Προσφώνηση του Μητροπολίτη Μολδαβίας και Μπουκοβίνας κ. Θεοφάνους στην Παρουσίαση του βιβλίου «Θεονύμφευτος Κόρη. Η Παναγία Χρυσελεούσα Στροβόλου και τα κειμήλιά της» (18 Μαρτίου 2017)

Προσφώνηση του Μητροπολίτη Μολδαβίας και Μπουκοβίνας κ. Θεοφάνους στην Παρουσίαση του βιβλίου «Θεονύμφευτος Κόρη. Η Παναγία Χρυσελεούσα Στροβόλου και τα κειμήλιά της» (18 Μαρτίου 2017)

Προσφώνηση του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Ιασίου και Μητροπολίτη Μολδαβίας και Μπουκοβίνης κ. Θεοφάνους

επί τη ευκαιρία της εορτίου μνήμης του Εθνο-Ιερομάρτυρος Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού (1756-1821),

Λευκωσία, 18 Μαρτίου 2017.

 

 

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου κ. Χρυσόστομε,

Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατοι Άγιοι Αρχιερείς,

Κύριε πρόεδρε της εκκλησιαστικής επιτροπής Χρυσελεούσης Στροβόλου,

Αξιότιμοι εκπρόσωποι των Πολιτικών και Τοπικών Αρχών,

Κυρίες και κύριοι,

 

Μολονότι οι ρουμανο-κυπριακές σχέσεις έχουν λίγο μελετηθεί, αποτελούν εδώ και περισσότερο από πέντε αιώνες μια σημαντική σελίδα της ιστορίας. Η πρώτη αναφορά σε αυτές χρονολογείται από τα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα και αφορούσε το εμπόριο διά θαλάσσης μεταξύ Μολδοβλαχίας και Κύπρου[1]. Ασφαλώς όμως υπήρχαν σχέσεις μεταξύ των Ρουμανικών Πριγκιπάτων και της Κύπρου και πριν από τον δέκατο πέμπτο αιώνα. Στη συνέχεια, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών έγιναν στενότερες και έχουν αναπτυχθεί γνωρίζοντας και μια διαφοροποίηση του περιεχομένου τους. Στην ιστορία των διμερών σχέσεων πέραν από τις εμπορικές σχέσεις καταγράφονται πολιτικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί δεσμοί[2].

Βαρύνουσα σημασία είχαν οι εκκλησιαστικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες για το λόγο ότι και τα δύο έθνη έχουν την ίδια Ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Αναμφιβόλως αυτό το γεγονός αποτέλεσε τον κύριο συνδετικό κρίκο για την  αλληλογνωριμία και τη συνεργασία μεταξύ των  αδελφών  χριστιανών των δύο χωρών σε όλους τους παραπάνω τομείς.  Αναφορικά με τις πρώτες εκκλησιαστικές επαφές αναφέρουμε την παρουσία στη Βλαχία του νεαρού Κύπριου μοναχού Λουκά, ο οποίος  έγινε αργότερα Επίσκοπος του Μπουζάου και Μητροπολίτης του Ταργκοβίστε. Κατά πάσα πιθανότητα ο Λουκάς λόγω της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο στα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα, μετέβη στη Μολδοβλαχία, όπου αφοσιώθηκε από νεαρά ηλικία στη μοναστική ζωή και διδάχθηκε εκεί την τέχνη της καλλιγραφίας[3], την οποία μάλιστα καλλιέργησε σε τέτοιο βαθμό τελειότητας ώστε αργότερα να γίνει δημιουργός καλλιγραφικού ρεύματος[4] Ο Λουκάς έμεινε στην ιστορία για το εκκλησιαστικό, πολιτιστικό, κοινωνικό και πολιτικό του έργο.

Μια σημαντική σελίδα στην ιστορία των ρουμανο-κυπριακών σχέσεων αποτελεί ο δέκατος όγδοος αιώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Ανατολής καταπιέζονταν όλο και περισσότερο από τους Οθωμανούς, οι οποίοι τους επέβαλαν αμέτρητους και αφόρητους φόρους. Εκείνη την εποχή οι Ρουμανικές Ηγεμονίες απολάμβαναν κάποια κοινωνική, οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία. Επσημαίνουμε εδώ την παρουσία στη Μολδοβλαχίας, τόσο στο Βουκουρέστι όσο και στο Ιάσιο, πολλών αντιπροσώπων των παλαίφατων Ορθόδοξων Πατριαρχείων και των εκκλησιαστικών και μοναστικών ιδρυμάτων του Αγίου Όρους και της Κύπρου. Αυτοί, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν πεφωτισμένοι άνθρωποι, με βαθιά μόρφωση, συνέβαλαν κατά πολύ στη θρησκευτική, πνευματική, πολιτιστική και εκπαιδευτική ζωή στις Ρουμανικές Ηγεμονίες, από τις οποίες ελάμβαναν με τη σειρά τους γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια για τη συνέχιση και την υποστήριξη της χριστιανικής ζωής στους τόπους καταγωγής τους . Άξιες μνείας είναι εν προκειμενω οι σχέσεις που είχαν οι Ιερές Μονές Κύκκου[5] και Μαχερά[6] με τους ηγεμόνες και τους μητροπολίτες του Ιασίου και του Βουκουρεστίου και η παρουσία στη Μολδοβλαχία του Εθνομάρτυρος Αρχιεπίσκόπου Κύπρου Κυπριανού, τη μνήμη του οποίου τιμούμε  σήμερα. Από την περίοδο που αυτός έζησε στη Μολδαβία αναφέρουμε ορισμένα γεγονότα. Ο Κυπριανός ήρθε στη Μολδοβλαχία το 1783 ως ακόλουθος του θείου του Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπου‧ και οι δύο ήταν μέλη της κοινότητας της Μονής Μαχαιρά, η οποία είχε περιέλθει εκέινα τα χρόνια σε πολύ δυσμενή οικονομική κατάσταση[7]. Στη Μολδαβία θα μείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρατηρώντας και εκτιμώντας τον χαρακτήρα και τα προσόντα του διακόνου Κυπριανού ο ηγεμόνας της Μολδαβίας, Μιχαήλ Σούτσου, τον ενθαρρύνει να γίνει ιερέας. Χειροτονήθηκε ιερέας και προσελήφθη ως εφημέριος του Ηγεμονικού ναού του Ιασίου. Με τη βοήθεια του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου, επίσης σπούδασε θεολογία και φιλολογία στη φημισμένη Ηγεμονική Ακαδημία της πρωτεύουσας της Μολδαβίας.[8]

Το 1802 μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια που έζησαν στις Ρουμανικές Ηγεμονίες, ο ιερομόναχος Κυπριανός και ο θείος του Χαράλαμπος επέστρεψαν στην Κύπρο στην Ιερά  Μονή Μαχαιρά, τη Μονή της μετανοίας τους, φέρνοντας μαζί τους δωρεές σε χρήματα και πολύτιμα αντικέιμενα. Άξιος υπηρέτης της Εκκλησίας, διακρινόμενος από υπευθυνότητα και αγάπη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους, αφού έφερε σε πέρας πολλά διακονήματα και εργασιες που του ανατέθηκαν, ο ιερομόναχος Κυπριανός εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Σε αυτό το υψηλό αξίωμα ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός φάνηκε ένας καλός πνευματικός καθοδηγητής, αγαπώντας το λογικό του ποίμνιο, εργαζόμενος με ζήλο για την κατά Χριστόν μόρφωση των ποιμενομένων του, μέσω της δημιουργίας σχολών και ιδρυμάτων για την προώθηση των πολιτιστικών ελληνικών αξιών και των πνευματικών αρχών της χριστιανικής πίστης.  Έμείνε στην ιστορία και για την υποστήριξή του για την απελευθέρωση του λαού του από τον τουρκικό ζυγό. Εξάλλου αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την ομολογία της χριστιανικής πίστης του κόστισε αυτού του καλού πνευματικού ποιμένα, τη ζωή. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός εκτελέστηκε από τους Τούρκους στις 9 Ιουλίου 1821.

  Με την ευκαιρία αυτή δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε και τον πρίγκιπα Αλ. Υψηλάντη, ο οποίος ξεκίνησε τον αγώνα για την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό στην πρωτεύουσα της Μολδαβίας, στο Ιάσιο. Επίσης, στο Ιάσιο συναντάμε και σήμερα πολλά σημάδια της ελληνικής παρουσίας στη Μολδαβία‧ ένα από αυτά είναι το άγαλμα που τοποθετήθηκε το 2015 στην Πλατεία της Ρουμανο-Ελληνικής Φιλίας προς τιμή του Εθνομάρτυρος Αρχιεπισκόπου Κυπριανού.

Έχοντας αυτή τη σελίδα εκκλησιαστικής ιστορίας γραμμένη από τους προγόνους μας, ελπίζουμε στη συνέχιση και την ενίσχυση των σχέσεών μας, βασιζόμενοι και στο γεγονός ότι στην Κύπρο βρίσκεται μια σημαντική ρουμανική κοινότητα, πολλοί Ρουμάνοι ιερείς με τις οικογένειές τους έχουν εγκατασταθεί εδώ και διακονούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου και παράλληλα πολλοί Κύπριοι επιχειρηματίες βρίσκονται στη Ρουμανία.

Σήμερα, την παραμονή της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως, εκφράζουμε την ελπίδα μας, ότι η δύναμη του Σταυρού του σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού θα χαρίσει στον ευσεβή Κυπριακό λαό την ίδια αποφασιστικότητα που έχει δείξει σε όλη την ιστορία του για τη βίωση, την προώθηση και την υπεράσπιση των χριστιανικών αξιών. Ευχόμαστε όπως ο Θεός βοηθήσει και στην αποκατάσταση της ενότητας του λαού και του εδάφους της μεγαλονήσου.

Αναμφισβήτητα οι προσευχές του σεβάσμιου αρχιεπισκόπου  Κυπριανού στρέφονται προς τον Θεό για την εκπλήρωση αυτού του ιερού πόθου του Κυπριακού λαού και είμαι βέβαιος ότι στις προσευχές του συμπεριλαμβάνεται και ο ευσεβής λαός της Μολδαβίας, τον οποίο για 20 χρόνια τον έχει γνωρίσει δια ζώσης και τον αγάπησε, τον διακόνησε και ταυτίστηκε με τα ιδεώδη του, τα οποία κατ` ουσίαν ήταν και εκείνα του Κυπριακού λαού, όπως και άλλων χριστιανικών λαών που βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις.

Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμότατα τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, για την πρόσκληση ίνα συμμετάσχω σ`αυτή την ωραία εκδήλωση και εορτή. Η παρουσία μας σήμερα εδω ανάμεσά σας αποτελεί πηγή άφατης χαράς και ορατή εκδήλωση των σχέσεων των Ορθόδοξων Εκκλησιών Κύπρου και Ρουμανίας στο πνεύμα της εν Χριστώ ενότητας. Σας διαβιβάζω τον αδελφικό χαιρετισμό και την εν Χριστό αγάπη του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ρουμανίας κ. Δανιήλ, μαζί με την προσευχή που απευθύνει στο Θεό για τον ευσεβέστατο Κυπριακό λαό.

Είθε οι πρεσβείες και η  ευλογία του Ιερομάρτυρος Αρχιεπισκόπου Κυπριανού να είναι μαζί μας!

 

————————————————–

[1] Ariadna Camarino-Cioran, «Relation roumano-chypriotes», στο Revue des études sud-est européennes, Tome XV, 1977, αρ. 3, σ. 494.

[2] Αυτόθι, σ. 494-508.

[3] Mircea Păcurariu, «Legăturile bisericești ale Țărilor Române cu insula Cipru», στο Revista Mitropolia Olteniei, An XXXI, αρ. 10-12, 1979, σ. 686.

[4] N. Iorga, «Danii românești în Cipru», στο Revista Istorică,  An V, Nr. 3, Μάρτιος, 1919, σ. 47.

[5] M. Beza, «Biblioteci mănăstirești în Palestina, Chipru și Muntele Sinai», στο Revista Academiei Române.  Memoriile secțiunii literare, Seria III, Tomul VI, 1932, σ. 210.

[6] Αυτόθι, σ. 212.

[7] Ariadna Camarino-Cioran, οπ. παρ., σ. 507.

[8] Αυτόθι.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post