Ἐνθρονιστήριος Λόγος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου (8 Ἰανουαρίου 2023)
Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε τῆς Δημοκρατίας,
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος,
Ἐξοχωτάτη κ. Ὑπουργὲ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων τῆς Ἑλλάδος,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ Ἐκπρόσωποι τῶν κατὰ τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν,
Ἐκλεκτοὶ προσκεκλημένοι,
Λαὲ τοῦ Θεοῦ περιούσιε,
Ἱστάμενος ἤδη ἐπὶ τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς σκοπιᾶς στὴν ὁποία μὲ ὁδήγησε τοῦ λαοῦ ἡ τιμία ψῆφος, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἡ ἐπίνευση καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ ἄφατος συγκατάβαση, διερευνῶ τῆς Θείας Πρόνοιας τὶς δαιδαλώδεις ἀτραποὺς γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό μου. Ἀναζητώντας τοὺς τρόπους κλήσης τοῦ Θεοῦ, ἀναμιμνήσκομαι τὴν εἴσοδο τοῦ πατέρα μου στὴν ἱερωσύνη, μεσοῦντος τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ μας ἀγῶνα, καὶ συγκλονίζομαι στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ μὲ συνέδεσε ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία, σταθερὰ καὶ εὐεργετικὰ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Χάρις σ’ αὐτὴ τὴ σύνδεση μπόρεσα ἀπὸ νωρὶς νὰ σκεφτῶ διαφορετικὰ τὸν κόσμο, νὰ συνομιλήσω μὲ τὸ παρελθόν, νὰ ἀναζητήσω τὴν οὐσία κάτω ἀπὸ τὶς λέξεις, τὸ πραγματικὸ πίσω ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Διερωτῶμαι, ὕστερα, ἂν γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, προετοιμάζοντας τὴν ὥρα αὐτὴ ὡδήγησε, ἀργότερα, ὁ Θεὸς τὰ βήματά μου στὴ Χημεία καὶ στὴ Θεολογία, γιὰ τὴν μὲ ἐπίγνωση ἐξέταση τοῦ κόσμου καὶ τῶν θείων. Ἄν μὲ προγύμνασε στὴν Χωρεπισκοπὴ Ἀρσινόης, φέροντάς με σὲ ἐπαφή, μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου μου, μὲ τὰ ποικίλα προβλήματα τοῦ λαοῦ κι ἂν μὲ ὡρίμασε στὴ Μητρόπολη Πάφου, προβάλλοντάς με ποιμένα στὸ τοπικὸ ποίμνιο, πορευόμενον ἔμπροσθεν τῶν προβάτων. Εἶναι ἄραγε ὅλα αὐτὰ κλήση Θεοῦ, ἢ Θεοῦ ἀνοχή; Μά, παραφράζοντας τὸν Αἰσχύλο θὰ ἔλεγα: «Τί βροτοῖς ἄνευ Θεοῦ τελεῖται;»
Ταυτόχρονα ἀναλογίζομαι ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς σκοπιᾶς τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος τῆς εὐθύνης ποὺ μοῦ ἀναθέτει σήμερα ὁ Θεός. Στὴν ἀκραία αὐτὴ Ἑλληνικὴ γῆ, στὴ γωνιὰ αὐτὴ τῶν νοτίων συνόρων τοῦ Ἔθνους, ὁ Τεῦκρος καὶ ὁ Ἀγαπήνορας, οἱ διάδοχοι τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ὁ μεσαιωνικὸς Διγενής, ἐχάραξαν μὲ τὸ πέρασμά τους τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα τῆς Κύπρου. Κι οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, ἡ χορεία τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων μας, συνέδεσαν μὲ ἄρρηκτους δεσμοὺς τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὴν Ἑλληνικὴ ἰδέα. Δὲν διαφεύγει τῆς προσοχῆς μου ὅτι ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια, στὴ ζωὴ τῆς Κύπρου, τὸν πρῶτο λόγο τὸν ἔχει ἡ Ἐκκλησία της. Κι ὅτι πρὸς ἐμέ, ὡς νέον Προκαθήμενόν της, στρέφονται ὅλων, σήμερα, τὰ βλέμματα.
Στὴν ἱστορικὴ πορεία του ὁ θεοσεβὴς λαός μας εὐτύχησε νὰ ἔχει ὡς προστάτες καὶ καθοδηγητές του, ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα ἀνυπέρβλητα. Στοὺς τελευταίους αἰῶνες, ἕναν ὑπέροχο ἐθνομάρτυρα, τὸν Κυπριανό. Ἕναν ἐφάμιλλον ἐκείνου Λεόντιο, ἕνα Μακάριο ποὺ ἐνσάρκωσε στὸ πρόσωπό του τοὺς πόθους γενεῶν ἀμέτρητων γιὰ ἀπελευθέρωση. Ὁ λαὸς αὐτὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχει παρόμοιες ἀπαιτήσεις καὶ ἀπὸ ἐμένα. Γι’ αὐτὸ καὶ αἰσθάνομαι τὸν χείμαρρο τῶν ἀμφιβολιῶν νὰ μὲ κλονίζει μπροστὰ στὶς κολοσσιαῖες ἀπαιτήσεις τοῦ θρόνου τούτου. Στὸν θρόνο τοῦτο ἀνῆλθαν ἀπὸ πολὺ νωρὶς μορφὲς ἀπαράμιλλου πνευματικοῦ ὕψους. Βαρνάβας ὁ Ἀπόστολος, ὁ ὁποῖος «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου εἰς Χριστὸν ἡμᾶς ἐγέννησεν». Ἐπιφάνιος ὁ Μέγας, ὁ ὁποῖος ἐξήλειψε τὴν εἰδωλολατρία ἀπὸ τὴ νῆσο. Ἀνθέμιος ὁ κλεινός, ὁ ὁποῖος ἔγινεν αἴτιος ἡ Ἐκκλησία μας νὰ τιμηθεῖ «βασιλείοις δωρήμασι καὶ αὐτεξουσίοις χαρίσμασιν». Ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦτο κατῆλθεν ὁ Κυπριανὸς γιὰ νὰ ἀνέλθει στὴν ἀγχόνη τοῦ ἐθνικοῦ μαρτυρίου. Ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦτο ἐσύρθῃ κι ὁ Μακάριος γιὰ νὰ πορευθεῖ στὴν πικρὰν ἐξορίαν.
Ἀπ’ αὐτοὺς παραλαμβάνω σήμερα τὸν σταυρὸ γιὰ συνέχιση τῆς σταυρικῆς πορείας μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, τὴν ἡμέρα τῆς ποθητῆς ἀπελευθέρωσης. Στὴ συνείδηση τῆς Ἱστορίας βαρύνει τὸ ἔνδοξο παρελθὸν αὐτοῦ τοῦ Θρόνου, τὸ ὁποῖον, ἔχω ἐπίγνωση ὅτι πρέπει νὰ βιωθεῖ καὶ ὡς παρὸν γιὰ νὰ δημιουργήσει ἕνα μέλλον ἀντάξιο τοῦ παρελθόντος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ γόνατά μου λυγίζουν μπροστὰ στὴ μεγάλη εὐθύνη.
Σ’ ὅλους τοὺς σκοτεινοὺς αἰῶνες τῆς δουλείας ἡ Ἱερὰ αὐτὴ Ἀρχιεπισκοπὴ πέραν ἀπὸ πνευματικὸς φάρος ἦταν κι ἕνα ἐργαστήριο ἐθνικῶν ἰδεῶν. Σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀσέληνους αἰῶνες ἡ καρδιὰ τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ κτυποῦσε καὶ θερμαινόταν στὴν ἐθνικὴ αὐτὴ ἑστία.
Μπορεῖ σὲ ἄλλους Χριστιανικοὺς λαοὺς οἱ αἰῶνες νὰ ἔχουν μεταβάλει τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ σὲ θρόνο· τὴ χλαμύδα του σὲ πορφύρα· τὸν στέφανον ἐξ ἀκανθῶν σὲ στέφανον μυρίπνοων ἀνθέων καὶ τὸν κάλαμο σὲ σκῆπτρον. Γιά μας, στὴν Κύπρο, καὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπό της, ὁ σταυρὸς παραμένει σταυρὸς μαρτυρίου, ἡ χλαμύδα μετατρέπεται σὲ ράκη μὲ τὰ ὁποῖα καλύπτει τὶς πληγὲς τοῦ λαοῦ, ὁ ἀκάνθινος στέφανος καθίσταται ὁρατὸ σημεῖον τῆς ἐπαχθοῦς δουλείας τῆς πατρίδας μας, κι ὁ κάλαμος τὸ μέσον ἀπ’ ὅπου διαβιβάζεται τὸ ὄξος τῆς πικρῆς δουλείας στὸν λαό μας.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὀρρωδῶ μπροστὰ στὸ ἐγχείρημα. Τὸ ν’ ἀκούεις τὸν ἀπόηχο εἴκοσι αἰώνων ἀποστολικῶν βηματισμῶν πίσω σου, εἶναι ἐξόχως ἐνθαρρυντικό. Ὅταν, ὅμως, μπροστά σου προβάλλουν ἀξεπέραστα, κατὰ ἄνθρωπον, ἐμπόδια, ὅταν «ὁ πλοῦς ἐν νυκτὶ καὶ πυρσὸς οὐδαμοῦ», νιώθεις τὴν ἐξουθένωση. Πῶς μὲ σαγήνεψε, στ’ ἀλήθεια, τὸ ὕψος τοῦ Γολγοθᾶ κι ἡ λάμψη τοῦ σταυροῦ καὶ δὲν διέκρινα πὼς στεναγμοὶ καὶ πόνοι καὶ αἷμα καὶ δάκρυα εἶναι τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σημεῖα; Πῶς θὰ μπορέσω κι ἐγώ, μιμούμενος τοὺς γίγαντες προκατόχους μου, νὰ γίνω ὄχι μόνον «θρόνων διάδοχος», ἀλλὰ καὶ «τρόπων μέτοχος αὐτῶν;» Νὰ φανῶ κι ἐγὼ «λαμπρὸς ἀπὸ τοῦ λόγου καὶ τῶν δογμάτων», ἀλλὰ «καὶ ἀπὸ τοῦ βίου καὶ τῶν πραγμάτων;» Χρειάζεται πίστη σταθερὴ στὸν καλοῦντα μὲ καὶ ὑποσχόμενον ὅτι «μετ’ ἐμοῦ ἔσται». Τὸν προτρέποντά μὲ «ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου» «ὅτι μετὰ σοῦ πορεύσομαι πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου».
Ἀκούω καὶ τὸν Μέγαν Παῦλο νὰ μὲ διαβεβαιώνει ὅτι «οὐχ ἱκανοὶ ἐσμὲν ἀφ’ ἑαυτῶν, ἀλλ’ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ (Β΄ Κορ. 3, 5), κι ἀναθαρρῶ. Ἐκεῖνος εἶναι διαιρῶν τὰ χαρίσματα, ὁ ἐκλέγων καὶ ἀποστέλλων τοὺς ποιμένας καὶ διδασκάλους «πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4, 12).
Γι’ αὐτό, καίτοι «ἄνθρωπος ἀσθένειαν περικείμενος» (Ἐβρ. 5, 13), ἀποδέχομαι τὸ θεῖο πρόσταγμα, ἐλπίζοντας στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ «ἕν ὦ ἐπεστηρίχθην ἀπὸ γαστρός, ἐκ κοιλίας μητρὸς μοῦ» (Ψαλμ. 70, 6). Μέσα στὸ ἑορταστικὸ κλίμα τῶν ἡμερῶν τῆς ἐν Ἰορδάνῃ Θεοφανείας καὶ «ἐν πληθούσῃ Ἐκκλησίᾳ», «ἥκω τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου ὁ Θεός» (Ἑβρ. 10, 7).
Παρὰ τὰ ἔντονα συναισθήματα ποὺ κατακλύζουν αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὴν ψυχή μου, ἀναφωνώντας κι ἐγὼ μὲ τὸν ψαλμωδό: «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ ἐγείρων ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψῶν πένητα, τοῦ καθίσαι αὐτὸν μετὰ ἀρχόντων, μετὰ ἀρχόντων λαοῦ αὐτοῦ», θὰ προσπαθήσω νὰ «πληροφορήσω τὴν διακονίαν μου», νὰ περιγράψω ἁδρομερῶς τὰ πλαίσια μέσα στὰ ὁποῖα ἀπὸ αὔριο θὰ κινηθῶ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀσφαλῶς τὸ καταφύγιο ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Σ’ αὐτὴν θὰ ἀνατρέξουν ἅπαντες ζητώντας λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων τους, ἀπαντήσεις σὲ βασανιστικὰ ἐρωτήματά τους, προσανατολισμὸ στὰ ποικίλα ἀδιέξοδά τους. Εἶναι φυσικὸ καὶ πρὸς ἐμένα νὰ στρέψουν τοὺς δέκτες τῆς ψυχῆς τους ζητώντας καθοδήγηση. Κι εἶναι καθῆκον μας νὰ συμπαρασταθοῦμε καὶ νὰ βοηθήσουμε τὸν κάθε ἄνθρωπο.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰῶνα ἔχει, κυριολεκτικά, ἀπορρυθμιστεῖ. Θεμέλια, τὰ ὁποῖα οἱ αἰῶνες καὶ ὁ ἀγῶνας ὑπέροχων ἀνθρώπων διὰ μέσου πολλῶν αἰώνων ἔθεσαν ὡς κρηπῖδα τοῦ πολιτισμοῦ, διασαλεύονται καὶ κατακρημνίζονται. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ 21ου αἰῶνα διέρχεται τὸν πλάνητα βίο του ὡς ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς, πεθυμώντας νὰ χορτασθεῖ «ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἐσθίουσιν οἱ χοῖροι». Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σήμερα μιὰν τραγωδία. Πάνω στὰ πιὸ ἄστατα πράγματα τῆς ζωῆς προσπαθεῖ νὰ κτίσει τὸ οἰκοδόμημα τῆς εὐτυχίας του, παρασυρόμενος πολλὲς φορὲς ἀπὸ ἐπιτήδειους. Στὶς μέρες μας τὰ πανίσχυρα μέσα ἐπικοινωνίας δὲν μεταδίδουν ἁπλῶς πληροφορίες ἀλλὰ διαμορφώνουν ἀπόψεις γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ νόημά της, κατευθύνουν ἐπιθυμίες καὶ ἀνάγκες, ἐπηρεάζουν τὸν ἀξιολογικὸ προσανατολισμὸ τῶν ἀνθρώπων. Παραδόσεις αἰώνων ἀποδυναμώνονται, σύμβολα διαβρώνονται, ἡ πρόοδος συγχέεται μὲ τὴν εὐζωΐα. Ἡ ἀνθρωπότητα γίνεται παίγνιον στὰ χέρια τῶν ὀλίγων.
Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ νεότητα βαδίζει, σήμερα, ἐν πολλοῖς, χωρὶς τὸν προσανατολισμὸ ποὺ ἐπιβάλλει ἡ λογική. Τόσες ἀθλιότητες βλέπει, τόσα ἠχητικὰ σκύβαλα μαζεύει ἡ ἀκοή της, πῶς νὰ γυμναστεῖ πάνω στὶς ἔννοιες τοῦ εὐγενοῦς καὶ τοῦ καλοῦ; Βίαν καὶ ἀπανθρωπίαν εἰσπράττει, βίαν καὶ ἀπανθρωπίαν ἀνταποδίδει στοὺς δρόμους, στὰ σχολεῖα, στὰ γήπεδα, παντοῦ. Συγχέουν, νέοι καὶ γέροι, εἴτε ἀπὸ ἀμάθεια, εἴτε ἀπὸ σκοπιμότητα προπαγανδιστική, τὴν ἔννοια «παράδοση» μὲ τὴν ἔννοια «ὀπισθοδρόμηση» καὶ προχωροῦν σὲ ἀντίδραση.
Ἡ πορεία τῆς ἀνθρωπότητας δείχνει ὅτι ἡ πολυδιάστατη κρίση ποὺ μαστίζει τὸν σύγχρονο κόσμο, θὰ συνεχίσει νὰ ἐπιδεινώνεται καί, ἀναπόδραστα, ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι θὰ ἀναζητοῦν γύρῳ,γύρω τους πηγὴ νοήματος ζωῆς. Θὰ ψάχνουν ἐναγωνίως ποῦ νὰ στηρίξουν τὴν ἐλπίδα τους καὶ ποῦ νὰ βροῦν παραμυθία στοὺς ταλανισμούς τους. Καί, ἀντίστοιχα, θὰ αὐξάνει καὶ ἡ δική μας εὐθύνη, ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπίλυση τῶν προβλημάτων αὐτῶν προϋπόθετε πάντα καὶ τὴν θεία ἐπέμβαση. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ διατύπωσε μὲ τρόπο προφητικὸ καὶ συγκλονιστικὸ ὁ Αἰσχύλος στὸν Προμηθέα Δεσμώτη: «Τοιοῦδε μόχθου τέρμα μήτι προσδόκα, πρὶν ἂν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανεῖ».
Θεωρῶ πρώτιστο καθῆκον μου ἀπέναντι στὸν λαὸ νὰ ἐγκύψω μὲ μεγάλη προσοχὴ στὰ θέμα αὐτό. Καὶ νὰ τὸν πληροφορήσω πειστικά, ὄχι ἁπλῶς λεκτικά, πρᾶγμα ποὺ ἤδη τὸ γνωρίζει, ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ προσδοκοῦσε τόσους αἰῶνες ἡ ἀνθρωπότητα, βρίσκεται ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια ἀνάμεσά μας. Στὸ «δός μοι πιεῖν» τῆς ἀγωνιώδους παράκλησης τῆς ἀνθρωπότητας, Ἐκεῖνος ἀνταποκρίνεται ἄμεσα. Τὸ ὕδωρ του εἶναι ἀνεξάντλητο. Θὰ πρέπει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, μιμούμενη τὸν Κύριό της, κι αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κύριο μέλημά μου, νὰ δώσει τὸ παρόν της στὴ διαλεκτικὴ τῶν πνευματικῶν ρευμάτων ποὺ διασταυρώνονται πάνω ἀπὸ τὶς κεφαλὲς τῶν σύγχρονων ἀνθρώπων, νὰ ἀποφασίσει νὰ διαλεχθεῖ μὲ τὴν ἐποχή μας. Καὶ τότε ἡ μαρτυρία της θὰ γίνει ἑρμηνεία ζωῆς καὶ διακονία ψυχῆς. Θὰ δώσει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος καὶ τὴ στάση ζωῆς ποὺ ἀναζητεῖ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος.
Τὸ παράδειγμά μας θὰ βοηθήσει τὰ μέγιστα τὸν παραπαίοντα ἄνθρωπον. Λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὸν Μελέτιο Ἀλεξανδρείας ὅτι «οὐ διδάσκων μόνον, οὐδὲ φθεγγόμενος ἀλλὰ καὶ ὁρώμενος ἁπλῶς, ἱκανὸς ἦν ἅπασαν ἀρετῆς διδασκαλίαν εἰς τὴν τῶν ὁρώντων ψυχὴν εἰσαγαγεῖν». Κι ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει γιά τον Μέγα Βασίλειο ὅτι «εἰς αὐτὸν καὶ τὸ μειδίαμα πολλάκις ἔπαινος ἦν καὶ τὸ σιωπᾷν παραίνεσις», ὥστε ὅλη ἡ παρουσία του ἦταν μιὰ διαρκὴς διδαχή. Θὰ προσπαθήσω, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, νὰ γίνω κι ἐγὼ «τύπος τῶν πιστῶν», «μηδενὶ διδοὺς ἀφορμὴν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέμφεται τὴν ἀσυνέπεια τῶν Χριστιανῶν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, προκειμένου περὶ τῆς πνευματικῆς τροφῆς, κοινωνοῦν ὅλοι ἐκ τοῦ αὐτοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκ τοῦ ἑνὸς ποτηρίου, προκειμένου, ὅμως, περὶ τῆς ὑλικῆς τροφῆς καὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὁ καθένας ἔχει τὰ δικά του, ὥστε «ὅς μὲν πεινᾷ, ὅς δὲ μεθύει» (Α’ Κορ. 11,21).
Καὶ σ’ αὐτά, τὰ πιὸ πεζά, θὰ δείξω ἐπιμέλεια, συνεχίζοντας καὶ ἐπεκτείνοντας τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ὅσους ἔχουν ἀνάγκη: Σ’ ὅσους δυσκολεύονται λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς ὕφεσης νὰ ἀντεπεξέλθουν στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς, σ’ ὅσους ἀδυνατοῦν νὰ ἐπιμεληθοῦν τῆς ὑγείας τους, σ’ ὅσους ἀποροῦν νὰ μορφώσουν τὰ παιδιά τους. Θὰ ἐπεκταθεῖ καὶ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐξαγγελίες γιὰ μέτρα ἐναντίον της ὑπογεννητικότητας, ποὺ συνιστᾷ ἐθνικὸ πρόβλημα, καὶ δημιουργίας φοιτητικῶν ἑστιῶν γιὰ στήριξη τῶν ἀπόρων φοιτητῶν τίθενται ἀμέσως σὲ ἐφαρμογή.
Στὶς μέρες μας πολλοὶ ἐπηρεάζονται κι ἀπὸ ἕναν ἐπιστημονισμό, ποὺ ἐκδηλώνεται ὄχι μόνο στὸ πρακτικὸ ἐπίπεδο ὡς τεχνολογία, ἀλλὰ καὶ στὸ διανοητικὸ ἐπίπεδο. Οἱ πολλὲς γνώσεις τῆς Ἐπιστήμης συντείνουν, μαζὶ μὲ τὴν ἐνυπάρχουσα ἀμφισβήτηση τῶν παραδεδομένων δομῶν καὶ καταστάσεων, στὴ δημιουργία μιᾶς λανθασμένης κοσμοθεωρίας καὶ προκαλοῦν μιὰν ἀδικαιολόγητη στάση ζωῆς. Εὐμοίρησα νὰ τύχω, πέραν τῆς Θεολογικῆς, καὶ μιᾶς Ἐπιστημονικῆς Παιδείας. Καὶ φροντίζω παράλληλα, ὅσο μπορῶ, νὰ ἐνημερώνομαι γιὰ τὶς καθημερινὲς ἐπιστημονικὲς ἐξελίξεις. Θὰ συνεχίσω νὰ καταθέτω τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας στὰ καίρια θέματα τῆς ἔρευνας καὶ τῆς προόδου. Οἱ θέσεις τῆς Ἐπιστήμης δὲν ἔρχονται ποτὲ σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ εἶναι λόγος γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὑπάρχουν μερικοὶ ἐπιστήμονες ποὺ παρουσιάζονται ὡς ἄθεοι, θὰ πρέπει νὰ κατανοηθεῖ πῶς ἡ ἀθεΐα τους δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιωθεῖ στὴν Ἐπιστήμη, ἀλλ’ εἶναι ἁπλῶς μιὰ ὑπαρξιακὴ τοποθέτησή τους. Τὸ ἴδιο καὶ ἂν κάποιοι κληρικοὶ ἢ θεολόγοι ἀμφισβητοῦν τὰ ἐπιτεύγματα τῆς Ἐπιστήμης, ἡ θέση τους αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ στηριχτεῖ στὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Συνιστᾷ μιὰν προσωπικὴ τοποθέτησή τους.
Θὰ προσπαθήσω, ὡς ἐκ τούτου, πειστικὰ νὰ μεταδώσω καὶ στοὺς πιστοὺς τὴ δική μου ἀκράδαντη πεποίθηση· ὅτι ἡ Ἐπιστημονικὴ ἀνακάλυψη καὶ ἡ γνώση τῆς φύσης εἶναι στάδιο ἀποκάλυψης τοῦ ἀπειροδυνάμου Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει σήμερα τὸ νόημα τῆς δημιουργίας μέσῳ τῆς Ἐπιστήμης, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀποκάλυψε τὸ θέλημά του καὶ μέσῳ ἄλλων ἐνεργειῶν του στὴν Ἱστορία. Δὲν θὰ πρέπει, ἐξάλλου, νὰ ξεχνοῦμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νὰ ἀκούσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ καταλαβαίνει καὶ στὴν ὁποία ἀνταποκρίνεται. Κι ἀναμφίβολα μιὰ ἀπὸ τὶς διεθνεῖς γλῶσσες σήμερα, ποὺ δὲν γνωρίζει ἐθνικὰ ἢ ἄλλα σύνορα, εἶναι ἐκείνη τῆς Ἐπιστήμης.
Ὁ 21ος αἰῶνας εἶναι ὁ αἰῶνας τῶν Βιοεπιστημῶν. Ἤδη αὐτές, ὅπως ἡ κλωνοποίηση, ἡ ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή, οἱ μεταμοσχεύσεις ὀργάνων, τὰ γενετικὰ τροποποιημένα τρόφιμα, καὶ γενικὰ ἡ γενετικὴ τεχνολογία, προκαλοῦν στοὺς πιστοὺς διλήμματα. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ διατυπώσει τὶς ἀπόψεις της, νὰ ὑποδείξει τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὶς θετικὲς καὶ ἀρνητικὲς συνέπειες τῶν Βιοεπιστημῶν καὶ τῆς Βιοτεχνολογίας στὴ ζωή μας, νὰ προβάλει κριτήρια ἐπιλογῆς πορείας μέσα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ποικίλους δρόμους ποὺ διανοίγονται καὶ νὰ δημιουργήσει ἀντιστάσεις στὴ συνεχῶς αὐξανόμενη πίεση γιὰ ἐφαρμογὴ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῶν ὁποιωνδήποτε νέων ἐφευρέσεων ἢ ἀνακαλύψεων.
Ἐξαγγείλαμε ἤδη τὴ σύσταση ἐπιτροπῆς ἀπὸ πιστοὺς Ἐπιστήμονες καὶ Θεολόγους οἱ ὁποῖοι καὶ μὲ τὴ συμμετοχή μου, θὰ ἐγκύψουμε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερά μας Παράδοση καὶ μὲ προσευχή, ἐπιμονὴ καὶ σύντονη ἐργασία θὰ προσπαθήσουμε νὰ βροῦμε τὶς ἀπαντήσεις, ποὺ ἐνυπάρχουν στὴ Γραφή, γύρω ἀπὸ τὰ φλέγοντα ἐρωτήματα τῆς ἐποχῆς. Οἱ ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀρχὲς τῆς ζωῆς, ὁ σεβασμὸς στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἀξιοπρέπειά του, εἶναι οἱ βασικοὶ ἄξονες, γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ στραφεῖ ἡ προσπάθειά μας.
Ὡς Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας σ’ ἕνα ἀλύτρωτο Ἑλληνικὸ μέρος, μὲ ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα καὶ τὰ θέματα τῆς παιδείας μας. Ἡ παιδεία εἶναι οὐσιωδέστατο στοιχεῖο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐπιβίωσης ἑνὸς λαοῦ. Ἡ ἐπίδρασή της ἐκτείνεται σὲ χρόνο ἀφάνταστα μεγάλο, πολὺ πιὸ πέρα ἀπὸ τὰ μαθητικὰ θρανία, καὶ ἐπηρεάζει ἀποφασιστικὰ μικροὺς καὶ μεγάλους, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἔθνος. Ἡ πνευματικὴ ἄνωση ἑνὸς λαοῦ ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν ἔκταση καὶ τὴν ποιότητα τῆς παιδείας του.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε ὁ προστάτης τῆς ἐθνικῆς παιδείας σ’ ὅλον τὸν ὑπόδουλο Ἑλληνισμό. Καὶ στὴν Κύπρο, μέχρι τὴν ἵδρυση τῶν πρώτων σχολείων ―κι αὐτῶν ἱδρυθέντων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία― ἱερεῖς ὑπῆρξαν οἱ θεματοφύλακες τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Διατήρησαν, σὰν ἄλλες ἑστιάδες παρθένοι, ἄσβεστο τὸ φῶς τῆς μάθησης, ὅσο ἀμυδρὸ κι ἂν ἦταν αὐτό, προφυλάσσοντάς το ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῶν κατακτητῶν ποὺ βυσσοδομοῦσαν νὰ σβήσουν καὶ τὴν τελευταία ἀναλαμπή του. Δίχως τὴ δάδα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐπιβιώσουμε. Ἡ μόνωση ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο ἑλληνικὸ κορμό, ἡ δίωξη, ἡ σκλαβιά, ὁ ἐξανδραποδισμός, θὰ μᾶς ἀφάνιζαν.
Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς ὁ Ἄγγλος δυνάστης, πολύπειρος καὶ πολυμήχανος ὅπως ἦταν, προσπάθησε συστηματικά, ἀλλὰ μάταια, νὰ ὑποδουλώσει τὴν ἑλληνικὴ παιδεία μας, μὲ σκοπὸ νὰ ἐνσταλάξει τὴ δουλοφροσύνη καὶ νὰ ἀποχρωματίσει τὴν ἐθνική μας συνείδηση.
Δὲν εἶναι μόνον ἱστορικοὶ οἱ λόγοι, τὸ γεγονὸς δηλαδὴ ὅτι γιὰ αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία ἐκράτησε τὸ βάρος καὶ τὴν εὐθύνη τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας τοῦ τόπου, ποὺ μᾶς ὠθοῦν νὰ ἐπιζητοῦμε ἀνάμιξη στὰ τῆς παιδείας. Εἶναι καὶ ἡ σημερινὴ καὶ ἡ παντοτινὴ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὸ Ἔθνος. Καθὼς ἡ παιδεία ἐπηρεάζει βαθιὰ καὶ διαμορφώνει ἄμεσα τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ καθὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους στυλοβάτες τοῦ Ἔθνους, εἶναι ἀδιανόητο νὰ μείνει μακρυὰ ἀπὸ τὰ θέματα αὐτά. Κι ἀκόμα ὅταν ὡς Ἐκκλησία ἐπιδιώκουμε σύμμετρη ἀνάπτυξη ὕλης καὶ πνεύματος, μποροῦμε νὰ σιωπήσουμε σὲ μιὰ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀνθρωπιστικὴ στὴν ὠφελιμιστικὴ παιδεία;
Δὲν ζητοῦμε, οὔτε ἐπιχειροῦμε ἐκβιαστικά, ποδηγέτηση τῆς Κυβέρνησης τοῦ τόπου στὰ θέματα παιδείας, οὔτε καὶ σὲ ἄλλα θέματα. Δὲν ἀπεμπολοῦμε, ὅμως, τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουμε ἄποψη ἐπὶ τῶν καιριοτέρων ζητημάτων τοῦ τόπου καὶ νὰ τὴν ἐκθέτουμε ἐλεύθερα, ὅπως τέτοιο δικαίωμα ἔχει σήμερα καὶ ὁ τελευταῖος πολίτης. Ἡ παρέμβασή μας αὐτὴ δὲν συνιστᾷ ἀντιδικία ἢ ἀμφισβήτηση. Μὲ τὴν παρέμβασή της ἡ Ἐκκλησία βοηθᾷ τὴν πολιτεία, ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ νὰ συνειδητοποιήσει καὶ τὶς πνευματικὲς διαστάσεις κάποιων ἐπιλογῶν ἢ τάσεων καὶ νὰ προφυλαχθεῖ ἀπὸ ἐλλοχεύοντες κινδύνους.
Τὴν Ἐκκλησία ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα καὶ τὸ θέμα τῆς γλώσσας μας. Ἡ γλῶσσα εἶναι ἕνας βασικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκδηλώνεται ἀλλὰ καὶ βιώνεται ἡ ἐθνικὴ αὐτοσυνειδησία ἑνὸς λαοῦ. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ὁ ἀρραγὴς συνδετικὸς κρίκος τῆς ἱστορίας τους ἔθνους μας, μιᾶς ἱστορίας 35 σχεδὸν αἰώνων. Εἶναι ἡ ἴδια γλῶσσα τοῦ «Αἰὲν ἀριστεύειν» καὶ τοῦ «Βασιλεῦ Οὐράνιε», τοῦ «Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων … νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγῶν» καὶ τοῦ «Ἀποτίναξέ τους, Πενταδάκτυλέ μου»· ἡ γλῶσσα τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Σοφοκλῆ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Ρήγα Φεραίου καὶ τοῦ Γρηγόρη Αὐξεντίου.
Ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι ἁπλῶς κώδικας ἐπικοινωνίας. Τέτοιους χρησιμοποιοῦν καὶ ἄλλα ἔμβια ὄντα. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, εἶναι κτίσμα τῆς «ἕκτης ἡμέρας» τῆς Δημιουργίας. Ἔτσι ἡ γλῶσσα του συνυφαίνεται καὶ συλλειτουργεῖ μὲ τὴ σκέψη. «Διάνοια καὶ λόγος ταυτὸν» ἀναφέρει ὁ Πλάτων. Ὅσο καλλιεργεῖται ἡ γλῶσσα, τόσο εὐρύνονται οἱ ὁρίζοντες τῆς σκέψης καὶ τῆς κριτικῆς ἱκανότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν δὲν κατέχεις καλὰ τὴ γλῶσσα, δὲν ἔχεις ἐργαλεῖο γιὰ νὰ σκεφτεῖς. Δὲν ἔχεις σχηματίσει τὶς κατάλληλες κατηγορίες γιὰ νὰ συνδέσεις τὶς ἰδέες. Ἡ γλῶσσα ἀλλάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἐγκέφαλος ὀργανώνει τὶς κατηγορίες μὲ τὶς ὁποῖες ἐργάζεται.
Ὡς Ἐκκλησία ἔχουμε κι ἕνα ἐπιπλέον λόγο νὰ καυχόμαστε γιὰ τὴν Ἑλληνική μας γλῶσσα. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κατεγράφῃ ἐξ ἀρχῆς εἰς τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα. Κι ἀργότερα, ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ ἑρμηνευθεῖ μὲ τὸν λόγο τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ὑπῆρχε στὴ σκηνὴ τῆς Ἱστορίας ἄλλος φιλοσοφικὸς λόγος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ καὶ σ’ αὐτὸν ἑρμηνεύθηκε καὶ ἀναλύθηκε ἡ Καινὴ Διαθήκη. Μποροῦμε, λοιπόν, οἱ Νεοέλληνες, νὰ στεροῦμε ἀπὸ τὰ παιδιά μας τὸν θησαυρὸ τῆς γλώσσας μας; Μποροῦμε νὰ τοὺς στεροῦμε τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση τῆς ἐντρύφησης στὰ κείμενα τῶν προγόνων μας;
Ἀπὸ τὴ θέση αὐτή, ὡς πρώην ἐκπαιδευτικός, χαιρετίζω μὲ πατρικὴ ἀγάπη ὅλους τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς τῆς νήσου μας. Ἐκτιμῶ ἀφάνταστα τὸ ἔργο τους καὶ τὴν πολυδιάστατη προσφορά τους στὴν κοινωνία καὶ στὴν πατρίδα. Μποροῦν νὰ ἐλπίζουν στὴ συμπαράστασή μου. Ἐπιθυμῶ στενότερη συνεργασία μαζί τους. Ὑπόσχομαι ὅτι θὰ ἐπισκέπτομαι τακτικὰ τὰ ἐκπαιδευτήρια τῆς Πρωτεύουσας, ὅλων τῶν βαθμίδων. Θὰ εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἔμπρακτης στήριξης τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖται σ’ αὐτά.
Ὁ λόγος τώρα στὴν τάλαινα πατρίδα μας καὶ στὶς βαρύτατες ὑποχρεώσεις μας ἀπέναντι σ’ αὐτήν. Εἶναι, ὄντως, ἀνεκδιήγητα τὰ δεινά της, παρόλο ποὺ τὴν εἶπαν «Ὀλβίαν», ἴσως κατ’ εὐφημισμό. Πέρσες καὶ Φοίνικες, Ἄραβες καὶ Λατῖνοι, Τοῦρκοι καὶ Ἄγγλοι, ἄφησαν ἐμφανῆ στὸ σῶμα της τὰ ἴχνη τῆς τυραννικῆς διέλευσής τους. Σήμερα διατρέχει τὸν ἔσχατο τῶν κινδύνων, τὸν κίνδυνο τοῦ ἐκτουρκισμοῦ. Σ’ αὐτοὺς τοὺς χαλεποὺς καιρούς, ποὺ τὴν πατρίδα μας κυκλώνουν «κύνες πολλοὶ» καὶ «πονηρευομένων συναγωγή», ἐπιβάλλεται ἡ ἐγρήγορση ὅλων, ἰδιαίτερα τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ εἶναι πρωτίστως πνευματικός, στὴν προκειμένη περίπτωση, ὅμως, δὲν εἶναι μόνον ἡ πατρίδα ἀλλὰ καὶ ἡ πίστη ποὺ διακυβεύονται. Καὶ ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι «καὶ τοῦτο ἔδει ποιῆσαι, κακείνα μὴ ἀφιέναι» (Ματθ. 23, 23). Ποιός ἐξάλλου μπορεῖ νὰ πείσει τὸν ἁπλὸ Ἕλληνα ὅτι ἡ πίστη του στὸν Χριστὸ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ταυτότητά του ὡς Ἕλληνα;
Προσωπικὰ τρέμω σὲ μιὰν πιθανὴ μελλοντικὴ κριτικὴ ποὺ θὰ ἀποτιμοῦσε τὴ γενιά μας ὡς κατώτερη τῶν περιστάσεων καὶ ὡς μοιραία γιὰ τὴν Κύπρο. Γι’ αὐτὸ καὶ μ’ ὅλες μας τὶς δυνάμεις θὰ πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ ματαίωση τῶν τουρκικῶν στόχων γύρω ἀπὸ τὴν Κύπρο.
Δὲν εἴμαστε λαὸς νεοφερμένος στὸ προσκήνιο τῆς Ἱστορίας. Ἔχουμε μιὰν ἔνδοξη ἱστορικὴ πορεία τρεισήμισι χιλιάδων ἐτῶν. Διαθέτουμε τὸ βάθος ἑνὸς πολιτισμοῦ χιλιετιῶν. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἱστορία, παρόλο ποὺ εἶναι μία καὶ συνεχής, εἴτε τὴν ἐνέπνεε τὸ δόρυ τῆς Παλλάδας εἴτε τὴν ὁδηγοῦσε ἡ εὐλογία τῆς Παναγίας καὶ τὴν προστάτευε ὁ Τίμιος Σταυρός, ταύτισε ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια τὰ βήματά της μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία λειτούργησε ὡς ἀσπίδα προστασίας, ποὺ διαφύλαξε τὴν πολιτιστικὴ καὶ τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα τοῦ κυπριακοῦ λαοῦ καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἀφομοιωθεῖ ἀπὸ τοὺς κατακτητές του. Γιά μας τοὺς Ἕλληνες τῆς Κύπρου, σ’ ὅλους τοὺς μακροὺς αἰῶνες τῆς δουλείας, ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ θρησκευτικὸ δόγμα. Ἦταν τὸ πνευματικὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο ἐκφραζόταν ἡ ἐθνική μας συνείδηση, ὁλόκληρος ὁ κόσμος μας, ποὺ ἔκλεινε μέσα του τὸ ἔνδοξο παρελθὸν καὶ τὶς ἐλπίδες τῆς ἀπολύτρωσης.
Σήμερα ποὺ κινδυνεύουμε ὅσο ποτὲ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν Τουρκικὴ βουλιμία, ἡ ὁποία δὲν ἀποκρύβει τὶς ἐπιδιώξεις της γιὰ κατάκτηση καὶ τουρκοποίηση ὁλόκληρης τῆς Κύπρου, ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὶς κερκίδες ἁπλὸς θεατής. Ἄν γιὰ νὰ κρατήσει τὸν τόπο Ἑλληνικό, μέσα στοὺς αἰῶνες τῆς μαύρης σκλαβιᾶς, ἡ Ἐκκλησία δὲν λογάριασε θυσίες καὶ αἵματα, εἶναι δυνατὸν νὰ κωφεύσει σήμερα στὸν θρῆνο τῶν προγόνων μας καὶ στὴν ἀγωνιώδη ἐκζήτηση βοήθειας τῶν παιδιῶν της; Μπορεῖ νὰ διαγράψει ἢ νὰ παραβλέψει τὴν κατοχή, τὴν προσφυγιά, τοὺς ἀγνοούμενους, τὴν καταστροφὴ τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων μας;
Ἡ Ἐκκλησία, φορέας καὶ προασπιστὴς τῶν ἀξιῶν τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημοκρατίας, δὲν μπορεῖ νὰ συναινέσει μὲ κανένα τρόπο καὶ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες στὴν ἀποδοχὴ λύσης ποὺ νὰ μὴν προνοεῖ, γιὰ ὅλους τοὺς νόμιμους κατοίκους τῆς Κύπρου, σεβασμὸ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῶν βασικῶν ἐλευθεριῶν, ποὺ ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι καὶ ὅλος ὁ ἐλεύθερος κόσμος. Δὲν μᾶς χωρίζει τίποτα μὲ τοὺς Τουρκοκύπριους συμπατριῶτες μας. Ζήσαμε καὶ πρὶν μαζὶ εἰρηνικὰ καὶ μαζὶ θὰ ξαναζήσουμε στὴν κοινή μας πατρίδα. Οὔτε καὶ μᾶς ἐνοχλεῖ ἡ φωνὴ τοῦ μουεζίνη. Μᾶς ἐνοχλεῖ, ὅμως, ἀφάνταστα, ἡ παράνομη κατοχὴ καὶ μᾶς προκαλεῖ ἡ βάναυση καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μας ἀπὸ τὴν Τουρκία, τὴν κατοχικὴ δύναμη.
Ἡ κυβέρνηση τῆς Δημοκρατίας θὰ μπορεῖ νὰ ὑπολογίζει καὶ στὴ δική μας ὑποστήριξη στὴ διεκδίκηση τῶν δικαίων τοῦ λαοῦ μας καὶ στὴν ἀπελευθέρωση τῶν κατεχομένων ἐδαφῶν μας. Δὲν θὰ διστάσουμε, ὅμως, νὰ ἐπισημάνουμε καὶ νὰ ἐλέγξουμε κάθε τυχὸν ἐκτροπὴ καὶ θὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ ἀποτρέψουμε λύσεις ποὺ θὰ θέτουν σὲ κίνδυνο τὴν ἐπιβίωσή μας στὴν πατρογονικὴ γῆ.
Οἱ Ἕλληνες ἤμασταν πάντα ἀριθμητικὰ λίγοι ἀπέναντι σ’ ὅσους ἐπιβουλεύονταν τὴν ἐλευθερία μας. Συχνὰ στὴν Ἱστορία μας, ὑστερούσαμε σὲ πλῆθος πολεμιστῶν κι ἀξιολογηθήκαμε ὡς ἀκίνδυνοι ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῶν ἀντιπάλων μας. Ὡστόσο, ὅποτε χρειάστηκε, ἡ Ἱστορία ἔδινε πάντα τὸν ἀληθινὸ ὁρισμὸ τῆς ὑπεροχῆς, ὅπως στὶς Θερμοπύλες καὶ τὴ Σαλαμῖνα. Ὀφείλουμε νὰ μὴν ξεχνοῦμε καὶ σήμερα πὼς οἱ λεγόμενες ἰσορροπίες δυνάμεων δὲν εἶναι μεγέθη ποὺ μετροῦνται μὲ τὴ ζυγαριά. Ἐλάχιστες, στρατηγικὰ τοποθετημένες δυνάμεις, ὑπὸ ἱκανὴ διοίκηση, μποροῦν νὰ ὑποχρεώσουν σὲ ταπεινωτικὴ ἧττα ἕναν ἀριθμητικὰ ὑπέρμετρο στρατό. Καὶ τὰ λεγόμενα ἔξυπνα πολεμικὰ μέσα μποροῦν νὰ γίνουν στὰ χέρια τοῦ Δαβὶδ ἡ σφενδόνα ποὺ θὰ καταβάλει τὸν πανίσχυρο Γολιάθ. Ἡ νίκη δὲν εἶναι ἀπαραίτητα ζήτημα ἀριθμῶν. Εἶναι πρωτίστως ζήτημα ἀποφασιστικότητας, θάρρους καὶ πίστης στὴ δικαίωση.
Ὡς Ἐκκλησία θὰ συμβάλουμε ἐνεργά, ἐρχόμενοι σὲ συνεννόηση μὲ τὶς ἁρμόδιες ἀρχὲς τοῦ κράτους, στὴν ἀμυντικὴ θωράκιση τῆς Κύπρου. Εἶναι τοῦτο ἀδήριτη ἀνάγκη. Καὶ κάνουμε ἔκκληση γιὰ ἐνεργοποίηση τοῦ δόγματος τοῦ ἑνιαίου ἀμυντικοῦ χώρου Ἑλλάδος – Κύπρου. Θὰ ἱκανοποιήσει τοῦτο τὸ αἴσθημα ἀσφαλείας τοῦ λαοῦ μας, θὰ ἀποτρέψει νέες ἐπεκτατικὲς κινήσεις τῆς Τουρκίας καὶ θὰ συντηρήσει καὶ θὰ ἐμπεδώσει τὸν πόθο τῆς ἀπελευθέρωσης.
Δὲν εἴμαστε φιλοπόλεμοι· ἀντίθετα ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει καθημερινὰ τὴν προσήλωσή της στὴν εἰρήνη. Οὔτε κι ἀπορρίπτουμε τὸν συμβιβασμὸ στὸ πρόβλημά μας. Κανένας, ὅμως, συμβιβασμός, καμιὰ ὑποχώρηση καὶ κανένας ρεαλισμὸς δὲν μποροῦν νὰ ὑπερβαίνουν κάποια ὅρια, πέραν τῶν ὁποίων ὑπάρχει μόνον ἡ βεβαιότητα τῶν ἀδιεξόδων καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τῆς ἐπιβίωσής μας. Καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἐλευθερία δωρήθηκε μὲν ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μόνο μὲ ἀγῶνες ἐπίμονους καὶ συνεχεῖς ἐξαναγκάζονται οἱ κυρίαρχοι νὰ τὴν ἀποδώσουν στοὺς ὑπόδουλούς τους. Οἱ Τουρκοκρατίες δὲν φεύγουν μὲ εὐχολόγια. «Οὐδεὶς καθεύδων τρόπαιον ἔστησε» μᾶς διδάσκει ὁ Μ. Βασίλειος. Σ’ αὐτὸ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ τόπου δὲν ὑπάρχουν ἐξέδρες γιὰ ἐπισήμους οὔτε καὶ γιὰ θεατές. Ὑπάρχουν μόνο ἐπάλξεις χρέους. Ἡ Ἐκκλησία θὰ εὐλογεῖ καὶ θὰ βοηθᾷ σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν προσπάθεια.
Ἡ σκέψη μου στρέφεται νοερὰ αὐτὴ τὴ στιγμὴ καὶ πρὸς τὴν κατεχόμενη γῆ μας. Ἐκεῖ ποὺ οἱ λιγότεροι, σήμερα, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ φύλαξαν τὶς παλαιὲς Θερμοπύλες ἀκούουν «τὸ προσταχθὲν μυστικῶς» ὑπὸ τοῦ χρέους καὶ συμβιώνουν μὲ τὴ γοητεία τῆς Ἱστορίας καὶ τοὺς εὐκλεεῖς προγόνους τους. Τοὺς στέλλουμε ἀπ’ ἐδῶ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μας καθὼς καὶ τὶς πατρικὲς εὐλογίες μας.
Ὑποκλίνομαι ὀφειλετικὰ στὴ θυσία τῶν ἡρώων τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ μας ἀγῶνα ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ στεκόμαστε ἐδῶ καὶ νὰ μποροῦμε ἐλεύθερα νὰ ἐκφέρουμε τὴ γνώμη μας. Ὁ θρυλικὸς ἀγῶνας τοῦ 55-59 κοσμεῖ τὴν Ἱστορία μᾶς ὡς μιὰ κορυφαία ἐκδήλωση ἀγωνιστικοῦ ἤθους καὶ ἀρετῆς καὶ ὡς ἡ τρανότερη ἀπόδειξη τῆς ἐθνικῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς μας. Χαιρετίζω μὲ ἐκτίμηση καὶ τοὺς ἡρωικοὺς νεκροὺς τοῦ 1974. Περιτρέχοντας τὰ ἁγιασμένα χώματά μας ἐναποθέτω στοὺς τάφους ἢ καὶ στὰ γυμνὰ λείψανά τους τὰ ἄνθη τῆς εὐγνωμοσύνης μου. «Ἑλλήνων Κυπρίων προμαχοῦντες» ἐκεῖνοι, καὶ «τῆς πατρίδος ρήμασι πειθόμενοι», ἔμειναν ἐκεῖ, διαμηνύοντες σ’ ὅλους τὸ βαρὺ χρέος μας.
Προσφέρω καὶ τὸ θυμίαμα τῆς εὐλάβειάς μου στὶς βουβὲς καὶ συλημένες Ἐκκλησίες μας. Γονυκλινὴς ἀπευθύνω θερμὴν τὴν παράκληση πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστό:
«Μύλας συντρίψας δράκοντος βροτοκτόνου
ρώμη κραταιὰ ἕν Ἰορδάνου ρείθροις
Κύπριδος λῦσον δούλειον Σῶτερ ἦμαρ».
Ἀποστέλλω ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ἀδελφικὸν ἀσπασμὸ τιμῆς καὶ βαθυτάτης ἐκτίμησης πρὸς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει δαδοῦχον τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Ὅσες φορὲς ἐπισκεπτόμαστε τὴ μαρτυρικὴ καθέδρα του, νιώθουμε τὸ σταυρικὸ κλίμα ποὺ κυριαρχεῖ ἐκεῖ κάθε στιγμή, κάθε εἰκοσιτετράωρο, ὅλο τὸν χρόνο. Προσευχή μας διάπυρη πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι νὰ τὸν ἐνισχύει στὴν Ἱστορικὴ ἀποστολή του. Τὰ σύμβολα τῆς αὐτοκρατορίας, τὰ ὁποῖα παρέλαβα μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση σήμερα, σὲ μιὰ πολυαίωνη σκυταλοδρομία ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ζήνωνα καὶ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνθέμιο, καὶ τὰ ὁποῖα ἔντονα μᾶς παραπέμπουν στὴ Θεοφρούρητη Πόλη, θὰ τὰ κρατήσω μὲ ζῆλο ἱερό, ἔχοντας πάντα μπροστά μου συνειρμικά, μορφὲς ἁγιασμένες καὶ χώρους περιπόθητους.
Πρὶν ἀποδώσω τὶς ὀφειλόμενες εὐχαριστίες, θὰ θεωροῦσα παράληψή μου, ἂν ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ δὲν ἐξέφραζα τήν, ὄντως, μεγάλη καὶ εἰλικρινῆ λύπη μου γιατὶ ἀποχωρίζομαι ἀπὸ τὸ ποίμνιό μου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πάφου, λαὸν εὐσεβῆ καὶ φιλόπατρη. Ἔζησα μαζί του 27 ὁλόκληρα ἔτη, 11 ὡς Χωρεπίσκοπος Ἀρσινόης καὶ 16 ὡς Μητροπολίτης Πάφου. Ἀγάπησα ὅλους πατρικὰ καὶ ἀγαπήθηκα ἀπὸ αὐτοὺς υἱικά. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας μου εὔχομαι ὅπως προκόπτουν ἐν Χριστῷ καὶ προοδεύουν συνεχῶς.
Εὐχαριστῶ πρῶτα, πάντοτε, ἀλλὰ καὶ μεταθανατίως, τὸν προκάτοχό μου τόσο στὴν Ἀρχιεπισκοπή, ὅσο καὶ στὴ Μητρόπολη Πάφου, τὸν ἀοίδιμο Χρυσόστομο τὸν Β΄. Ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε ἔπαλξη γιὰ νὰ ἀγωνιστῶ, προβάλλοντάς μὲ ὡς Χωρεπίσκοπο Ἀρσινόης καὶ γινόμενος γιὰ μένα παράδειγμα ἤθους καὶ ἐργατικότητας. Εἴθε νὰ ἀγάλλεται «ἐν οὐράνιοις θαλάμοις διηνεκῶς».
Εὐχαριστῶ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας, τοὺς ἀγαπητοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ συνεπισκόπους μου γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ μοῦ ἐπέδειξαν διὰ τῆς ψήφου των. Τοὺς διαβεβαιῶ ὅτι θὰ συνεχίσω νὰ ἐργάζομαι μαζί τους ὅπως καὶ πρὶν γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ λαοῦ μας.
Εὐχαριστῶ ἐσᾶς κ. Πρόεδρε τῆς Δημοκρατίας γιὰ τὴν ἐδῶ παρουσία σας καὶ τὸν χρόνο ποὺ διαθέσατε, παρὰ τὸ βεβαρημένο πρόγραμμά σας
Εὐχαριστῶ τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο γιὰ τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ ποὺ μοῦ δίδει μὲ τὴν ἐδῶ παρουσία καὶ τὴν προσφώνησή του. Εὐχαριστῶ καὶ τοὺς Ἐκπροσώπους τῶν κατὰ τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ποὺ μὲ τὴν ἐδῶ παρουσία τους λαμπρύνουν τὴ σημερινὴ τελετὴ καὶ ἐπαυξάνουν τὴ χαρὰ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας.
Εὐχαριστῶ τὴν Ὑπουργὸ Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων τῆς Ἑλλάδος κ. Νίκη Κεραμέως γιὰ τὰ πολλὰ μηνύματα ποὺ δίνει ἡ ἐδῶ παρουσία της. Εὐχαριστῶ ἐπίσης, τὸν Ὑφυπουργὸ Παιδείας τῆς Ἑλλάδος κ. Ἄγγελο Συρίγο καὶ τὸν φίλο πρώην Ὑφυπουργὸ Παιδείας κ. Νίκο Καλτεζιώτη ποὺ μὲ τιμοῦν μὲ τὴν ἐδῶ παρουσία τους.
Εὐχαριστῶ καὶ ὅλους ἐσᾶς, ἐκλεκτοὶ προσκεκλημένοι καὶ λαὲ τοῦ Θεοῦ περιούσιε. Οἱ εὐχὲς καὶ οἱ προσευχές σας στὸν Θεὸ θὰ μὲ στηρίζουν στὴν πρωθιεραρχικὴ διακονία μου.
«Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἐκλεξάμενος καὶ θέμενός με εἰς τὴν διακονίαν ταύτην, ὁ διδοὺς ρῆμα τοῖς εὐαγγελιζομένοις δυνάμει πολλὴ πρὸς τὴν τοῦ Εὐαγγελίου τελείωσιν, Αὐτὸς κρατήσειε τῆς χειρός μου τῆς δεξιᾶς καὶ τὴ βουλὴ Αὐτοῦ ὀδηγήσειε, ποιμαίνων ἐμὲ τὸν ποιμαίνοντα καὶ ὁδηγῶν ὁδηγοῦντα».
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.