Συνέντευξη του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Μεσαορίας κ. Γρηγορίου στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Αντίλογος» (6 Μαρτίου 2020)

Συνέντευξη του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Μεσαορίας κ. Γρηγορίου στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Αντίλογος» (6 Μαρτίου 2020)

Μικρός προσευχόσασταν; Ποιοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον χαρακτήρα σας; Πότε καταλάβατε ότι θα ακολουθούσατε τον δρόμο της Εκκλησίας; Ποια ήταν η πορεία σας;
Στο ερώτημά σας, μιλώντας γενικά, για την πορεία της ζωής μου, έχω να σας πω τα ακόλουθα. Γεννήθηκα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας το 1968, ενώ όπως είναι γνωστό, η καταγωγή μου είναι από το χωριό Λάρνακας της Λαπήθου της Επαρχίας Κερύνειας, όπου και έζησα μέχρι τον τραγικό Ιούλιο του 1974.

Στην πορεία μου μέχρι σήμερα, ο Θεός μου επιφύλαξε πολλούς ευεργέτες, που με βοήθησαν και με προστάτεψαν: τους γονείς μου, τους πάππους μου, τους διδασκάλους μου, τους κληρικούς και ασφαλώς τους πνευματικούς μου πατέρες.

Πρώτα απ’ όλα από το σπίτι μας, οι γονείς μας, Γεώργιος Χατζηουρανίου και Καλλισθένη το γένος Πετρούδη, έμαθαν εμένα και τα τρία αδέλφια μου να αγαπούμε, να προσευχόμαστε, να εκτιμούμε, να συγχωρούμε, να σεβόμαστε, να είμαστε υπάκουοι. Από το σπίτι ξεκινούν όλα και κατόπιν το σχολείο και η Εκκλησία. Παιδιόθεν αγαπούσα την Εκκλησία. Με πήγαινε στις ακολουθίες και μου μιλούσε γι’ αυτές η γιαγιά μου Κατερίνα, μητέρα της μητέρας μου. Μεγάλωσα, όπως όλα τα παιδιά, στα χωράφια, στα περιβόλια και στις βουνοκορφές του Πενταδακτύλου, αλλά η αγάπη για την Εκκλησία ήταν σταθερή, αν και οι ανάδοχοί μου Στέφανος και Θεοδώρα ήθελαν να με δουν γιατρό.

Κατόπιν, μετά το βίαιο εκτοπισμό μας στις 26 Ιουλίου 1974, απ’ όπου κι αν περάσαμε, τον πρώτο χρόνο στο Παλαιχώρι, τα δύο επόμενα χρόνια στον Τίμιο Πρόδρομο, στη Λευκωσία, και στη συνέχεια στο συνοικισμό Στρόβολος 3, το πρώτο πράγμα που αναζητούσα ήταν ο Ναός και οι άνθρωποί του: Ιερείς, ψάλτες και εν γένει οι συνεργάτες στο έργο της ενορίας. Μαζί η συμμετοχή στις ακολουθίες, στον ευπρεπισμό του Ναού και στα κατηχητικά.

Ένα ενδιαφέρον κομμάτι της προεφηβικής και εφηβικής μου ζωής, που συνέβαλε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μου, ήταν η απασχόληση στο Ζαχαροπλαστείο «ΡΕΞ», επί της οδού Μετοχίου στη Λευκωσία, κατά τις σχόλες και τις καλοκαιρινές διακοπές (1977-1985).

Έπειτα, ένας μεγάλος σταθμός της ζωής μου ήταν η συνάντησή μου με το Μητροπολίτη Κυρηνείας Γρηγόριο (+1994) αρχικά και το Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α΄ (+2006) κατόπι. Έτσι, από το 1981 η χάρις του Θεού με έφερε στις αυλές της Αρχιεπισκοπής, όπου γνώρισα καλύτερα τη ζωή της Εκκλησίας πλησίον Αρχιερέων, άλλων κληρικών και λαϊκών. Συνδέθηκα ιδιαίτερα με τον Άρχοντα Πρωτοψάλτη Θεόδουλο Καλλίνικο, τον οποίο είχα δάσκαλο από την Γ΄ Γυμνασίου μέχρι και την Γ΄ Λυκείου (1981-1985). Διδάχθηκα ωφέλιμα πράγματα πλησίον του. Ο Θεόδουλος Καλλίνικος μάς ενέπνευσε, διδάσκοντάς μας όχι μόνο εκκλησιαστική μουσική, αλλά και με το ήθος του, το χαρακτήρα του και την προσωπικότητα του την εκκλησιαστική.

Κατόπιν, μετέβηκα στην Αθήνα για σπουδές, όπου συνδέθηκα με πνευματικούς ανθρώπους, της Εκκλησίας και του Πανεπιστημίου. Με στήριξαν μέχρι θανάτου δύο άνθρωποι, ο Αρχιμανδρίτης Στέφανος Σαχπελίδης (+2006) και ο Καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος (+2012). Ο πρώτος με καθοδήγησε πλατύτερα και βαθύτερα στη ζωή της Εκκλησίας (1986-2006) και ο δεύτερος με εμπιστεύτηκε στο πανεπιστημιακό του περιβάλλον, ως συνεργάτη στο γραφείο του (1989-2000), και με εισήγαγε στην έρευνα και την επιστήμη, στη ζωή και το έργο των Μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας (1986-2012). Η εμπειρία μου στο Πανεπιστήμιο ως βοηθός καθηγητή μου άνοιξε τους ορίζοντες, από τη μια των σπουδών και της έρευνας και από την άλλη της απόφασής μου να εισέλθω στον κλήρο, όπως παιδιόθεν είχα οραματιστεί, είτε μέσω του μοναχικού βίου και του άγαμου κληρικού, είτε του έγγαμου, οικογενειακού βίου με την υποστήριξη και τη συμπαράσταση της Εκκλησίας και της οικογένειάς μου.

Έτσι, προχώρησα στις μεταπτυχιακές μου σπουδές, πρώτα στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης και έπειτα στον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου.

Δεν μπορώ να λησμονήσω τη στήριξη από τη Μητρόπολη Ηλείας στις σπουδές τις δικές μου και του αδελφού μου Πέτρου. Δύο ευεργέτες μας παραμένουν σταθερά ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός και ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Ανδρέας Σωτηρόπουλος.

Ολοκληρώνοντας και τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, επέστρεψα στην Κύπρο το 2000. Παρακολούθησα το πρόγραμμα της Προϋπηρεσιακής κατάρτισης και παράλληλα ετοιμαζόμουν για την είσοδό μου στον κλήρο. Την 6η Μαΐου 2001 χειροτονήθηκα διάκονος και στις 24 Μαρτίου 2002 ιερομόναχος από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α΄. Την 20η Ιουλίου 2004 έλαβα τη χειροθεσία ως Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός από τον τότε Χωρεπίσκοπο Τριμυθούντος και νυν Μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου κ. Βασίλειο.

Ως κληρικός εργάστηκα περιοδεύων ιεροκήρυκας, μεταβαίνοντας σε όλες τις περιοχές της τότε Αρχιεπισκοπικής περιφέρειας, από τις ορεινές περιοχές (Φτερικούδι, Ασκάς κ.ά.) μέχρι το Παραλίμνι, και παράλληλα προσέφερα υπηρεσία ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Επίσκοπος εξελέγηκα, με εισήγηση του Μακαριωτάτου, και χειροτονήθηκα στις 30 Μαρτίου του 2008 από το Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κ. Χρυσόστομο Β΄.

Πέρα από τις εμπειρίες που είχα ως παιδί, έφηβος και φοιτητής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για εμένα ήταν μεγάλη σπουδή το χρονικό διάστημα ως εκπαιδευτικός και κληρικός. Ως κληρικός είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ όλες τις Ενορίες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.

Ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης προσέφερα υπηρεσίες και έλαβα πολλαπλές εμπειρίες από τους συναδέλφους, αλλά ιδιαίτερα από τους μαθητές, στα δύο Γυμνάσια στα οποία εργάστηκα, τόσο της Έγκωμης όσο και του Ακακίου. Σημαντικές ήταν οι 11 συνάξεις μας ως βιωματικά εργαστήρια την περίοδο 2001-2008, τα οποία οργάνωσα με τους τότε μαθητές μου. 

Αυτά τα δύο με βοήθησαν να κατανοήσω βαθύτερα τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των συμπατριωτών μου.

Αργότερα, ως Επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής, πλησίον του Προκαθημένου, ανέλαβα ποιμαντικό έργο, τις διεκκλησιαστικές σχέσεις, τη διαχείριση της ιστοσελίδας της Εκκλησίας Κύπρου, τις προσκυνηματικές περιηγήσεις (θρησκευτικό τουρισμό). Η μεγάλη πρόκληση είναι η ανάθεση σε εμένα της ανασύστασης των Εκκλησιαστικών Επιτροπών των 40 κατεχομένων Ενοριών και Κοινοτήτων της Αρχιεπισκοπικής Περιφέρειας (Διαμερίσματος Μεσαορίας) το 2008.

Όταν είσαι ιερωμένος δικαιούσαι να παραδέχεσαι πως έχεις φιλοδοξίες; Εσείς έχετε φιλοδοξίες;
Τα περί φιλοδοξίας εμπίπτουν στη σφαίρα  των ανθρωπίνων αδυναμιών ή αν θέλετε στην ανθρώπινη ελλειμματικότητα. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος προσεύχεται, εργάζεται πνευματικά, αγαπά το εκκλησιαστικό του έργο, τόσο περισσότερο συνδέεται με το Θεό και το συνάνθρωπό του. Οι ανθρώπινες αδυναμίες ή η ελλειμματικότητα και η αμετρία της ανθρωπίνης φύσεως συμπληρώνονται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος στον ταπεινό, δηλ. στο συνειδητοποιημένο άνθρωπο.

Συνεπώς, φιλοδοξία μας είναι να δοξάζεται το όνομα του Θεού. Τότε, όλα τα υπόλοιπα προσφέρονται και κατανοούνται από τον άνθρωπο ως δωρεές της χάρης του Παντογνώστη Τριαδικού Θεού. Άρα, ο άνθρωπος είναι ευχαριστημένος και εργάζεται στον πνευματικό αμπελώνα του Κυρίου με χαρά, ταπείνωση και εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού. Όλα τα άλλα έρχονται στην ώρα τους ως ευκαιρίες για περισσότερη προσφορά και θυσιαστική διάθεση.

Ποια είναι η ισχυρότερη απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού; Υπήρξε εποχή που αμφιβάλατε για την παρουσία του Θεού;
Κάποτε ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Παπαμιχαήλ, αρχές του 20ού αιώνα, προσπάθησε να δώσει μαθηματική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού. Αυτό είναι μια διαδικασία εξερεύνησης από σχολαστικής πλευράς και έρευνας για την ύπαρξη του Θεού.

Σχετικά, ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του αναφέρει: « Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβρ. 11, 1). Η μελέτη της δομής και της λειτουργίας του σώματος του ανθρώπου αλλά και των άλλων οργανισμών φανερώνουν το μεγαλείο του Θεού, γι’ αυτό και ο Ψαλμωδός αναφωνεί: «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου» (Ψαλμ. 103, 24).

Είστε συνέχεια σε ένα διάλογο με τον Θεό; Τί του ζητάτε; Υπήρξαν στιγμές που λυγίσατε, αισθανθήκατε αδύναμος απέναντι στον δρόμο που επιλέξατε, ή που αμφιβάλατε;
Ο Ψαλμωδός λέει: «Τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (Ψαλμ. 22, 1). Έτσι, έχουμε συνείδηση των ανθρώπινων αδυναμιών μας και ταυτόχρονα πίστη ότι μας σώζει ο Φιλάνθρωπος Θεός, στο όνομα του οποίου είμαστε βαπτισμένοι και μυρωμένοι. Μετέχουμε στις αγιαστικές πράξεις της Εκκλησίας, με κύρια από αυτές τη μετάληψη του αναστημένου σώματος και αίματος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, και έτσι έχουμε πληρότητα ζωής.

Ποιος είναι ο αμαρτωλός;
Ο Χριστιανός άνθρωπος έχει συνείδηση των ορίων του, αλλά και της άπειρης αγάπης του Ιησού Χριστού. Ο Θεάνθρωπος, ο Υιός και Λόγος του Θεού και Υιός του ανθρώπου είναι αμετακίνητος στην αγάπη Του και σταθερή πηγή όλων των χαρισμάτων. Ο άνθρωπος ως πεπερασμένος είναι ασταθής και ευμετάβλητος. Άρα, αμαρτωλός είναι εκείνος που αναβάλλει να ενωθεί με το Χριστό. Εκείνος που έχει υψηλόφρονα γνώμη. Εκείνος που δεν συνειδητοποιεί την κατάσταση της ελλειμματικότητάς του και συνεπώς δεν μετανοεί.

Ο Χριστός έφθασε μέχρι τον Άδη, για να σώσει τον άνθρωπο. Η μόνη αμαρτία που δεν συγχωρείται είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή η μη εμπιστοσύνη του ανθρώπου στη δύναμη του Θεού και η έλλειψη συνεργασίας του για τη σωτηρία του.

Βασική σκέψη και πεποίθηση του Ορθόδοξου Χριστιανού αποτελεί τελικά η ακλόνητη βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να γίνει αυτό για το οποίο έχει πλασθεί, δηλαδή ναός του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, ο σκοπός ύπαρξης του ανθρώπου παραμένει πάντοτε ο ίδιος: να γίνει εικόνα μέσα από το Χριστό. Ο Χριστός αποτελεί τη σωτηρία του ανθρώπου, λυτρώνοντάς τον από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος και ολοκληρώνοντας το εικονικό προπτωτικό είναι του. Η θέωση του ανθρώπου αρχίζει να πραγματώνεται κατά οντολογικό τρόπο με τη ζωή του Ιησού Χριστού και να επεκτείνεται προς όλη την ανθρωπότητα μέσα στην ιστορία με τη μετοχή των πιστών στην Εκκλησία.

Η θέωση αποτελεί τον τελικό σκοπό της ζωής του ανθρώπου. Ακόμη και ο θάνατός του δεν σημαίνει οριστική απώλεια, αλλά είναι συνέχεια της ζωής σε άλλο επίπεδο. Η ουσία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην ύλη από την οποία δημιουργήθηκε, αλλά στο αρχέτυπο με βάση το οποίο πλάστηκε και προς το οποίο τείνει.

Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο για να ζει μόνο στη γη για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά τον έπλασε για να ζει με το Θεό και εν τω Θεώ αιώνια.

Αφού ο Θεός είναι πολυεύσπλαχνος, γιατί θα στείλει άλλους στον Παράδεισο και άλλους στην κόλαση;
Ο Θεός είναι αμετακίνητος, όπως αναφέραμε παραπάνω, και δίδει (δανείζει) πλούσια τις δωρεές του για τη σωτηρία των ανθρώπων (παραβολή των ταλάντων). Άρα, ο άνθρωπος είναι οικονόμος των χαρισμάτων του Θεού. Έτσι, κατανοούμε την έλευση του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Σαρκώθηκε, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση ο τέλειος και αναμάρτητος, αφού έχει την πληρότητα και ανακαλεί τον άνθρωπο στο αρχέτυπο. Επομένως, ήρθε να σώσει τον άνθρωπο  και όχι για να τον κρίνει: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ιωάν. 3, 16-17). Εμείς, ως άνθρωποι, είμαστε ασταθείς. Άρα, τον κριτή τον φέρουμε μέσα μας. Εμείς ετοιμάζουμε την πορεία είτε για την ανάσταση ζωής είτε για την ανάσταση κρίσεως (Ιωάν. 5, 28-30).

Ο Νίτσε είχε πει ότι «ο τελευταίος Χριστιανός πέθανε πάνω στον σταυρό». Ποιο είναι το σχόλιο σας;
Ο Friedrich Wilhelm Nietzsche, ένας σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος του 19ου αιώνα, έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του Nietzsche της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.

Μεταξύ άλλων ανέπτυξε τη θεωρία «περί του θανάτου του θεού». Αλλά ποιου θεού; Του θεού που κατασκεύασε ο ίδιος ο Nietzsche ως έννοια. Δεν αναφέρεται στην ουσία του Θεού. Διότι ο Θεός είναι έξω από το δημιουργημένο κόσμο, ορατό και αόρατο, είναι «ἐπέκεινα ὑποστάσεως» και δεν μπορεί το ανθρώπινο μυαλό να κατανοήσει τη φύση και την υπόστασή του. Άρα, ο Θεός είναι άπειρος και αιώνιος. Εκείνο που πεθαίνει είναι το είδωλο περί του θεού που κατασκευάζεται από το πεπερασμένο ανθρώπινο μυαλό.

Συνεπώς ο Θεός αποκαλύπτεται δια των ενεργειών του (π.χ. ως αγάπη, ειρήνη, χαρά, συγχώρεση κ.ά.) στους ταπεινούς ανθρώπους. Η σάρκωση του Λόγου είναι μέγιστη φανέρωση του Θεού. Αυτή μας καθιστά κοινωνούς Θείας Φύσεως. Ήτοι θεούς κατά χάριν.

Η Εκκλησία της Κύπρου επιτελεί στο ακέραιο την αποστολή της;
Η Εκκλησία της Κύπρου, δηλαδή όλοι εμείς, ο Αρχιεπίσκοπος, οι άλλοι Ιεράρχες, οι Ιερείς και λαϊκοί, προσπαθούμε να κάνουμε το παν για να δοξολογούμε το Θεό και να διακονούμε τον άνθρωπο σε όλες τις διαστάσεις της καθημερινότητάς μας. Αυτή η Εκκλησία μάς κράτησε μέσα στους αιώνες, σε αυτή οφείλουμε τη διατήρηση της ελληνοχριστιανικής μας ταυτότητας. Μη λησμονούμε ότι είμαστε ο μόνος ελληνικός χώρος, έξω από την Ελληνική επικράτεια, όπου λειτουργεί ο Οικουμενικός Ελληνισμός, η Ρωμιοσύνη, δηλαδή Ελληνισμός και η Ορθόδοξη Εκκλησία σε παράλληλη διαχρονική πορεία.

Η μεγάλη τομή που έκανε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος Β΄ μόλις, χάριτι Θεού, αναδείχθηκε το 2006 Προκαθήμενος της Παλαιφάτου Εκκλησίας της Κύπρου, ήταν η διεύρυνση της Ιεράς Συνόδου, μετά από 800 χρόνια, με την επανίδρυση ή ίδρυση νέων Μητροπόλεων και Επισκοπών. Σήμερα η Ιερά Σύνοδος απαρτίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο και 16 Ιεράρχες. Έτσι, διαίρεσε την Αρχιεπισκοπική Περιφέρεια και ιδρύθηκαν οι Μητροπόλεις Κωνσταντίας-Αμμοχώστου, Ταμασού και Ορεινής, το μεγαλύτερο μέρος της Μητροπόλεως Τριμυθούντος και μέρος της Μητροπόλεως Κυρηνείας. Γιατί ήθελε ο Μακαριώτατος αυτήν τη διεύρυνση; Διότι πιστεύει ότι σήμερα, τον 21ο αιώνα, αν θέλουμε να βοηθήσουμε τον άνθρωπο, να επιμεληθούμε και να διακονήσουμε το πλήρωμα της Εκκλησίας, δεν μπορεί μια Εκκλησιαστική περιφέρεια να είναι μεγαλύτερη από 50 ενορίες.

Άρα, ο Ιεράρχης έχει την ευχέρεια να επιλαμβάνεται όλων των πτυχών της καθημερινότητας των ανθρώπων: Εκκλησιαστική, πνευματική, πολιτιστική, φιλανθρωπική, μορφωτική. Μη λησμονούμε ότι πάντα θα υπάρχει, ανθρωπίνως, περιθώριο βελτίωσης και περαιτέρω προσφοράς.

Ποιοι είναι οι στόχοι του Επισκόπου Μεσαορίας όσον αφορά το ποίμνιό του;
Να βιώνουμε τον Παράδεισο από αυτή τη ζωή όχι μόνο ως μια προοπτική και προσδοκία του μέλλοντος αιώνος. Να έχουμε υγεία, με χαρά και με αγάπη να επιτελούμε το έργο που μας αναθέτει η Εκκλησία. Δεν είναι η θέση μου Επαρχιούχου Επισκόπου. Είμαι Επίσκοπος στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, το τελευταίο στη σειρά μέλος της Ιεράς Συνόδου, με έργο σύμφωνα με τις υποδείξεις και την ευλογία του Αρχιεπισκόπου.

Το ότι είστε Επίσκοπος Μεσαορίας, μιας σκλαβωμένης περιοχής, πώς αισθάνεστε;
Την ευθύνη, με αγάπη και διάκριση, να ενώνουμε το λαό του Θεού και μάλιστα τους εκτοπισμένους μας. Πρώτα στη Θεία Λειτουργία, στη μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων, και ακολούθως δεύτερο στη λειτουργία μετά τη Λειτουργία, δηλαδή σε όλες τις δράσεις και εκδηλώσεις των αδελφών μας. Σταθερό μας ποθούμενο η ελευθερία της κατεχόμενης γης μας. Επίσης, η ειρήνη και η ευημερία όλων των νομίμων κατοίκων και των νομίμως φιλοξενουμένων στη νήσο μας.

Πιστεύετε σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού;
Ασφαλώς, όλοι μας πρέπει να θέλουμε και να πιστεύουμε σε μια λύση του εθνικού μας θέματος, η οποία θα είναι λειτουργική. Πολλές φορές ο Μακαριώτατος τονίζει με το ρεαλισμό που τον διακρίνει: «Λύση δίκαιη δεν φαίνεται στο μέτρο του ανθρώπινου ορίζοντα. Τουλάχιστον, να είναι λειτουργική και βιώσιμη, διότι αν δεν διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες των νόμιμων κατοίκων της νήσου, τότε θα καταρρεύσει».  

Να κρατήσουμε όλοι την ενότητά μας γύρω από την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Να κρατήσουμε πεντακάθαρα την πίστη μας, τις παραδόσεις μας, την ιδιοπροσωπία μας. Αυτά τα χαρακτηριστικά εφόδια θα μας κρατήσουν, ιδιαίτερα τη φερέλπιδα νέα γενεά, για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις μέσα στην παγκοσμιοποιημένη, πολυπολιτισμική μας κοινωνία. Όσο περισσότερο γνωρίζουμε την ιστορία μας, την καταγωγή μας, τις θρησκευτικές και εθνικές μας παραδόσεις και καταβολές, τόσο περισσότερο μπορούμε να δώσουμε το χέρι μας στον κάθε άνθρωπο. Αφού αυτή είναι η παιδεία μας: «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πραξ. 17, 26).

 

Δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα “Αντίλογος” την Παρασκευή, 6 Μαρτίου 2020 (Αρ. φύλλου 692).

Print Friendly, PDF & Email

Share this post