Τελετή Έναρξης των Εργασιών του Διεθνούς Θεολογικού Συνεδρίου «Τὸ μέγα καὶ ἱερὸν ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης – Μνημόσυνο στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κυρό Χρυσόστομο Β´» (5 Νοεμβρίου 2023)
ΟΜΙΛΙΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
κ.κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αφού πριν από λίγο, κατά τη διάρκεια της πρωινής Θείας Λειτουργίας, αναπέμψαμε, με την κατά κόσμο βαθύτατη λύπη, επιμνημόσυνες δεήσεις για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπό μας Χρυσόστομο τον Β΄, καλούμαστε, τώρα, να ανασκοπήσουμε και πάλιν τον καρποφόρο βίο του, να εμπνευστούμε και να παραδειγματιστούμε από την όλη βιοτή του και να εξαγγείλουμε, κατά το Γραφικό, τον έπαινον της Εκκλησίας προς τη σεμνή προσωπικότητά του, διηγούμενοι εις τα έθνη την σοφίαν του.
Στερούμενοι, εδώ και ένα έτος, της φυσικής παρουσίας του, δεν ζήσαμε ούτε μια μέρα χωρίς τη θύμισή του. Και είναι πάμπολλες οι φορές που τον παρακαλέσαμε να μην μας στερήσει της εκ των κόλπων του Αβραάμ ενισχυτικής φωνής και ευλογίας του.
Είναι αλήθεια πως κάποιος κατανοεί το μέγεθος, το ύψος και τον όγκο ενός όρους όταν απομακρύνεται από αυτό. Ευρισκόμενος πάνω σ΄ αυτό ή στις παρυφές του δεν συνειδητοποιεί το μεγαλείο του. Κι εμείς, όσο ο αείμνηστος ζούσε ανάμεσά μας, δεν συνειδητοποιούσαμε πως κάτω από την απροσποίητη απλότητά του έκρυβε τόσον όγκο αρετών. Τώρα που η ομίχλη της σωματικής παρουσίας του εξέλιπε, βλέπουμε καθαρότερα και αξιολογούμε ακριβέστερα το φωτεινό πέρασμά του από τον κόσμο τούτο.
Λέγεται πως είναι μοίρα των ανθρώπων να κατανοούν τους άλλους όταν τους στερηθούν. Και να διαπιστώνουν ότι ήσαν πολύ ανόητοι που άφησαν ανεκμετάλλευτες ώρες και μέρες κοντά σε τέτοιους ανθρώπους. Δεν συνέβη, βέβαια, αυτό μ’ εμάς και τον μακαριστό. Μέρες και νύχτες, ώρες ατέλειωτες, αντλήσαμε από την πείρα του, διδαχτήκαμε από τη σοφία του. Νιώθουμε, ωστόσο, ότι πολλά θα είχαμε ακόμα να ωφεληθούμε από αυτόν. Ευχαριστούμε τον Θεό που μας τον χάρισε για τόσα χρόνια να μας διδάσκει και με τον λόγο του, κυρίως όμως με το παράδειγμά του.
Είχα την τιμή να με καλέσει, από το 1996, κοντά του, ως συνεργάτη και βοηθό του. Η πολύχρονη συναναστροφή μας, μάς βοήθησε να κατανοήσουμε πλήρως ο ένας τον άλλο και να συνδεθούμε στενά. Για δέκα χρόνια ομοτράπεζοι και ομοδίαιτοι, γίναμε σιγά- σιγά και ομόψυχοι σε πλείστα θέματα. Απ’ αυτή τη συνεργασία είχα συναποκομίσει την αίσθηση ότι ο μακαριστός ήταν πάντοτε ο ίδιος. Ώριμος στη νεότητα, νέος στην ωριμότητα. Έτσι όπως βλέποντας κάποιος τον εαυτό του στον καθρέφτη αισθάνεται και είναι βέβαιος ότι παραμένει πάντα ο ίδιος.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ο Β΄ ήταν από τους ανθρώπους που μετρούσαν την Ιστορία με αστρικά έτη και τη ζωή τους με τον πήχη της ευθύνης. Η εξέταση των έργων του μαρτυρεί την πολύπλευρη και πολύμοχθη δράση του.
Κατόρθωνε να συλλαμβάνει το νόημα των καιρών και τα σύγχρονα προβλήματα με τις κεραίες της αιωνιότητας. Σε όποιο χώρο κι αν έτυχε να βρεθεί, στα 81 χρόνια της επίγειας ζωής του, και όποιο αξίωμα κι αν κατείχε, του Ηγουμένου Αγίου Νεοφύτου, του Μητροπολίτη Πάφου, του Αρχιεπισκόπου Κύπρου δεν παρέμεινε απλός θεατής. Απ’ όπου πέρασε άφησε σαφή τα ίχνη της διάβασής του. Ιδιαίτερα ως Προκαθήμενος άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του χαρακτήρα του. Συνηθίζω να λέω ότι θα περάσουν αιώνες για να ξεφύγει, αν μπορέσει να ξεφύγει, η Εκκλησία της Κύπρου από την σκιά του.
Παρόλο που ανήλθε στα εκκλησιαστικά αξιώματα πολύ νωρίς, Ηγούμενος Αγίου Νεοφύτου στα 32 του χρόνια και Μητροπολίτης Πάφου σε ηλικία μόλις 37 ετών, το ύψος στο οποίο βρέθηκε δεν του προκάλεσε ίλιγγο εγωισμού. Συναισθανόταν πλήρως ότι «θνητά χρη τον θνητόν φρονείν», όπως έλεγε κι ο Αριστοτέλης. Γιατί μπορεί το να ηγείται κάποιος του λαού να είναι άκρως τιμητικό, όμως «ουχ εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν, αλλά καλούμενος υπό του Θεού». (Εβρ. 5,4). Η ηγεσία είναι χάρισμα που δίνεται από τον Θεό σε λίγους, για την υπηρεσία των πολλών.
Κι αναδείχθηκε, όντως, ένας ηγέτης με συναίσθηση του χρέους απέναντι και στην Εκκλησία και στην πατρίδα. Ένας ηγέτης ο οποίος ένιωθε ότι έφερε στους ώμους του το βάρος μιας πολύτιμης κληρονομιάς την οποία δεν μπορούσε, δεν έπρεπε, αλλ’ ούτε και ήθελε να προσβάλει.
Κορύφωση της πορείας του και σημαντικότερος σταθμός της ζωής του, ήταν χωρίς αμφιβολία, η άνοδός του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο αρχιεπισκοπικός θρόνος στην Κύπρο είναι το κέντρο στο οποίο συνέρχονται, σαν άλλες ακτίνες στην εστία ενός κατόπτρου, όλες οι προσδοκίες του Κυπριακού Ελληνισμού. Κι ο Αρχιεπίσκοπος γίνεται πυξίδα στην πορεία του λαού. Είναι ένδοξη αλλά και συνάμα τραγική η ιστορία του αρχιεπισκοπικού θρόνου. Κατέστη σύμβολο αγώνων αλλά και θυσίας. Εκπέμπει μηνύματα εγκαρτέρησης, καθίσταται εμπνευστής και οδηγός κάθε εθνικής προσπάθειας.
Διεκδικώντας τον αρχιεπισκοπικό θρόνο δεν είχε φιλοδοξίες ματαιοδοξίας. Είχε φιλοδοξία έργου. Και η σφραγίδα του ετέθη σε πολλές, μεγάλες και σημαντικές αλλαγές για τις οποίες, είμαι σίγουρος , θα αναφερθεί επαινετικά η Ιστορία.
Διάδοχος μεγάλων μορφών έκρινε πως θα΄ πρεπε να μην φανεί κατώτερός τους. Είχε περάσει από τον Θρόνο του στο πρόσφατο παρελθόν ένας Λεόντιος, ο οποίος « συγκακουχούμενος τω λαώ του Θεού», κατά τη διάρκεια της παλμεροκρατίας θλιβόμενος, διωκόμενος, συρόμενος στα δικαστήρια και περιοριζόμενος πολλάκις σε Μονές ή στη Μητρόπολή του, κατάφερε να μην υποθηκεύσει το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας μας στα διατάγματα και τη βουλιμία της Αγγλικής αποικιοκρατικής κυβέρνησης και να το παραδώσει αλώβητο σ΄ εμάς. Πέρασε και ένας Μακάριος, ο οποίος ως άλλος Μωυσής ηγήθηκε της εξόδου του λαού του από τη δουλεία αιώνων στην ανεξαρτησία. Οι καιροί, βέβαια, είχαν αλλάξει. Οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Ήξερε, όμως, και από τις Γραφές ότι «Ἑνί ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ». Στον καθένα μας δηλαδή έχει δοθεί κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα σύμφωνα με το μέτρο που δωρίζει ο Χριστός. Και ακούγοντας τον Απ. Πέτρο να προτρέπει « έκαστος καθώς έλαβε χάρισμα» να το χρησιμοποιεί « ως καλός οικονόμος ποικίλης χάριτος Θεού» ( πρβλ. Α πετρ. 4, 10), να χρησιμοποιεί δηλαδή το χάρισμά του για να υπηρετεί τους άλλους, ανοίχθηκε σε ένα πολυδιάστατο έργο.
Μερικοί, αυτοί που αντικατέστησαν πρώτα τη σοφία με τη γνώση και ύστερα τη γνώση με την πληροφόρηση, τον είπαν ολιγογράμματο, ξεχνώντας ότι τελικό και αήττητο όπλο δεν είναι ούτε η γνώση ούτε η πληροφόρηση, αλλ’ η σοφία και η πίστη. Σοφία για την αξιολόγηση των εκάστοτε δεδομένων. Πίστη στον Θεόν, «τον εγείροντα τους νεκρούς και καλούντα τα μη όντα ως όντα», αλλά και πίστη σε αξίες και στη δυνατότητα πραγματοποίησης ενός σκοπού.
Μπορεί ο λόγος του να μην ήταν χειμαρρώδης. Ήταν πάντα όμως απλός και επίκαιρος∙ ανακουφιστικός, όχι θορυβώδης∙ περιεκτικός, όχι πομπώδης και κενός. Το απροσποίητο ύφος και το ακέραιο ήθος του αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά της βαριάς προσωπικότητάς του.
Κοπίασε με ανιδιοτέλεια κι αναλώθηκε με ζήλο, πορευόμενος πολλές φορές στο μεθόριο της αμφισβήτησης, και της αποδοκιμασίας και πραγματοποίησε έργο που κανένας από τους προκατόχους του δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Αναδείχθηκε όντως ο αναμορφωτής και μεταρρυθμιστής της Εκκλησίας της Κύπρου.
Πρώτο και μέγιστο έργο του, η αποκατάσταση της Ιεράς Συνόδου, ως Συνόδου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Από τον 12ο αιώνα, που οι Λατίνοι κατέλυσαν την 14μελή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου, ουδείς άλλος Αρχιεπίσκοπος επεχείρησε αποκατάστασή της. Το πέτυχε ο Χρυσόστομος ο Β΄. Αρχιεπισκοπή, 9 Μητροπόλεις και 3 Επισκοπές υπαγόμενες στην Ιερά Αρχιεπισκοπή ή στις Ιερές Μητροπόλεις, θεσμοθετημένες από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, με συγκεκριμένα όρια, αποκατέστησαν το κύρος της Εκκλησία μας μέσα στην Πανορθόδοξη Οικογένεια και της έδωσαν τη δυνατότητα επίλυσης όλων των αναφυόμενων σ’ αυτήν προβλημάτων, χωρίς την ανάγκη εκζήτησης βοήθειας από αλλού.
Δεύτερο χρονολογικά, αλλά εξίσου σημαντικό έργο της Αρχιεπισκοπείας του είναι η ίδρυση του Φορέα μισθοδοσίας, ενοριακού κλήρου. Αρκετά τα εκατομμύρια ευρώ που η Αρχιεπισκοπή καταβάλλει κάθε χρόνο ώστε οι ιερείς όχι μόνο των πόλεων, αλλά και των κοινοτήτων, σε όλες τις Μητροπόλεις, που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνονται από αυτές, να έχουν τον ίδιο μισθό παγκύπρια, ανάλογα με τη μισθολογική κλίμακα στην οποία κατατάσσονται.
Η Θεολογική Σχολή, το τρίτο του μεγάλο έργο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας είναι και η ύπαρξη σ’ αυτήν Σχολής ανωτάτου επιπέδου στην οποία να μορφώνονται οι κληρικοί της αλλά και η οποία να γίνεται πόλος θεολογικών συζητήσεων. Η προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄ για ίδρυση Θεολογικής Σχολής δεν ευοδόθηκε λόγω του Πραξικοπήματος και της Εισβολής. Την έφερε εις πέρας ο Χρυσόστομος ο Β΄.
Η ανέγερση της Φοιτητικής Εστίας στη Λεμεσό, με πέραν των 300 δωματίων – διαμερισμάτων, πλήρως εξοπλισμένων για τους άπορους φοιτητές, που γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων και οικιών, ήταν το επόμενο μεγάλο του έργο. Πολλά τα εκατομμύρια που διατέθηκαν, αλλά το έργο θα διαλαλεί την παντοτινή μέριμνα της Εκκλησίας για το ποίμνιό της.
Επισφράγιση του όλου έργου του, ήταν ο μεγαλοπρεπής αυτός Καθεδρικός ναός, που τιμάται επ’ ονόματι του Απ. Βαρνάβα, ιδρυτή και προστάτη της Εκκλησίας μας.
Πράγματι θα περάσουν πολλοί αιώνες για να ξεφύγει η Εκκλησία της Κύπρου από τη σκιά του. Μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ΄, που θα παραμείνει για πάντα ως ο ακάματος διεκδικητής των εθνικών δικαίων του Κυπριακού λαού, η Ιστορία θα καταγράψει και τον Χρυσόστομο τον Β΄ ως τον μεγαλύτερο εκκλησιαστικό μεταρρυθμιστή και τον ακάματο εργάτη για κατοχύρωση των κοινωνικών δικαίων και διεκδικήσεων του λαού του. Κανένας άλλος, όση μόρφωση κι αν είχε, κι όσους ακαδημαϊκούς τίτλους κι αν διέθετε, δεν άφησε πίσω του τέτοιο έργο!
Ο Θεός τον είχε προικίσει με γρήγορη αντίληψη, καθαρή και πλατιά σκέψη, εκπληκτική αυτοκυριαρχία και επίμονη επιδίωξη των στόχων του. Και παρόλο ότι είναι δύσκολο να υπάρξει ακροβασία χωρίς ίλιγγο, ο μακαριστός έμεινε πάντα ο ίδιος. Άτυφος και προσγειωμένος. Ούτε και παρασύρθηκε από τους ανέμους ή τις κολακείες. Δεν υποδούλωσε πουθενά το πνεύμα του, ούτε κι έγινε κανενός συμφέροντος υπήκοος ή υπηρέτης. Δεν υπέκυψε ούτε σ’ όσους τον λοιδορούσαν ούτε και σ’ όσους έμμεσα τον απειλούσαν. Πολύ περισσότερο σ’ εκείνους, κι ήταν πολλοί, ιδιαίτερα αυτοί, που του έδειχναν, σε κάθε βήμα τους, έτσι του έλεγα χαρακτηριστικά, την ευλυγισία της σπονδυλικής τους στήλης.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, άξιο προσοχής, του μακαριστού ήταν και η συναίσθηση εκ μέρους του της πανορθόδοξης ευθύνης του για «ευστάθεια των αγίων του Θεού Εκκλησιών» και αποφυγή ερίδων και διενέξεων. Πανθομολογούμενος ο συναινετικός αλλά μη αφιστάμενος της μακραίωνης Ορθόδοξης παράδοσης, ρόλος του στη μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας στην Κρήτη. Κι ακόμα, η με κάθε τρόπο και έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, στήριξη του Πρώτου της Ορθοδοξίας στο πολυεύθυνο έργο του. Ήταν ένας συγκυρηναίος, συμπαραστάτης του μεγάλου Κυρηναίου της εποχής μας. Μοναδική η φιλία καθώς και η αλληλοεκτίμηση που είχαν αναπτύξει ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατράρχης και ο μακαριστός. Απόδειξη και η παρά τις πολλές αντικειμενικές δυσκολίες επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Κύπρο για την κηδεία του μακαριστού.
Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμά του ήταν και η συνεχής μέριμνά του για τη διατήρηση της υγιούς πνευματικότητας που χαρακτηρίζει την αμώμητη πίστη μας και τη θρησκευτικότητα του τόπου μας. Γι’ αυτό και αρνήθηκε να υπηρετήσει μια ψευδεπίγραφη και επιφανειακή θρησκευτικότητα έξωθεν προερχομένη που καθοδηγείτο είτε από επιτήδειους είτε από «ασθενείς την συνείδησιν».
Είχε πολλές φορές εκθέσει την εμπειρία του για τη χάρη των ιερών λειψάνων, αναφερόμενος στα χαριτόβρυτα λείψανα του Αγίου Νεοφύτου και την άρρητη ευωδία την οποία πολλάκις αισθάνθηκε. Αρνήθηκε, όμως, τη συχνή περιφορά λειψάνων σε πόλεις και χωριά, σε ναούς και εξωκκλήσια, στην οποία διέβλεπε είτε οικονομική εκμετάλλευση του λαού, είτε κυρίως τρόπο χειραγώγησης και οπαδοποίησής του. Το ίδιο έπραττε και στην περίπτωση της υστερίας που καταλάμβανε κατά περιόδους πολλούς για καθημερινά θαύματα, οπτασίες αγίων και δακρυρροούσες εικόνες. Διακήρυττε ότι το θαύμα είναι μέσα στη ζωή της Εκκλησίας που γίνεται για κάποιο σκοπό: Να δηλώσει, σε καιρούς αποστασίας, την παρουσία του Θεού ανάμεσα στον λαό του και να προκληθεί η εμπιστοσύνη του λαού προς αυτόν, να τονίσει τη θεότητα και την κυριαρχία του Χριστού στον κόσμο, να αποδείξει την αδυναμία του διαβόλου να κυριαρχήσει στον κόσμο, να προκληθεί η ευγνωμοσύνη του λαού προς τον Θεό και να αυξηθεί η πίστη του. Σε καμιά περίπτωση δεν δεχόταν «θαύμα» που είχε ως σκοπό την πρόκληση φευγαλέας επιδερμικής συγκίνησης. Το απέδιδε σε ανθρώπους που ζητούσαν να εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος τους πιστούς. Δεν δίσταζε να αποκαλεί όλα αυτά «γραώδεις μύθους» (Α΄ Τιμ. 4, 7).
Και πράγματι η θέση του αυτή εκτιμήθηκε και επιδοκιμάστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού.
Στόχος του, ήταν και η δημιουργία σχολείων, κάθε βαθμίδας, που να λειτουργούσαν κάτω από την επίβλεψη της Εκκλησίας.
Η παιδεία, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί τη βάση της προόδου και της ευημερίας κάθε λαού και προσδιορίζει το εθνικό του μέλλον. Για τον λαό μας, που πέρασε μιαν πολυαίωνη δουλεία, η ελληνική παιδεία αποτέλεσε το ανάχωμα για όλες τις πιέσεις και τις αφελληνιστικές προσπάθειες των διάφορων κατακτητών.
Έβλεπε ο αείμνηστος ότι στα δημόσια σχολεία, για διάφορους λόγους, όπως η κακώς νοούμενη «πολυπολιτισμικότητα» που ήθελε να ισοπεδώσει τα πάντα, παραγνωρίζοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ιδιαίτερες αξίες του λαού μας, ο υπέρμετρος ζήλος κάποιων επιτρόπων προστασίας ομάδων ή δικαιωμάτων τους, η πίεση από κάποια κόμματα με ξενόφερτες ιδεολογίες, παρετηρείτο τάση για υποτίμηση τριών μαθημάτων: Των Θρησκευτικών, τα οποία παιδαγωγούν εις Χριστόν, της Ιστορίας η οποία συντηρεί την εθνική μνήμη και δρα αποτρεπτικά στην επανάληψη λαθών του παρελθόντος και της Γλώσσας, η οποία ενισχύει την εθνική αυτοσυνειδησία.
Γι’ αυτό και ξεκίνησε από το 2018 τη λειτουργία νηπιαγωγείων υπό την άμεση ευθύνη και καθοδήγηση της Εκκλησίας, σύμφωνα, ασφαλώς, με τους νόμους και την έγκριση του Κράτους. Στον προγραμματισμό του ήταν να προχωρήσει σταδιακά σε δημοτικά, σε γυμνάσια και σε λύκεια. Στα σχολεία της Εκκλησίας θα παρεχόταν αγωγή με κέντρο τον άνθρωπο και όχι τις απλές απαιτήσεις της αγοράς για εργατικά χέρια κάποιων ειδικοτήτων, και θα ενισχυόταν η θρησκευτική και εθνική αυτοσυνειδησία μας. Θα εδημιουργείτο η υποδομή για την απελευθέρωση του τόπου μας. Θεωρούμε καθήκον μας να συνεχίσουμε και να επεκτείνουμε το έργο αυτό του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου.
Πλήρης Σύνοδος, όμως, Ταμείον Κλήρου, Θεολογική Σχολή, Φοιτητικές Εστίες, Υγιής Θρησκευτικότητα και Σχολεία της Εκκλησίας και άλλα πολλά, δεν θα ’χαν και δεν θα ’χουν νόημα αν δεν έχουμε πατρίδα. Κι η ματαίωση των στόχων της Τουρκίας για κατάληψη και εκτουρκισμό ολόκληρης της Κύπρου ήταν το πρώτο και κύριο μέλημά του αειμνήστου.
Η Κυπριακή Εκκλησία συμπορεύτηκε με το ποίμνιό της σ’ όλες τις δυσκολίες του, στους μακρούς αιώνες της δουλείας και συνδέθηκε μαζί του με τρόπο αδιάσπαστο. Γι’ αυτό κι ήταν πάντα ηγετικός ο ρόλος της στις εθνικές μας υποθέσεις. Ο ηγετικός αυτός ρόλος της Εκκλησίας, για μας τους Έλληνες, είναι παράδοση αιώνων που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εκριζωθεί γιατί είναι στοιχείο χαρακτηριστικό του εθνικού μας βίου.
Στην Πάφο ήταν διάδοχος του Εθνομάρτυρα Χρυσάνθου που καρατομήθηκε μαζί με τους άλλους αρχιερείς την 9η Ιουλίου 1821. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν διάδοχος του Εθνομάρτυρα Κυπριανού, του Αρχιεπισκόπου Λεοντίου, του Μακαρίου του Γ΄. Μπορούσε να κωφεύσει στις παρακαταθήκες τους, να μη μιμηθεί το παράδειγμά τους; Μεταφέρω σε πρώτο πρόσωπο την τοποθέτησή του στο θέμα αυτό γιατί είναι και δική μου τοποθέτηση και διαχρονική θέση της Εκκλησίας.
Όσο κι αν σήμερα έχουμε δική μας Κυβέρνηση, νόμιμα και δημοκρατικά εκλελεγμένη, δεν μπορούμε ως Εκκλησία να μην ενδιαφερόμαστε για το εθνικό μας θέμα και την επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού στην εσχατιά αυτή της Ανατολικής Μεσογείου. Η Εκκλησία θα συμπαραστέκεται στις προσπάθειές της εκάστοτε εκλελεγμένης Κυβέρνησης για δίκαιη λύση του προβλήματός μας που δεν θα διαγράφει πατρίδες και δικαιώματα. Και θα συμβουλεύει, θα ελέγχει και θα επιτιμά όταν παρατηρείται απόκλιση από την πορεία αυτή. Η Εκκλησία, φορέας και προασπιστής των αξιών της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, δεν μπορεί να συναινέσει με κανένα τρόπο και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στην αποδοχή λύσης που να μην προνοεί σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών για όλους τους νόμιμους κατοίκους της Κύπρου.
Κατά τον λόγο του Χριστού το δένδρον γνωρίζεται από τον καρπό του. Και είναι υπεσχημένο στη Γραφή: «Εί τινος το έργον μενεί ό επωκοδόμησε, μισθόν λήψεται»(Α΄Κορ.γ΄14). Είναι φανερόν ότι ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ο Β΄ εποίησεν έργον και έδωσε καρπούς. «Εφύλαξε φυλακάς» ημέρας και νυκτός, στη λογική μάνδρα του Χριστού, διασφαλίζοντας τα λογικά πρόβατα εκ λύκων επιβούλων. Δεν παρέβλεψε ούτε για μια στιγμή το καθήκον του που συνίστατο εις το «πτερώσαι ψυχήν, αρπάσαι κόσμου και δούναι Θεώ» κατά τον Γρηγόριον τον Θεολόγον, αλλά και «αφυπνίσαι τον λαόν εκ του εθνικού ληθάργου, προασπίσαι τα της πατρίδος δίκαια και αγωνίσασθαι διά την απελευθέρωσιν αυτής».
Ας είναι αιωνία του η μνήμη.
*************************************
Χαιρετισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Χριστοδουλίδη στην τελετή έναρξης του Διεθνούς Θεολογικού Συνεδρίου «Τὸ μέγα καὶ ἱερὸν ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης»
Είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να παρευρίσκομαι απόψε στην τελετή έναρξης του Διεθνούς Θεολογικού Συνεδρίου «Τὸ μέγα καὶ ἱερὸν ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης» που διοργανώνει η Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου, ως Μνημόσυνο στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο τον Β΄.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, μέσα από τα 16 τελευταία χρόνια της ζωής του, υπηρετώντας ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου, έβαλε ανεξίτηλη σφραγίδα στη ζωή της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά και εν γένει της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης, αφήνοντας πίσω του ένα αξιοπρόσεκτο ανανεωτικό και μεταρρυθμιστικό έργο. Όσοι είχαμε την ευλογία να τον γνωρίσουμε σε προσωπικό επίπεδο, πέρα από την εικόνα του εκκλησιαστικού ηγέτη με την ευθύτητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητα που τον διέκρινε, με το θάρρος της γνώμης του και την ισχυρή προσωπικότητά του, χαρακτηριστικά που ενδεχομένως από κάποιους να παρεξηγούνταν, μπορούμε να μαρτυρήσουμε για την απλότητα του χαρακτήρα του, για τη ζεστή και φιλόξενη καρδιά του, για την καρτερία του στις δυσκολίες, για το ψυχικό και πνευματικό του σθένος, για την έγνοια του για τον άνθρωπο και για τον τόπο. Άνθρωπος πιστός και σταθερός σε αξίες και σε αρχές, που τις υπερασπιζόταν σε όλη του τη ζωή, ειδικά σε ό,τι αφορούσε την επιβίωση του Kυπριακού Eλληνισμού και της χριστιανικής του ταυτότητας στη γη των προγόνων του. Με έντονο ενδιαφέρον για την πνευματική πορεία του λαού, με βάση την τοπική παράδοση και τη μακραίωνη ιστορία του τόπου και με βλέμμα ευθύνης για το αύριο.
Στα 16 χρόνια που διαποίμανε την Εκκλησία της Κύπρου, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος μερίμνησε για τη θεσμική αναδόμηση της Εκκλησίας, με τη διεύρυνση της Ιεράς Συνόδου και την πλήρη αποκατάστασή της ως Συνόδου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Κάτω από τη δική του πρωτοκαθεδρία ψηφίστηκε ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, δημιουργήθηκαν οι νέες Μητροπόλεις και Επισκοπές, που βοήθησαν σε μια ανανεωμένη, προσωπική σχέση διαποίμανσης του λαού. Συστάθηκε ο ενιαίος φορέας μισθοδοσίας του ενοριακού κλήρου και αναπτύχθηκε εντονότερη δράση στο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. Ήθελε να κάνει τομές στην Εκκλησία και τις πέτυχε, φεύγοντας ήσυχος από αυτό τον κόσμο, όπως ο ίδιος δήλωνε, ενώ κατά την έξοδό του από τα εγκόσμια, μάς έδωσε μαθήματα πίστης, καρτερικότητας και υπομονής, μπροστά στο φοβερό μυστήριο του θανάτου. Εδώ είναι το εκπληκτικό με τον εκλιπόντα Αρχιεπίσκοπο: στο πέρασμά του από τα επίγεια στα επουράνια, άφησε πίσω του έργο που θα επηρεάζει ευεργετικά τη ζωή της Eκκλησίας στις γενιές που θα έρθουν και αυτή είναι η πιο μεγάλη καταξίωση! Και ενώ με την έντονη προσωπικότητά του, ενόσω ζούσε, δεχόταν πολλές φορές αυστηρή κριτική, μετά τον θάνατό του, δημοσιοποιήθηκαν άγνωστες πτυχές της δράσης του που εξέπληξαν πολλούς για το αθόρυβο έργο που επιτελούσε χωρίς να διεκδικεί δόξες, τιμές και μεγαλεία. Ο περικαλλής ναός στον οποίο βρισκόμαστε και τιμούμε τη μνήμη του αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα.
Άφησα τελευταία την αναφορά μου στη θεσμική καινοτομία του που ονομάζεται Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου, σε αυτό το εκπαιδευτικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που συμπλήρωσε ήδη τα οκτώ πρώτα χρόνια ζωής και προσφοράς στην Εκκλησία και στον τόπο μας. Ένα ίδρυμα που, ακολουθώντας τις παρακαταθήκες του Ιδρυτή του, επιτελεί αθόρυβα σοβαρό και πολύ αξιόλογο ακαδημαϊκό, επιστημονικό, ερευνητικό και κοινωνικό έργο.
Παρά τα λίγα χρόνια λειτουργίας της, η Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου έχει καταφέρει να καθιερωθεί στον χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης του τόπου μας, τόσο ως ένα σοβαρό ακαδημαϊκό και επιστημονικό ίδρυμα όσο και ως ένας οργανισμός που τον χαρακτηρίζει η εξωστρέφεια, η ποιμαντική διακονία και η κοινωνική ευαισθησία. Χαιρετίζουμε ιδιαίτερα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, τη δραστηριοποίηση της Θεολογικής Σχολής στην κοινωνική προσφορά, σε παρεμβάσεις στήριξης της τρίτης ηλικίας σε οίκους ευγηρίας και σε μονάδες αποκατάστασης, στην ιεραποστολή, στη συνεργασία με κέντρα απεξάρτησης, σε δράσεις εθελοντικής συνδρομής του Ερυθρού Σταυρού, σε ερευνητικά προγράμματα και σε εφαρμοσμένες παρεμβάσεις σε προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης για κρατούμενους και δεσμοφύλακες, ενώ σημειώνουμε ιδιαίτερα την ερευνητική δράση της Σχολής στην περιβαλλοντική αειφορία και στην οικολογική ευαισθητοποίηση, καθώς και την προώθηση του εθελοντισμού στην κοινότητα των φοιτητών της. Η Σχολή αποδεικνύεται να αφουγκράζεται τις ανάγκες της κοινωνίας και να συμβάλλει στην ανάπτυξή της, μέσα από τις δράσεις που αναλαμβάνει. Είναι ένα ίδρυμα που εμπνέει σεβασμό για το ήθος και την προσφορά της.
Μακροχρόνιος στόχος της κυπριακής πολιτείας είναι η καθιέρωση της Κύπρου ως περιφερειακού και διεθνούς κέντρου ανώτερης εκπαίδευσης και έρευνας. Χαιρετίζουμε, λοιπόν, την ενεργητική εμπλοκή της Θεολογικής Σχολής στην υλοποίηση του εν λόγω στόχου και είναι άξιον αναφοράς ότι η Θεολογική Σχολή βρίσκεται, ήδη, σε αυτή την πορεία, αφού διεκδίκησε και κατάφερε να κερδίσει τη φιλοξενία του μεγάλου Διεθνούς Συνεδρίου, του European Association of Research on Adolescence Conference, που διεξάγεται ανά διετία, προσελκύοντας πέραν των 600 συνέδρων από όλο τον κόσμο, και το οποίο θα διεξαχθεί στη Λεμεσό τον Σεπτέμβριο του 2024. Σημειώνουμε, παράλληλα, την ιδιαίτερης σημασίας συμμετοχή της Σχολής σε διάφορα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα.
Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο καθιέρωσης της Κύπρου ως περιφερειακού και διεθνούς ακαδημαϊκού κέντρου τοποθετείται και το Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο, του οποίου την έναρξη των εργασιών κηρύσσουμε απόψε. Είκοσι δύο έγκριτοι Εισηγητές από 10 Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές, και όχι μόνο, από τον Ευρωπαϊκό χώρο και από τη Μέση Ανατολή συνέρχονται τις επόμενες δυο μέρες για να αναλύσουν μέσα από τις τοποθετήσεις τους και μέσα από τα γνωστικά τους αντικείμενα «Τὸ μέγα καὶ ἱερὸν ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης». Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο: πώς καταφέρνει ένα νεοσύστατο και μικρό σε μέγεθος ίδρυμα να αναπτύσσει μια τόσο μεγάλη θεολογική δράση, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και να ανταποκρίνεται με επιτυχία στις προσδοκίες και στις επιδιώξεις της Εκκλησίας, της Πολιτείας, αλλά και της ευρύτερης ευρωπαϊκής οικογένειας.
Όπως καλά γνωρίζετε διερχόμαστε μια κρίσιμη περίοδο που χαρακτηρίζεται από γεωπολιτικές προκλήσεις, αβεβαιότητα και πρωτοφανείς ανακατατάξεις που επηρεάζουν όλους μας. Η πανδημία του κορωνοϊού, ο πόλεμος στην Ουκρανία που συνεχίζεται, αλλά και η νέα ανάφλεξη στην ίδια μας τη γειτονιά αποδεικνύουν πόσο ευμετάβλητος είναι ο κόσμος και ταυτόχρονα υπογραμμίζουν την ανάγκη για ισχυρά αντανακλαστικά από πλευράς των κρατών για αποτελεσματική αντιμετώπιση των πολυεπίπεδων κρίσεων, την ανάγκη για την επανατοποθέτησή μας απέναντι σε φλέγοντα ζητήματα, στη βάση παναθρώπινων αρχών και αξιών.
Ο τόπος μας αποτέλεσε τον χώρο της πρώτης αποστολικής περιοδείας, το πρώτο σημείο στο οποίο διδάχτηκε ο λόγος Του Χριστού, έξω από τα ιστορικά όρια των θεοβάδιστων Αγίων Τόπων, του ιστορικού Ισραήλ και της Παλαιστίνης. Ο θεσμός της Εκκλησίας της Κύπρου είναι ιστορικά ο αρχαιότερος θεσμός που λειτουργεί στον τόπο μας, σε απαρασάλευτη συνέχεια και διαδοχή. Η Κύπρος μας καθαγιάστηκε από αναρίθμητες προσευχές και τη θυσιαστική αγάπη Αγίων, Αποστόλων, Ιεραρχών, Οσίων, Ασκητών, Μαρτύρων και Νεομαρτύρων, από τις μορφές Μεγάλων Πατέρων της τοπικής και της οικουμενικής Χριστιανοσύνης. Αυτή η ιστορική παρακαταθήκη που φέρει η μικρή μας πατρίδα μας επιβαρύνει με ευθύνη οικουμενική, με ευθύνη να είμαστε πιστοί στις χριστιανικές αξίες και πρακτικά αρωγοί όλων όσοι χρειάζονται τη βοήθειά μας. Και αυτό τον ρόλο επιχειρούμε να διαδραματίσουμε και στην παρούσα κρίση είτε με την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας, είτε με την εκκένωση συνανθρώπων μας από γειτονικές χώρες.
Κλείνοντας, θα ήθελα να συγχαρώ τη Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου για την πρωτοβουλία διοργάνωσης αυτού του Συνεδρίου και για την αφιέρωσή του στον εμπνευστή και ιδρυτή της Σχολής, μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β’. Η σοφία, η διορατικότητα, η τόλμη και η αποφασιστικότητά του για ίδρυση της Θεολογικής Σχολής συνετέλεσαν τα μέγιστα, ώστε να υλοποιηθεί αυτός ο μακροχρόνιος πόθος της Εκκλησίας της Κύπρου. Χαρακτηρίστηκε, ήδη, η πράξη αυτή ως ένα από τα σημαντικότερα έργα που άφησε ο εκλιπών Αρχιεπίσκοπος, ως κληρονομιά, στην Εκκλησία και στην πατρίδα μας. Η επιτυχής διαχείριση αυτής της κληρονομιάς θα είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τον ιδρυτή της Σχολής αυτής.
Θα ήθελα, επίσης, να συγχαρώ και τον Διευθυντή της Θεολογικής Σχολής, Πάτερ Κυπριανό, τον οποίο πρωτογνώρισα στο Λονδίνο στις αρχές του 2000 όταν υπηρετούσα ως Γενικός Πρόξενος της Κυπριακής Δημοκρατίας και που γνωρίζω από πρώτο χέρι τη δουλειά του, την αφοσίωση του στην Εκκλησία και το πάθος του με την Εκπαίδευση.
Εύχομαι οι εργασίες του Διεθνούς Θεολογικού Συνεδρίου, την έναρξη του οποίου κηρύσσουμε απόψε, να στεφθούν με επιτυχία και να φωτίσουν, μέσα από τη γνώση και την εμπειρία του χτες, το σήμερα και το αύριο, με προσηλωμένο το βλέμμα και την ψυχή στην αιωνιότητα.
Φωτό: Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών