Θεία Λειτουργία Μεγάλης Πέμπτης στον ι. ν. Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Τρυπιώτη) στη Λευκωσία
Στον ιστορικό Ιερό Ναό Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Τρυπιώτη) στην εντός των τειχών Λευκωσία, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομος.
Η επιλογή του συγκεκριμένου Ιερού Ναού για την τέλεση της μεστής θεολογικών νοημάτων Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου επ’ ευκαιρίᾳ της εορτής της παραδόσεως του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας του Κυρίου προς τους μαθητές Του, δεν είναι τυχαία, αφού 56 χρόνια προηγουμένως, σε αυτό τον Ιερό ναό, έλαβε χώρα η εις διάκονον χειροτονία του Μακαριωτάτου από τον μακαριστό Χωρεπίσκοπο Τριμυθούντος (μετέπειτα Μητροπολίτη Νικαίας) κυρό Γεώργιο Παυλίδη.
Στην αρχιερατική Θεία Λειτουργία έλαβαν μέρος επίσης ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αποστόλου Βαρνάβα Αρχιμ. Ιωάννης Ιωάννου, ο Διευθυντής της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας Κύπρου Πρωτοπ. Κυπριανός Κουντούρης και λοιποί κληρικοί της Αρχιεπισκοπής.
Από τον ιερό Ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Τρυπιώτου η ορατότητα της διχοτόμησης είναι προκλητικά εμφανής. Βρίσκεται δίπλα στην καλούμενη πράσινη γραμμή και όντως μπορείς πότε να ακούς τις καμπάνες των χριστιανικών εκκλησιών της ελεύθερης Κύπρου και πότε τις κραυγές του μουεζίνη από τα κατεχόμενα εδάφη. Μέσα μας νιώθουμε τον πόνο και την εθνική οδύνη για την ημικατεχόμενη Πατρίδα μας, για τους αγνοούμενούς μας, για τους αδικοσκοτωμένους νέους μας, για την ιεροσυλία χιλιάδων κλεμμένων θησαυρών μας, σαράντα πέντε χρόνια μετά· και ο Ελληνισμός τής Κύπρου διέρχεται ακόμη τη Μεγάλη Παρασκευή των Παθών Του· αναβαίνει ακόμη τον Γολγοθά του. Μέρα με τη μέρα, συνειδητοποιούμε όλο και πιο έντονα ότι τα μοναδικά όπλα που μάς απέμειναν είναι η ελληνική μας γλώσσα, μέσω της οποίας θαυμάζουμε το κάλλος του πολιτισμού μας και βιώνουμε τις διαχρονικές του αξίες και η χριστιανική μας θρησκεία, η οποία, καλλιέργησε στον ελληνισμό την ελπίδα και την πίστη και τελικά αναδείχτηκε η Κιβωτός της σωτηρίας τού Γένους μας.
Και μάλιστα τέτοιες μέρες, που είναι στιγμές της έσχατης Αγάπης αλλ’ επίσης και η ώρα της έσχατης προδοσίας. Ο Ιούδας εγκαταλείπει το φως που πλημμύριζε το «Μέγα Ἀνώγαιον» και μπαίνει στο σκοτάδι. «Λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ νύξ» (Ἰω. 13, 30). Γιατί έφυγε; Διότι αγαπούσε, απαντάει το Ευαγγέλιο. Και αυτή η μοιραία αγάπη τονίζεται επαναληπτικά στους ύμνους της Μεγάλης Πέμπτης. «Ὁ τρόπος σου δολιότητος γέμει, παράνομε Ἰούδα· νοσῶν γὰρ φιλαργυρίαν, ἐκέρδησας μισανθρωπίαν · εἰ γὰρ τὸν πλοῦτον ἠγάπας, τί τῷ περὶ πτώχειας διδάσκοντι ἐφοίτας; Εἰ δὲ καὶ ἐφίλεις, ἵνα τί ἐπώλεις τὸν ἀτίμητον;…». Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι αντικείμενο της αγάπης του Ιούδα ήταν ο «χρυσός». Ο χρυσός, το χρήμα εδώ αντιπροσωπεύει όλες τις διεστραμμένες και καταστρεπτικές αγάπες που οδηγούν τον άνθρωπο στην άρνηση του Θεού. Είναι, στην πραγματικότητα αγάπη κλεμμένη από τον Θεό και ακριβώς γι’ αυτό ο Ιούδας είναι ο κλέπτης. Και όταν κάποιος δεν αγαπάει τον Θεό και γενικά η αγάπη του δεν προέρχεται από τον Θεό, ακόμα και τότε ο άνθρωπος αγαπάει και επιθυμεί αλλά ένα σκοτεινό και αυτοκαταστροφικό πάθος που τον οδηγεί στο θάνατο.
Αρχιμ. Τριφύλλιος Ονησιφόρου,
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου