44 χρόνια από την μαύρη επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο
Πέντε και 30 το πρωί, ώρα έναρξης της εισβολής, ήχησαν οι σειρήνες.
Με μνημόσυνα, παρακλήσεις και άλλες εκδηλώσεις λαός και Πολιτεία στις ελεύθερες περιοχές θυμούνται και αποτίουν φόρο τιμής στους αγωνιστές της ελευθερίας, ενώ την ίδια ώρα στα κατεχόμενα οργανώνονται πανηγύρια για την εισβολή.
Στις οκτώ το πρωί ψάληκε στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, παρουσία του προέδρου Αναστασιάδη, επιμνημόσυνη δέηση και έγινε κατάθεση στεφάνων υπέρ των πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών κατά την τουρκική εισβολή. Την Εκκλησία Κύπρου εκπροσώπησε ο Πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αποστόλου Βαρνάβα Αρχιμ. κ. Ιωάννης Ιωάννου. Εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης παρέστη και κατέθεσε στεφάνι ο Υπουργός Αμύνης κ. Πάνος Καμμένος.
Στις δέκα το πρωί, στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης στην ημικατεχόμενη Λευκωσία, παρουσίᾳ του Προέδρου της Δημοκρατίας και προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου, ως εκπροσώπου του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου, τελέστηκε μνημόσυνο και αναπέμφθηκε δέηση για απελευθέρωση της Κύπρου, επιστροφή των προσφύγων στις πατρογονικές εστίες και ανεύρεση των αγνοουμένων.
Τον μαύρο εκείνο Ιούλιο του 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις με την κωδική ονομασία «Αττίλας» και με πρόσχημα την επαναφορά της συνταγματικής τάξης, η Τουρκία εισέβαλε στο νησί μας σπέρνοντας το θάνατο και την καταστροφή.
Παρά το πέρασμα του χρόνου, οι μνήμες παραμένουν νωπές. Στις 20 Ιουλίου 1974, σαράντα περίπου χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της Τουρκικής Αεροπορίας και του ναυτικού εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η απόβαση των Τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε ως αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Περίπου 200.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 νεκροί, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι.
Ο Τουρκικός στόλος επιτέθηκε στο λιμάνι της Κερύνειας και τα σημεία όπου βρίσκονταν ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Δυνάμεις αλεξιπτωτιστών ρίχτηκαν σε περιοχές τουρκοκυπριακές και στην τουρκοκυπριακή συνοικία της Λευκωσίας.
Οι εισβολείς διέθεταν όλα τα σύγχρονα όπλα της εποχής. Αντίσταση άξια λόγου πρόβαλε η ΕΛΔΥΚ και ορισμένα σώματα Κυπρίων Εθνοφρουρών, πολλοί από τους οποίους σκοτώθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή χάθηκαν τα ίχνη τους.
Στο μεταξύ στην Ελλάδα έγινε γενική επιστράτευση και κινητοποίηση στρατού, αλλά το ελληνικό καθεστώς, η Χούντα των Συνταγματαρχών, δεν προχώρησε παραπέρα και δεν αντέδρασε στρατιωτικά.
Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του «Αττίλα» είναι χλιαρή.
Περισσότεροι από 43.000 βαριά οπλισμένοι στρατιώτες από την Τουρκία παραμένουν ακόμη στις κατεχόμενες περιοχές. Σημειώνεται ότι, ξεκινώντας από το Ψήφισμα 353 της 20ής Ιουλίου 1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας, ο ΟΗΕ έχει κάνει εκκλήσεις για «άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία» και για «απομάκρυνση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που η παρουσία του δεν προβλέπεται από διεθνείς συμφωνίες».
Η Τουρκία μέχρι και σήμερα στερεί από τους εκτοπισμένους Ελληνοκυπρίους το δικαίωμα να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους. Το γεγονός αυτό έχει δώσει αφορμή για προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έχει εκδώσει σημαντικές αποφάσεις για τις παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης από την πλευρά της Τουρκίας.
Πέραν της οικονομικής καταστροφής, που προκάλεσε η εισβολή και η βίαιη μετακίνηση πληθυσμού, περισσότερα από 3.000 άτομα σκοτώθηκαν, ενώ περίπου 1.400 Ελληνοκύπριοι παραμένουν αγνοούμενοι. Η Άγκυρα προχώρησε στον συστηματικό εποικισμό των κατεχόμενων περιοχών με παράνομους εποίκους και υποχρέωσε πολλούς Τουρκοκυπρίους να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη και αλλού. Έτσι, οι έποικοι υπερτερούν αριθμητικά των γηγενών Τουρκοκυπρίων.
Τον Νοέμβριο του 1983, η Τουρκία υποκίνησε και επιδοκίμασε τη «μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας» στην κατεχόμενη περιοχή από την τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ») δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα άλλο κράτος, πλην της Τουρκίας, η οποία ασκεί τον ουσιαστικό έλεγχό της. Τα ψηφίσματα 541 (1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασαν με κατηγορηματικό τόπο τη μονομερή αυτή ενέργεια, την κήρυξαν άκυρη, ζήτησαν την απόσυρσή της και κάλεσαν όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να μην αναγνωρίσουν την παράνομη αυτή οντότητα.
Ιεροδ. Τριφύλλιος Ονησιφόρου,
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου