Παρουσίαση του Διηγηματικού-Αφηγηματικού Έργου του Καθηγητή Στυλιανού Παπαδόπουλου από τον φιλόλογο κ. Στέλιο Παπαντωνίου.
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 10 ετών από την εκδημία (15 Ιανουαρίου 2012) του μακαριστού Στυλιανού Παπαδόπουλου, καθηγητή Πατρολογίας, παραθέτουμε πιο κάτω την ομιλία του φιλόλογου κ. Στέλιου Παπαντωνίου που διαβάστηκε στο πλαίσιο της τελετής παρουσίασης του Επιστημονικού και Διηγηματικού-Αφηγηματικού έργου του, στις 3 Φεβρουαρίου 2011 στην αίθουσα τελετών του Ολυμπιακού Μεγάρου.
*************************
Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου, «΄Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος», «Ἡ ζωὴ ἑνὸς μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας», καὶ «Ὁ πληγωμένος ἀετὸς (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)».
Φιλόλογου Στέλιου Παπαντωνίου
Ὁ συνεορτασμὸς τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν μὲ ὁδήγησε στὴν ἀπόφαση νὰ παρουσιάσω τὰ βιβλία τοῦ καθηγητῆ κ Στυλιανοῦ Παπαδοπούλου ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο. Χρειαζόμουν ὅμως ὀδοδείχτη, καὶ αὐτὸν βρῆκα σ’ ἕνα ἀπόσπασμα, χαραγμένο ἀπὸ τὴ δική του γραφίδα.
Ἡ ἔννοια, ἡ σημασία καὶ τὸ κῦρος τοῦ Πατρὸς καὶ Διδασκάλου ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΙΣ (γιατί σπουδάζομε τοὺς Πατέρες).
«Ὁ πρώτιστος λόγος, γράφει, ποὺ κάνει ἀναγκαία τὴν προσέγγιση καὶ σπουδὴ τῶν Πατέρων δὲν εἶναι βέβαια νὰ μάθωμε τί ἤσαν καὶ τί δίδασκαν, ἀλλὰ νὰ γευθοῦμε τὸ πνευματικό τους κλίμα. Νὰ ψαύσωμε τὰ ἴχνη τοῦ ἄγ. Πνεύματος στὰ ἱερά τους πρόσωπα. Νὰ θέσωμε τὸ δάκτυλο στὴν ἀγωνία τους γιὰ τὴν ἀλήθεια. Νὰ ἀκούσωμε τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς τους, ὅταν εἰσέρχωνται περαιτέρω («πλέον καὶ πλεῖον») στὴν ἀλήθεια. Νὰ ζήσωμε κάτι ἀπὸ τὶς θεῖες ἐμπειρίες, τὶς θεωρίες, τὶς χαρμολύπες, τὶς ἀπογοητεύσεις, τὶς ἐξάρσεις, τὶς ἁρπαγὲς ἀπὸ τὴν ἐγκοσμιότητα, τὶς ἁρπαγὲς σὲ τρίτους οὐρανούς. Νὰ παρακολουθήσωμε τὴν ἀπόλυτη πιστότητά τους στὴν Παράδοση. Νὰ μάθωμε πόσο βαθειὰ ἐμπιστοσύνη εἶχαν στὸ ἅγιο Πνεῦμα. Νὰ ἐκπλαγοῦμε ἀπὸ τὸ θάρρος τους γιὰ δημιουργία νέων ὅρων στὴ θεολογία. Νὰ διδαχθοῦμε τὴν ἀπαραίτητη καὶ τολμηρὴ τακτικὴ αὐξήσεως καὶ διευρύνσεως τῆς διδασκαλίας, τῆς θεολογίας, τῆς Παραδόσεώς μας. Νὰ γνωρίσωμε τὴ γενναιοψυχία τους. Νὰ γνωρίσωμε τὴν εὐγένειά τους καὶ τὴν αἰσθαντικότητά τους. Καὶ κάτι πολὺ σπουδαῖο: Νὰ μάθωμε πῶς μεθόδευαν τὴν πρόσληψη καὶ μεταστοιχείωση τοῦ κόσμου, τῆς γλώσσας τοῦ δηλαδὴ καὶ τῆς σκέψεώς του.»
Ὁ κ. Καθηγητής, πολυγραφότατος, ὑπηρετεῖ καὶ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ λογοτεχνία.
Ἡ ροπὴ πρὸς τὴ λογοτεχνία κάποτε εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν ἐπιστήμη, εἶναι ὅμως εὐλογία ὅταν ἀπαντᾶται σὲ ἐπιστήμονα καὶ θεολόγο, γιατί οἱ ἀναγνῶστες τῶν ἔργων τοῦ ὠφελοῦνται τριπλά, καὶ ἀπὸ τὸ λογοτέχνη καὶ ἀπὸ τὸν ἐπιστήμονα καὶ ἀπὸ τὸ θεολόγο. Ἡ ἐπιστημονικὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου, Χρυσοστόμου καὶ Γρηγορίου ὁδήγησε τὸν ἐπιστήμονα ὄχι μόνο στὴν αὐστηρὴ παρουσίαση τῶν ἔργων τῶν ἀλλὰ καὶ σὲ εὔγλωττη πρὸς τὸν ἁπλὸ ἀναγνώστη γραφή, μὲ τὰ ἔργα του, κατὰ σειρὰν ἀπὸ τὸ ἐγγύτερο στὴν ἐπιστημονικὴ γραφὴ στὸ ἐγγύτερο πρὸς τὴ λογοτεχνία καὶ λογοτεχνικό,
α. «΄Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος»,
β. «Ἡ ζωὴ ἑνὸς μεγάλου, Βασίλειος Καισαρείας», καὶ
γ. «Ὁ πληγωμένος ἀετὸς (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)».
Ἀναλυτικότερα, τὸ ἔργο του
Α. Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σὲ δύο τόμους, ἀναφέρεται στὸν πρῶτο
στὴ ζωὴ , τὴ δράση καὶ τὶς συγγραφές του, καὶ στὸ δεύτερο τόμο στὴ σκέψη, τὴν προσφορὰ καὶ τὴ μεγαλοσύνη του.
Στὸν Πρόλογο τῆς Ἃ΄ἐκδόσεως κατατίθεται ἡ ἀνάγκη τῆς μελέτης τοῦ ἔργου τῶν μεγάλων πατέρων, γιὰ νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ δημιουργία ἀληθινοῦ ἔργου καὶ ἡ ὀρθὴ ἀπάντηση στὰ σύγχρονα ζητήματα. Ἄρα ἡ συγγραφὴ τοῦ ἐμπνευσμένου δημιουργοῦ, ποὺ παρουσιάζουμε, δὲν ἀποβλέπει στὴν ἀναστήλωση ἐρειπίων τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ παρόντος μὲ τὸν ὁπλισμὸ τοῦ πνεύματος καὶ τῶν ἀγώνων παρελθουσῶν καὶ αἰώνιων μορφῶν τῆς ὀρθοδοξίας.
Ὁ μόχθος τεράστιος, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴν ἀπέραντη βιβλιογραφία, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ζῶν καὶ σκιρτῶν λόγος, στήριγμα τοῦ ἀναγνώστη.
Μεγάλη συγγραφικὴ ἀρετή, ἀφ’ ἑνὸς ἡ λακωνικὴ συμπύκνωση νοημάτων καὶ χάραξη κύριων γραμμῶν στὴν ἀρχὴ τῶν κεφαλαίων, καὶ ἡ ἀναλυτικότερη ὕστερα παρουσία. ΄Ἔτσι παρακολουθοῦμε καὶ βιώνουμε τοὺς ἀγῶνες καὶ θαυμάζουμε τὴ μεγαλοσύνη τοῦ Ἰωάννη Χρυσοστόμου, τοῦ εὐρύτατης παιδείας, ταλαντούχου καὶ πληθωρικοῦ ρήτορα, ἀσκητῆ καὶ ἀναχωρητή, ποιμένα καὶ διδασκάλου τῆς οἰκουμένης.
Τὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικοθρησκευτικὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς σαρκώνεται,
οἱ φωνὲς τοῦ παρελθόντος, μὲ τὴν παράθεση τῶν κειμένων ἀκούονται εὐκρινῶς,
ἀποτέλεσμα ζῶν καὶ σκιρτῶν λόγος, στήριγμα τοῦ ἀναγνώστη. Μεγάλη συγγραφικὴ ἀρετὴ ἀφ’ ἑνὸς ἡ λακωνικὴ συμπύκνωση νοημάτων καὶ χάραξη κύριων γραμμῶν στὴν ἀρχὴ τῶν κεφαλαίων καὶ ἡ ἀναλυτικότερη ὕστερα παρουσίαση. Ἔτσι παρακολουθοῦμε καὶ βιώνουμε τοὺς ἀγῶνες καὶ θαυμάζουμε τὴ μεγαλοσύνη τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ εὐρύτατης παιδείας ταλαντούχου καὶ πληθωρικοῦ ρήτορα, ἀσκητῆ καὶ ἀναχωρητή, ποιμένα καὶ διδασκάλου τῆς οἰκουμένης. Τὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικοθρησκευτικὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς σαρκώνεται, οἱ θεολογικὲς συγκρούσεις ἀναβιώνουν, ἡ γεωγραφία μεταποιεῖται σὲ πάλλουσες περιγραφὲς πολύβουων πόλεων, ποταμῶν καὶ ἐρήμων. Ἡ ψυχολογία τῶν προσώπων διατέμνεται. Τὸ ἔργο, στηριγμένο στὴν ἀντιπαραβολὴ καὶ στὸν ἔλεγχο τῶν πηγῶν, στὴν ἐξονυχιστικὴ μελέτη τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ καὶ στὴ γνώση τῶν διόδων τῆς ἐπιστημονικῆς πορείας τοῦ παρόντος, φανερώνει τὴν ἀλήθεια. Οἱ ἀντιδράσεις καὶ παρεξηγήσεις τῶν μικρῶν ἀνθρώπων μεγαλύνουν τὸν ἀγωνιστὴ ἱεράρχη. Οἱ κρίσεις καὶ συγκρούσεις γιγαντώνονται, τὸ θεολογικοεκκλησιαστικὸ φρόνημα τοῦ Ἰωάννου μέσα ἀπὸ τὶς γραμμὲς ἀφενὸς τοῦ ἁγίου μὲ τὶς ἐπιστολές του καὶ ἀφετέρου τοῦ συγγραφέα μὲ τὸ ρέοντα λόγο διαγράφεται θαυμαστό. Οἱ ζωντανὲς περιγραφὲς τῶν συγκρούσεων, τῶν ἐπιθέσεων κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου, τῆς ἐξορίας του, δὶ’ ἀντιπαραβολῆς κειμένων εἶναι καὶ ἐπιστημονικὲς καὶ κινηματογραφικές. Καὶ τὸ τέλος, «Δόξα τῷ θεῷ πάντων ἕνεκεν. Ἀμήν», καὶ ὁ ἅγιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Λακωνικά, λιτά, ὅπου καὶ ὅπως πρέπει.
Ἀπὸ τὸ τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ὁ Χρυσόστομος ὡς διδάσκαλος καὶ συγγραφέας μὲ κυρίαρχο στοιχεῖο τὴν αὐστηρὴ συλλογιστική του ἐπιστήμονα. Μέγα μάθημα τὸ δίδαγμα τοῦ μέγιστου τῶν ρητόρων: «Ἐπειδὴ γὰρ οὐ φύσεως, ἀλλὰ μαθήσεως τὸ λέγειν, καν εἰς ἄκρον αὐτοῦ τὶς ἀφίκηται, τότε αὐτὸν ἀφίησιν ἔρημον,
ἂν μὴ συνεχεῖ σπουδὴ καὶ γυμνασία ταύτην θεραπεύῃ τὴν δύναμιν.» σέλ.124
Στὸ τέταρτο κεφάλαιο καταγράφονται καὶ παρουσιάζονται ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου, ἄριστο βοήθημα γιὰ τὸν ὅποιο μελετητή.
Ὁ δεύτερος τόμος εἶναι ἀφιερωμένος στὴ σκέψη, τὴν προσφορὰ καὶ τὴ μεγαλοσύνη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Στὸ τέλος τοῦ τόμου περιέχονται ἀναλυτικὰ τὰ δεκαπέντε κεφάλαια, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ καταφεύγει σ’ αὐτὰ καὶ νὰ ἀνευρίσκει ἀκριβῶς τὸ ζητούμενο. Πρόκειται γιὰ ἕνα θησαυροφυλάκιο γνώσεων καὶ θεολογικῶν τοποθετήσεων μὲ τέχνη λόγου.
Β. Δεύτερο στὴ σειρά, μὲ γραφὴ ἐγγύτερη στὴ λογοτεχνία καὶ λογοτεχνικὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ κ. Παπαδοπούλου γιὰ τὸ Μέγα Βασίλειο. Ἡ ζωὴ ἑνὸς μεγάλου, ὅπως ἐπιγράφει τὴν ἀφηγηματικὴ βιογραφία του.
Στὸν Πρόλογο τῆς τρίτης ἔκδοσης ὁ συγγραφέας γράφει:
«Ὁ ἀναγνώστης, ἡ ἀναγνώστρια, ἤτανε κάθε στιγμὴ στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου, ὅταν ἔγραφα τὸ βιβλίο τοῦτο. Καὶ δὲν τὸ’ γραψα εὔκολα, γιατί πάσχιζα νὰ φανερώσω στὸν ἀναγνώστη μου τὴν ἱερὴ λεπτομέρεια, τὰ ἔσω σκιρτήματα τοῦ Μεγάλου ἄνδρα, τοῦ Βασιλείου. Πόσο τὰ κατάφερα δὲν ξέρω. Μὰ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων στὸ βιβλίο τοῦτο μὲ συγκίνησε βαθιά, Μὲ’ κᾶνε κιόλας νὰ γράψω καὶ ἄλλο ἕνα παρόμοιο. «Τὸν πληγωμένο Ἀετό. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος». Συγχρόνως ἡ ἀγάπη αὐτὴ μὲ προβλημάτισε, διότι, ὅταν κάποιος μὲ σταματᾷ στὸ δρόμο, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ «διάβασα τὸ βιβλίο σας», ἐννοεῖ πάντα ἢ «Τὴ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου» ἢ ἀργότερα «Τὸν πληγωμένο Ἀετό». Μὲ τὰ περισσότερα, λοιπόν, βιβλία μου, τὰ αὐστηρῶς ἐπιστημονικὰ-πανεπιστημιακά, δὲν ἀσχολοῦνται οἱ ἐγγράμματοι; Κατάλαβα, γρήγορα, ὅτι εἶναι τὸ πικρὸ ποτῆρι, ποὺ ὁ ἐρευνητὴς ὀφείλει νὰ συνηθίσει.
Διαβάζεται λίγο, ἀπὸ τοὺς εἰδικούς, ποὺ πάντα εἶναι λίγοι. Ὅμως ἐδῶ, στὴν ἀφηγηματικὴ βιογραφία τοῦ μεγάλου Βασιλείου, ἡ ἔρευνα ἔχει προηγηθεῖ. Ὅλες οἱ πηγὲς μελετήθηκαν ἐξονυχιστικά, ἡ βιβλιογραφία-πολυάριθμη καὶ συχνὰ δυσπρόσιτη- χρησιμοποιήθηκε καὶ ἀποτιμήθηκε. Ὅλα, λοιπόν, εἶναι ἠλεγμένα ἐπιστημονικά. Μόνο ἡ μορφὴ τοῦ λόγου εἶναι ἀφηγηματική.
Τὸ δικαιοῦνται ἀναμφίβολα ὁ ἕλληνας καὶ ἡ ἑλληνίδα.»
Πάσχιζα νὰ φανερώσω στὸν ἀναγνώστη μου τὴν ἱερὴ λεπτομέρεια, τὰ ἔσω σκιρτήματα τοῦ Μεγάλου ἄνδρα, τοῦ Βασιλείου. Πόσο τὰ κατάφερα δὲν ξέρω.
Ἡ βαθιὰ γνώση, ἡ ἐμπειρία, ἡ προσπάθεια τοῦ συγγραφέα νὰ εἰσέλθει στὰ ἐνδότερά της ψυχῆς τοῦ μεγάλου Βασιλείου, δίνει σελίδες ἐξαίσιες. Ἕνα μικρὸ μόνο δεῖγμα γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς καὶ γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἐπιτυχίας.
Ἀπὸ τὸ τρίτο κεφάλαιο, μὲ ὑπότιτλο Κάθαρση καὶ φωτισμός.
Διαβάζω: «Τὴν κατ’ ἐξοχὴν καθαρὴ καὶ ὑψηλὴ προσευχὴ τὴν ἔκανε τὰ βράδυα καὶ τὶς νύχτες γιὰ πολλὲς ὧρες΄ συνήθως μετὰ τὴν ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς…Ἡ ἔντονη ἄσκηση καὶ ἡ πολύωρη προσευχὴ ἔφεραν γρήγορα τὴ θεία χάρη. Ὁ ἀρχάριος μοναχὸς τυλίγεται τὴ νύκτα μὲ φῶς. Τὸ πνεῦμα του, ὁλόκληρος, κατακλύζεται ἀπὸ ἄπλετο καὶ γλυκύτατο φῶς….Στὴν ἀρχὴ φοβήθηκε, δίστασε, ἀμφέβαλλε: εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ θεία ἐνέργεια ἢ μήπως ἐπήρεια δαιμονική; Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν καθησύχασε. Ἀφέθηκε νὰ ζεῖ σὲ ἄφατη ἀγαλλίαση. Ζοῦσε μέσα στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς ἦταν στὸ πνεῦμα του! Οἱ στιγμὲς ἠδύτατες. Τὸ πνεῦμα τοῦ σκληροῦ ἀγωνιστῆ Βασιλείου ἦταν τώρα μακάριο. Αἰσθανόταν κι εἶχε μόνο τὴν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Τίποτε γύρω του δὲν τὸν ἐνοχλοῦσε. Δὲν πεινοῦσε, δὲ διψοῦσε…΄Ἔτσι, μία νύχτα ποὺ ὁ ἅγιος εἶχε δοθεῖ στὴ νοερὴ προσευχὴ χαριτώθηκε πάλι μὲ τὸ θεῖο φῶς. Πάλι στὸ νοῦ τοῦ ἄστραψε τὸ φῶς. Πάλι καταλήφθηκε ἀπὸ μακαριότητα. Τούτη ὅμως τὴ φορὰ τὸ φῶς ποὺ ἄστραψε ἦταν ἀλλιώτικο. Δὲ φώτιζε μόνο τὸ πνεῦμα του. Ἔγινε λάμψη καὶ δυνατὸ πῦρ ποὺ φώτιζε ὁλόκληρο τὸ σπίτι. Ἔπρεπε νὰ τὸ δοῦν καὶ ἄλλοι…
Ἔλαμπε ὁλόκληρο χωρὶς νὰ καίγεται΄ καιγόταν χωρὶς νὰ καταστρέφεται. Πόσο θαυμαστὸς εἶσαι Κύριε! Πόσο μεγάλη χάρη δίνεις στὸν ἄνθρωπο! Πόσο μεγάλος γίνεται ὁ ἄνθρωπος κοντά σου! Δόξα σοί, Κύριε!»
Περικοπὲς ποὺ ἐπαληθεύουν τὰ προλεχθέντα:
Ψαύουμε τὰ ἴχνη τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὸ ἱερὸ πρόσωπο.
Θέτουμε τὸ δάκτυλο στὴν ἀγωνία του γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Ἀκοῦμε τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς του.
Ζοῦμε κάτι ἀπὸ τὶς θεῖες ἐμπειρίες, τὶς ἁρπαγὲς σὲ τρίτους οὐρανούς.
Τὸ βιβλίο βρίθει φιλοσοφικῆς γνώσης καὶ θεολογίας, νέας ὀπτικῆς γωνίας ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ μέγας Βασίλειος συλλαμβάνει τὴ μεγάλη καὶ ἁπλὴ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, σεβόμενος ταυτόχρονα τὴν παράδοση. Ὁ στὴ διάθεσή μας χρόνος ὅμως, συμπιεστικός, δὲ φείδεται οὔτε τῆς ἄκρως δραματικῆς σύγκρουσης Βασιλείου- ἐπάρχου Μοδέστου.
Γι’ αὐτὸ προχωρῶ στὸ τρίτο βιβλίο.
Γ. Τὸ λογοτεχνικότερο, μὲ ἐλεύθερες ἀποδόσεις ἱστορικῶν στιγμῶν καὶ τόπων, προσώπων καὶ ἀγώνων, μὲ δραματικὲς προεκτάσεις εἶναι τὸ πολυδιαβασμένο ἔργο τοῦ Ὁ Πληγωμένος Ἀετός, (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γράφει κανεὶς τὴν ἀφηγηματικὴ βιογραφία τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἂν δὲν εἶναι ὁ ἴδιος θεολόγος καὶ προπάντων ὑψιπετής. Οἱ ἴδιες οἱ ἅγιες μορφὲς ποὺ ἱστοροῦνται ἀπαιτοῦν τὸ πέταγμα στὰ ὕψη καὶ τῆς θεολογίας καὶ τῆς γλώσσας, κινούμενης ἀπὸ τὸ θαῦμα ὅσων βιώνει ὁ συγγραφέας. Γιατί πρέπει νὰ περιγραφοῦν καταστάσεις ὑψηλοφροσύνης, ἁγιότητας, παρθενίας, ἀγάπης.
Σὲ λογοτεχνικὸ βιβλίο, γραμμένο ἀπὸ ἐπιστήμονα, εἶναι ἀναγκαῖος ὁ συνδυασμὸς ἐπιστήμης καὶ λογοτεχνίας θεολογικῶν παρατηρήσεων καὶ λογοτεχνικῶν τρόπων.
Γνωρίσματα τοῦ λογοτεχνικοῦ ἔργου ἑνὸς ἐπιστήμονα φαίνονται
α. Ἡ ἱστορία καὶ γεωγραφία ὡς ἀρκούντως γνωστὰ χρησιμοποιοῦνται ὡς χωροχρονικὴ τοποθέτηση τῶν διαδραματιζομένων. Ἡ ἱστορία ὅμως δὲν εἶναι μία στυγνὴ καταγραφὴ γεγονότων, ἀφοῦ ἡ τέχνη ἀπαιτεῖ τὴ ζωντάνια τῶν σκηνῶν καὶ τὴν ἀφηγηματικὴ δύναμη, ὥστε οὔτε ἡ ἱστορία νὰ προδίδεται οὔτε ἡ λογοτεχνία νὰ φυλλοροεῖ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴ γεωγραφία. Ὄχι μόνο ὡς γνώση παρατίθεται,
ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἐπιστήμονα λογοτέχνη νὰ περιγράφει ναούς, τοπία, φυσικὰ φαινόμενα, αὐτὴ μεταποιεῖται σὲ εἰκονικὴ πνευματικὴ πραγματικότητα.
Συγκεκριμένες ἀλησμόνητες στὸν ἀναγνώστη σκηνὲς εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς τρικυμίας στὴν πορεία τοῦ Γρηγορίου στὴν Ἀθῆνα (σελίδα 35) μὲ προσωποποιήσεις, κινητικὲς εἰκόνες, ἠχητικές, ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικῆς ἐνδοσκόπησης καὶ ἀνάλυσης ψυχικῶν καταστάσεων, ὅπως τοῦ φόβου τοῦ Γρηγορίου ὅτι πεθαίνει χωρὶς νὰ βαφτιστεῖ (στὴ σὲλ 37). Ἡ συμπλοκὴ ἀφηγήματος καὶ γνώσεων, γιὰ τὴν Ἀθῆνα τῆς ἐποχῆς, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, ὅπως τὸν ἀττικὸ νόμο(στὴ σὲλ 42-43) προϋποθέτουν τὴ γνώση θεμέλιό της ἔμπνευσης, ποὺ ἀφήνεται ἐλεύθερη νὰ ἀναπλάσει καὶ ζωοποιήσει τὶς ἱστορικὲς στιγμές.
β. Δεύτερο χαρακτηριστικὸ Τὸ περιβάλλον τῶν προσώπων καὶ τὰ πρόσωπα,
ὄντας ἐπιστημονικὰ γνωστά, μέσῳ τῆς τέχνης μεταπλάθονται σὲ ζωντανοὺς ἀνθρώπινους χαρακτῆρες μὲ σφίζουσα ψυχικὴ ζωή. Τὸ τραγικὸ στοιχεῖο, ὑποβλητικό, παρακολουθεῖ συνεχῶς τὸ ἔργο, ἀφοῦ ὁ Γρηγόριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς, οἱ περιστάσεις ὅμως τὸν ἀναγκάζουν νὰ μετέχει σὲ ἀγῶνες πνευματικοὺς ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικούς, ξένους στὸ χαρακτῆρα του, γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς ὀπισθοχωρεῖ καὶ προτιμᾷ τὴν προσευχή του. Ὅμως καὶ πάλι ἢ ἐπανέρχεται ἢ τὸν ἐπαναφέρουν στὴ φλέγουσα πραγματικότητα τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσει. Κι αὐτὴ κάποτε εἶναι σκληρή, λόγοις καὶ πράξεσιν, ἀφοῦ οἱ ἐχθροί του πλέκουν σχέδια ἐξόντωσής του, ὑφασμένα ὅμως καὶ μὲ λογοτεχνικὴ μαεστρία ἀπὸ τὸ συγγραφέα.
γ. Ἡ ἐμβάθυνση στὸν ἀγῶνα καὶ στὴν ἀγωνία τοῦ ἁγίου νὰ προσπελάσει τὸ θεῖον,
νὰ συλλάβει καὶ νὰ μεταδώσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἑνότητα τῆς ἁγίας Τριάδας καὶ τὶς σχέσεις τῶν προσώπων ἀποτελεῖ καὶ τὴν κύρια αἰτία τῆς συγγραφῆς, ἀλλὰ καὶ ἀποδεικνύει τὸ ἀνάλογο συγγραφικὸ σθένος τοῦ κυρίου καθηγητοῦ.
Εἶναι σκηνὲς ποῦ μένουν ἀνεξίτηλες στὴ μνήμη; Ναί. Τότε ὁ συγγραφέας πέτυχε, ὄχι μόνο νὰ δώσει ζωὴ στὴ σκηνή, ἀλλὰ καὶ νὰ εἶναι τόσο δυνατὸς ὁ λόγος του, ὥστε νὰ χαράζεται στὴν ψυχὴ τοῦ ἀναγνώστη.
Ἀπὸ τὶς ὡραιότερες σελίδες εἶναι οἱ ἀναφερόμενες στὸ λόγο τοῦ Γρηγορίου:
Διαβάζω: «Ὁ λόγος τοῦ κύλαγε πότε σὰν ρυάκι ποὺ δροσίζει τὰ λουλούδια, πότε σὰν γεμάτο βίαιο ποτάμι, ποὺ πλημμυρίζει τὴ διψασμένη γῆ. Ἄλλοτε θώπευε τοὺς παρασυρμένους καὶ τοὺς ἐξηγοῦσε ὑπομονετικὰ τὴν ἀλήθεια. Κεραύνωνε ὅμως καὶ κάποτε εἰρωνευότανε τοὺς κακότροπους αἱρετικούς. Ὅλα τὰ μέτρα τὰ δοκίμαζε.
Γιὰ ἕνα σκοπό, νὰ γεμίσει τὶς καρδιὲς καὶ τὸ νοῦ μὲ ἀλήθεια.»
Καὶ παρακάτω στὸ κείμενο, ὁ ὁμιλητῆς Γρηγόριος. «Ἔβγαινε στὴν ὡραία πύλη καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ φωτιζότανε ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν Τριάδα. Μίλαγε μὲ ἱερὸ πάθος.
Τὸ ἐκκλησίασμα μετεῖχε. Οἱ πιστοὶ ζοῦσαν πανίερα αἰσθήματα. Ὁ ἀετὸς τῆς θεολογίας πήγαινε ὅλο καὶ βαθύτερα στὴν ἀλήθεια. Ἔπαιρνε τὰ ρητὰ τῆς Γραφῆς καὶ προχωροῦσε στὸ βάθος, στὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτὰ δηλώνανε. Ζητοῦσε νὰ δείξει στὸ ἐκκλησίασμα τὸ «ἀπόθετον κάλλος», καθὼς ἔλεγε. Τὴν πανώρια ὀμορφιὰ ποὺ βρισκότανε κάτω ἀπὸ τὸ γράμμα τῆς Γραφῆς. …(σέλ.154)
Καὶ πιὸ κάτω στὸ κείμενο:. «Φόβος καὶ τρόμος εἶναι ἡ θεολογία. Καὶ μαζὶ κάλλος ἄρρητο καὶ ὀμορφιά…Πρέπει νὰ γίνεις φῶς γιὰ νὰ δεῖς τὸ περισσότερο φῶς.
Κι ὁ ἀνέτοιμος γιὰ κάτι τέτοιο θὰ σκοτιστεῖ τελείως μπροστὰ στὸ θεῖο φῶς…»(157)
Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο γιὰ τὸ Γρηγόριο τὸ θεολόγο μπορεῖ νὰ θέσει σὲ μερικὲς σελίδες τὸ ἐρώτημα, μήπως ἡ βιογραφία ἰσοπεδώνει τὸν ἅγιο Γρηγόριο μὲ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ κρίνεται μὲ ἀνθρώπινα μέτρα χαμηλότερα ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ἁγιοσύνης του. Ὁ συγγραφέας ὅμως, ὅπως ὁμολογεῖ, προσπαθεῖ νὰ συλλάβει τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου. Ἐξάλλου, τόσο πολὺ γνώρισε τὸν ἄνθρωπο Γρηγόριο, ὥστε μπορεῖ μὲ ἄνεση νὰ γράφει γι’ αὐτόν, ὅπως θὰ ἔγραφε γιὰ τὸν καλύτερό του φίλο.
δ. Τὰ κοινωνικὰ ἀλλὰ προπάντων τὰ θεολογικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς αἴρονται ἀπὸ τὶς διατριβὲς καὶ τὶς βίβλους τῶν ἐπιστημόνων καὶ σπαρταροῦν στὰ χέρια τοῦ ἐπιστήμονα λογοτέχνη. Δογματικὲς θέσεις τῆς ἐκκλησίας μᾶς παρατίθενται στὸν ὑποτιθέμενο διάλογο τοῦ Γρηγορίου μὲ τοὺς συμπολῖτες τοῦ περὶ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος( στὴ σέλ. 71.)
Μὲ τὴ μαγεία τῆς τέχνης, φέρνοντας μπροστὰ στὰ μάτια μας τὸ Γρηγόριο νὰ μιλᾷ στὸ μνημόσυνο τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, ἀνατέμνει τὸ λόγο του καὶ ἐξηγεῖ τὶς προσπάθειες τοῦ ἁγίου νὰ συμβιβάσει γάμο καὶ ἀγαμία, ἀφοῦ τὸ ἀκροατήριο τὸν ἀνάγκαζε νὰ ἐπανατοποθετεῖται.
Στὸ βιβλίο δίνεται εὐκαιρία νὰ αἰσθανθοῦμε καὶ τὸν ἄνθρωπο- συγγραφέα πού, στηριγμένος στὰ γραπτὰ τῶν Μεγίστων φωστήρων βλέπει μπροστά του τὰ διαδραματιζόμενα. Γιὰ παράδειγμα: Ἕνας λόγος τοῦ Γρηγορίου ἐκφωνεῖται μπροστὰ σὲ ἐκκλησίασμα. Ὁ συγγραφέας ὄχι μόνο γνωρίζει τὸ περιεχόμενο, θεολογικό, γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα τὸ πλεῖστον, ἀλλὰ ζωντανεύει καὶ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ παρακολουθοῦν, τὶς ἀντιδράσεις τους. Τὸ ἴδιο ἐπιτυχημένη, ἡ ἀπολογία τῆς φυγῆς τοῦ Γρηγορίου, ἕνα πολύφωνο ἔργο ποὺ διεισδύει στὰ βάθη τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης.
Ἕνας ἀνεξίτηλος λόγος τοῦ Γρηγορίου εἶναι ὁ γραμμένος στὴν ἐπιστολὴ τοῦ 49,
«Μάθε Βασίλειε ὅτι γιὰ μένα ἡ πιὸ μεγάλη πράξη εἶναι ἡ ἀπραξία
«Ἐμοὶ δὲ μεγίστη πρᾶξις ἐστὶν ἡ ἀπραξία.»
Εἶναι σημεῖα στὰ ὁποῖα ὁ ἐπιστήμονας νικᾷ τὸ λογοτέχνη, ἀλλὰ καὶ ὁ λογοτέχνης ὑποτάσσεται ἐν γνώσει τοῦ μπροστὰ στὴν κρυστάλλινη γνώση καὶ τὴν ἀξιολόγηση τῆς προσφορᾶς τοῦ βιογραφουμένου ἁγίου. Ὁ θεολόγος συγκρούεται μὲ τὸ λογοτέχνη, μὰ καὶ ὁ εἰς Χριστὸν παιδαγωγὸς ἀπαιτεῖ τὰ δικαιώματά του.
Τὸ ἔργο πρέπει νὰ εἶναι ψυχωφελές.
Ἐπιλογικά, χαιρόμαστε γιατί μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε λόγια του συγγραφέα
ἀποτιμώντας τὸ ἔργο του. Γράφοντας γιὰ τὸν πρῶτο λόγο τοῦ Γρηγορίου στὴ Ναζιανζὸ ὁ λογοτέχνης ἐπιστήμονας λέει: «Καὶ προπαντὸς ἡ ἀτμόσφαιρα γέμισε ἀπὸ ποίηση. Ὁ Γρηγόριος ἄφησε τὸ ταλέντο τοῦ (σέλ.73) τὴν ποιητικότητά του ἐλεύθερη.» Μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ λόγια μποροῦμε κι ἐμεῖς, τελειώνοντας, νὰ ἀναφερθοῦμε στὸν καθηγητὴ Στυλιανὸ Παπαδόπουλο, γιὰ νὰ εἰκονίσουμε τὸν ἀντίκτυπο τοῦ ἔργου του στὸ σημερινὸ ἀναγνώστη: «Κανεὶς δὲν περίμενε κάτι τέτοιο καὶ ὅλοι ἐκπλαγήκανε. Τοὺς ἐμφανίστηκε μεγάλος ποιητής. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ ξέρουν οἱ ἀκροατὲς καὶ οἱ ἀναγνῶστες του ὅτι θὰ ἔχουν νὰ κάνουν μ’ ἕνα γεννημένο ποιητὴ ποὺ ἔγινε σπουδαῖος θεολόγος.»(σέλ.74)