Ομιλία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου στην τελετή έναρξης της λειτουργίας του Κέντρου Μελετών “Γρηγόρης Αυξεντίου” (3 Μαΐου 2023)
Σε καιρούς που, κατά γενική ομολογία, το εθνικό αισθητήριο έχει αμβλυνθεί, σήμερα που η οικονομική κρίση ωθεί πολλούς, και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, σε αναθεώρηση της κλίμακας των αξιών δίνοντας προτεραιότητα σε υλικές και υποτιμώντας τις πνευματικές και εθνικές αξίες, τώρα που οι ήρωες παραγνωρίζονται και άλλα πρότυπα προβάλλονται στη ζωή, είναι παρήγορο και ταυτόχρονα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι κάποιοι εξακολουθούν να σκέφτονται ελληνικά και εθνικά. Ακούουν φωνές από το παρελθόν, ενωτίζονται τους ευκλεείς προγόνους τους, δονούνται από τα ίδια ιδανικά που και εκείνοι είχαν εγκολπωθεί και προσπαθούν να τους προβάλουν ως πρότυπα ζωής και στη σημερινή γενιά.
Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται ασφαλώς αυτοί που συνέλαβαν το όραμα της δημιουργίας του Κέντρου Μελετών «Γρηγόρης Αυξεντίου» για τη διατήρηση της μνήμης του και εντρύφησης των επερχόμενων γενεών στις αξίες και το παράδειγμά του. Αυτοί είναι που κάλεσαν κι εμένα για τη σημερινή αναφορά στον ήρωα. Συγκαταλέγεστε κι όλοι εσείς που με την εδώ παρουσία σας κλίνετε το γόνυ ευλαβικά μπροστά στην υπέρτατη θυσία του Κύπριου ήρωα των Πανελλήνων.
Δυσχερέστατο από κάθε άποψη, ασφαλώς, το έργο που ανέλαβα, να εγκωμιάσω, στη σημερινή συγκέντρωση, τον υπαρχηγό της ΕΟΚΑ, τον Γρηγόρη Αυξεντίου, που έγινε σύμβολο αγώνα για όλους τους λαούς, που πολεμούν για την ελευθερία τους.
Οι δυσχέρειες δεν παρουσιάζονται μόνο για μένα, αλλά ισχύουν και για τους ευφραδέστερους των ρητόρων, ακόμα και για τους σοφότερους των ανθρώπων. Κι η δικαιοσύνη επιβάλλει ο λόγος της αδυναμίας αυτής να αναζητηθεί όχι σ’ όσους θα επιχειρούσαν να σκιαγραφήσουν την προσφορά και να εγκωμιάσουν τη θυσία του, αλλά σ’αυτόν τον ίδιο τον ήρωα που με τον αγώνα και τη θυσία του δημιούργησε τεράστια απόσταση μεταξύ μας και μεταξύ του.
Ήρωες και πολέμαρχους μάς έδωσε πολλούς η ιστορία. Μα οι περισσότεροι προσδοκούσαν, ή είχαν, τουλάχιστον, την πιθανότητα της νίκης. Εκείνοι που ήξεραν ότι ο θάνατος τους δεν ήταν πιθανότητα, αλλά βεβαιότητα, και όμως επέμεναν για αξίες και αξιοπρέπεια, είναι εκ των πραγμάτων λίγοι. Κορυφαίοι ο Λεωνίδας, ο Παλαιολόγος, ο Αυξεντίου. Μπροστά τους δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς και να βιώσεις την σμικρότητά σου.
Η αναφορά σ’ ένα γίγαντα, που βρίσκεται στο πάνθεο των αθανάτων, που έγινε ίνδαλμα όσων αγωνίζονται για την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους, δεν εναρμονίζεται, ασφαλώς, με δάκρυα και θλίψη. Συνιστά αφορμή εντρύφησης στο παράδειγμά του και άντλησης διδαγμάτων για το παρόν και το μέλλον. Είναι ένα μάθημα αγάπης προς την πατρίδα και μια προτροπή προς αυτογνωσία· και το παράδειγμά του Αυξεντίου είναι για μας ολόκληρη αποκάλυψη. Η αυταπάρνησή του συνιστά ανεπανάληπτο μάθημα υπέρβασης των γηίνων.
Με την ευγονία, τη βιολογική και την ψυχοπνευματική, με την οποία τον προίκισαν εκατόν αδιάλειπτες ελληνικές γενεές των προγόνων μας στην Κύπρο, οικοδόμησε αδαμάντινο τον χαρακτήρα του, και ηρωική την ψυχή του. Ανδρώθηκε με το όραμα της ελευθερίας και της Ελλάδας. Με τη θυσία του τίμησε τον Ελληνισμό ολόκληρο, καταξίωσε την ελληνική του ταυτότητα και δικαίωσε τη χριστιανική του πίστη.
Ήταν φορέας της ελληνικής αρετής που επιτάσσει ανάκτηση, ή προάσπιση της ελευθερίας, με κάθε θυσία. Κι όταν ακόμα η συμβατική λογική λέει πως η αντιπαράθεση προς τον κατακτητή, ή η αντίσταση προς επίδοξους κατακτητές, είναι άπελπις. Ήταν γνώστης και θαυμαστής πολλών διαχρονικών παραδειγμάτων της Ιστορίας μας: Του μολών λαβέ του Λεωνίδα, του «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω» του Αθανάσιου Διάκου, του δικού μας, του Σαλαμίνιου Ονήσιλου που τα ’βαλε πεζός με τα έφιππα στίφη των Περσών. Κι αποδείχτηκε όχι μόνο άξιος μιμητής τους, αλλά και κατά πολύ ανώτερός τους.
Δεν χρειάστηκε να περιπλανηθεί, ούτε και δυσκολεύτηκε στην αναζήτηση αξιών και στόχων του αγώνα του. Οι αξίες και τα ιδανικά που ενέπνευσαν τους αγώνες των Ελλήνων, σ’όλη την έκταση της Ελληνικής γης, για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρώπινη αξιοπρέπεια ενέπνευσαν και τον ίδιο. Η φλόγα που οιστρηλατούσε την ανήσυχη ψυχή του φούντωσε με την εντρύφηση σ’αυτές τις αξίες και δεν μπορούσε να τιθασευτεί.
Ήξερε από τη μακραίωνη Ιστορία μας ότι η ελευθερία αγοράζεται και ζυγίζεται με αίμα˙ και πως είναι πάντα «απ’τα κόκκαλα βγαλμένη». Γι’αυτό κι ήταν αποφασισμένος για κάθε θυσία. Είχε, ακόμα, συναίσθηση και της αριθμητικής αλλά και της πολεμικής μειονεξίας μας απέναντι στον Άγγλο κατακτητή. Ήξερε όμως ότι χωρίς πίστη σε σκοπό, τα όπλα και τα πυρομαχικά δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Κι αποδείχτηκε, στην περίπτωση τού απελευθερωτικού μας αγώνα, για άλλη μια φορά, εκείνο που’ναι γνωστό πάντα στην Ιστορία: Ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό.
Λέγεται, πολλές φορές, ότι νικά όποιος είναι αποφασισμένος να πεθάνει˙ και ότι κερδίζει εκείνος που ριψοκινδυνεύει τα πάντα για έναν υπέρτατο σκοπό. Επαληθεύτηκε αυτό στον Αυξεντίου. Αποφάσισε ο ίδιος να πεθάνει. Μα ο ηρωικός θάνατός του αξίζει πολύ περισσότερο από χιλιάδες ζωές. Ο τάφος του, στα φυλακισμένα μνήματα, έγινε «τάφος ζωαρχίας» και το καμένο κρησφύγετό του στον Μαχαιρά έγινε χώρος απ’όπου ο Κυπριακός λαός θα αντλεί δύναμη μέχρι την ολοκλήρωση και τη δικαίωση του αγώνα του.
Σε χρόνο ανύποπτο, μετά τη θυσία άλλου αγωνιστή, έγραφε ο Αυξεντίου στον πατέρα του:
“… Μην απογοητεύεσθε από μιαν αποτυχία ή μιαν αντιξοότητα. Όταν υπάρχουν άνθρωποι αποφασισμένοι να αποθάνουν δεν μπορεί παρά να νικήσουμε. Αυτό το αντιλαμβάνονται πολύ καλά οι κατακτηταί, γι’αυτό και λυσσούν περισσότερο. Μα όσο πιο πολύ λυσσούν, τόσο πιο πολύ πλησιάζει η ώρα της Ελευθερίας…”
Και στη μακαριστή σύζυγό του Βασιλική, κι η αναφορά αυτή ας είναι μνημόσυνο και για εκείνη, -ως γνωστόν ο γάμος τους έγινε κατά τη διάρκεια του αγώνα, ένα βράδυ, σ’ ένα ξωκκλήσι κοντά στην Κερύνεια-, έγραφε τα εξής, λίγο πριν το ολοκαύτωμά του:
“… Μην ανησυχείς και ο άντρας σου δεν το έχει να πιαστεί έτσι εύκολα-εύκολα Στην εσχάτην ανάγκην, θα αγωνισθώ και θα πεθάνω ως Έλληνας, αλλά ζωντανόν δεν θα με πιάσουν…”
Ασφαλώς το μεγαλείο του αναγνωρίστηκε από όλους, εχθρούς και φίλους, ακόμα και από τον Άγγλο δυνάστη την ώρα της υπέρτατης θυσίας του. Μα αυτό το μεγαλείο του ήταν αποτέλεσμα του χαρακτήρα του που υφάνθηκε σιγά-σιγά στην οικογένειά του, στη Λύση, στην Αμμόχωστο και το σχολείο του, στην Ελλάδα όπου σπούδασε. Αντιπαρέρχομαι πολλά διασωθέντα γεγονότα που αναδεικνύουν αυτόν τον χαρακτήρα. Εξάλλου αυτά μπορεί ο καθένας να τα βρει στο μνημειώδες έργο του Δημάρχου της Λύσης Αντρέα Καουρή για τον Αυξεντίου. Θα σταθώ, όμως, σε μερικά που τονίζουν τον ευαίσθητο χαρακτήρα του αλλά και τις άλλες αρετές του.
Είναι γνωστό πως ο Αυξεντίου αρνήθηκε σε εντολή του Διγενή να εκτελέσει τον προδότη Πέτρο Χατζημιτσή που είχε διεισδύσει στην ομάδα του. Ήθελε να τον δοκιμάσει πρώτα και να βεβαιωθεί ο ίδιος. Τον ενοχλούσε να εκτελέσει έναν αθώο. Όταν, όμως, ο Χατζημιτσής προσχώρησε στο στρατόπεδο των Άγγλων και πρόδιδε τα πάντα, φάνηκε πόσο δίκαιο είχε ο αρχηγός. Γι’ αυτό κι ο Αυξεντίου αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα την καθαίρεσή του από την αρχηγία της ομάδας στον Πενταδάκτυλο. Ανέλαβε, χωρίς διαμαρτυρίες την ευθύνη του. Κι ευτυχώς που ο Θεός βοήθησε και δεν εντοπίστηκε ούτε ο ίδιος ούτε η ομάδα του.
Το ότι ο Αυξεντίου ήταν άνθρωπος ευθύνης φαίνεται και από το γεγονός της μυστικής τέλεσης του γάμου του. Επικηρυγμένος αντάρτης της ΕΟΚΑ, καταζητούμενος κάθε λεπτό από του Άγγλους, με το θάνατο να παραμονεύει σε κάθε στιγμή της ζωής του δεν μπορούσε να αφήσει εκτεθειμένη τη μνηστή του.
Το στρατιωτικό του δαιμόνιο φάνηκε στη μάχη των Σπηλιών. Εκεί που, μόνος αυτός, κατάφερε να διασώσει τον Διγενή, βάζοντας τους Άγγλους να κτυπιούνται μεταξύ τους. Στο τέλος διέφυγε κι ο ίδιος σε ασφαλές μέρος. Γι’ αυτό και τα μέλη της ομάδας του τον εμπιστεύονταν απόλυτα. Ο Γεώργιος Μάτσης είχε πει τότε: «Σκεπτόμενος ότι είχαμε επικεφαλής τον Αυξεντίου, είτε ήταν ο ίδιος παρών στη μάχη, είτε τον είχαμε νοερά μαζί μας και υπεύθυνό μας, λειτουργούσαμε και ενεργούσαμε με περισσότερο αυθορμητισμό και περισσότερο δυναμισμό». Κι ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης είχε πει, όταν πήρε εντολή να μετακινηθεί και να αναλάβει ως τομεάρχης Λευκωσίας: «Δεν θέλω να φύγω. Κοντά στον Μάστρο νιώθω μεγάλη σιγουρια!»
Αυτό οφειλόταν και στην ανθρώπινη προσέγγιση που είχε ο Αυξεντίου σε όλους τους αντάρτες και τους συνεργάτες του. Ευτύχισα να γνωρίσω πολύ καλά έναν τέτοιο συνεργάτη του, τον Γρηγόρη Νικόλα, από τους Καπέδες. Εργαζόμουν ως χημικός στο μεταλλείο των Καμπιών και ο Γρηγόρης Νικόλα οδηγός λεωφορείου, μας μετέφερε από τη Λευκωσία στο Μεταλλείο και τανάπαλιν. Σοβαρότατος και αξιοπρεπής, ουδέποτε μιλούσε ενώπιον άλλων. Όταν πληροφορήθηκα τη σχέση του με τον Αυξεντίου, στην περίοδο του αγώνα, τον πλησίασα κατ’ ιδίαν. Ήταν ειλικρινέστατος ο Γρηγόρης Νικόλα. Μου είπε: Δεν τα λέω αυτά τώρα που ο Αυξεντίου είναι δοξασμένος με το στεφάνι του ήρωα. Ήταν πάντα μεγάλος. Γιατί μπορούσε να μιλά και με προύχοντες και με απλούς, με ώριμους και με παιδιά, με τον ίδιο απροσποίητο τρόπο».
Επιβεβαιώνοντας αυτή τη συμπεριφορά του Αυξεντίου, ο Ηγούμενος Μαχαιρά Ειρηναίος, είχε πει αναφερόμενος στους συντρόφους του: «Τους είχε σαν παιδιά του».
Εκείνο, όμως, που κυριολεκτικά ανέδειξε τον Αυξεντίου σε ημίθεο είναι η ηρωική εκ μέρους του αντιμετώπιση του θανάτου, το ολοκαύτωμά του. Και για να μιλήσω με όρους εκκλησιαστικούς «πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ πατρίδι προσήνεκτο».
Δηλώνω την πλήρη αδυναμία μου να αποδώσω το μεγαλείο της θυσίας του, ή να περιγράψω, υποφερτά, τις τελευταίες επίγειες ώρες του. Είναι δύσκολο κάποιος κοινός άνθρωπος να αποτιμήσει ένα γίγαντα. Του λείπει η μονάδα μέτρησης. Του διαφεύγουν οι πραγματικές του διαστάσεις. Και όταν μιλούμε για έναν ημίθεο, σαν τον Αυξεντίου το εγχείρημα μοιάζει με παραλογισμό. Δεν μας συνήθισε η Ιστορία με τέτοιες μορφές. Με εξαιρετική φειδώ τις χαρίζει στο έθνος μας. Γι’ αυτό και θα παραθέσω αυτούσια κάποια μικρά αποσπάσματα από το «Οδοιπορικό Ελευθερίας», το οποίο εξέδωσε το Ίδρυμα Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-59, στα οποία περιγράφεται η θυσία του ήρωά μας. Ξέρω πως είναι γνωστά τα γεγονότα σε όλους σας, θα ήθελα, όμως, να έχουμε μια ολοκληρωμένη αφήγηση της θυσίας του. Γιατί αν εντείνουμε την ακοή μας, θα ακούσουμε και σήμερα τις εκρήξεις που εκείνη την ημέρα συγκλόνιζαν τα βουνά του Μαχαιρά, όταν ένας αυτός, για ώρες πολλές πάλευε με εκατοντάδες. Όταν απέδειξε τα σύγχρονα όπλα ενός υπερσύγχρονου στρατού ως άχρηστα σιδερικά. Όταν εξευτέλιζε μιαν αυτοκρατορία και τον «πολιτισμό» της, που καταδέχτηκε, στον 20ο αιώνα, να περιχύσει βενζίνη στο κρησφύγετό του και να τον κάψει ζωντανό.
«…Πρωί-πρωί Βρετανοί στρατιώτες άρχισαν έρευνα, μετά την προδοσία… γύρω από το κρησφύγετο του Αυξεντίου και τον καλούσαν ονομαστικώς, τόσον αυτόν όσο και τους άντρες του να βγουν και να παραδοθούν. Ο Αυξεντίου διέταξε τότε τους τέσσερις συναγωνιστές του… να βγουν από το κρησφύγετο και να παραδοθούν, λέγοντάς τους ότι ο ίδιος θα παρέμενε εκεί και θα πολεμούσε μέχρι θανάτου. “Πρέπει να πεθάνω” τους είπε…
Οι Βρετανοί βλέποντας ότι δεν βγήκε ο Αυξεντίου έγιναν νευρικοί και άρχισαν να ουρλιάζουν κυριολεκτικά, καλώντας τον να βγει έξω. “Έβγα έξω” του φώναζαν, “αλλιώς θα σου ρίξουμε βόμβες και θα σε σκοτώσουμε”. Τότε ακούστηκε μια ριπή από το κρησφύγετο και ο Άγγλος δεκανέας Μπράουν, που καλούσε τον Αυξεντίου να παραδοθεί, έπεσε νεκρός. Ευθύς αμέσως άλλος Άγγλος στρατιώτης έριξε μια χειροβομβίδα μέσα στο κρησφύγετο, μετά την έκρηξη της οποίας συνέχιζαν να τον καλούν να βγει και να παραδοθεί, χωρίς όμως να πάρουν καμιά απάντηση. Τότε ο Αυγουστής Ευσταθίου, ένας από τους συντρόφους του, τους είπε: «Πέθανε. Τί του φωνάζετε;» Την ίδια στιγμή ένας Άγγλος στρατιώτης άρπαξε τον Αυγουστή και τον ανάγκασε να μπει στο κρησφύγετο για να βγάλει έξω «τον νεκρό» Αυξεντίου. Ο Αυγουστής μπήκε στο κρησφύγετο φωνάζοντας στον Αυξεντίου να μην πυροβολήσει. Μόλις μπήκε μέσα και είδε ότι ο «Σταυραετός του Μαχαιρά» ήταν ελαφρά τραυματισμένος στον λαιμό και στο γόνατο, φώναξε στους Βρετανούς: «Ελάτε. Τώρα είμαστε δύο».
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η μεγάλη μάχη των δύο ανδρών εναντίον των Βρετανών στρατιωτών, οι οποίοι δύο φορές προσπάθησαν να μπουν στο κρησφύγετο με καταιγιστικά πυρά, αλλά αναγκάστηκαν και τις δύο φορές να οπισθοχωρήσουν.
Ο Αυξεντίου, ύστερα από πολύωρη μάχη, έκρινε ότι έπρεπε να κάμει έξοδο. Διέταξε τον Αυγουστή να ρίξει τη μοναδική καπνογόνο βόμβα που είχαν και, υπό την κάλυψη των πυρών του Αυγουστή που θα προπορευόταν, να γίνει η έξοδος. Πράγματι ρίχτηκε η βόμβα, αλλά το αυτόματο του Αυγουστή, δεν λειτούργησε και έτσι χάθηκε χρόνος, οπότε τα αποτελέσματα της καπνογόνου εξαφανίστηκαν. Έτσι οι δύο αγωνιστές παρέμειναν στο κρησφύγετο και συνέχισαν τη μάχη για οκτώ ώρες.
Στο τέλος οι Βρετανοί, μη μπορώντας να τα βγάλουν πέρα, ανατίναξαν το κρησφύγετο με βόμβες και δυναμίτιδα και περιλούζοντάς το με βενζίνη το πυρπόλησαν, επιστρατεύοντας για τον σκοπό αυτό ένα ελικόπτερο. Το κρησφύγετο μεταβλήθηκε σε πυροτέχνημα. Οι φλόγες περιέζωσαν τους δύο αγωνιστές. Ο Αυξεντίου ανάμεσα στις φλόγες διατήρησε την ψυχραιμία του και είπε στον Ματρώζο,-ήταν το ψευδώνυμο του Αυγουστή-, «μη φοβάσαι». Ο Ματρώζος κοίταξε για τελευταία φορά τον φλεγόμενο αρχηγό του και πετάχτηκε έξω από το κρησφύγετο χωρίς να τον αντιληφθούν οι Βρετανοί, με ελαφρά εγκαύματα στο πρόσωπο και στα χέρια. Ο ήρωας διαμελίστηκε και κατακάηκε. Ήταν 29 χρονών.
Στο στρατιωτικό νοσοκομείο όπου οι κατακτητές μετέφεραν ό,τι απέμεινε από το σώμα του, κλήθηκε ο πατέρας του να τον “αναγνωρίσει”. Πράγματι ο Πιερής Αυξεντίου μπήκε στο νεκροτομείο, “αναγνώρισε” τον γιο του και βγήκε έξω μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Μπήκε στο αυτοκίνητο του δικηγόρου Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη για να φύγουν, οπότε ξέσπασε σε γοερό κλάμα. Ο δικηγόρος τον ρώτησε γιατί κλαίει αφού πριν λίγο γελούσε και του απάντησε: “Να μη μας βλέπουν οι σκύλοι να κλαίμε γιε μου”. Ήταν μια απάντηση βγαλμένη από τα τρίσβαθα της Ελληνικής Ιστορίας”
Αργότερα ο συνταγματάρχης Μόραν του Αγγλικού κατοχικού στρατού αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι :”ο Αυξεντίου διεξήγαγε μίαν τρομεράν, εμπνευσμένην μάχην επί δέκα ώρας”.
Έτσι, με το αίμα και τη θυσία του ο Αυξεντίου έγραψε κατηγορία αδυσώπητη κατά των ισχυρών της γης: Την κατηγορία ότι στον 20ό αιώνα εξακολουθούσαν να αρνούνται στους άλλους το δικαίωμα που κήρυτταν ως ιερό και απαραβίαστο για τους εαυτούς τους. Κι ότι έπρεπε να χύνεται, ακόμα, αίμα και να θυσιάζονται με τον πιο φρικτό τρόπο άνθρωποι, για να δίδεται το φυσικότερο δικαίωμα του ανθρώπου, το δικαίωμα της ελευθερίας. Η μνήμη του, και μόνο γι’αυτό, θα’ναι πάντα «μετ’εγκωμίων». Γιατί με τη θυσία του μάς διέγραψε πορεία ζωής και με τη δράση του περιέγραψε την αξιοπρέπεια που πρέπει να επιδεικνύουμε ως Έλληνες και ως Χριστιανοί.
Νομίζω πως η διαταγή του Αυξεντίου στους συντρόφους του να βγουν έξω και να παραδοθούν δείχνει δύο πράγματα: την πεποίθησή του ότι δεν θα πρέπει να γίνεται σπατάλη έμψυχου υλικού. Αρκούσε η θυσία του για να δώσει τα πρέποντα μηνύματα. Η πατρίδα τούς χρειαζόταν ζωντανούς. Θα μπορούσαν κάποια στιγμή να αποδράσουν και να φανούν χρήσιμοι στον αγώνα. Δείχνει, όμως, και κάτι άλλο η πράξη του Αυξεντίου: την απόλυτη εμπιστοσύνη του στους συντρόφους του. Ήξερε πως ό,τι και να τους έκαναν, σε όσα βασανιστήρια κι αν τους υπέβαλλαν, δεν υπήρχε περίπτωση να προδώσουν μυστικά του αγώνα. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα τους διέτασσε να παραδοθούν.
Είναι αξιοσημείωτα αυτά που λέει ο Αυγουστής Ευσταθίου: «Όταν ο Αυξεντίου αντελήφθη τον βέβαιο θάνατό του μου είπε: Ο σπόρος που σπείραμε, βλάστησε. Άναψε και φούντωσε η φλόγα στις καρδιές όλων των Ελλήνων. Τίποτε δεν μπορεί πια να την σβήσει. Η λευτεριά θα ανατείλει όπου και να ΄ναι και ο θάνατος μας θα τη φουντώσει ακόμα περισσότερο». Κι όταν οι φλόγες τον είχαν ζώσει από παντού, δεν φαινόταν τρομαγμένος· με ατάραχο και αποφαστιστικό ύφος είπε: «Μη φοβάσαι, Ματρόζο, μη φοβάσαι».
Οι Άγγλοι για να πεισθούν πως είναι νεκρός αφαίρεσαν, κατά τη διήγηση του Αυγουστή Ευσταθίου, μια μεγάλη πέτρα από το κρησφύγετο, οπότε φάνηκε ο Αυξεντίου νεκρός. Τότε «στάθηκαν άναυδοι, ακίνητοι, σαν στήλες πέτρινες και τον κοίταζαν κάμποσα λεπτά της ώρας».
Στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής γράφει: «…Ήταν η ώρα 14η της 3ης Μαρτίου 1957. Εξέλιπε ένας ήρωας, αλλά οι Άγγλοι, εάν γνώριζαν τους καρπούς που θα επέφερε ο θάνατός του, ουδέποτε θα διέπρατταν τη δολοφονία αυτή. Διότι επρόκειτο περί δολοφονίας και χρησιμοποιήσεως μεθόδου η οποία αποτελεί στίγμα για ένα σύγχρονο στρατό … Έτσι πέθανε ο Αυξεντίου! Η μοίρα τού επεφύλαξε τον πλέον σκληρό και δοξασμένο θάνατο. Η δόξα τον ανέβασε ψηλά, αφού με την άφθαστη θυσία του έγραψε μία από τις ωραιότερες και ενδοξότερες σελίδες της μακραίωνης ελληνικής Ιστορίας. Το κρησφύγετό του θα παραμείνει ο ιερότερος χώρος προσκυνήματος για όσους λατρεύουν την ελευθερία. Και ο ηρωικός θάνατός του, το φωτεινό παράδειγμα για τις επιγιγνόμενες γενεές».
Εξηνταέξι χρόνια από τον θάνατο τού Αυξεντίου και ύστερα από μιαν άκρως επικίνδυνη εθνική περιπέτεια που ακολούθησε, οφείλουμε να αντλήσουμε διδάγματα από τη θυσία του για το μέλλον. Αυτό το νόημα έχει και η σύσταση του Κέντρου Μελετών που φέρει το όνομά του. Η θυσία του, που αναζωπύρωσε, τότε, τον αγώνα της ΕΟΚΑ, εμψύχωσε και πείσμωσε τον Κυπριακό Ελληνισμό, και έγινε παγκόσμιο σύμβολο πάλης για ελευθερία, αποτελεί και για μας σήμερα πυξίδα ζωής και δείκτη πορείας. Οφείλουμε να εμπνευστούμε από το ολοκαύτωμά του ιδιαίτερα σήμερα. Σήμερα που κύριο πρόβλημα της Κύπρου αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού παραμένει η αποτροπή του Τουρκικού επεκτατισμού, χρειαζόμαστε ανασύνταξη δυνάμεων, αναβάπτιση στο εθνικό παρελθόν, παραδειγματισμό από τη ζωή του Γρηγόρη Αυξεντίου. «Αναθεωρούντες την έκβαση της αναστροφής» του, θα πρέπει και εμείς «να μιμούμαστε τον τρόπον».
Η Κύπρος, στη μακραίωνη ιστορία της, βρέθηκε πολύ συχνά στο στόχαστρο κατακτητών που προέρχονταν άλλοτε από την Ανατολή και άλλοτε από τη Δύση. Δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες εισβολές και πολυκύμαντες κατοχές, πληγώθηκε με τρομερές λεηλασίες, αλλά άντεξε. Άντεξε γιατί οι πρόγονοί μας δεν σαγηνεύτηκαν από τις υποσχέσεις των κατακτητών, ούτε και κάμφθηκαν από τις απειλές τους. Έμειναν προσηλωμένοι, παρά τις κακουχίες και τους εξανδραποδισμούς, στις αξίες και στα ιδανικά της πίστης και της πατρίδας μας.
Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε μπροστά στη δυσκολότερη περίοδο της Ιστορίας μας. Οι Τούρκοι δεν κρύβουν πια τον τελικό στόχο τους που είναι η κατάληψη και Τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. Γι’ αυτό και συνεχώς προβάλλουν νέες διεκδικήσεις.
Η πείρα, όμως, απέδειξε ότι οι συνεχείς υποχωρήσεις δεν εξευμενίζουν τον κατακτητή, ούτε και τον οδηγούν σε συμβιβασμό. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εδράσουμε τον αγώνα μας, αμετακίνητα, σε θέσεις αρχών, που να μην μπορεί κανένας να τις αμφισβητήσει. Θα πρέπει να ζητήσουμε, χωρίς υποχωρήσεις ό,τι ελευθερίες και δικαιώματα απολαμβάνουν όλοι οι Ευρωπαίοι και όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι. Ποιος και με ποια κριτήρια θα αρνηθεί, στον 21ο αιώνα, το δικαίωμα περιουσίας, ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης κάποιου στην ίδιά του τη χώρα, όταν αυτό το δικαίωμα κατοχυρώνεται για όλη την Ευρώπη; Ποιος και με ποια κριτήρια, αν εμείς δεν το αποδεχτούμε, θα δικαιώσει ή θα δικαιολογήσει την Τουρκία στα θέματα του εποικισμού και του εθνικού ξεκαθαρίσματος; Ποιος θα παραβλέψει ότι το πρόβλημά μας είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής, όταν τεκμηριωμένα του παραθέσουμε τα γεγονότα; Όταν, όμως, εμείς δεχόμαστε από την αρχή εκπτώσεις στα δικαιώματά μας, θα ενδιαφερθούν οι άλλοι για μας;
Δεδομένοι κι αμετάθετοι οι στόχοι της Τουρκίας. Κι οφείλουμε, με κάθε θυσία να τους αποτρέψουμε. Οφείλουμε να επιστρέψουμε στο ενθουσιαστικό κλίμα, την πατριωτική έξαρση και την αξιολογική κορύφωση της περιόδου του αγώνα της ΕΟΚΑ, να αποσείσουμε τη ραστώνη και την αδιαφορία, που μας χαρακτηρίζουν σήμερα για την πορεία του εθνικού μας θέματος.
Ο απελευθερωτικός μας αγώνας, τώρα που τον βλέπουμε από την άλλη όχθη, σφαδάζοντας κάτω από την πίεση της Τουρκικής κατοχής, έχει δύο πράγματα να μας διδάξει: Απομάκρυνση από προσωπικά συμφέροντα και επιστροφή σ’έναν κλίμα ιδανικών και αξιών από τη μια, και ξεκάθαρη στοχοθέτηση και αταλάντευτη επιδίωξη του στόχου από την άλλη. Στόχου που δεν θα διαγράφει 35 αιώνες Ελληνικής παρουσίας στην Κύπρο και που θα εξασφαλίζει την παρουσία μας, με ασφάλεια, στη γη των πατέρων μας στο διηνεκές.
Τελειώνω, όπως συνηθίζω όταν μιλώ για τον Γρηγόρη Αυξεντίου, με την κατάληξη ενός άρθρου μιας κυπριακής εφημερίδας της 3ης Μαρτίου 1960, τρία χρόνια από τον ηρωικό θάνατο του μεγάλου ήρωά μας: «…Χρωστούμε να μνημονεύουμε τον άντρα που τίμησε την πατρίδα μπροστά στο παγκόσμιο, τον πρωτομάχο της λευτεριάς μας, τον μεγάλο ήρωα και μάρτυρα που θα εμπνέει τις μελλούμενες γενιές των Κυπρίων, με την επανάληψη του ιστορικού ‘‘Μολών λαβέ’’ του Λεωνίδα, προς στρατούς ισχυρότερους εκείνων του Ξέρξη. Κι αν πήρε τη σκυτάλη από τον Λεωνίδα ύστερα από δυο χιλιάδες τρακόσια χρόνια ο Αυξεντίου, συνεχίζεται αέναος ο κύκλος της Ιστορίας. Η σκυτάλη του Αυξεντίου έχει ιερόν πεπρωμένον για τις επόμενες γενιές των Κυπρίων, στην περιφρούρηση της τιμής και της ελευθερίας». Θα συμπληρώναμε σήμερα: Στην απελευθέρωση της πατρίδας.
Συγχαίρω και πάλιν όσους είχαν την πρωτοβουλία για τη σύσταση του Κέντρου Μελετών «Γρηγόρης Αυξεντίου». Εύχομαι κάθε επιτυχία στο έργο τους και επιδαψιλεύω σ’ όλους τις ευλογίες της Εκκλησίας.