«Tο Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950», του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου
Για δύο λόγους νιώθω ιδιαίτερη συγκίνηση απόψε. Πρώτα για την επέτειο που μας συγκέντρωσε όλους εδώ. Την επέτειο του ενωτικού δημοψηφίσματος, που συνόψισε στη διακήρυξή του ό,τι απέθεσαν 35 ελληνικοί αιώνες στο ατομικό και ομαδικό υποσυνείδητο των Ελλήνων της Κύπρου, την αξίωση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Κι ύστερα γιατί η εκδήλωση γίνεται εδώ, μπροστά σ’ αυτούς που, λίγα χρόνια μετά, θεώρησαν εκείνη τη μοναδική πράξη ως προοίμιον της μεγαλειώδους εθνικής εξόρμησης του ‘’55 και ανάλαβαν να την υλοποιήσουν με τον ηρωισμό τους. Η αποψινή εκδήλωση είναι μια άμεση και έμπρακτη αναπόληση της Ιστορίας πάνω στα ίδια τα αποτυπώματά της. Είπα κι άλλη φορά, εξάλλου, ότι μου προκαλεί πραγματικό δέος η ενατένιση των φωτογραφιών των ηρώων μας, που σαν άλλο εκκλησιαστικό εικονοστάσιο, κοσμούν την αίθουσα αυτή.
Όταν ένας λαός, όπως είναι ο λαός μας, διαβαίνει επί αιώνες τα μονοπάτια της Ιστορίας, όταν είναι προικισμένος με ιδιαίτερα υψηλές αξίες και ιδανικά, αλλά και κατοικεί σε κρίσιμα γεωγραφικά σταυροδρόμια, είναι φυσικό στα κατάστιχα της μνήμης του να είναι καταχωρημένα, σε αναρίθμητο πλήθος, γεγονότα, πρόσωπα, ημερομηνίες, αναβάσεις θριάμβου, καταβάσεις οδύνης, νίκες και ήττες, περηφάνια πολλή για αποφάσεις ηρωικές, θρήνος για απώλειες τραγικές.
Η επέτειος που τιμούμε συγκεντρώνει περηφάνια για την εθνική μας καταγωγή και πολλών αιώνων αντίσταση στην προσπάθεια αφελληνισμού μας από πολλούς κυρίαρχους άλλοτε με προτάσεις καλοπέρασης και ευδαιμονίας και άλλοτε με πράξεις δηώσεων και εξανδραποδισμού. Παρόλο του ότι προηγήθηκαν άλλα τρία δημοψηφίσματα μέχρι τότε, στα 1914, 1921 και 1930, το δημοψήφισμα για το οποίο μιλούμε ήταν το μόνο στο οποίο κλήθηκε όλος ο λαός να τοποθετηθεί. Αξίζει τον κόπο η αναφορά στο ιστορικό υπόβαθρο αυτής της ένδοξης σελίδας της Ιστορίας μας. Γιατί, παρόλα τα τραγικά πισωγυρίσματα που ακολούθησαν, τα μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας μας δεν θα πρέπει να χάσουν τη λάμψη τους. Θα πρέπει να στέκονται πάντοτε ως λαμπροί φάροι, προς τους οποίους ατενίζοντας το έθνος να εμπνέεται, να παραδειγματίζεται, να φωτίζεται ηθικά, να αντλεί νέες πνευματικές δυνάμεις, παρακάμπτοντας πρόσκαιρες δυσκολίες.
Από τον 15ο αιώνα π.Χ. έχουμε μόνιμη εγκατάσταση των Μυκηναίων στην Κύπρο. Το αποδεικνύουν όχι μόνοι οι ιστορικές αναφορές και οι εμπορικές επισημάνσεις, αλλά και οι αρχαιολογικές έρευνες. Έκτοτε η Κύπρος παρέμεινε Ελληνική, χωρίς ποτέ να αποβάλει τον ελληνικό χαρακτήρα της.
Είναι γνωστές οι αναφορές του Ομήρου, για την Κύπρο τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια. Η παράδοση θέλει ήρωες του Τρωικού πολέμου να ιδρύουν πόλεις-βασίλεια στην Κύπρο: Ο Τεύκρος τη Σαλαμίνα, ο Αγαπήνορας την Πάφο, ο Κηφέας την Κερύνεια, και άλλοι, άλλες. Αργότερα ο Αθηναίος Κίμωνας εκστρατεύει και ελευθερώνει την Κύπρο από τους Πέρσες(461 π.Χ.)
Σπουδαία προσωπικότητα της Κύπρου στον εθνικό τομέα, η μεγαλύτερη στους 35 ελληνικούς της αιώνες, υπήρξε, τον 4ο π.Χ. αιώνα, ο Ευαγόρας, βασιλιάς της Σαλαμίνας, που εμπέδωσε το εθνικό φρόνημα σε όλη την Κύπρο και εργάστηκε για τη συνένωση των Πανελλήνων. Λίγο αργότερα, οι Κύπριοι βασιλείς έχοντας συναίσθηση της εθνικής ενότητας θέτουν τον στόλο τους στη διάθεση του Μ.Αλεξάνδρου και συμβάλλουν αποφασιστικά στην άλωση της Τύρου.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου η Κύπρος υπάγεται στο κράτος των Πτολεμαίων και αργότερα υποτάσσεται, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, στους Ρωμαίους. Στην περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, και συγκεκριμένα το 45 μ.Χ., η Κύπρος δέχτηκε την επίσκεψη των αποστόλων Παύλου, Βαρνάβα και Μάρκου και εκχριστιανίστηκε με ταχύτατους ρυθμούς. Από τότε στη ζωή της Κύπρου τον πρώτο ρόλο θα τον έχει η Εκκλησία της. Μετά της Εκκλησίας συνεφάνθη ολόκληρος ο βίος των Ελλήνων της Κύπρου, αφού από τον 4ο αιώνα και εξής, η Εκκλησία περιέλαβε τη μέγιστη πλειονότητα του πληθυσμού της νήσου και διαρρύθμισε τους εθνικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς και οικογενειακούς θεσμούς του τόπου.
Ακολούθησαν τα ευτυχισμένα ελεύθερα χρόνια, όχι βέβαια χωρίς περιπέτειες κατά καιρούς, λόγω της γειτνίασης των Αράβων και των Αραβικών επιδρομών, κατά τα οποία η Κύπρος αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Η Εκκλησία της αναγνωρίστηκε αυτοκέφαλος από την Γ΄Οικουμενική Σύνοδο, το 431, αργότερα δε, περί τα τέλη του 5ου αιώνα, ο Αρχιεπίσκοπός της, δέχτηκε βασιλικά προνόμια, από τον αυτοκράτορα, γενόμενος στην πραγματικότητα εκπρόσωπός του, στο άκρο αυτό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μέχρι σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου φέρει πορφυρούν μανδύα, βασιλικό σκήπτρο αντί αρχιερατικής ράβδου και υπογράφει με κιννάβαρι, κόκκινο δηλαδή μελάνι, όπως ο αυτοκράτορας. Τα ιερά αυτά σύμβολα τα μεταφέρουμε με ιδιαίτερη συγκίνηση μέχρι σήμερα, σαν σε ιερή σκυταλοδρομία, από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα και τον Αρχιεπίσκοπο Ανθέμιο, προσβλέποντας και αναμένοντας την εθνική αποκατάσταση, οπότε θα τα αποθέσουμε ως σύμβολα μιας πολυαίωνης ευθύνης που φέραμε σε πέρας.
Το 1191, τερματίστηκε ο ελεύθερος βίος μας και περιπέσαμε, για οκτώ ολόκληρους αιώνες, σε διαδοχικές επαχθείς δουλείες σε Ναΐτες, Λουζινιανούς, Ενετούς, Τούρκους και Άγγλους.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που κράτησε τρεις αιώνες, από το 1570 μέχρι το 1878, έγιναν πάμπολες εξεγέρσεις των Κυπρίων, που πνίγονταν όμως στο αίμα. Έστω και αποτυχημένες, όμως, είχαν τη σημασία τους. Κράτησαν το εθνικό αίσθημα ζωντανό και μετέδιδαν αναλλοίωτο και ανόθευτο τον πόθο για ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, από γενιά σε γενιά. Σ’όλες τις εξεγέρσεις πρωτοστατούσε η Εκκλησία, η οποία ως ο μόνος θεσμικός φορέας των υποδούλων είχε αναλάβει και την παιδεία του λαού.
Στη μεγάλη προσπάθεια του ξεσηκωμού του 1821 για ελευθερία, δεν ήταν δυνατό να μείνει πίσω η Κύπρος. Η θέση της, όμως, στο κέντρο του σουλτανικού κράτους, δεν της επέτρεπε ένοπλη εξέγερση. Μια εξέγερση θα καταπνιγόταν αμέσως στο αίμα από δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν από τη Μ.Ασία, την Αίγυπτο, τη Συρία, κτήσεις, τότε, του σουλτανικού κράτους. Γι’ αυτό και η Κύπρος βοήθησε στον αγώνα με χρήματα, τρόφιμα και οπλισμό.
Η Κύπρος πλήρωσε βαρύ τίμημα για τη συμμετοχή της αυτή στον αγώνα της παλιγγενεσίας. Την 9η Ιουλίου 1821 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός απαγχονίστηκε και οι τρεις Μητροπολίτες της αποκεφαλίστηκαν. Σ’ ένα εξαήμερο, από τις 9 μέχρι τις 14 Ιουλίου, 486 κληρικοί και λαϊκοί, προύχοντες του λαού, σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους.
Οι Κύπριοι μετά το 1830 διεκδικούσαν ξεκάθαρα πια την ενσωμάτωσή τους, στο ελεύθερο Ελληνικό Κράτος. Η πρώτη νύξη έγινε με αίτημα προς τον Καποδίστρια. Ακολούθησαν πολυάριθμες προσπάθειες από τότε.
Το 1878 η Κύπρος παραχωρήθηκε από την Τουρκία στην Αγγλία. Είμαι σίγουρος πως αν δεν γινόταν αυτή η αλλαγή, στους νικηφόρους πολέμους του 1912-13, το ελληνικό ναυτικό, σ’ εκείνη τη μεγαλειώδη εξόρμησή του, θα ελευθέρωνε και την Κύπρο, όπως έκαμε και για άλλα, πολλά, Τουρκοκρατούμενα, τότε, νησιά.
Είναι γεγονός ότι κάμαμε λάθος εκτιμήσεις για τους νέους κατακτητές μας. Νομίσαμε πως πολύ σύντομα οι Άγγλοι θα παραχωρούσαν την Κύπρο στην Ελλάδα, όπως έκαμαν προηγουμένως, στα 1864, με τα Επτάνησα. Διαψευστήκαμε όμως. Και στο πρόσωπό τους συναντήσαμε την πιο στυγνή δουλεία, στυγνότερη ακόμα και από την Τουρκική. Και η σημερινή κακοδαιμονία μας, στους Άγγλους και στη διαιρετική πολιτική τους οφείλεται.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, υποδεχόμενος τους Άγγλους, υπενθύμισε σ’αυτούς ότι “ο Κυπριακός λαός θέλει διατελεί αφοσιωμένος εις την νέαν αυτού κυβέρνησιν… χωρίς να αρνηθή την καταγωγήν και τους πόθους αυτού.” Συνεχείς πρεσβείες του Σωφρονίου αλλά και του Κυρίλλου του Β’ καθώς και του Κυρίλλου του Γ’ στην Αγγλία, υπενθύμιζαν την ελληνικότητα της Κύπρου και ζητούσαν την παραχώρησή της στην Ελλάδα.
Προσωπικά δεν είμαι σίγουρος αν η προσφορά της Κύπρου από την Αγγλία στην Ελλάδα το 1915, με αντάλλαγμα την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων, ήταν ειλικρινής. Στην εξουσία βρισκόταν τότε η κυβέρνηση Ζαΐμη που ακολουθούσε μαζί με τον βασιλιά Κωνσταντίνο την πολιτική ουδετερότητα. Η Ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να αποκηρύξει τη στάση της ουδετερότητας και οι Άγγλοι απέσυραν την προσφορά τους. Ένας Άγγλος καθηγητής, φίλος του Βενιζέλου, είχε κάνει τότε μια διαφορετική εισήγηση σχετικά με τον τρόπο που έπρεπε να γίνει η προσφορά, αν ήταν ειλικρινής: Ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου να ταξιδέψει στην Ελλάδα με αγγλικό πολεμικό και εκεί να ανακηρύξει την ένωση. Θα προκαλούσε έτσι τον ενθουσιασμό του λαού και θα αναγκαζόταν ο βασιλιάς να φέρει πίσω τον Βενιζέλο. Στο υπουργείο εξωτερικών άρεσε η ιδέα, ο Άγγλος πρωθυπουργός, όμως, απέρριψε αυτόν τον τρόπο.
Τον Οκτώβριο του 1931 σημειώθηκε η εξέγερση του Κυπριακού λαού εναντίον της Αγγλικής κατοχής, που είναι γνωστή με το όνομα «Οκτωβριανά». Βασικές αιτίες της εξέγερσης ήταν η φτώχεια και η δυστυχία των ανθρώπων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της βαριάς, άμεσης και έμμεσης, φορολογίας, μαζί με την απογοήτευση του λαού για την αρνητική στάση της Αγγλίας στις διεκδικήσεις για συνταγματικές ελευθερίες και στο αίτημα για ένωση με την Ελλάδα.
Η βρετανική πολιτική μετά τα Οκτωβριανά στόχευε στην εκμηδένιση του πολιτικού ρόλου της Εκκλησίας και στην καθυπόταξή της, με μια σειρά νόμων που αφορούσαν στην εκλογή αρχιεπισκόπου και ανέτρεπαν την ισχύουσα κανονική τάξη, καθιερώνοντας την επέμβαση της ξένης δύναμης στις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Ήταν εφαρμογή του «κτυπήστε την κεφαλή για να παραλύσει το σώμα». Λόγω της αντιστασιακής δραστηριότητας και της εθνοπρεπούς δράσης του τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Μητροπολίτη Πάφου Λεοντίου, η βρετανική πολιτική λειτούργησε, στο τέλος, ευεργετικά υπέρ της αναβάθμισης του εθναρχικού ρόλου της Εκκλησίας.
Τα Οκτωβριανά αναδείχτηκαν, τελικά, ένας αξιοποιήσιμος σταθμός στην Ιστορία του Κυπριακού αλυτρωτισμού που ανάδειξε τις «σταθερές» της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας για την πατρίδα, οι οποίες για πρώτη φορά συνδέθηκαν με αντιαποικιακά – αντιβρετανικά αισθήματα. Ελάχιστοι πριν από το 1931 εφαντάζονταν την ένταση της κατά της Βρετανικής κυριαρχίας αγανάκτησης του κυπριακού λαού.
Τα βαριά καταπιεστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στη λεγόμενη περίοδο της Παλμεροκρατίας, που ακολούθησε, δεν μπόρεσαν να καταπνίξουν τον εθνικό πόθο των Κυπρίων για ένωση με την μητέρα Ελλάδα.
Με την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Ελληνικός λαός της Κύπρου καταπνίγοντας την απογοήτευσή του από τη συμπεριφορά της αποικιοκρατικής δύναμης, εντάχθηκε μαζικά στις συμμαχικές δυνάμεις, «έχων αντικειμενικόν σκοπόν», σύμφωνα με το υπόμνημα του Πάφου Λεοντίου στον τότε κυβερνήτη, «την ανάστασιν της Μεγάλης Ελλάδας και την ένωσιν της Κύπρου μετ’ αυτής».
Στη διάρκεια του πολέμου παρατηρήθηκε μια σχετική χαλάρωση των περιορισμών και άρχισαν να γίνονται οι πρώτες δημόσιες διαμαρτυρίες για τα καταπιεστικά μέτρα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από τη δεκαετία του ’40, και στη δεκαετία του ’50 ασφαλώς, οι Έλληνες της Κύπρου δεν ζητούσαν ευρύτερες και αναλογικότερες συνταγματικές ελευθερίες, όπως ήταν τα βασικά αιτήματα μέχρι το 1931, αλλά «ένωσιν και μόνον ένωσιν».
Η Εκκλησία, με πρωτοβουλία του Λεοντίου που είχε εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος στις 20 Ιουνίου 1947, μποϋκόταρε τη λεγόμενη Διασκεπτική με την οποία οι Άγγλοι προσπαθούσαν να διαιωνίσουν την διακυβέρνησή τους επί της Κύπρου, προσφέροντας ένα είδος αυτοκυβέρνησης με μεγαλύτερη, τάχα, συμμετοχή των Κυπρίων.
Ακολούθησαν διαδηλώσεις με αίτημα την αυτοδιάθεση – ένωση και απεργίες των εργατών για καλύτερους όρους εργασίας. Αξιοσημείωτο είναι πως και το κομμουνιστικό κόμμα εγκατέλειψε το αίτημα της αυτοκυβέρνησης και ενστερνίστηκε την πολιτική της ένωσης.
Αυτές οι πολυαίωνες διαδικασίες, οι περιπέτειες και τα παθήματα του Κυπριακού λαού έδρασαν ως το ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο φύτρωσε και ανεπτύχθη η ιδέα του Ενωτικού Δημοψηφίσματος.
Στην Ιερά Σύνοδο που είχε συσταθεί υπό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Β΄, τον από Κυρηνείας και αποτελείτο από τους Μητροπολίτες Πάφου Κλεόπα, Κιτίου Μακάριο και Κυρηνείας Κυπριανό, καθώς και τον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος Γεννάδιο μελετώνταν τρόποι προώθησης της ένωσης. Ο τότε Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, ως πρόεδρος του Γραφείου Εθναρχίας έθεσε στην Ιερά Σύνοδο το θέμα της διεξαγωγής δημοψηφίσματος, με το οποίο να εκαλείτο ο λαός να ψηφίσει υπέρ της ένωσης με την μητέρα Ελλάδα. Στα βαριά αφελληνιστικά μέτρα της ξένης Κυβέρνησης, ο Κυπριακός λαός εκαλείτο να απαντήσει με την Ελληνική αξιοπρέπειά του.
Η ιδέα του δημοψηφίσματος είχε εκφραστεί προηγούμενος και από τον Ελλαδίτη καθηγητή της Νομικής Δημήτριο Βεζανή, είχε δε αρχίσει να συζητείται και από την Αριστερά, στην Κύπρο.
Η Ιερά Σύνοδος απεδέχθη την πρόταση με ενθουσιασμό. Οι ιεράρχες τέθηκαν επικεφαλής για την προκήρυξη και τη διοργάνωση καθώς και τη διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος, στην περίπτωση που η Κυβέρνηση, στην οποία θα απευθύνονταν, αρνιόταν να το διενεργήσει. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Κυβερνήτης αρνήθηκε τη βοήθεια στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, το οποίο δέχτηκαν όλα τα Κόμματα, ανεξάρτητα από τις πολιτικές ή ιδεολογικές τους απόψεις και θέσεις.
Παρόλο ότι στον τόπο μας είναι συνυφασμένη η δράση της Εκκλησίας με τους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού, η Ιερά Σύνοδος του 1948 άνοιξε νέες προοπτικές. Δεν ακολούθησε τα γεγονότα. Προπορεύτηκε, ανοίγοντας νέους δρόμους που επέβαλλε η εθνική μας καταγωγή.
Τίτλος του δελτίου προς υπογραφή ήταν: «Αξιούμεν την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα». Το δημοψήφισμα προκηρύχθηκε για τις 15-22 Ιανουαρίου 1950.
Την Κυριακή 15 Ιανουαρίου 1950, οι Κύπριοι υπέγραψαν, μαζικά, μέσα στις εκκλησίες τις δέλτους του δημοψηφίσματος, αξιώνοντας ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Η συμμετοχή ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη, παρά τις απειλές των αρχών. Από τους Ελληνοκυπρίους που είχαν δικαίωμα ψήφου, ποσοστό 95,7% ψήφισε υπέρ της Ένωσης. Απέσχαν οι Κυβερνητικοί υπάλληλοι, που είχαν προειδοποιηθεί ότι θα απελύονταν από τις εργασίες τους αν συμμετείχαν στο δημοψήφισμα. Το αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος αναγγέλθηκε επίσημα στον Κυβερνήτη Σέρ Αντριου Ράιτ, ο οποίος, όμως, επανέλαβε ότι, για τους Άγγλους, το ζήτημα της Κύπρου ήταν «κλειστό».
Τον Μάιο του 1950, κυπριακή αντιπροσωπεία (γνωστή ως Κυπριακή Πρεσβεία), με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, παρέδωσε τις δέλτους του δημοψηφίσματος στη Βουλή των Ελλήνων. Στη συνέχεια, πήγε στο Λονδίνο, όπου ο υπουργός Αποικιών αρνήθηκε να τη δεχθεί. Τελικά, τα αποτελέσματα του ενωτικού δημοψηφίσματος υποβλήθηκαν στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, με αίτημα να εφαρμοστεί και για την Κύπρο η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.
Έτσι έγινε φανερή σ’ όλο τον κόσμο η επιθυμία του Κυπριακού λαού να ενωθεί με την Ελλάδα. Από τότε η δραστηριότητα για την ένωση βγήκε από τα στενά όρια της Κύπρου και ξαπλώθηκε και στην Ελλάδα, όπου το ενδιαφέρον του λαού και η ανάμειξη της Κυβέρνησης άρχισαν να μεγαλώνουν.
Τον Ιούνιο του 1950, και ενώ η Κυπριακή πρεσβεία βρισκόταν στο εξωτερικό, πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Β΄ και στη θέση του εξελέγη ο από Κιτίου Μακάριος ο Γ΄. Αυτός με την ισχυρή προσωπικότητά του, αλλά και τη συμπαράσταση όλης της Κυπριακής Ιεραρχίας θα ανάγκαζε, πια, την Αθήνα να ακολουθήσει στην εξωτερική της πολιτική τις επιλογές της Λευκωσίας.
Με πάνδημα συλλαλητήρια, με παγκύπριες εθνοσυνελεύσεις και ενέργειες προς την κυπριακή κυβέρνηση και τον ΟΗΕ διαδηλωνόταν ο πόθος των Ελλήνων Κυπρίων για την εθνική τους αποκατάσταση. Οι ειρηνικές αυτές ενέργειες απέβησαν άκαρπες. Είναι χαρακτηριστική η γραπτή απάντηση του Κυβερνήτη Σέρ Αντριου Ράιτ στο αίτημα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να εφαρμοσθεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού: «Η Βρετανική Κυβέρνηση δεν σκοπεύει οποιαδήποτε αλλαγή της κυριαρχίας της Κύπρου και θεωρεί το ζήτημα κλειστό». Ήταν επόμενο, το κλειστό για τους Άγγλους αποικιοκράτες ζήτημα της Κύπρου, να το ανοίξει ο Κυπριακός λαός, ο οποίος μπορεί να μη διέθετε τα υλικά μέσα των κατακτητών του, διέθετε όμως ηθική στάθμη και πολιτισμό πολύ ανώτερα απ’ αυτούς.
Από τότε άρχισε η μυστική εκπαίδευση νέων στα όπλα κι ένας διάχυτος ενθουσιασμός διαπερνούσε μικρούς και μεγάλους. Στους τοίχους πολλών χωριών μας βρίσκονται ακόμα, έστω και ξεθωριασμένα, γραμμένα κάποια συνθήματα, όπως “Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες” και “Έλληνες γεννηθήκαμε και Έλληνες θα πεθάνουμε”.
Οι αγγλικές αρχές, ακριβώς για να εμποδίσουν εντατικοποίηση του αγώνα, εισήγαγαν το καλοκαίρι του 1954 νομοθεσία, που απαγόρευε την αναφορά στην ένωση σε ομιλίες και σε γραπτά κείμενα. Οι ΄Αγγλοι δεν έκρυβαν τις προθέσεις τους για την Κύπρο. Ενώ συζητούσαν το θέμα για την απομάκρυνση του αρχηγείου από την Αίγυπτο, το καλοκαίρι του 1954, ο υφυπουργός αποικιών, Χένρυ Χόπκινσον, ανέφερε επτά φορές, ότι δεν υπάρχει θέμα αλλαγής στη βρεττανική διακυβέρνηση της Κύπρου. «Τούτο», πρόσθεσε, «δεν πρόκειται να εγερθεί ή να συζητηθεί. Η Κύπρος ουδέποτε θα γίνει πλήρως ανεξάρτητη ή σε θέση ν’ αποφασίσει για το μέλλον της». Το ίδιο καλοκαίρι ο ΄Αγγλος υπουργός εξωτερικών, ΄Αντονυ ΄Ηντεν, σ’ ένα ταξίδι του στην Ελλάδα, επανέλαβε τα ίδια λόγια στον ΄Ελληνα πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο.
Ο Λώρενς Ντάρρελ, διευθυντής τότε στην Κύπρο του γραφείου δημοσίων πληροφοριών, έκανε την πιο κάτω εκτίμηση των πολιτικών εξελίξεων: «Η μακριά αλυσίδα των βρεττανικών υποχωρήσεων, με τελευταία την αποχώρηση από το Σουέζ, πρέπει να σταματήσει. Δεν πρέπει να επιτραπεί το πέρασμα της Κύπρου στα χέρια μιας ασταθούς ελληνικής κυβέρνησης. Αυτό μπορεί να υπονομεύσει το ανατολικό οχυρό του ΝΑΤΟ. Θα πρέπει, επίσης, να λογαριάσουμε την τουρκόφωνη μειονότητα, που αποτελεί το 18% του πληθυσμού και είναι εναντίον κάθε αλλαγής. Έχουμε ευθύνες απέναντι στους Τουρκοκύπριους. Εξάλλου η Τουρκία παίζει ζωτικό ρόλο στο NATO». (Charles Foley «Legacy of strife»). Η δήλωση αυτή είναι σημαντική, γιατί περιέχει όλα τα στοιχεία της πολιτικής, που θα ακολουθούσαν οι ΄Αγγλοι στο Κυπριακό.
Τώρα πια οι Κύπριοι καταλάβαιναν, ότι ούτε η αγγλική κυβέρνηση ούτε ο ΟΗΕ θα έφερναν κάποια αλλαγή στο αποικιακό καθεστώς της Κύπρου. Η Εκκλησία με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο αποφάσισε να προχωρήσει σε δυναμικότερο αγώνα, αναθέτοντας στον Κύπριο ταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα, που ζούσε στην Αθήνα, την οργάνωση του αγώνα με την ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Παρόλο του ότι στην αρχή η ΕΟΚΑ ήταν μυστική οργάνωση με πολύ περιορισμένο αριθμό μελών, στη συνέχεια βασίστηκε σε πλατιά λαϊκή υποστήριξη. Ο ένοπλος αντιαποικιακός αγώνας συγκίνησε ιδιαίτερα τη νεολαία, που δεν δίστασε να αναλάβει δύσκολα κι επικίνδυνα καθήκοντα και να αναμετρηθεί με τις βρεττανικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Στα τέσσερα μεγαλειώδη χρόνια του επικού εκείνου αγώνα, από το 1955 μέχρι το 1959, ζωντάνεψαν όλα τα προηγούμενα επιτεύγματα της φυλής στα πρόσωπα των νέων ηρώων. Ο Αυξεντίου, με το «μολών λαβέ» που πρόταξε στους Άγγλους, μόνος και όχι με άλλους 300, ξεπέρασε τον Λεωνίδα. Ο Μάτσης, με την ανεπανάληπτη απάντησή του στον δυνάστη «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής», θύμισε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο αχυρώνας του Λιοπετρίου αντικατέστησε το Χάνι της Γραβιάς. Νιώθω άβολα, κάνοντας έστω και απλές νύξεις για τον ένδοξο αυτό αγώνα, σε σας, που έχετε διεξαγάγει αυτόν τον αγώνα, μπροστά σε σας που παίξατε κορώνα γράμματα τη ζωή σας για την ελευθερία αυτού του τόπου.
Ο απελευθερωτικός μας αγώνας έγινε για την ένωση με την Ελλάδα. Δεν μπόρεσε, όμως, να υλοποιήσει πλήρως τον στόχο του. Άμοιροι πολιτικής παιδείας, χωρίς τη στήριξη του εθνικού κέντρου και υπό την πίεση των ισχυρών της γης, συρθήκαμε στα πλοκάμια της Αγγλικής διπλωματίας και στα νύχια της Τουρκικής βουλιμίας. Συμβιβαστήκαμε, με μιαν ελλειμματική ανεξαρτησία με πολλά τα σπέρματα της διαίρεσης της Αγγλικής δολιότητας. Ο αγώνας εκείνος, ωστόσο, τερμάτισε την αποικιοκρατία. Δεν ήταν ούτε λίγο ούτε αμελητέο αυτό. Κι άφησε ανοικτή την προοπτική της μελλοντικής βελτίωσης της ελευθερίας που επιτεύχθηκε.
Δεν μπορέσαμε, δυστυχώς, να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ούτε της Ιστορίας, ούτε της στοιχειώδους λογικής. Ίσως αυτό να συνιστά και απόδειξη της γνήσιας ελληνικής καταγωγής μας. Οι Έλληνες μεγαλουργούμε στους πολέμους και καταστρέφουμε σε καιρούς ειρήνης ότι κερδίζουμε στις μάχες.
Το σύνθημα της Ένωσης της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα, μαγνήτιζε πολλούς και τότε και σήμερα. Γι’ αυτό τον σκοπό διεξήχθη ο απελευθερωτικός μας αγώνας, και για την ευόδωσή του έγιναν τόσες θυσίες. Η αποδοχή της λύσης της ανεξαρτησίας, από τον Μακάριο, ήταν αποτέλεσμα αδήριτης ανάγκης, ύστερα από την αφόρητη πίεση του Καραμανλή και του Αβέρωφ που απειλούσαν με πλήρη εγκατάλειψη την Κύπρο. Οι Άγγλοι απειλούσαν με διχοτόμηση κι η Τουρκία καραδοκούσε από τότε, αφού η Αγγλική πονηρία την ενέπλεξε στο θέμα, για πλήρη κατάληψη της Κύπρου.
Θα’πρεπε να επικρατήσει η λογική. Δεν τα καταφέραμε όμως. Καταστροφική υπήρξε η συγκυρία της επιβολής της ξενοκίνητης δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967, που οργάνωσε μιαν άρτια μηχανή παραπληροφόρησης και υπόσκαψης του Μακαρίου στην Εθνική Φρουρά, στα σχολεία, στα σωματεία, αλλά και παραπληροφόρησης του Διγενή τον οποίο προσπαθούσε με δόλο και ψεύδη να κρατήσει μόνιμα εναντίον του Μακαρίου. Κατάφερε αυτή η υπόσκαψη να διεισδύσει ακόμα και στην Εκκλησία, οδηγώντας σε αδελφοκτόνο σπαραγμό.
Παρά τις ξεκάθαρες προειδοποιήσεις του Προέδρου Μακαρίου αλλά και άλλων πολλών, ότι η Τουρκία καραδοκούσε κι ότι θα θρηνούσαμε επί ερειπίων, το κακό δεν απεφεύχθη. Και μετρούμε σήμερα πενήντα ολόκληρα χρόνια από τότε. Δεν θα αναφερθώ στο πραξικόπημα, γιατί δεν το αντέχω. Δεν έχω την ψυχική δύναμη να αναφερθώ σε μιαν τόσο μεγάλη προδοσία, σε έναν τέτοιον αυτοεξευτελισμό. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι προσφέραμε άφατη αγαλλίαση στους Τούρκους και στους Άγγλους, στον Κίσιγκερ και στον Ετζεβίτ. Δεν μπορώ να βρώ μιαν, έστω και αδύνατη, δικαιολογία για να την προτάξω στους ήρωές μας: Τον Αυξεντίου, τον Μάτση, τον Παλληκαρίδη. Τι να τους πω; Ότι την ψυχική ανάταση εκείνων, διαδέχτηκε η νάρκωση η δική μας; Θυσιάστηκαν εκείνοι, για την Κύπρο και την ελευθερία της, κι ήρθαμε εμείς, ελάχιστα χρόνια μετά, να προσφέρουμε την πατρίδα μας στην Τουρκία;
Εν τούτοις απόψε, στο κλίμα που δημιουργεί η ένδοξη επέτειος που ανασκοπούμε, οφείλουμε να αποτινάξουμε τον εθνικό λήθαργο στον οποίο περιπέσαμε. Να ζήσουμε στο πνεύμα των ημερών εκείνων του Ιανουαρίου του 1950 αλλά και του αγώνα του ̓55, που ήταν αποτέλεσμα εκείνου. Και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για απελευθέρωση του τόπου, ξεπλένοντας το όνειδος της προδοσίας και της αυξανόμενης αδιαφορίας μας. Δεν διστάζω με την ευκαιρία αυτή να εκφράσω τη λύπη μου, θέλω να πιστεύω και όλων εσάς, και για την προσβλητική στάση της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία υποκύπτοντας στις Τουρκικές πιέσεις, ψήφισε τον νόμον Ακκιντζί εναντίον της αναφοράς στα σχολεία μας της απόφασης των Ελλήνων της Κύπρου να αξιώσουν τότε, στα 1950 «την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Πλανώμαστε «πλάνην οικτράν» αν νομίζουμε ότι με το να παραγράψουμε το παρελθόν μας θα εξευμενίσουμε τον κατακτητή.
Όταν μιλούμε για πνεύμα του ̓55, εννοούμε πάντα ό,τι υψηλότερο μας έδωσε εκείνο. Το αποκορύφωμα των αγώνων και των αξιών του έθνους μας. Και σήμερα ζούμε, δυστυχώς, ερήμην του πενήντα πέντε. Η πατρίδα δέχτηκε τελευταία ταπεινώσεις και απογοητεύσεις πολλές. Τις περιπέτειες αυτές της αντιμετωπίσαμε χωρίς την αξιοπρέπεια και την ελληνική περηφάνια που δείχνει το πνεύμα του ̓55. Φταίει το πνεύμα της εποχής που πάει να εξαλείψει ό,τι πιο ευγενικό και ωραίο δημιούργησαν οι ελληνικοί αιώνες; Η ελαστικότητα στις διεθνείς ταπεινώσεις θεωρείται από μερικούς ως ένδειξη ευφυίας αποφεύγοντας τάχα τις συνέπειες. Οι αγωνιστές του ̓55, όμως, προτιμούσαν την περηφάνια από την ευφυία, τη θυσία από την ζωή με ταπεινωτικούς όρους για το γένος. Η δημόσια ζωή μας απωθεί πια τα ολοκαυτώματα· δεν έχει τον παλμό του ηρωισμού και τη λαχτάρα του υψηλού· στρουθοκαμηλίζει μπροστά στους φοβερούς κινδύνους που συνεπάγεται η κατοχή.
Ειδικότερα από το 1974 δεχτήκαμε και δεχόμαστε καθημερινά πολλούς εξευτελισμούς. Κι όμως, πολλοί αντιμετωπίζουν την κατάσταση χωρίς τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια, χωρίς την ελληνική περηφάνια. Οι καθημερινές ανακοινώσεις για τον αριθμό των Ελλήνων Κυπρίων που επισκέπτονται τα κατεχόμενα, τα ποσά που ξοδεύουν εκεί, οι αναχωρήσεις από το παράνομο αεροδρόμιο, οι φωνές για διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων, για να εξοικειωθούμε κι άλλο με την κατοχή, οι πιέσεις από κάποια κόμματα για μιαν οποιαδήποτε λύση, δίνουν μιαν αίσθηση της εθνικής αφασίας στην οποία ένα μεγάλο μέρος του λαού μας έχει περιέλθει.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι ανεξήγητο το ότι ο διεθνής παράγοντας, ο οποίος παρακολουθεί αυτή την κάμψη του ηθικού μας, πιέζει κι άλλο την πλευρά μας, αφού μάλιστα βρίσκει και σε μερίδα της ηγεσίας μας πρωτοπόρους στην άτακτη υποχώρηση. Κι η Τουρκία περισσότερο αυξάνει τις προκλήσεις της. Αυτά, όλα όμως, θα πρέπει να μας αφυπνίσουν από τον λήθαργο. Οφείλουμε, εμείς τουλάχιστον, όσοι και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, εξακολουθούμε να αγωνιούμε για το μέλλον του τόπου μας, να πρωτοστατήσουμε στη συνειδητοποίηση, εκ μέρους όλου του λαού μας, των θανάσιμων κινδύνων που διατρέχουμε και στη λήψη ανασχετικών μέτρων, με απώτερο στόχο την αλλαγή πλεύσης, την απαλλαγή από τον θανατηφόρο εναγκαλισμό επιδίωξης λύσεων τουρκικών συμφερόντων.
Δεν θα σταματήσω να διακηρύσσω, έστω και αν γίνομαι για μερικούς ενοχλητικός, ότι οι κοινές προσπάθειες Ελλάδας και Κύπρου, αλλά και των απανταχού της γης Ελλήνων, πρέπει να επικεντρώνονται στην αταλάντευτη διεκδίκηση των όσων απολαμβάνουν οι άλλοι Ευρωπαίοι και όλος ο ελεύθερος κόσμος, και για τον λαό μας: Οι άλλοι Ευρωπαίοι δικαιούνται ελεύθερη διακίνηση σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εμείς γιατί να μην μπορούμε να απολαμβάνουμε κάτι τέτοιο στην πατρίδα μας; Οι άλλοι Ευρωπαίοι μπορούν να εγκαθίστανται όπου θέλουν στην Ευρώπη. Γιατί εμείς να μην μπορούμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας; Οι άλλοι έχουν το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας σε όλη την Ευρώπη. Εμείς γιατί να μην μπορούμε να απολαμβάνουμε τις δικές μας περιουσίες στα κατεχόμενα; Για τους άλλους ισχύει: Ένας άνθρωπος, μια ψήφος. Γιατί σ’ εμάς το 18% να ζητά να επιβάλλεται στο 82%; Όταν δεχόμαστε να συζητούμε για εκπτώσεις στα δικαιώματά μας, δίνουμε τέλειο άλλοθι στους τρίτους, να μην εμμένουν στην υποστήριξη του δικαίου. «Βρέστε τα», μας λεν, «μεταξύ σας και εμείς θα υποστηρίξουμε ό,τι συμφωνήσετε». Ανάλογα προς τα δελτία του δημοψηφίσματος του 1950, θα πρέπει να διακηρύττουμε: « Αξιούμε την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τον Κυπριακό λαό».
Δεν είμαστε λαός νεοφερμένος στην Ιστορία. Πίσω μας βρίσκονται αιώνες και αναρίθμητες γενεές. Από τον Όμηρο μέχρι τον Ευαγόρα της Σαλαμίνας. Από τον Παλαιολόγο μέχρι τον Αυξεντίου. Ούτε κι ήταν μονοδιάστατη η συνεισφορά μας στον Παγκόσμιο πολιτισμό. Είναι καιρός όλες οι μνήμες αυτής της μακράς ιστορικής διαδρομής να ενωθούν, ξεπερνώντας διαιρέσεις και διαφορές σ΄ ένα πρόσταγμα απελευθέρωσης, δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ποτέ άλλοτε, ακόμη και χωρίς ανεξάρτητο κράτος, δεν κινδυνεύαμε όσο σήμερα. Τα σημεία πολλά και έκδηλα: Εθνικός αποχρωματισμός, δημογραφική κατάρρευση, παραγωγική αποσάθρωση, πολιτισμική παρακμή, αλλοίωση της δημογραφικής φυσιογνωμίας και των ελεύθερων περιοχών, αποσύνδεση της Ορθόδοξης παράδοσης από την ταυτότητα μας, γλωσσική αλλοτρίωση.
Ένας λαός, όμως, που απειλείται και του οποίου διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη, δεν παραδίδεται στη ραστώνη, την υπνηλία, την αδράνεια. Αγρυπνεί, κινητοποιεί όλες του τις δυνάμεις. Η επιβίωση του έθνους ήταν και μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της συνεχούς εγρήγορσης των φυσικών και ψυχικών δυνάμεων του Ελληνισμού. Ας μην ξεχνούμε ότι λαοί που θεώρησαν εξασφαλισμένη την παρουσία τους στην Ιστορία, χωρίς συνεχείς αγώνες, χάθηκαν. Ας μας συνέχει αυτός ο φόβος. Μήπως κάποιοι σε μελλοντικά χρόνια μας αξιολογήσουν ως ανεπαρκείς απογόνους ευκλεών προγόνων.
Τελειώνοντας, θα ΄θέλα να στρέψουμε με ευγνωμοσύνη τον νουν και την καρδιά μας προς τις μεγάλες ψυχές των πρωταγωνιστών του μεγαλειώδους εκείνου δημοψηφίσματος που τιμούμε απόψε. Του ανυποχώρητου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Β΄ και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου: Του Πάφου Κλεόπα, του Κιτίου Μακαρίου, του Κυρηνείας Κυπριανού και του Σαλαμίνος Γενναδίου. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους. Απέδειξαν με το παράδειγμά τους ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμερίζεται τις περιπέτειες της ζωής του Έθνους, συγχωνεύεται μαζί του κατά τρόπο αδιάσπαστο και αναλαμβάνει την εθνικήν καθοδήγησή του όσες φορές κι όποτε χρειαστεί. Και θα ‘θελα να διαβεβαιώσω ότι αν, μη γένοιτο, η πολιτεία κάποτε λυγίσει σε πιέσεις, η Εκκλησία δεν θα διστάσει να σηκώσει το βάρος της τετρακισχιλιετούς Ιστορίας μας.
* Η παρούσα ομιλία εκφωνήθηκε τη Δευτέρα, 15 Ιανουαρίου 2024, 7.00 μ.μ., στην Αίθουσα Ηρώων των Συνδέσμων Αγωνιστών ΕΟΚΑ, κατά την εκδήλωση για το Ενωτικό Δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950.