Μακάριος: Διαχρονικό Σύμβολο Αγώνα

Μακάριος: Διαχρονικό Σύμβολο Αγώνα

 

                                                          του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου

                                                                                           Πάφος, 3/08/2015

          Τριανταοκτώ χρόνια μετά τον θάνατο τού Εθνάρχη Μακαρίου, εχθροί και φίλοι τον αναζητούν. Στη συντριπτική πλειοψηφία του ο Κυπριακός λαός στρέφει καθημερινά τη σκέψη του σ’Αυτόν με οδύνη και μετρά τη μεγάλη απώλεια. Όσοι συνεργάστηκαν τίμια και ειλικρινά μαζί του συνειδητοποιούν, πως με τον θάνατό του έχασαν και το δείγμα της αυθεντικότητας. Ακόμα και άνθρωποι, που, όσο ζούσε, συνεχώς τον υπέσκαπταν, σήμερα επικαλούνται τις υποθήκες του. Άλλοι, που διέπρεψαν ως απλοί εκ του μακρόθεν θεατές των αγώνων και του δράματός του, παρουσιάζονται ως στυλοβάτες του έργου του. Και μερικοί, που αποτελούν μια μικρή, ελάχιστη μειοψηφία, σε μια προσπάθεια να απαλλαγούν από τις τύψεις και τις ερινύες για την καταστροφή που προκάλεσαν, προσπαθούν να του βρουν σφάλματα, να του αποδώσουν ευθύνες. Επαληθεύεται έτσι η μεγαλοσύνη του και καταδεικνύεται έμπρακτα, πως όσο περνά ο καιρός, τόσο και γίνεται πιο αισθητή η απουσία του από κοντά μας.

Βρήκαν στο πρόσωπό του πλήρη εφαρμογή τα λόγια, που λέχθηκαν στη Βουλή των Ελλήνων για τον θάνατο ενός άλλου μεγάλου, του Ελευθερίου Βενιζέλου: «Σπανίως, από καιρού εις καιρόν εμφανίζονται εν τη Ιστορία ισχυροί άνδρες ως ισχυρά μετέωρα, εις άλλους εμπνέοντα τον σεβασμόν και εις άλλους το δέος. Πάς τις, αν δεν είναι ενθουσιώδης φίλος των, θα είναι άσπονδος εχθρός των. Ο περί αυτούς αγών δεν σταματά προ του θανάτου. Συνεχίζεται περί τον νεκρόν των, περί την σκιάν των, περί την μνήμην των».

Ήταν ομολογουμένως ο Εθνάρχης Μακάριος ξεχωριστή προσωπικότητα. Από τους ανθρώπους που εμφανίζονται σπάνια στο προσκήνιο της Ιστορίας για να χαράξουν τις τροχιές, πάνω στις οποίες θα κινηθούν τα έθνη και οι λαοί. Η Κύπρος τον εγκυμονούσε για αιώνες πολλούς, από τον καιρό του Ευαγόρα. Κι ήταν πράγματι το οριστικό δείγμα του Ηγέτη. Όχι μόνο για το νησί, μα και παγκόσμια. Ήταν χαρισματικός άνθρωπος˙ άνθρωπος με αρετή, όπως νοηματοδότησε τον όρο η Ελληνική φιλοσοφία. Είχε, κατά τον Πλάτωνα, αρμονία των δυνάμεων της ψυχής. Παρουσίαζε, κατά τον Αριστοτέλη, τη μεσότητα μεταξύ υπερβολής καί ελλείψεως. Εμφάνιζε, κατά τους Στωικούς, συμφωνία της ζωής με «την διήκουσαν τα πάντα δύναμιν του λόγου».

Προνομιούχοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του. Ευτυχείς, όμως, και όσοι ζήσαμε στην εποχή του, μεγαλώσαμε κάτω από τη βαριά σκιά του, διαμορφώσαμε τον χαρακτήρα μας από την έντονη παρουσία του.

Αν προϋπόθεση για νά’ναι κάποιος αληθινός ηγέτης είναι να καταλαβαίνει τον λαό του, να νιώθει τις ανησυχίες του και να αισθάνεται τους κραδασμούς της καρδιάς του, να παίρνει τα μηνύματα των καιρών αλλά και να αφουγκράζεται τις παρακαταθήκες της Ιστορίας, μπορούμε να πούμε χωρίς αμφιβολία πως ο Μακάριος ήταν πραγματικός ηγέτης, γιατί πληρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Μπορούσε να βλέπει πάντα καθαρά, χωρίς σκοπιμότητες. Να διαβλέπει όλες τις πιθανές εξελίξεις και ενδεχόμενα. Να προβλέπει τους κινδύνους. Νά προσβλέπει με πίστη και αισιοδοξία στο μέλλον. Να παραβλέπει τις αήθεις κατηγορίες αντιπάλων. Να μην υποβλέπει κανένα. Να επιβλέπει στην τήρηση των αξιών, του νόμου και της τάξης.

Απαραίτητο γνώρισμα, ασφαλώς, ενός ηγέτη είναι η ικανότητα να παίρνει πάντα την πρωτοβουλία στα χέρια του. Ν’ ανοίγει νέους δρόμους, όταν περιτριγυρίζεται από κρίσιμα αδιέξοδα. Να ιεραρχεί σωστά τις προτεραιότητες και να παίρνει τις κατάλληλες αποφάσεις στην κατάλληλη στιγμή. Αναντίλεκτα ο Μακάριος είχε στο έπακρο αυτή την ικανότητα.

Πολυσχιδές και πολυδαίδαλο το έργο του. Ανεκτίμητη η προσφορά του σ’όλους τους τομείς της Εκκλησιαστικής δράσης: Στην εξύψωση του κλήρου, στην προαγωγή του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας, στο κτίσιμο ναών, στη λειτουργία κατηχητικών, στην εξωτερική Ιεραποστολή. Ιδιαίτερες οι υπηρεσίες του και προς την πολιτεία από τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Σήμερα που κύρια έγνοια μας θα’πρεπε να ήταν το πώς θα αγωνιστούμε για να αποφύγουμε τους κινδύνους που μας απειλούν με εθνικό καθώς και φυσικό αφανισμό, αλλά περί άλλων τυρβάζομεν˙ τώρα που, ενώ η πείρα σαρανταενός ετών κατοχής θα’πρεπε να μας είχε κάμει πιο σοφούς ως προς τις επιδιώξεις της Τουρκίας, μας έχει καταλάβει μια πρωτοφανής φρενίτιδα για τον Ακκιντζί που θέλει επικίνδυνα να αγνοεί ότι στόχος τελικός και αμετάθετος της Τουρκίας, ανεξάρτητα με τους ελιγμούς και τα πρόσωπα που κάποτε χρησιμοποιεί, είναι η κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου˙ αυτές τις μέρες που την ασήκωτη βδελυρή σκιά του μισοφέγγαρου μερικοί την ερμήνευσαν ως ιλαρό φεγγαρόφως, στον Πύργο του Οθέλλου, σκέφτηκα πως στον περιορισμένο χρόνο που έχω απόψε για αναφορά στον Εθνάρχη Μακάριο δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ με τίποτα άλλο παρά μόνο με τη συνεχή ενασχόλησή του με το εθνικό θέμα της Κύπρου, που’ταν η κύρια έγνοια του. Τη συνεχή πορεία του μέσα από συμπληγάδες πέτρες στην προσπάθειά του να αποσοβήσει τους κινδύνους και να οδηγήσει την Κύπρο και τον λαό της στην ελευθερία. Ίσως η αναφορά αυτή μας ευαισθητοποιήσει ως προς τις προτεραιότητες και τους στόχους μας. Ίσως αφυπνιστούμε από τον λήθαργο με τη φωνή και το παράδειγμά του, έστω και την τελευταία στιγμή.

Η αναφορά μου θα γίνει αναγκαστικά σε τρεις ξεχωριστές και ευδιάκριτες περιόδους στις οποίες η Ιστορία χώρισε τη ζωή του Μακαρίου:  Στην πριν την Ανεξαρτησία περίοδο των αγώνων˙ στη μετά την Ανεξαρτησία περίοδο των ελπίδων και στη μετά την τουρκική εισβολή περίοδο της τραγωδίας.

α) Η πριν την ανεξαρτησία περίοδος των αγώνων.

Ανεβαίνοντας στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, το 1950, βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλά προβλήματα, που συσσωρεύτηκαν από μια μακρόχρονη χηρεία του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου κι από τη συνεχώς εντεινόμενη προσπάθεια της αποικιοκρατικής κυβέρνησης να αφελληνίσει τον τόπο. Διείδε αμέσως όλους τους κινδύνους ο Μακάριος. Κι οι πρωτοβουλίες του εκδηλώθηκαν προς την κατεύθυνση της αποτίναξης του ξένου ζυγού. Χάσιμο χρόνου θα ευνοούσε τις προσπάθειες της αποικιοκρατικής κυβέρνησης για δημιουργία νέας εθνικής συνείδησης και απομάκρυνση από την Ελλάδα.

Τον αγώνα για απελευθέρωση δεν τον επέβαλλαν μόνον οι ένδοξοι πρόγονοί μας και το παράδειγμά τους. Είχε, ο αγώνας, και καθαρά θεολογική θεμελίωση. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος από τον Θεό. Εκείνος που αποδέχεται αδιαμαρτύρητα τη δουλεία, χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια να απαλλαγεί από αυτή, προσβάλλει και αμαυρώνει  «το κατ’ εικόνα Θεού». Δεν ήταν πολεμοχαρής ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Κι όταν αναγκάστηκε, αφού όλες οι ειρηνικές προσπάθειες για απελευθέρωση απέτυχαν, να ηγηθεί του απελευθερωτικού μας αγώνα, θλιβόταν αφάνταστα, όπως μαρτυρούν οι άμεσοι συνεργάτες του, για τον θάνατο κάθε Άγγλου στρατιώτη. Θεωρούσε τη βία ως έσχατη ανάγκη, κάτι όμως που υπαγορευόταν από το υψηλό αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ο τιτάνιος απελευθερωτικός μας αγώνας ήταν, ασφαλώς, έργο ολόκληρου του Κυπριακού Ελληνισμού, με την Εθναρχούσα Εκκλησία, ωστόσο, στην εμπροσθοφυλακή, και εμπνευστή, διοργανωτή και ηγέτη τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.Κι αν, όπως ομολογείται από όλους, η πρωτοβουλία για μιαν επανάσταση δεν είναι εύκολη υπόθεση, ιδιαίτερα αν με μιαν πιθανή αποτυχία διακυβεύονται τα πάντα, αντιλαμβάνεται κάποιος το κατόρθωμα του Μακαρίου: Αναμετρήθηκε με μιαν πανίσχυρη αυτοκρατορία. Έσκυψε πάνω στην Κύπρο, νεφεληγερέτης, μ’ αστραπές και βροντές, αφυπνιστής από τη νάρκωση αιώνων. Απέδειξε ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό κι ότι χωρίς πίστη σε σκοπό – όπως συνέβαινε με τους Άγγλους – τα όπλα και τα πυρομαχικά είναι τα πιο άχρηστα σιδερικά. Κι οδήγησε τον λαό του στην αποτίναξη του αποικιακού ζυγού. Τα αποτελέσματα του επικού εκείνου αγώνα θα ήταν πολύ καλύτερα αν ο Μακάριος και ο Κυπριακός λαός δεν εγκαταλείπονταν από το Εθνικό Κέντρο να μάχονται μόνοι, μονότατοι, εναντίον των Άγγλων. Κι αν το Εθνικό Κέντρο είχε την πολιτική διαίσθηση, ή τουλάχιστον, άκουε την προτροπή του Μακαρίου για μη συμμετοχή στην  τριμερή διάσκεψη του Λονδίνου, η οποία οδήγησε στην αναγνώριση της Τουρκίας ως ενδιαφερόμενου μέρους στο Κυπριακό, αλλά και στην καταστροφή του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης.

Πολλοί σήμερα, εκ των υστέρων, εκφράζουν τη γνώμη πως θά’πρεπε ο αγώνας εκείνος να είχε αποφευχθεί. Λησμονούν, όμως, τις μεθοδεύσεις της αποικιοκρατίας και την εκ μέρους της, σε χρόνους ανύποπτους για μας, υποκίνηση της Τουρκίας. Άσχετα με τις δολοπλοκίες των ξένων, τα σφάλματα και τις προδοσίες των δικών μας, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη βαρύτητα της πρωτοβουλίας εκείνης του Μακαρίου και την ορθότητα της στη συγκεκριμένη στιγμή. Ήταν μια πρωτοβουλία που τόνιζε την ταυτότητα μας και δικαίωνε την εθνική μας καταγωγή.

Επί μέρους ενέργειες του Μακαρίου για στήριξη της μεγάλης του αυτής πρωτοβουλίας δείχνουν την οξυδέρκεια του Ηγέτη και την εκ μέρους του σφαιρική και ολοκληρωμένη αντίκρυση των πραγμάτων. Από τον καιρό που σπούδαζε στην Ελλάδα και στην Αμερική αντελήφθη πως η πνευματική άνωση ενός λαού εξαρτάται από την έκταση και την ποιότητα της Παιδείας του. Και τώρα, Εθνάρχης του Κυπριακού λαού, συνειδητοποιούσε, πως ο λαός του, που δεν είχε την εύνοια των αριθμών, για να επιβιώσει και να επιβληθεί μπροστά στην αριθμητικά και στρατιωτικά υπέρτερη αποικιοκρατική δύναμη, θά’πρεπε να στηριχθεί στην Παιδεία του. Ο Κυπριακός Ελληνισμός, που υστερούσε σε ποσότητα, σε πληθυσμό, θάπρεπε να προσανατολισθεί στη βελτίωση της ποιότητάς του. Έτσι ο Μακάριος θέτει υπό την προστασία της Εκκλησίας την Παιδεία και ιδιαίτερα τη Μέση Εκπαίδευση, ενισχύοντάς την και οικονομικά, κι αποτρέπει την υποταγή της στους Βρετανούς. Σε λίγο τα σχολεία γίνονται φυτώρια αγωνιστών της Ελευθερίας. Η Παιδεία έθρεψε το εθνικό φρόνημα των Κυπρίων κατά τα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα, μα και σ’ αυτή στηρίχτηκε η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία στά πρώτα της βήματα.

Ταυτόχρονα ο Μακάριος μεριμνά για τη νεολαία και εκτός του χώρου των σχολείων. Ιδρύει στον εθνικό τομέα την ΠΕΟΝ (Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας) και στον θρησκευτικό χώρο την ΟΧΕΝ (Ορθόδοξη Χριστιανική Ένωση Νέων ή Νεανίδων), πού’γιναν και οι δύο αυτές οργανώσεις επάλξεις του αγώνα.

Δεν φταίει, ασφαλώς, ο Μακάριος αν εμείς φανήκαμε ανάξιοι να διαχειριστούμε και να ολοκληρώσουμε την ελευθερία που πετύχαμε τότε. Και ουδείς δύναται να αμφισβητήσει τη βαρύτητα της πρωτοβουλίας του εκείνης για αγώνα και την ορθότητά της στη συγκεκριμένη στιγμή.

β) Η μετά την ανεξαρτησία περίοδος των διαψευσθεισών ελπίδων.

Ουδέποτε εθεώρησε ο Μακάριος, ούτε βέβαια και ο θρησκευόμενος λαός της Κύπρου, ότι η ενασχόληση με το εθνικό θέμα, πριν και μετά την ανεξαρτησία, μπορούσε να θεωρηθεί ως έχουσα πολιτική χροιά. Κι όταν, κλήθηκε, ύστερα από την απαίτηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Κυπριακού Ελληνισμού, που ανανεώθηκε τρεις φορές με τη ψήφο του, να αναλάβει τα ηνία του κράτους, είχε, ο Μακάριος, τη συναίσθηση ότι ως επικεφαλής της εθναρχούσης Εκκλησίας, προσέφερε τις υπηρεσίες του στον εμπερίστατο λαό, όπως έπρατταν όλοι οι προκάτοχοί του, μέχρι και τον Μακάριο τον Β΄. Είχε μάλιστα την πεποίθηση ότι θα’πρεπε πάντα η Εκκλησία να ενδιαφέρεται για το εθνικό μας θέμα, όπως έλεγε και στην τελευταία, υπό την προεδρία του, συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, στις 7 Ιουλίου 1977.  Έλεγε τότε ο Εθνάρχης:  «…Η Εκκλησία ουδέποτε θα παύση να έχη βαρύνοντα λόγον και να διαδραματίζη σπουδαίον ρόλον επί του εθνικού ημών ζητήματος. Υπό οποιασδήποτε συνθήκας ο ευσεβής και φιλόπατρις Ελληνικός Κυπριακός λαός προς την Εκκλησίαν θα προσβλέπη πάντοτε, εξ αυτής θα αναμένη καθοδήγησιν και εις αυτήν θα στηρίζη τας ελπίδας και προσδοκίας του εις ημέρας χειμασμού και δοκιμασίας».

Σπουδαία πρωτοβουλία του Μακαρίου που συνέβαλε τα μέγιστα στη διαφύλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν και ή άμεση ανάμιξή του στη γένεση του Κινήματος των Αδεσμεύτων. Παρά την αντίθετη γνώμη πολλών, το Κίνημα των Αδεσμεύτων άνοιξε, σε καιρούς ειρήνης, καινούργιες προοπτικές όχι μόνο για την Κύπρο, μα και για ολόκληρο τον Ελληνισμό και  βοήθησε τα μέγιστα στην επιβίωσή μας ως κράτους στους κατοπινούς δύσκολους καιρούς. Ο Μακάριος έβλεπε το Κίνημα των Αδεσμεύτων ως ένα μέσο αντίστασης στις πιέσεις, που ήξερε, ότι θα ακολουθούσαν και για άλλους, πέραν της Ζυρίχης, απαράδεκτους συμβιβασμούς. Και δεν διαψεύστηκε. Είναι, ως γνωστόν, οι Αδέσμευτοι που επέβαλαν με τον όγκο τους, τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε., που συνιστούν το κύριο στήριγμά μας και τον θεμελιακό νομικό τίτλο μας για τον παραπέρα αγώνα. Αν μερικοί διερωτώνται σε τι μας ωφέλησαν όλα αυτά τα ψηφίσματα, αφού ούτε την Τουρκική εισβολή απεσόβησαν ούτε την κυριαρχία μας επί όλης της νήσου απεκατέστησαν, ας σκεφτούν μόνον τι θα ήμασταν τώρα αν αυτά τα ψηφίσματα τα είχεν η Τουρκία υπέρ της.

Στην προσωπικότητα του Εθνάρχη Μακαρίου και στους συνεχείς αγώνες του οφείλεται και η συνέχιση της αναγνώρισης, τον Μάρτιο του 1964, από τα Ηνωμένα έθνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως νόμιμου κυρίαρχου κράτους, έστω κι αν αποχώρησαν οι Τουρκοκύπριοι με την Τουρκοανταρσία.

Στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου όλος ο κόσμος, εκτός από την Τουρκία, εξακολούθησε να αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και μετά την Τουρκική εισβολή. Και αποτελεί αυτή η αναγνώριση το μόνο βάθρο του αγώνα μας σήμερα για ανατροπή των αποτελεσμάτων της εισβολής.

Αμέσως μετά την Ανεξαρτησία αλλά και μετά την Τουρκοανταρσία ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επεδόθη σ’έναν αγώνα για την ευημερία του Κυπριακού λαού καθώς και για την ολοκλήρωση, μέσω νόμιμων και διεθνώς παραδεδεγμένων αρχών, της ανεξαρτησίας της Κύπρου και της ελευθερίας του λαού της. Κυρίως όμως ο αγώνας του, ως μη ώφειλε, εστράφη, αυτή την περίοδο, προς αντιμετώπιση μιας ανεξήγητης αλλά και απαράδεκτης υπόσκαψης των θεμελίων του κράτους. Οι μεγαλύτεροι θυμούμαστε τις ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών, τη δολοφονία αθώων πολιτών, την κλοπή οπλισμού από στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς και πολλά άλλα απράδεκτα γεγονότα. Μερικοί κινούνταν από φθόνο προς τον Μακάριο. Άλλοι είχαν ενσυνείδητα εξαγοραστεί από εχθρούς της Κύπρου-την Τουρκία, την Αγγλία, την Αμερική-, όπως γίνεται με τους προδότες  κάθε εποχής. Άλλοι, ίσως οι πιο πολλοί, εξαπατήθησαν και παρασύρθηκαν από μιαν καλώς οργανωμένη προπαγάνδα, που διαλαλούσε ότι δρούσε υπέρ της Ένωσης.

Το σύνθημα της Ένωσης της Κύπρου με την μητέρα  Ελλάδα, μαγνήτιζε πολλούς και τότε και σήμερα. Γι’αυτό τον σκοπό διεξήχθη ο απελευθερωτικός μας αγώνας, και για την ευόδωσή του έγιναν τόσες θυσίες. Η αποδοχή της λύσης της ανεξαρτησίας από τον Μακάριο ήταν αποτέλεσμα αδήριτης ανάγκης. Οι Άγγλοι απειλούσαν με διχοτόμηση την Κύπρο κι η Τουρκία καραδοκούσε από τότε, αφού η Αγγλική πονηρία την ενέπλεξε στο θέμα, για πλήρη κατάληψη της Κύπρου.

Θα’πρεπε να επικρατούσε η λογική. Κι αυτή τη λογική χρησιμοποιούσε ο Μακάριος. Μέσα από τις παγίδες, με πολλή δεξιοτεχνία προσπαθούσε να κατορθώσει τον μόνιμο στόχο της Ένωσης. Η ομάδα αυτή των ανθρώπων δεν μπορούσε να κατανοήσει τις δυσκολίες. Κι έγινε θύμα των εχθρών της Κύπρου που γι’αυτό τον σκοπό διέβαλλαν τον Μακάριο. Καταστροφική υπήρξε η συγκυρία της επιβολής της ξενοκίνητης δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967. Το Εθνικό κέντρο το εκπροσωπούσε, τότε, μια ομάδα παρανοϊκών και ταυτόχρονα αδίστακτων δικτατόρων που οργάνωσε μιαν άρτια μηχανή παραπληροφόρησης και υπόσκαψης του Μακαρίου. Ζήσαμε αυτή την παραπληροφόρηση στην Εθνική Φρουρά, στα σχολεία, στα σωματεία. Κατάφερε αυτή να διεισδύσει ακόμα και στην Εκκλησία, με τους τρεις καθαιρεθέντες και κάποιους οπαδούς τους, κληρικούς και λαϊκούς.

Οι Κύπριοι που για αιώνες έλεγαν «την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες» δεν μπορούσαν, όλοι, να διακρίνουν μεταξύ Ελλάδος και Χούντας, μεταξύ Ελλήνων και Ελληνοφώνων. Γι’αυτό κι απέδιδαν την κατηγορία του ανθενωτικού και του ανθέλληνα, ακόμα και του κομμουνιστή, στον Μακάριο.

Μας προτάθηκε ποτέ, ή ήταν προσιτή, σε κάποιο στάδιο, η Ένωση και απερρίφθη από τον Μακάριο; Θα υπήρχε μεγαλύτερη δόξα γι’αυτόν από του να συνδέσει το όνομά του με την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Ο ίδιος πρότεινε σε πολλές Ελληνικές Κυβερνήσεις να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογούσε και ο ίδιος θα κήρυσσε την Ένωση. Ουδεμία αυτών απεδέχθη την πρόταση του Αρχιεπισκόπου. Όσοι θεωρούσαν ως λύσιν Ένωσης το σχέδιο Άτσεσον, ή άλλα, παρεμφερή, που έδιναν, ως αντάλλαγμα, έδαφος στην Τουρκία, θα αντιλαμβάνονται, με τη σημερινή εμπειρία τους, ότι η Τουρκία ζητούσε απλώς ένα μικρό μέρος που να το χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για κατάληψη όλης της Κύπρου. Όπως έκαμε μετά την πρώτη εισβολή. Πήρε ένα μικρό μέρος της Κύπρου, υπέγραψε κατάπαυση του πυρός, δήλωσε σεβασμό στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, κι όταν ετοιμάστηκε, δεν σεβάστηκε, ούτε υπογραφές, ούτε υποχρεώσεις. Ποιαν εξάλλου συμφωνία τήρησε ποτέ η Τουρκία; Παίρνει ό,τι την συμφέρει και αθετεί αμέσως όλα τα άλλα.

Έζησε σ’όλη αυτή την περίοδο, ώρες σκληρές και δύσκολες ο Μακάριος. Σκληρότερες και από την εξορία στις Σεϋχέλλες. Εκεί υπέφερε από τον ξένο δυνάστη. Τώρα από τα ίδια τα παιδιά του. Δεν είναι τα χρόνια που ελεύκαναν και ερυτίδωσαν τη σεβάσμια μορφή του. Ήταν τα χιόνια και οι παγετοί των θλίψεων, των πόνων, των δακρύων….

Παρά τις ξεκάθαρες προειδοποιήσεις του Προέδρου Μακαρίου ότι η Τουρκία καραδοκούσε κι ότι θα θρηνούσαμε επί ερειπίων, το κακό δεν απεφεύχθη. Τόσο ο Μακάριος, βέβαια, όσο και όλοι εμείς θα ευχόμασταν να είχε διαψευσθεί στις εκτιμήσεις του και στην πολιτική διορατικότητά του. Η επαλήθευσή του, όμως, επιβεβαιώνει παρόλη την τραγικότητά της, τη μεγαλοσύνη του ανδρός.

Το μόνο παρήγορο σ’αυτή την κατάσταση ήταν πως η Πάφος, η πόλη και επαρχία μας, ανέτρεψαν τα σχέδια της Χούντας και των εδώ οργάνων της, διασώζοντας τον Μακάριο και φυγαδεύοντάς τον στο εξωτερικό. Απ’εκεί συνέχισε τον αγώνα για προάσπιση των συμφερόντων της Κύπρου. Να σώσει ότι μπορούσε να διασωθεί. Να διατηρήσει την ελπίδα της απελευθέρωσης.

γ) Η μετά την Τουρκική εισβολή τραγική περίοδος.

Πολλές φορές δήλωσε ο Μακάριος, και ίσως πολλοί υποστηρικτές του να μην του το συγχωρούν, ότι ουδέποτε πίστεψε πως θα υπήρχαν Έλληνες ή, έστω, άνθρωποι που μιλούσαν Ελληνικά, οι οποίοι θα επιχειρούσαν πραξικόπημα εναντίον του, αφού ήταν εξόφθαλμο πως η Τουρκία καραδοκούσε για να εισβάλει στην Κύπρο. Έπρεπε, ωστόσο, μετά την εισβολή, όσο και αν πληγώθηκε, όσο και αν απογοητεύτηκε, να μην υποστείλει τη σημαία του αγώνα. Αντίθετα˙ έπρεπε να εντείνει τον αγώνα και τις προσπάθειες για αποτροπή της παγίωσης των τετελεσμένων.

Τραυματισμένος από την οδυνηρή εμπειρία της προδοσίας και τις επώδυνες διαπιστώσεις της αναλγησίας των ισχυρών μπροστά στην καταπάτηση του δικαίου και της ηθικής, ο Μακάριος προσπαθούσε τότε να εμπνεύσει θάρρος και αυτοπεποίθηση, να διοχετεύσει αγωνιστικότητα, να υπενθυμίσει την παρακαταθήκη 3 1/2 χιλιάδων χρόνων ελληνικών, που καθι-στούσαν επιτακτική την ανάγκη για εθνική επιβίωση στην εσχατιά τούτη της Ελληνικής γης.

Από νωρίς δήλωνε, ότι οι συνεχείς υποχωρήσεις υποθήκευαν το μέλλον κι η ενδοτικότητα οδηγούσε στην υποτέλεια και στην παρακμή. Δεν ήταν για τον Μακάριο άγνωστος και  απαράδεκτος ο συμβιβασμός. Απαράδεκτη ήταν η μετάφραση του συμβιβασμού σε πλήρη υποταγή, που βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα θα υπονόμευε τα θεμέλια του μέλλοντος της Κύπρου.

Σ’ όσους επείγονταν για λύση και αδιαφορούσαν για το περιεχόμενό της έλεγε: «… Η μόνη προσφερομένη σύντομος λύσις είναι η αναγνώρισις και αποδοχή της ντεφάκτο καταστάσεως. Ποία, όμως, η ωφέλεια εκ της τοιαύτης συντομίας; Μήπως δια να αποφευχθή η Τουρκοποίησις των κατεχομένων εδαφών; Αλλά θα γίνη τότε τη συγκαταθέσει μας και δια της υπογραφής μας. Μήπως δια να αισθανώμεθα ασφαλείς εις το υπόλοιπον τμήμα της νήσου; Πιστεύω, αντιθέτως, ότι η νομιμοποίησις των τετελεσμένων γεγονότων θα διεγείρη την Τουρκικήν βουλιμίαν και θα ενθαρρύνη τα επεκτατικά σχέδια της Τουρκίας εις την Κύπρον…».

Προφητικά τα λόγια του Μακάριου. Στα 41 χρόνια της Κατοχής  προσεγγίσαμε σιγά-σιγά τις θέσεις των Τούρκων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι προβάλλουν συνεχώς νέες αξιώσεις. Μεταθέσαμε, κατά καιρούς, τις ευθύνες της κατοχικής δύναμης στη δική μας πλευρά, αφού διαμηνύσαμε πολλάκις στον έξω κόσμο ότι εκείνο που χρειαζόταν δεν ήταν διαλλακτική στάση εκ μέρους της Τουρκίας, αλλά «Πρόεδρος λύσης» από τη δική μας πλευρά, πρόεδρος με ευελιξία. Συνεχίζουμε και τώρα ακόμα να φορτώνουμε με ενοχές τον λαό μας, διακηρύσσοντας από επίσημα βήματα ότι φταίμε εμείς για το κατάντημά μας˙ όχι η Τουρκία που μας επετέθη αναίτια. Συρθήκαμε μέχρι και την αποδοχή της παραμονής μεγάλου αριθμού εποίκων, παρόλο που ο εποικισμός θεωρείται από όλο τον κόσμο ως έγκλημα πολέμου, κι αυτοί απαντούν με επιτάχυνση του ρυθμού εποικισμού των κατεχομένων.   Βαφτίσαμε τους επιδρομείς και ληστές σε χρήστες, με δικαιώματα στις περιουσίες μας. Ενθουσιαζόμαστε γιατί ο κατοχικός ηγέτης ονόμασε την εισβολή πόλεμο, αντί να του απαντήσουμε ότι ήταν μια απροκάλυπτη επίθεση μιας χώρας 80 εκατομμυρίων εναντίον ενός ανυπεράσπιστου λαού πεντακοσίων χιλιάδων. Και το χειρότερο:  Απαλλάξαμε την Τουρκία από την ευθύνη της κατοχής, το έγκλημα του εποικισμού, τους φόνους τόσων πολιτών, την ομηρία του τόπου μας αφού την κρατήσαμε μακρυά από τις συνομιλίες ως ένα τρίτο, ξένο, παρατηρητή. Και τ’ αποτέλεσμα; Αντιστρέφουν τους όρους, αποδίδοντας σ’ εμάς αδιαλλαξία και απροθυμία επίλυσης του προβλήματος και προβάλλουν αξιώσεις διάλυσης της Κρατικής μας οντότητος, του κυριότερου στηρίγματος του αγώνα μας.

Ο Εθνάρχης Μακάριος όταν αντελήφθη ότι στόχος της Τουρκίας ήταν η εμπλοκή μας σε ατέρμονες συνομιλίες με σκοπό να ξεχάσει η διεθνής κοινότητα τη φύση του προβλήματός μας και να επέλθει κόπωση στον λαό μας, λίγες μέρες πριν τον αδόκητο θάνατό του, μας έδωσε το πλαίσιο συνέχισης του αγώνα. Ενός αγώνα που θα ήταν μακροχρόνιος προκειμένου να καμφθεί η Τουρκική αδιαλλαξία και που θα’πρεπε να στηριζόταν στη διεθνοποίηση του προβλήματός μας, το οποίο να ετίθετο στα ορθά πλαίσιά του, ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Με τις διακοινοτικές συνομιλίες στις οποίες, από έλλειψη διορατικότητας αλλά και από έλλειψη διάθεσης για αγώνα, συρθήκαμε, ανατρέψαμε εμείς οι ίδιοι την πολιτική της διεθνοποίησης. Την Κύπρο δεν την κατέχει η άλλη κοινότητα του νησιού, οι Τουρκοκύπριοι. Την κατέχει η Τουρκία. Με τις διακοινοτικές συνομιλίες ανατρέπεται ο διακρατικός χαρακτήρας του προβλήματος που επέβαλλε η διεθνοποίηση˙ και περιορίζεται η διαφορά στο επίπεδο των δύο κοινοτήτων. Με τον τρόπο αυτό απαλλάσσουμε, όχι μόνο την Τουρκία από την ενοχή της, αλλά και τη διεθνή κοινότητα και τις μεγάλες δυνάμεις από την ευθύνη τους για επικράτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου. Οι διακοινοτικές συνομιλίες είναι το καλύτερο άλλοθι για τους ξένους για αποποίηση των ευθυνών τους. Εφόσον συνομιλούν τα δύο μέρη, διατείνονται, θα καταλήξουν σε μια λύση.

Τα 38 χρόνια που πέρασαν από τον θάνατο του μεγάλου Ηγέτη μας, με τη χλι­δή, την καλοπέραση και τον εφησυχασμό που καλλιεργήθηκε από διάφορες κατευθύνσεις, δημιούργησαν για πολλούς ένα πυκνό οπτικό μέσο – όπως μας δίνει τον όρο η Φυσική – που παρεμβλήθη μεταξύ τους και του Μακαρίου. Οι υποθήκες, έτσι, του Μακα­ρίου φτάνουν κοντά τους, αφού υποστούν διάθλαση. Απλή ευθύ­γραμμη προέκταση των ακτίνων, που αντιλαμβάνονται, δεν οδη­γεί στον Μακάριο. Αποπροσανατολίζει. Είναι γι’ αυτό που ο κα­θένας φορτώνει σ’ Εκείνον τις δικές του θέσεις και αδυναμίες. Άλλοι την ηττοπάθεια κι άλλοι τη δειλία τους, άλλοι τον άψυχο ρεαλισμό κι άλλοι την ευκαμψία τους προς τα οποιαδήποτε κε­λεύσματα των ξένων.

Κατά την εκκλησιαστική μας ορολογία, όμως, «εσχάτη ώρα  εστίν». Δεν ωφελούν τώρα ούτε οι κλαυθμυρισμοί κι η επαιτεία, ίδιον των λιπόψυχων, ούτε κι οι πλατωνικές ευχές και επικλήσεις, ίδιον των ασθενικών χαρακτήρων, ούτε κι η ηρωική μωρία που τόσα δεινά μας επεσώρευσε στο πρόσφατο παρελθόν. Όσοι επικαλούνται σήμερα τον Μακάριο, ας μη διαστρεβλώνουν, τουλάχιστον, τις θέσεις Του.

Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ισοκράτη γιατί να μην αγορεύει στην Πνύκα και στον Άρειο Πάγο, αφού συνέτασσε τους πιο ρη­τορικούς λόγους, απάντησε πως εκείνος ήταν το ακόνι, το οποίο δεν κόβει μεν, αλλά πάνω στο οποίο ακονίζονται τα μαχαίρια και τα ξίφη για να κόβουν. Κι ο Μακάριος σήμερα, λόγω της φυσικής απουσίας Του από κοντά μας, μπορεί να μην έχει ενεργό ανάμιξη στα εθνικά και εκκλησιαστικά μας πράγματα. Είναι, όμως, το ακόνι και για όσους έχουν υπεύθυνη θέση, αλλά και για όλους. Χωρίς τον Μακάριο δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, δεν μπο­ρούμε να επιβιώσουμε.

Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή, στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται σήμερα σε τροχιά αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες. Έχουμε υποχρέωση, το χρωστάμε και στον Εθνάρχη Μακάριο, να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε. Οφείλουμε να αναχαιτίσουμε την ψυχολογική κατάρρευση του λαού, να ανορθώσουμε το ηθικό του, να του εμπνεύσουμε πίστη στις δυνάμεις του. Να του εμπεδώσουμε ότι όπως η ελευθερία δεν δωρίζεται αλλά κατακτάται, έτσι και το μέλλον δεν διαγράφεται παθητικά από την τύχη, αλλά διαμορφώνεται δυναμικά από κάθε λαό. Να μην απεμπολήσουμε τα δικαιώματά μας και να μη συμβιβαστούμε με κάτι που θα θέτει σε κίνδυνο την παραμονή μας στη γη των πατέρων μας.

Αν ζούσε σήμερα ο Μακάριος, είναι πέραν από σίγουρο, ότι θα πρωτοστατούσε στην απεμπλοκή από μιαν άγονη διαδικασία που εξυπηρετεί μόνον τον αμετάθετο στόχο των Τούρκων για κατάληψη και Τουρκοποίηση όλης της Κύπρου. Θα επέμενε στην επαναφορά του προβλήματός μας στις σωστές του διαστάσεις ως θέματος εισβολής και κατοχής. Ούτε και θα επέτρεπε τη βάναυση κακοποίηση της αλήθειας ως προς τη συμφωνία κορυφής που υπέγραψε με τον Ντενκτάς. Όσα κάποιοι γνωστοί κύκλοι αποδίδουν σ’αυτές, ότι δηλαδή υιοθέτησε τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, είναι αντικατοπτρισμός των δικών τους απαράδεκτων θέσεων.

Θα απαντούσε, ακόμα, με εκείνο το γνώριμο αφοπλιστικό ύφος του, ότι αποτελεί αφέλεια πρώτου μεγέθους το να πιστεύουμε ότι απορρίπτοντας τη λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας οδηγούμαστε στη διχοτόμηση. Η λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας περιέχει τη διχοτόμηση και άλλα πολλά πέραν αυτής. Και από την άλλη, ο ίδιος ο Ετζεβίτ, το 1975, διακήρυσσε σε Τουρκοκύπριους που του ζητούσαν να ανακηρύξει και επίσημα τη διχοτόμηση, που ήταν ο στόχος τους τόσο καιρό, ότι μετά την εισβολή, με την οποία είχαν πετύχει τη διχοτόμηση επί του εδάφους, αυτή δεν αποτελούσε πια τον τελικό στόχο της Τουρκίας. Επιδιώκουμε, τους είπε, μια λύση με την οποία θα έχουμε λόγο και στο υπόλοιπο μέρος της Κύπρου με τελικό στόχο να έχουμε τον μόνο λόγο επί της νήσου.

Θα ήταν ύστερα δυνατόν, ο Μακάριος, να προσδώσει κύρος στην κατοχή, επισκεπτόμενος τα κατεχόμενα, και χαριεντιζόμενος με τους εκπροσώπους της κατοχής; Ποιον κοινόν αντικατοχικό αγώνα μπορούμε να αναπτύξουμε με τους ηγέτες των Τουρκοκυπρίων όταν αυτοί δέχονται από επίσημες εξέδρες τον χαιρετισμό των στρατευμάτων κατοχής και συνεορτάζουν με τους Τούρκους αξιωματούχους τις επετείους της εισβολής και κατοχής της πατρίδας μας; Και ποια λογική θα του επέτρεπε την μιαν ημέρα να βρίσκεται στην κατεχόμενη Αμμόχωστο ή στην κατεχόμενη Σαλαμίνα παρακολουθώντας θεατρικές ή μουσικές παραστάσεις και την άλλη ημέρα να προσφωνεί αντικατοχική εκδήλωση λίγο πριν από το κατοχικό οδόφραγμα και το συρματόπλεγμα που απαγορεύει την προσπέλαση στην κατεχόμενη πόλη μας; Ποιο μήνυμα αγώνα και ποιο πρότυπο αγωνιστή θα παρουσίαζε με μιαν τέτοια στάση στον λαό μας;

Θα προσπαθούσε ποτέ ο Μακάριος να αποπροσανατολίσει τον λαό του προβάλλοντάς του τα δήθεν οικονομικά πλεονεκτήματα μιας οποιασδήποτε λύσης και συσκοτίζοντας τις παγίδες της Τουρκίας και των συμμάχων της; Τι θα μας ωφελήσουν τα χρήματα όταν δεν θα’χουμε πια πατρίδα;

Μνημονεύοντας, σήμερα, επέτειο του θανάτου του, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τις υποθήκες του, οφείλουμε να μην ξεχνούμε ούτε για μια στιγμή το καθήκον μας προς την πατρίδα. Κανένας δεν θα φανεί πιο Έλληνας από μας τους Έλληνες στη διεκδίκηση των δικαίων μας. Εμείς πρώτοι θα πρέπει να αγωνιστούμε και ύστερα να έχουμε την απαίτηση για συμπαράσταση στον αγώνα μας. Και ο αγώνας μας θα πρέπει να είναι συνεχής και αδιάλειπτος. Να απαιτήσουμε ό,τι ολόκληρη η Ευρώπη και ο ελεύθερος κόσμος αξιώνουν για τους πολίτες τους. Να μη συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο από την ελευθερία της πατρίδας μας και τα ανθρώπινα δικαιώματα του λαού μας. Αγωνιστές ανυποχώρητοι θα πρέπει να μείνουμε, μέχρις ότου υλοποιήσουμε τις υποθήκες του αξέχαστου ηγέτου, του αείμνηστου Εθνάρχου Μακαρίου, και εξασφαλίσουμε την διαβίωση σε συνθήκες ασφαλείας του Ελληνισμού της Κύπρου σ’όλη την επικράτεια της νήσου μας. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να προβάλουμε και πάλιν στεντόρειο το όχι μας σε οποιαδήποτε απαράδεκτη λύση.

 

 

 

Print Friendly, PDF & Email

Share this post