Ιερός Ναός Παναγίας Φανερωμένης: Τελέστηκε το Εθνικό Μνημόσυνο των Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821
Την Κυριακή, 3 Ιουλίου 2016, η Α.Μ. ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και προέστη του επισήμου μνημοσύνου του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των συν Αυτώ μαρτυρησάντων Αρχιερέων, Ιερέων και Λαϊκών κατά την 9ην Ιουλίου 1821, στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης στη Λευκωσία.
Μετά το πέρας των ιερών μνημοσύνων ακολούθησε κατάθεση στεφάνων στο μνημείο των Εθνομαρτύρων που βρίσκεται στο προαύλιο της Εκκλησίας.
Τον Επιμνημόσυνο Λόγο εκφώνησε η Α.Ε. ο Πρέσβης της Ελλάδος στην Κύπρο κ. Ηλίας Φωτόπουλος.
Διαβάστε τον Επιμνημόσυνο Λόγο πιο κάτω….
*******************************************
Ομιλία του Πρέσβεως της Ελλάδας κου Ηλία Φωτόπουλου
κατά το μνημόσυνο του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κυπριανού
και των Εθνομαρτύρων της 9ης Ιουλίου 1821
(Ιερός Ναός Φανερωμένης Λευκωσίας, 3.7.2016)
Η εκδήλωση μνήμης στην οποία παριστάμεθα σήμερα αποτελεί έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε έναν από τους σημαντικότερους ιεράρχες του Ελληνισμού, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Η ιστορία επεφύλαξε στον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό να είναι από τους πρώτους που βίωσαν την σκληρότητα του κατακτητή όταν σήμανε η ώρα του απελευθερωτικού αγώνα του σκλαβωμένου ελληνισμού.
Γεννημένος το 1756 στον Στρόβολο, συνειδητοποίησε από τα νεανικά του χρόνια ότι ήταν προορισμένος να υπηρετήσει την Ορθοδοξία. Γίνεται δόκιμος στη Μονή Μαχαιρά και λίγο αργότερα μεταβαίνει στην Βλαχία, κοντά στον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, όπου και φοίτησε σε ανώτερη σχολή. Με την επιστροφή του στην Κύπρο το 1802, διορίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο Οικονόμος της Αρχιεπισκοπής.
Τα χρόνια που διέμεινε στη Βλαχία, μία από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες που, με Ελληνες επικεφαλής, λειτούργησαν ως φυτώρια των προοδευτικών ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, συνειδητοποιεί την σημασία της παιδείας για την σκλαβωμένη νεολαία του Ελληνισμού.
Δεν είναι τυχαίο ότι από τα πρώτα έργα του ως Αρχιεπισκόπου ήταν η ίδρυση της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας, στη θέση που βρίσκεται σήμερα το Παγκύπριο Γυμνάσιο.
Εμποτισμένος με τις ιδέες του διαφωτισμού, που τότε κυριαρχούσαν σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν άργησε να μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και να στηρίξει με κάθε τρόπο το μεγάλο σχέδιο της απελευθέρωσης του γένους, αντιλαμβανόμενος, ταυτόχρονα, ότι στην Κύπρο, όσο και αν έκαιγε η φλόγα της ελευθερίας, ήταν επιβεβλημένη η επίδειξη αυτοσυγκράτησης.
Οταν τον Μάρτιο του 1821 ήρθε η ώρα του ξεσηκωμού, γνώριζε ότι παρά την ψυχραιμία και εγκαρτέρηση που επέδειξε, ο ίδιος και μαζί του και ο κυπριακός λαός, η εκδικητική μανία του δυνάστη δεν θα αργούσε να ξεσπάσει.
Ο κατακτητής γνώριζε τη δύναμη της θρησκείας και την απήχησή της στην ελληνική ψυχή. Γνώριζε τον σεβασμό και την αναγνώριση που ο Ελληνισμός, όπου και αν ζει, επιφυλάσσει στους ιεράρχες του.
Ο Κυπριανός, σαν αληθινός ηγέτης, σαν αληθινός πατέρας του ποιμνίου του, φωτισμένος και προικισμένος με τη δύναμη της πίστης, την πνευματικότητα του ιεράρχη αλλά και την οξύτατη πολιτική κρίση ενός σοφού ηγέτη, έλαβε την απόφαση που επέβαλε η ιστορική συγκυρία.
Αρνήθηκε να ακούσει την φωνή της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης, μαζί με εκείνη των δικών του ανθρώπων, που τον προέτρεπαν να φύγει από την Κύπρο προκειμένου να διασώσει εαυτόν. Είχε συνειδητοποιήσει από καιρό ότι, εάν εγκατέλειπε την Κύπρο και την ιεραρχική του καθέδρα, μπορεί πράγματι να σωζόταν ο ίδιος, η μανία του δυνάστη, όμως, θα ξεσπούσε στο ποίμνιό του.
Από τις 9 Ιουλίου, ημέρα Σάββατο, άρχισαν οι πρώτοι απαγχονισμοί και κράτησαν μέχρι τις 14. Πρώτος ο Αρχιεπίσκοπος. Ακολουθούν οι Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος. 470 άνθρωποι χάθηκαν. Ακόμη περισσότεροι ήταν εκείνοι που υπέφεραν και βασανίστηκαν, σε εκείνη την πρωτοφανή επίδειξη αγριότητας που ακολούθησε.
Η ιστορική εκείνη απόφαση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού δεν συνιστά μόνο μία κορυφαία πράξη γενναιότητας και αυτοθυσίας, χαραγμένη πλέον στην ιστορία του Ελληνισμού και στην καρδιά και στην παράδοση ενός ολόκληρου λαού. Η λαϊκή παράδοση, για να τον τιμήσει, έφτιαξε στίχους δυνατούς, συγκινητικούς, όπως η θυσία του. Είναι και μία πράξη που κατατάσσει τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό ανάμεσα στους μέγιστους εθνομάρτυρες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, όπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε’, ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυστόστομος, που επίσης θυσιάστηκαν στον βωμό του μαρτυρίου. Πρωτίστως, όμως, αποτελεί μία πράξη από εκείνες που είναι γραμμένες στην ιστορία μας με χρυσά γράμματα, ως ύψιστη προσφορά στο έθνος μας και που συνθέτουν την μαγιά της φυλής και της ιστορίας μας.
Εκείνη τη μαγιά που δημιουργεί το προζύμι από το οποίο πλάθονται οι επόμενες γενιές. Μία μαγιά εμποτισμένη με όλο το μεγαλείο ψυχής και όλη τη γενναιότητα από τις οποίες είναι γεμάτη η ιστορία του Ελληνισμού. Είναι, επομένως, η θυσία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού μία από εκείνες τις πράξεις που έμειναν στην ιστορία για να μας θυμίζουν ποιοί είμαστε εμείς οι Ελληνες, από πού ερχόμαστε και ποιός είναι ο προορισμός, η αποστολή, το πεπρωμένο μας.
Μας υπενθυμίζουν την καταγωγή μας και μας αφυπνίζουν για το μέλλον μας και την πορεία που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, σεβόμενοι τούτη τη μοναδική κληρονομιά πολιτισμού, ηρωισμού, γενναιότητας, γενναιοψυχίας. Την ίδια βαρειά κληρονομιά που είμαστε επιφορτισμένοι με το ιερό χρέος να διαφυλάξουμε και να τη μεταλαμπαδεύσουμε στις νεώτερες γενιές.
Με στόχο την συνέχεια του Ελληνισμού και της ιστορικής μας πορείας. Μία πορεία που και σήμερα, όπως πάντοτε, διανύουμε μαζί, Κυπριακή και Ελληνική Δημοκρατία, δύο σύγχρονα, κυρίαρχα κράτη, αντιμέτωποι με τις σύγχρονες προκλήσεις και με κοινό στόχο πάντοτε την πραγμάτωση των δικαίων του Ελληνισμού. Δύο κράτη, ένα έθνος, που βρισκόμαστε και σήμερα ενώπιον μίας κομβικής στιγμής της ιστορίας μας.
Απέναντι σε προκλήσεις και υπό συνθήκες που μπορεί να διαφέρουν από εκείνες του 1821, αλλά που εξ ίσου δοκιμάζουν τις δυνάμεις μας, την αντοχή μας ως έθνος. Ως μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας, ενός από τους ισχυρότερους πόλους ειρήνης, σταθερότητας, δημοκρατίας και ανάπτυξης στην σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα, Κυπριακή Δημοκρατία και Ελλάδα, αποτελούμε και οι δύο μία εγγύηση στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου αλλά και ευρύτερα. Συμμετέχουμε ισότιμα στο ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι, με σύμμαχο το διεθνές δίκαιο, εφόδιο τις οικουμενικές αρχές και αξίες του Ελληνισμού και γνώμονα την ανάπτυξη και ευημερία των πολιτών μας σε ένα περιβάλλον ειρήνης, σταθερότητας, δημοκρατίας. Διεκδικούμε τη θέση που μας αξίζει και προασπίζουμε τα δίκαιά μας, χωρίς να επιβουλευόμαστε τα δίκαια των άλλων.
Και στη μεγάλη προσπάθεια για την επίλυση του Κυπριακού, η Ελλάδα στέκεται δίπλα στην Κυπριακή Δημοκρατία, στηρίζοντας με κάθε τρόπο την προσπάθεια αυτή και την επίτευξη του επιθυμητού στόχου, που δεν είναι άλλος από μία λύση δίκαιη, βιώσιμη, λειτουργική, σύμφωνη με τις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, την κατάργηση των εγγυήσεων και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά, εξακολουθούμε να στεκόμαστε με δέος μπροστά στη θυσία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και όσων χάθηκαν μαζί του.
Υποκλινόμαστε με σεβασμό στο υψηλό πνευματικό τους ανάστημα και αποτίουμε φόρο τιμής στο μεγαλείο και τη γενναιότητα ψυχής που επέδειξαν, αναβιβασθέντες πλέον για πάντα στο πάνθεον των μαρτύρων της πίστεως και της πατρίδας.
Αναλαμβάνουμε το ύψιστο χρέος να μεταδώσουμε στη νέα γενιά τα μηνύματα της αυταπάρνησης, του καθήκοντος και της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο.
Μόνον οι λαοί που διέπονται από αυτές τις Αρχές έχουν μέλλον. Οι υπόλοιποι, που θα συνεχίσουν να εμπνέονται από το πνεύμα του ευδαιμονισμού και της αδιαφορίας, θα καταλήξουν εκεί που κατέληξαν παλαιοί και ισχυροί πολιτισμοί. Στην αναζήτηση μόνο μίας παλιάς ιστορίας που έσβησε, χωρίς συνέχεια και απογόνους.