωτοφανή εκδήλωση λαϊκής συνοχής πήρε μέρος μαζικά στο Ενωτικό Δημοψήφισμα που οργάνωσε η Εκκλησία με τη συμμετοχή και της κυπριακής Αριστεράς, η οποία ουσιαστικά το είχε προκαλέσει, κερδίζοντας μια ηθική νίκη, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αντίκρυσμα, όπου καταγράφηκε με δημοκρατικό τρόπο η καθολική αξίωση για ένωση με την Ελλάδα. Η τελευταία πράξη της διεθνοποίησης του Κυπριακού ήταν η πρώτη ελληνική προσφυγή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ του 1954, της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Παπάγου, μετά από δισταγμούς και αμφιβολίες. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα και η βρετανική αδιαλλαξία παρέμενε προκλητική, όπως είχε δείξει το «Ουδέποτε»  του Χόπκινσον στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, τον Ιούλιο του 1954.

Η ίδρυση της ΕΟΚΑ υπήρξε, επομένως, η φυσιολογική κατάληξη αυτής της πορείας. Ο κυπριακός λαός και κυρίως η νεολαία αγκάλιασε την εμφάνιση της οργάνωσης. Τα αιτήματα του αγώνα δεν μπορούσαν να αφήσουν κανένα ασυγκίνητο. Έγραφε η πρώτη προκήρυξη της ΕΟΚΑ, με την υπογραφή του αρχηγού της «Διγενή», του απόστρατου συνταγματάρχη Γεώργιου Γρίβα, δικαιολογώντας τον ένοπλο αγώνα: «Είναι καιρός να δείξωμεν εις τον κόσμον, ότι εάν η διεθνής διπλωματία είναι άδικος και εν πολλοίς άνανδρος, η κυπριακή ψυχή είναι γενναία· εάν οι δυνάσται μας δεν θέλουν να αποδώσουν την λευτεριά μας, μπορούμεν να την διεκδικήσωμεν με τα ίδια μας τα χέρια και με το αίμα μας.»

Το βασικό όπλο των αγωνιστών της ΕΟΚΑ ήταν ο πόθος ελευθερίας, ο ιδεαλισμός, η διάθεση της αυτοθυσίας για το συλλογικό καλό, το κοινό εθνικό όνειρο για ένα λεύτερο αύριο, η ελπίδα για να αλλάξει η μοίρα του τόπου. Αξίες πιθανόν ακατανόητες, πιθανόν παλιομοδίτικες για την εποχή της παγκοσμιοποιημένης αλλοτρίωσης που βιώνουμε ως ανθρωπότητα σήμερα: Όταν ο κυβερνήτης Χάρντιγκ πρότεινε στον Κυριάκο Μάτση, ένα αστρονομικό χρηματικό ποσό για να συνθηκολογήσει και να προδώσει τα ιδανικά του έλαβε την πληρωμένη απάντηση «περί χρημάτων και περί αρετής». Ήταν η ίδια δύναμη και αρετή που όπλισε τον Γρηγόρη Αυξεντίου, απόφοιτο επίσης του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, να πολεμήσει για ώρες μόνος του τη Βρετανική Αυτοκρατορία και να μετατραπεί σε ολοκαύτωμα για να μην παραδοθεί ζωντανός.

Ένας από τους τελευταίους και νεότερους ήρωες της ΕΟΚΑ ήταν ο δεκαεννιάχρονος Παναγιώτης Τουμάζος, παιδί υπερπολύτεκνης οικογένειας από την Αμμόχωστο, που σκοτώθηκε αντάρτης στο βουνό, τον Οκτώβριο του 1958. Στα κείμενά του διασώθηκε και μια εορταστική ομιλία, για τις 25 Μαρτίου 1958, που εκφώνησε σε θρησκευτικό σύλλογο στο Κάτω Βαρώσι. Διαβάζω δυο παραγράφους:

«Η επαφή μας με το 21 δεν έπαυσε και οι επικοί αυτοί αγώνες της 25ης Μαρτίου συνεχίζονται στο αιματοβαμμένο νησί μας από ισαξίους του 21 αγωνιστάς και πιστούς λάτρας της θεάς Ελευθερίας. Γιατί η Κύπρος παιδί κι αυτή της Ελλάδος δεν μπορούσε παρά να θέση υπεράνω όλων την εθνικήν επιταγήν της Ενώσεως μετά της μητρός της. Οι ήρωές μας που βάψανε με το αίμα τους το Νησί μας απέδειξαν με την έμπρακτη θυσία τους ότι η παράδοσις του 21 συνεχίζεται και εξακολουθεί να αποτελή την εθνικήν επιταγή της φυλής μας.

 Η ώρα πλησιάζει που θ’ ανατείλη και στην Κύπρο μας ο ήλιος της Δικαιοσύνης και της Ελευθερίας, και τότε όλοι μαζί με επικεφαλής τον μόνον άξιον πηδαλιούχον του εθνικού μας αγώνος νέον Παλαιών Πατρών Γερμανόν, Αρχιεπίσκοπον και Εθνάρχην μας Μακάριον, και όλους τους γενναίους του συναγωνιστάς θα τραγουδήσουμεν ελεύθεροι, το «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!»

Τα πιο πάνω χαρακτήριζαν το πνεύμα και το ήθος του αγώνα του 1955-1959 και των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Της τελευταίας επανάστασης της νεοελληνικής ιστορίας, που ολοκλήρωσε τον κύκλο των αλυτρωτικών οραμάτων που είχαν γεννηθεί με την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους, το 1830. Μια τετραετής επανάσταση στην οποία οφείλουμε την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανεξαρτησία της χώρας μας από τον αποικιακό ζυγό. Μια επανάσταση η οποία δεν θα γινόταν ποτέ εάν η αποικιοκρατία, η χειρότερη μορφή ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία είχε παραχωρήσει το πανανθρώπινο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στους Κυπρίους, σε έναν λαό που τον κράτησε υπόδουλο για 82 χρόνια και ποιος ξέρει για πόσα άλλα χρόνια θα συνέχιζε να τον κρατά υπόδουλο εάν γινόταν ο αγώνας της ΕΟΚΑ. Μια επανάσταση, την οποία οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε μεν με κριτική διάθεση όπως κάθε μεγάλο ιστορικό γεγονός που σημάδεψε την ιστορία της Κύπρου, αλλά και με τον απαραίτητο σεβασμό. Ως τον κορυφαίο απελευθερωτικό αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού στη νεότερη του ιστορία. Μια επανάσταση που αξίζει να την κρατήσουμε έξω από τις στείρες κομματικές και μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις στην ημικατεχόμενη μας πατρίδα. Γιατί η ιστορία οφείλει να διδάσκει και όχι να διχάζει. Και να αντλούμε δύναμη, αγωνιστικότητα και απαντοχή, με το όραμα της ελεύθερης και επανενωμένης πατρίδας, μιας κοινής πατρίδας για όλους τους κατοίκους της, χωρίς εγγυήσεις, κατοχικά στρατεύματα και εποίκους.

Πέτρος Παπαπολυβίου, Ιστορικός και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου

 

Print Friendly, PDF & Email

Share this post