Χαιρετισμός Μακαριωτάτου στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Απόστολος Παύλος και Φιλόσοφοι – 2400 χρόνια από τη γέννηση του Αριστοτέλη»
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ Α.Μ. ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Β΄
ΕΙΣ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ:
«ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ. ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ»,
ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ
ΤΩΝ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΚΒ΄ ΠΑΥΛΕΙΩΝ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΒΕΡΟΙΑΣ
Ἡ Βέροια εἶναι ἡ πόλη πού ἄνοιξε τίς πύλες της καί πρόσφερε στόν μεγάλο Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο προστασία καί ἀσφάλεια τότε, πού «οἱ ἀδελφοί» τῆς Θεσσαλονίκης, γιά νά τόν σώσουν, ἀπό τή μανία τῶν ἐχθρῶν του, τόν φυγάδευσαν νύκτα ἀπό τήν πόλη τους (Πράξ. ιζ´10).
Αὐτή τήν προσφορά θά τήν θυμᾶται γιά πάντα ὁ Παῦλος καί μέ εὐγνωμοσύνη θά γράψει γι᾽αὐτούς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὁ Λουκᾶς ὅτι: «Οὗτοι, (οἱ κάτοικοι τῆς Βεροίας), δηλαδή, ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ, οἵτινες ἐδέξαντο τὸν λόγον μετὰ πάσης προθυμίας» (Πράξ. ιζ΄11).
Ἀπό τότε ἡ Ἐκκλησία τῆς Βεροίας, ὡς πιστή καί ἄξια θυγατέρα τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, ἀξιοποιεῖ κάθε εὐκαιρία προκειμένου νά ἀποδώσει τά τροφεῖα σ᾽ἐκεῖνον πού τήν ὁδήγησε ἀπό τό σκοτάδι τῆς πλάνης στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή τήν εὐγνωμοσύνη ἐκδηλώνει καί μέ τίς ἑορτές τῶν «ΠΑΥΛΕΙΩΝ». Εἶναι δέ ἄξιο πολλῆς προσοχῆς τό ὅτι τά θέματα, πού ἐπιλέγονται κάθε χρόνο, εἶναι σύγχρονα, πρωτότυπα καί ἐνδιαφέροντα. Γι᾽αὐτό καί αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσω τή βαθειά μου ἐκτίμηση καί τόν δίκαιο ἔπαινο πρός τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας κ.κ. Παντελεήμονα, τούς ἐκλεκτούς συνεργάτες του καί τούς ἀξιόλογους ὁμιλητές, πού τά ἐμπνέονται καί τά ἀναλύουν μέ αἴσθημα εὐθύνης καί ἐπιστημονικότητα, χωρίς νά παραθεωροῦν καί τό οἰκοδομητικό στοιχεῖο τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς γνωστόν τό ἔτος 2016 ἔχει ἀνακηρυχθεῖ ἀπό τήν UNESCO ὡς «Ἐπετειακό ἔτος Ἀριστοτέλη», μέ ἀποκορύφωμα τό «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ». Τό Συνέδριο αὐτό ἔδωσε τό ἔναυσμα στά «ΠΑΥΛΕΙΑ» νά ἀσχοληθοῦν μέ τό θέμα: «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ».
Ἡ πρώτη ἀντίδραση, στό ἄκουσμα τοῦ θέματος, θά μποροῦσε νά εἶναι ἄν μή ἀρνητική πάντως ἀδιάφορη, μέ τή σκέψη: τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει, μέ τούς φιλοσόφους καί τή φιλοσοφία, ἕνας ἄνθρωπος σάν τόν Παῦλο, πού δέν θεώρησε ἐπιτρεπτό στόν ἑαυτό του νά γνωρίζει μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τίποτε ἄλλο «εἰ μή Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α´Κορ. β´2);
Καί ὅμως ὁ Παῦλος, πού ἐξελέγη ἀπό τόν Χριστόν γιά νά βαστάσει τό ὄνομά Του «ἐνώπιον ἐθνῶν καί βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ» (Πράξ. θ´15) δέν ἦταν ἄμοιρος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Αὐτό ὑπονοεῖ, ὅταν δίνοντας τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς του στόν ρωμαῖο χιλίαρχο κατά τή σύλληψή του στά Ἱεροσόλυμα, τοῦ λέγει: «Ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι Ἰουδαῖος Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης» (Πράξ κα΄39). Καί ἀμέσως μετά στρεφόμενος πρός τούς συμπατριῶτες του Ἰουδαίους τό ἴδιο ἐπαναλαμβάνει: «Ἐγώ εἰμι ἀνήρ Ἰουδαῖος, γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας» (Πράξ. κβ΄3).
Ἡ ἀναφορά τοῦ Παύλου στή πόλη πού γεννήθηκε δέν εἶναι ἄσκοπη καί τυχαία. Ἡ Ταρσός, ἡ πατρίδα του, ἦταν τόπος πανάρχαιας παγκόσμιας ἐπικοινωνίας. Τό σύνορο δύο πολιτισμῶν: τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ τῆς Δύσης καί τοῦ Σημιτικοβαβυλωνιακοῦ τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ ἱστορικός Στράβων μᾶς πληροφορεῖ ὅτι, κατά τήν ἐποχή πού ἔζησε ὁ Παῦλος, ἡ Ταρσός ἦταν ἀνώτερη ἀπό τήν Ἀθήνα καί τήν Ἀλεξάνδρεια στήν παιδεία καί τή φιλοσοφία. Εἶχε γίνει ἕδρα πολλῶν στωϊκῶν φιλοσόφων, ἀνώτερος τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Ἀθηνόδωρος πού καταγόραν ἀπό τήν Ταρσό. Τά ἠθικά διδάγματα τοῦ Ἀθηνοδώρου συγγένευαν μέ τά χριστιανικά. Οἱ ἰδέες του συζητοῦνταν καί διδάσκονταν στήν πόλη, ὅπου ζοῦσε ὁ Παῦλος. Ἔτσι ὁ νεαρός Ταρσεύς ἔμαθε ἀρκετά γιά τήν ἑλληνική φιλοσοφία, καί κάποιες φράσεις τίς εἶχε ἀποστηθίσει, ὅπως φαίνεται στίς ὁμιλίες του καί τίς ἐπιστολές του, ὅπως ἐκείνη πρός τούς Ἀθηναίους: «ἐν αὐτῷ κινούμεθα καί ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι» (Πράξ. ιζ΄28).
Τό περιβάλλον, λοιπόν, τοῦ Παύλου, τό χαρακτήριζε ἡ ἑλληνική μόρφωση, ἡ ἑλληνική γλώσσα καί ἡ ἑλληνική κοινοτική ζωή. Ἔτσι ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἔμαθε τά ἑλληνικά ἄριστα, τά ὁποῖα μιλοῦσε σάν μητρική του γλώσσα, καί κατά συνέπεια μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀρχική καί βασική παιδεία τοῦ Παύλου στήν Ταρσό ἦταν ἑλληνική. «Ἐδῶ σ᾽αὐτό τόν ἀέρα ἔπρεπε νά ἀνατραφεῖ ὁ μελλοντικός κήρυκας τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας, τῆς ὁποίας τήν πνοή αἰσθάνεται κάθε μελετητής τῶν ἐπιστολῶν του» (Γαλ. ε´1).
Ἰουδαϊκή ἀνατροφή καί ἑλληνική ἐκπαίδευση. Αὐτοί εἶναι, κατά τήν ὁμολογία του, οἱ δύο ἄξονες πάνω στούς ὁποίους οἰκοδομήθηκε ἡ προσωπικότητά του. Κι ἔτσι θά μπορέσει νά κηρύξει στόν κόσμο τήν ἐξ ἀποκαλύψεως πίστη, πού στέκεται πάνω ἀπό ὅλες τίς φυλές καί τάξεις.
Ὅταν ἀργότερα θά ἐπισκεφθεῖ τήν Ἀθήνα καί θά διαλεχθεῖ στόν Ἄρειο Πάγο μέ «τινάς» «τῶν Ἐπικουρείων καί Στωϊκῶν φιλοσόφων» (Πράξ. ιζ΄18), θά τούς ἀντιμετωπίσει μέ φρόνηση, σύνεση, λεπτότητα, πληρότητα καί εὐγένεια. Στόν ἀποστολικοφιλοσοφικό λόγο του στόν Ἄρειο Πάγο ἀρχίζει ἀπό τά ἀρχαιότατα καί ἔρχεται στά νεότατα. Καί τά δύο αὐτά γιά τούς Ἀθηναίους εἶναι νέα. Καί τούς δείχνει τήν ἀρχή καί τό τέλος ὅλων τῶν πραγμάτων, γιά τά ὁποῖα οἱ Ἀθηναῖοι φιλόσοφοι συνήθιζαν νά συζητοῦν τόσο πολύ, καί μέ ἐξαιρετική δεξιότηττα ἀναιρεῖ καί τούς Στωϊκούς καί τούς Ἐπικουρείους.
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος ἀπευθύνεται πρός τούς Ἰουδαίους καί τούς «σεβομένους τόν Θεόν» ἐθνικούς, πού λάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό, χρησιμοποιοῦσε ἐπιχειρήματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη γιά νά τούς ἀποδείξει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ἀπευθυνόταν σέ ἐθνικούς, πού λάτρευαν τούς ψευδεῖς Θεούς καί ἦταν «ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ», ὁ Παῦλος προκειμένου νά τούς ὁδηγήσει στή γνώση τοῦ Δημιουργοῦ, τούς μιλοῦσε γιά τά ἔργα τῆς Δημιουργίας καί τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ φιλοσοφία εἶναι κάτι τό ἐνδοκόσμιο, κάτι τό ὁποῖο περικλείεται στά στενά ὅρια τῆς φύσεως. Ἐνῶ ἡ χριστιανική διδασκαλία τήν ὁποία μεταφέρουν στόν κόσμο ὁ Παῦλος καί οἱ συναπόστολοί του εἶναι κάτι πού ὑπερβαίνει τά ὅρια τοῦ παρόντος κόσμου καί εἰσέρχεται στόν κόσμο τοῦ «ἐπέκεινα», τόν κόσμο τοῦ Θεοῦ καί τῆς χάριτος. Αὐτό διακηρύσσει μέ σαφήνεια μοναδική ὁ Μεγάλος Ἀπόστολος. Ἡ δύναμη τῆς πίστεώς μας γράφει δέν στηρίζεται στή σοφία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά στή σοφία τοῦ θεοῦ: «Σοφίαν δέ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δέ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδέ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων· ἀλλά λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ τήν ἀποκεκρυμμένην (…), ἥν οὐδείς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν» (Α΄Κορ. β΄6-7).
Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι προσπάθησαν νά βοηθήσουν τόν ἄνθρωπο ὅσο κανείς ἄλλος ἔξω τοῦ χώρου τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Παρ’ὅλα αὐτά ὅμως ἀπό τόν ἄνθρωπο τῶν ἑλληνορωμαϊκῶν χρόνων ἔλειπε τό ζωοποιό πνεῦμα. Μέ τήν ἀποκάλυψη τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας, τῆς ὁποίας διαπρύσιος κήρυκας ὑπῆρξεν ὁ Παῦλος, καί ὁ τελευταῖος «χειρῶναξ», ὅπως λέγει ὁ Τερτυλιανός, διδάχθηκε τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζει γιά τόν ἑαυτό του ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νά γνωρίζει.
Γι’αὐτή τή μεγάλη προσφορά τοῦ Παύλου ὀφείλουμε ἀπέραντη τήν εὐγνωμοσύνη μας στό σεπτό πρόσωπό του, πού μέ τούς ἀγῶνες καί τίς θυσίες του, τό λόγο καί τή ζωή του μᾶς ἐλεύθερωσε ἀπό τήν πλάνη καί τίς ἡμίφωτες σήρραγγες τῆς θύραθεν κοσμικῆς σοφίας καί μᾶς ἄνοιξε διάπλατα τούς ὁρίζοντες τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις εὐχόμαστε ὅπως καί τό ἐφετινό Διεθνές Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας ἀποτελέσει μια ἀκόμη συμβολή, ὥστε ὁ καθένας μας νά οδοιπορεῖ πρός τήν ἐν Χριστῷ θέωση. Θά τό ἐπιτύχουμε, ἀρκεῖ, σέ κάθε στιγμή, ὅπου καί ἄν βρισκόμαστε, νά μετουσιώνουμε σέ ζωή καί πράξη τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄, 20).
Μετ’ ἐγκαρδίων εὐχῶν
† ὁ Κύπρου Χρυσόστομος
Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου,
27 Μαῒου 2016.