Προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου προς τον Μητροπολίτη Πάφου Τυχικό κατά τη χειροτονία του (12/3/2023)
Προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Γεωργίου προς τον Μητροπολίτη Πάφου Τυχικό κατά τη χειροτονία του
12.3.2023
Πανιερώτατε Μητροπολίτα Πάφου και αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ κ. Τυχικέ,
Η Χάρις του Παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος, διά των χειρών ημών και των συλλειτουργούντων ημίν αγίων Αρχιερέων, σε ανεβίβασε ήδη στον τρίτο και ύψιστο βαθμό της ιερωσύνης και σε κατέστησεν επίσκοπο της πρώτης Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Κύπρου, της Μητροπόλεως Πάφου.
Δοξάζουμε μαζί σου και εμείς τον Θεόν που σε αξίωσε τέτοιας τιμής, φωτίζουσα πρώτα τον λαό της Πάφου να σε εμπιστευθεί με την ψήφο του και οδηγούσα στη συνέχεια την ιερά Σύνοδο να σε προκρίνει ανάμεσα στους τρεις που παρεπέμφθησαν προς τούτο σ’ αυτήν.
Προσήλθες πριν από λίγο «Σιών όρει και πόλει Θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω…. και Εκκλησία πρωτοτόκων» (Εβρ. Ιβ΄, 22-23), εκεί όπου «ο θρόνος της χάριτος» (Εβρ. δ΄, 16) και πήρες την της Αρχιερατείας χάριν.
Θα νιώθεις βαθιές τις νύξεις που επέφερε σήμερα το Άγιον Πνεύμα στην ψυχή σου. Το Πνεύμα το Άγιο σε άρπαξε κυριολεκτικά «εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου», διενήργησε μέσα σου μεταλλάξεις και μετασχηματισμούς». «Γέγονε» κατά τον άγιο Γρηγόριο του Νύσσης «άλλη γέννησις, βίος έτερος, άλλο ζωής είδος, αυτής της φύσεώς σου μεταστοιχείωσις». Χθες τέκνον, σήμερον αδελφός αγαπητός. Χθες ποιμαινόμενος, σήμερον ποιμαίνων. Είη ευγλογητόν το όνομα του Θεού. «Εμεγάλυνεν», όντως, «Κύριος του ποιήσαι μετά σου». (Ψαλμ. 125,2).
Καίτοι, «περικείμενος της σαρκός τας ωδίνας», «αίματι και σαρκί περιπεπλεγμένος», εκλήθης να επιτελείς ουράνια. «Βροτός, γεννητός, ολιγόβιος» (Ιώβ, ιδ΄, 1), έλαβες εξουσίαν «ην ούτε αγγέλοις, ούτε αρχαγγέλοις έδωκεν ο Θεός». Θα εκπλήσσεσαι «τω καινώ του θεάματος και τω ξένω του θαύματος». Συνηθισμένος μέχρι τώρα σε μιαν ομαλή πορεία, στην ευστάθεια του δρόμου της ιερωσύνης, καλείσαι να πορευθείς από τούδε και στο εξής στις κορυφές, εκεί που δίνουν συνάντησιν οι θύελλες. Καλείσαι να διακινδυνεύσεις τον ίλιγγο του ύψους.
Η φλόγα της Πεντηκοστής, που ανέδειξε στην Εκκλησία ανά τους αιώνες επισκόπους και ποιμένες, έχει ανάψει σήμερα και τη θρυαλίδα της δικής σου ύπαρξης. Μέσα στα μύχια της ψυχής σου θα αισθάνεσαι, ήδη, έντονη την παρουσία του Θεού «ως εν ήχω φερομένης βιαίας πνοής» (Πρ. β΄, 2), όπως τότε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, και «εν φωναίς και αστραπαίς και νεφέλη γνοφώδει και φωνή σάλπιγγος ηχούσης μέγα» και « εν καπνώ ωσεί καπνώ καμίνου» (Εξ. ιθ’ 16, 18) όπως στο όρος Σινά. Θα αισθάνεσαι τη φλόγα της αρχιερωσύνης «ως πυρ καιόμενον και φλέγων εν τοις οστέοις σου» (Ιερεμ. κ΄, 9).
Γίνεσαι «θρόνων διάδοχος» του αγίου Φιλαγρίου, του αγίου Μακαρίου, του αγίου Ιωάννου, του αγίου Παναρέτου, επισκόπων Πάφου. Καλείσαι να γίνεις και «τρόπων μέτοχος» αυτών. Να βαστάζεις ως επίσκοπος «το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα» (Ματθ. η, 12) και να «αιχμαλωτίζης παν νόημα εις υπακοήν Χριστού (Β΄ Κορ. ι, 5). Γιατί το επισκοπικό αξίωμα «έργον εστίν, ουκ άνεσις, φροντίς ου τρυφή· λειτουργία υπεύθυνος, ουκ αρχή ανεξέταστος».
Μπροστά στο ύψος του αξιώματος και στον όγκο των ευθυνών είναι φυσικό να δειλιάζεις. Την αίσθηση του φόβου μπροστά στις απαιτήσεις της αρχιερωσύνης είχαν και οι κολοσσοί της πίστεως, οι μεγάλοι πατέρες και ιεράρχες της Εκκλησίας. Όμως ο Απόστολος Παύλος μας διαμηνύει ότι «η ικανότης, ουκ εξ ημών, αλλ’ εκ του Θεού». Γι’ αυτό και θα πρέπει να ηχεί στ’ αυτιά σου η προτροπή προς τον Ιησούν του Ναυή: «Ίσχυε και ανδρίζου. Μη δηλιάσης μηδέ φοβηθής· ότι μετά σου Κύριος ο Θεός σου ου εάν πορευθής». Το ήπιον του χαρακτήρα σου, η ταπεινοφροσύνη σου και η διάθεση μαθητείας που επιδεικνύεις, εγγυώνται την επιτυχία στο βαρύ έργο που αναλαμβάνεις.
Το γεώργιον του Θεού στο οποίο εξαποστέλλεσαι δεν σου είναι άγνωστο. Από της πρώιμης νεότητάς σου, αυτόν τον λαό υπηρέτησες και με αυτόν συνανεστράφης σ’ όλη σου τη ζωή. Το ποσοστό των ψήφων που έλαβες από τον λαό δηλώνει ότι και οι πιστοί σε αγάπησαν και σε εμπιστεύονται. Κι αυτό παρέχει βάσιμες ελπίδες επιτυχίας στο έργο σου.
Αυτόν τον λαό γνώρισα και εγώ προσωπικά. Συνδέθηκα μαζί του, εκτίμησα την τιμιότητα, την εργατικότητά του και το ήθος του για 27 ολόκληρα χρόνια. Έντεκα από τη θέση του Χωρεπισκόπου Αρσινόης όπου με έφερε η αγάπη και η εμπιστοσύνη του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ και 16 από τη θέση του Μητροπολίτου Πάφου, όπου τον διαδέχτηκα. Αυτός ο λαός ελάχιστα περιμένει από εμάς και μας ανταποδίδει πολλαπλάσια. Υπηρετώντας αυτόν το λαό θα έχεις πάντοτε και τη δική μου συμπαράσταση και τη δική μου εμπειρία.
Έργον του Επισκόπου είναι, σύμφωνα με το τρισσόν αξίωμα του Κυρίου, το οποίο και ο ίδιος ο Επίσκοπος φέρει, η θεία διδαχή, ο αγιασμός των πιστών με τη χάρη των αγίων Μυστηρίων και η διαποίμανση της λογικής ποίμνης.
Σ’ έναν κόσμο στον οποίο παρατηρείται, σήμερα, συστηματική παραποίηση των ανθρώπινων στόχων και εκφυλισμός των ανθρώπινων αναζητήσεων, σ’ ένα κόσμο που συμπνίγεται στη φθορά και στην άρνηση των πνευματικών αξιών, που έχει μειωμένη την αίσθηση της αμαρτίας, μα και που ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε όγκο δεδομένων και πλήθος πληροφοριών, καλείται ο επίσκοπος να δράσει. Για να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες των καιρών θα πρέπει να διαθέτει γνώσεις πολλές και ποικίλες, πείρα υπολογίσιμη, αγιότητα μεγάλη.
Με ξεπερασμένη επιχειρηματολογία δεν είναι δυνατό να προσφερθεί στο σύγχρονο άνθρωπο το Ευαγγέλιο. Ούτε και είναι ορθό ο επίσκοπος να παρουσιάζεται ως γνωσιολογικά πρωτόγονος. Ο σύγχρονος κόσμος χρειάζεται καθοδήγηση. Οδηγεί, όμως, μόνο εκείνος που προπορεύεται. Εκείνος που οπισθοδρομεί εγκαταλείπεται από την εποχή του. Ο ουραγός το πολύ-πολύ να ακολουθήσει.
Χωρίς να παραβλέπεις την ιδεολογία της εποχής μας θα κηρύξεις «τόν λόγον τον τοῦ Σταυροῦ» (Α΄ Κορ. α΄, 18). «Καί ὁ λόγος σου καί το κήρυγμά σου» θα είναι «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις» (Α΄ Κορ. β΄, 4), «ἵνα ἡ πίστις ἡμῶν μη ἦ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων ἀλλ ἐν δυνάμει Θεοῦ» (Α΄Κορ. β΄, 5).
Ο λόγος του Θεού είναι πράγματι «ζῶν και ένεργής και τομώτερος ὑπέρ μάχαιραν δίστομον, διϊκνούμενος ἄχρι μερισμού ψυχῆς τε και πνεύματος, ἁρμῶν τε και μυελῶν, και κριτικός ἐνθυμίσεων και ἐννοιῶν καρδίας» (Ἑβρ. Δ΄, 12). Ο λόγος του Θεού αποτελεί τον μίτο για τον λαβύρινθο, στον οποίο έχει εμπλακεί ο σύγχρονος κόσμος. Θα ΄ναι τούτο το πρώτο σου μέλημα, ο πρώτος στόχος του έργου σου.
Οφείλεις, δεύτερον, να μεταφέρεις στους πιστούς τη χάρη και την ευλογία των Θείων Μυστηρίων. Τα μυστήρια είναι οι φανερώσεις του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία. Είναι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της Εκκλησίας ως Οργανισμού Χάριστος και Σώματος Χριστού. Χωρίς αυτά είναι αδύνατον οι πιστοί να να εγκεντρισθούν στην «καλλιέλαιο», είναι αδύνατο να έχουν «ζωήν μένουσαν ἐν ἑαυτοῖς (Ἰωάν. Στ, 53). Σε μιάν εποχή που δεν συντελείται μόνο ο αργός σωματικός θάνατος από τα ποικίλα καυσαέρια, αλλά και ο ψυχικός από τις ποικίλες αναθυμιάσεις της αμαρτίας, οφείλουμε να αντιπαραθέσουμε, στον κίνδυνο αυτό, τα δικά μας μέσα λύτρωσης και ανόρθωσης. Το χρίσμα των μυστηρίων θα απομακρύνει από τον λαό τον άγγελο τον ολοθρευτή. Η άνωση, την οποία ασκεί η Θεία Χάρις, εξουδετερώνει τις επιπτώσεις του νόμου της βαρύτητας, του νόμου της αμαρτίας. Με τα ιερά Μυστήρια ο άνθρωπος ενώνεται με την «πηγήν τῆς ζωαρχίας», τον Χριστό, και γίνεται «κράμα και μείγμα και φύραμα» με Αυτόν, επιτυγχάνει τη χριστοποίησή του.
Οφείλεις, τρίτον να ποιμάνεις το ποίμνιον του Θεού «ἐπισκοπῶν μή ἀναγκαστικῶς ἀλλ΄εκουσίως, μηδέ αἰσχροκερδῶς ἀλλά προθύμως … τύπος γινόμενος τοῦ ποιμνίου» (Α΄ Πέτρ. ε΄, 2-3). Αποστέλλεσαι στο ποίμνιο, «ἵνα τό ἀπολωλός ζητήσης καί τό πλανώμενον ἐπιστρέψης καί τό συντετριμμένον καταδήσης καί τό ἐκλεῖπον ἐνισχύσης καί τό ἰσχυρόν φυλάξης καί βοσκήσης αὐτά μετά κρίματος» (Ἰεζ. λδ΄, 16), και ακόμα «ἵνα καὶ τὴν ψυχήν σου θύσης ὑπέρ τῶν προβάτων» ( Ἰωάν. ι, 11).
Η προτροπή του Απ. Παύλου «μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος» (Α΄Τιμ. δ, 14) κι η παλαιοδιαθηκική επιτίμηση «ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τά ἔργα του Θεοῦ άμελῶς» (Ἱερεμ. λα΄, 10) θα πρέπει να σε συνέχουν.
Καθίστασαι από σήμερα «πρωρεύς τῆς Ἐκκλησίας» κατά την ορολογία του Κλήμεντος Ρώμης. Και πρέπει να ξέρεις ότι δεν θα πορεύεσαι πάντοτε κάτω από ξάστερο ουρανό και σε σεληνόφωτη νύκτα, ούτε και θα πλέεις σε ήρεμη θάλασσα. Αντίθετα μάλιστα να ξέρεις ότι θα συναντήσεις ανέμους ισχυρούς και θύελλες, νύκτα ασέληνη κα σκότος βαθύ, κύματα απειλητικά και για σένα και το σκάφος.
Θα πρέπει να θυμάσαι πάντα το ψαλμικό «προωρώμην τον Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός». Και να ξέρεις ότι «ἐκ δεξιῶν σου ἐστι». Και θα αρκεί τούτο «ἵνα μη σαλευθής» (Ψαλμ. ιε΄, γ).
Θάταν, όμως, ελλιπής η αποστολή σου, Πανιερώτατε, αν περιοριζόταν μόνο σ’ αυτά. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως επίσκοπος σε αλύτρωτο ελληνικό μέρος σημαίνει και εθνικό αγωνιστή. Πώς μπορεί η θρησκευτική μας συνείδηση να ησυχάζει, όταν στην Κερύνεια και στη Μόρφου, στην Αμμόχωστο και στην Καρπασία, εδώ και 49 χρόνια «ουκ έστιν ολοκαύτωσις, ουδέ θυσία, ουδέ προσφορά, ουδέ θυμίαμα, ου τόπος του καρπώσαι και ευρείν έλεος»; (Προσευχή Αζαρίου, 14). Πώς μπορεί η εθνική μας συνείδηση να ησυχάζει, όταν τα τεκμήρια της πέραν των 3000 ετών ελληνικότητας της γης τούτης των πατέρων μας αφανίζονται, και γίνεται συστηματική προσπάθεια εκτουρκισμού της; Ο θανάσιμος κίνδυνος, που διατρέχει ολόκληρη η πατρίδα μας, θα πρέπει να μας κρατεί σε συνεχή εγρήγορση και επιφυλακή. Δεν θα πρέπει να μας οδηγεί στην ηττοπάθεια ή στη μοιρολατρία. Αν σήμερα «εγενήθημεν όνειδος τοις γείτοσιν ημών, μυκτηρισμός και χλευασμός τοις κύκλω ημών» (Ψαλμ. 78,4), αν «εσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη και εσμέν ταπεινοί εν πάση τη γη» (Προσευχή Αζαρίου, 13) και αν απειλούμαστε, λίγοι εμείς, από τον αριθμητικό κατακλυσμό των βαρβάρων, δεν πρέπει να αποθαρρυνόμαστε. Θα πρέπει να παίρνουμε κουράγιο και θάρρος από τη διαπίστωση, ότι ο Ελληνισμός δεν είχε ποτέ την εύνοια των αριθμών, κι όμως επιβίωσε και μεγαλούργησε. Μέχρις ότου «ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ελευθερίας ανατείλη» σ’ όλες τις κατεχόμενες πόλεις και στα χωριά μας, δεν θα πρέπει να παύσεις να φρονηματίζεις και εθνικά τον λαό. Αν παραμείνουμε αταλάντευτοι στο δίκαιό μας και «επιστρέψωμεν επί τον Κύριον» (Πράξ. θ, 35), να ΄μαστε σίγουροι, ότι, όπως και στην περίπτωση του αρχαίου Ισραήλ, «επισκοπή επισκέψεται ο Θεός ημάς και ανάξει ημάς… εις την γην ημών (Γεν. ν, 24). Όταν από σήμερα θα υψώνεις «χείρας ικέτιδας» προς τον «απτόμενον των ορέων και ποιούντα αυτά καπνίζεσθαι» (Ψαλμ. 103, 32) και θα τον παρακαλείς να επιβλέψει «επί την άμπελον ην εφύτευσεν η δεξιά Του», να τον παρακαλείς να επιβλέψει πρώτιστα «επί την κάκωσιν της δούλης πατρίδος». Θερμή και παντοτινή θα είναι η παράκληση όλων μας: «Κύριε, Κύριε, γαίαν πατρίδα ελευθέρωσον, … όπως ίδωσι τα έθνη ότι συ ει ο Θεός ημών».
Με αυτές τις σκέψεις και «ἐν χρησταῖς ἐλπίσι» σε αποστέλλουμε τόσον εμείς προσωπικώς, όσον και η Ιερά Σύνοδος, στην κατά Πάφον τοπικήν Εκκλησίαν. Κύριος ο Θεός «εἴη μετά σοῦ πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου».