Τα θρησκευτικά μνημεία της νέας πόλης της Αμμοχώστου
Δρ Ἀνδρέα Φούλια,
Δρ Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου
Ἡ ἀνάγκη γιά συγγραφή τοῦ βιβλίου μας Τά θρησκευτικά μνημεῖα τῆς νέας πόλης τῆς Ἀμμοχώστου, Ἱερά Μητρόπολις Κωνσταντίας καί Ἀμμοχώστου, Πολιτιστική Ἀκαδημία «Ἅγιος Ἐπιφάνιος», Παραλίμνι – Ἁγία Νάπα 2024, σέ συνεργασία μέ τή Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων καί Ἀθλητισμοῦ τῆς Ἑλλάδος καί τήν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, προέκυψε ὡς φυσιολογική ἀντίδραση στή λήθη, ἡ ὁποία ἐπέρχεται ἀναπόδραστα ἀπό τήν ἐδῶ καί μισό αἰώνα παράνομη κατοχή τοῦ βόρειου τμήματος τῆς πατρίδας μας ἀπό τά τουρκικά στρατεύματα. Συνεπῶς ἡ ἀνάγκη γιά καταγραφή καί διάσωση πληροφοριῶν πού ἀφοροῦν σέ μνημεῖα, τά ὁποῖα εἴτε εἶναι ἀπροσπέλαστα, εἴτε εἶναι ἐγκαταλελειμμένα ἤ χάθηκαν ὁριστικά, ἦταν ἀδήριτη καί ἐπιβεβλημένη. Ἡ ἐπικέντρωση τῆς ἔρευνάς μας στά Βαρώσια, τή νέα πόλη τῆς Ἀμμοχώστου, προέκυψε ἀβίαστα ἕνεκα τῆς καταγωγῆς καί τῶν δύο ἀπό τήν πόλη αὐτή.
Μετά τό ἄφρον πραξικόπημα καί τή στρατιωτική εἰσβολή τῆς Τουρκίας στό νησί, τό καλοκαίρι τοῦ 1974, γίναμε πρόσφυγες σέ μία ἄλλη πόλη, σέ ἕνα ξένο περιβάλλον, ἐγκαταλείποντας βωμούς καί ἑστίες. Οἱ μέρες περνοῦσαν μέ τήν ἔντονη ἐλπίδα, σχεδόν βεβαιότητα, ὅτι σέ λίγο θά ἐπιστρέφαμε πίσω στά σπίτια μας. Ὅταν ὅμως οἱ μέρες ἔγιναν μῆνες καί οἱ μῆνες χρόνια, ὅταν χάσαμε πρῶτα τούς παπποῦδες μας καί μετά ἕναν-ἕναν τους γονεῖς μας καί ὅταν ξαφνικά ἐμεῖς, πού φύγαμε ἀμούστακα παιδιά, γίναμε μεσήλικες, συνειδητοποιήσαμε ὅτι ἤδη ἀπωλέσαμε πολλά, ἀναμένοντας τήν πολυπόθητη ἐπιστροφή πού δέν ἐρχόταν.
Ἡ ἐνασχόλησή μας μέ τή βυζαντινή καί μεταβυζαντινή ἀρχαιολογία καί τέχνη μᾶς ἔφερνε, μέ τόν ἕναν ἤ τόν ἄλλο τρόπο, σέ ἄμεση ἤ ἔμμεση ἐπαφή μέ τό πλούσιο ἀρχαιολογικό παρελθόν τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου: Ἔγκωμη, Σαλαμίνα, Τρίκωμο, Λυθράγκωμη, Ριζο-κάρπασο, Ἀπόστολος Ἀνδρέας. Ἀναπόδραστα κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ὅτι ἦταν χρέος μας νά προσεγγίσουμε τήν πόλη πού μᾶς γέννησε μέ ἐπιστημονικό φακό, μέ τόν φακό τῆς ἔρευνας. Ἡ δική μας γενιά εἶναι ἡ τελευταία πού κουβαλᾶ μαζί της παιδικές ἤ ἐφηβικές ἀναμνήσεις ἀπό τήν πόλη τῶν προγόνων μας. Τό ἠθικό βάρος, λοιπόν, πού ἔπεφτε στούς ὤμους μας γιά τή συλλογή καί διατήρηση τῶν πληροφοριῶν ἐκείνων ἀπό μία πόλη πού λεηλατήθηκε βάναυσα ἀπό τόν εἰσβολέα καί τή λήθη, ἦταν μεγάλο. Ἀρχίσαμε τήν ἐρευνητική μας προσπάθεια ἀπό τή βασική κυπρολογική βιβλιογραφία καί εἰδικά τά κείμενα ἐκεῖνα πού ἀναφέρονταν στήν Ἀμμόχωστο καί τήν ἱστορία της. Διαπιστώσαμε ὅτι δέν ὑπῆρχε σχεδόν τίποτα καταγεγραμμένο γιά τά θρησκευτικά μνημεῖα τῆς νέας πόλης τῆς Ἀμμοχώστου. Σχεδόν ὅλοι, περιηγητές, ἱστορικοί, ἀρχιτέκτονες καί ἀρχαιολόγοι, ἔστρεφαν τά βλέμματά τους στά ἐπιβλητικά μνημεῖα τοῦ ἔνδοξου μεσαιωνικοῦ παρελθόντος, τά ὁποία βρίσκονταν ὅλα στήν παλιά τειχισμένη πόλη. Ἡ ἔλλειψη στοιχείων καί πληροφοριῶν γιά τούς ταπεινότερους καί νεότερους ναούς τῶν Βαρωσίων ἀνέδειξε τήν ἀπουσία ὀρθῆς ἐκτίμησης τῶν συγκεκριμένων μνημείων μέχρι καί τό 1974.
Ἀπό τήν ἄλλη, δυστυχῶς, καμιά ἐπιστημονική ἤ ἀρχαιολογική ἔρευνα δέν ἔγινε γύρω ἀπό τούς ναούς τῶν Βαρωσίων γιά νά διαπιστωθεῖ ἄν ὑπῆρχαν παλαιότερα κτήρια, ἐνῶ ἡ ἁλματώδης ἀνάπτυξη τῆς πόλης κατά τόν 20ό αἰώνα καί εἰδικά κατά τήν περίοδο 1960-1974 εἶναι βέβαιο ὅτι συνέβαλε στό νά χαθοῦν τεκμήρια. Ποτέ δέν ἔγινε καμιά συστηματική καταγραφή, ἀποτύπωση, φωτογράφιση, τεκμηρίωση τῶν ναῶν, τῶν ἱερῶν σκευῶν καί εἰκόνων, εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία εἴτε ἀπό τήν Πολιτεία.
Ἡ μοναδική, πλήν ὅμως ἡμιτελής, προσπάθεια ἐπιστημονικῆς καταγραφῆς φορητῶν εἰκόνων στήν ἐπαρχία Ἀμμοχώστου ἔγινε κατορθωτή μέσα ἀπό τή μετάκληση τοῦ ζεύγους Σταύρου καί Χρυσάνθης Μπαλτογιάννη τό 1965, οἱ ὁποῖοι ὁ μέν πρῶτος συντήρησε τίς βυζαντινές τοιχογραφίες (ἀρχές 12ου αἰώνα) τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Θεοτόκου στό Τρίκωμο (βλ. Χρ. Χατζηχριστοδούλου, Ἀ. Φούλιας, Παναγία Θεοτόκος Τρικώμου. Ἀπό τό φωτογραφικό ἀρχεῖο τοῦ Σταύρου Μπαλτογιάννη, Λευκωσία 2020), ἐνῶ ἡ σύζυγός του κατέγραψε πλῆθος εἰκόνων σέ χωριά τῆς ἐπαρχίας καί στήν ἴδια τήν πόλη τῆς Ἀμμοχώστου. Δυστυχῶς κατά τήν καταγραφή αὐτή δέν προβλέφθηκε ἡ παραχώρηση ἀπό τό Τμῆμα Ἀρχαιοτήτων φωτογραφικῆς μηχανῆς γιά πληρέστερη τεκμηρίωση. Εἴμαστε εὐγνώμονες στόν Σταῦρο Μπαλτογιάννη, ὁ ὁποῖος τόν Ἰούλιο τοῦ 2015 μᾶς ἐμπιστεύθηκε καί μᾶς δώρισε τά πολύτιμα καί μοναδικά τετράδια καταγραφῶν (βλ. Χρ. Χατζηχριστοδούλου, Ἀ. Φούλιας, 1965. Ἡ Καταγραφή εἰκόνων τῆς Κύπρου τῆς Χρυσάνθης Μπαλτογιάννη) πού συνέταξε ἡ σύζυγός του, μέ σκοπό τή δημοσίευσή τους. Ἡ δημοσίευση τῶν καταγραφῶν αὐτῶν, ἡ ὁποία βρίσκεται σέ ἐξέλιξη, εἶναι βέβαιο ὅτι θά βοηθήσει στήν πληρέστερη παρουσίαση καί διεκδίκηση τῶν ἀπολεσθέντων σήμερα κειμηλίων. Δυστυχῶς ἡ νεαρή τότε Κυπριακή Δημοκρατία δέν μποροῦσε προφανῶς νά προβλέψει τή λαίλαπα πού θά ἐπακολουθοῦσε.
Ἡ μετάδοση ἔγκυρων πληροφοριῶν στίς ἑπόμενες γενεές θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη γιά πολλούς λόγους. Γι’ αὐτό ἡ προσπάθειά μας ἑστιάστηκε στή συγκέντρωση καί ἐπεξεργασία πλήθους νέων καί ἄγνωστων στοιχείων μέ σκοπό τήν ἀνασύσταση κατά τό δυνατόν τῆς ἱστορίας τῶν μνημείων. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι, λόγῳ τῆς κατοχῆς, κάποια στοιχεῖα ἐλλείπουν ἤ ἀκόμα μπορεῖ καί νά μήν εἶναι ἀπολύτως ἀκριβῆ, ἀφοῦ δέν εἶναι δυνατή ἡ πρόσβαση καί ἐπί τόπου μελέτη. Εἶναι γνωστό ὅτι μεγάλο τμῆμα τῆς νέας πόλης τῆς Ἀμμοχώστου ἔχει περιφραχτεῖ ἀπό τόν στρατό κατοχῆς καί ἡ εἴσοδος δέν ἐπιτρέπεται.
Στό τέλος τοῦ βιβλίου ὑπάρχει γενική βιβλιογραφία, ὅπου καταγράφονται οἱ συντομογραφίες, οἱ ὁποῖες σημειώνονται ὑποσελίδια, καθώς καί γλωσσάριο καί εὑρετήριο γιά εὐκολότερη χρήση του.
Ἡ Ἀμμόχωστος καί κατ’ ἐπέκταση τά Βαρώσια ἦταν ἐδῶ καί αἰῶνες μία πολυπολιτισμική πόλη, μέ ἀρώματα καί ἀποχρώσεις διαφόρων ἐθνικῶν καί θρησκευτικῶν παραδόσεων. Στόν ἄρτι ἐκδοθέντα τόμο περιλαμβάνονται συνολικά 26 μνημεῖα τῶν Βαρωσίων καί ἕνα τῆς παλαιᾶς πόλης, πού λειτουργοῦσε ὡς ἐνορία τῆς νέας πόλης· συγκεκριμένα πρόκειται γιά 19 ὀρθόδοξα μνημεῖα, 6 ἑτερόδοξα (λατινικά, μαρωνιτικά, ἀγγλικανικά) καί δύο μουσουλμανικά τεμένη. Ἐκτός ἀπό τά μνημεῖα αὐτά τά ὁποῖα σώζονταν τό 1974 ἤ χάθηκαν πρίν ἀπό τή χρονολογία αὐτή γιά διάφορους λόγους, περιλαμβάνονται καί ὁρισμένα τά ὁποῖα ἦταν ἄγνωστα καί ἐντοπίστηκαν μέσα ἀπό τήν ἀρχειακή ἔρευνα τῶν τελευταίων ἐτῶν. Μία σύντομη ἀναφορά γίνεται στό τέλος καί γιά τά κοιμητήρια τῆς πόλης. Τά μνημεῖα αὐτά ἀποτελοῦν στό σύνολό τους ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς ἱστορίας της καί ὁποιαδήποτε παράλειψη θά ἦταν ἀπό πολλές πλευρές λανθασμένη καί ἄτοπη.
Εὐγνώμονες εὐχαριστίες ὀφείλουμε πρῶτα στόν πανιερώτατο μητροπολίτη Κωνσταντίας καί Ἀμμοχώστου κ. Βασίλειο, γιατί μέ προθυμία συμπεριέλαβε τόν τόμο αὐτό στήν ἔγκριτη σειρά ἐκδόσεων τῆς Πολιτιστικῆς Ἀκαδημίας «Ἅγιος Ἐπιφάνιος». Θερμότατες εὐχαριστίες ὀφείλουμε στόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Γεώργιο γιά τήν παραχώρηση φωτογραφιῶν ἀπό τό ἀρχεῖο τοῦ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος Ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό ναούς τῆς Ἀμμοχώστου.
Εὐχαριστοῦμε ἐπίσης ὅλους ἐκείνους πού συνέδραμαν στήν προσπάθεια αὐτή, παρέχοντάς μας πολυτιμότατες προσωπικές φωτογραφίες, ἀλλά καί πληροφορίες, βοηθώντας ἔτσι στήν ἀπάντηση ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα ἐγείρονταν κατά τή διάρκεια τῆς ἔρευνας. Θερμές καί ἰδιαίτερες εὐχαριστίες θέλουμε νά ἀπευθύνουμε στόν ἀρχιτέκτονα Φάνο Ἰωνίδη γιά τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου καί τίς ἐποικοδομητικές παρατηρήσεις του, καθώς καί γιά τήν ἑτοιμασία τοῦ πίνακα μέ τίς συντεταγμένες τῶν μνημείων. Εὐχαριστίες ὀφείλονται στή Θέκλα Καλλῆ γιά τήν ἑτοιμασία τοῦ Εὑρετηρίου. Χάριτες ἐπίσης ὀφείλουμε στόν συλλέκτη Πάνο Λοΐζου, ὁ ὁποῖος μέ μεγάλη προθυμία παρεχώρησε σπάνιες φωτογραφίες ἀπό τή συλλογή του, ἐκκλησιῶν τῆς Ἀμμοχώστου. Εὐχαριστοῦμε ἐπίσης τόν φίλο ἀρχιτέκτονα καί ἀναστηλωτή μνημείων Δρ Διομήδη Μυριανθέα γιά τήν ἐποικοδομητική ἀνταλλαγή ἀπόψεων γύρω ἀπό θέματα τῆς εἰδικότητάς του, καθώς καί τόν Δρ Γιῶργο Διονυσίου γιά τή φιλολογική ἐπιμέλεια τοῦ τόμου. Τή Δρ Χριστίνα Κάκκουρα, διευθύντρια τῆς Πολιτιστικῆς Ἀκαδημίας «Ἅγιος Ἐπιφάνιος», εὐχαριστοῦμε γιά τή συνεργασία. Τόν βυζαντινολόγο Δρ Χρῆστο Ἀργυροῦ καί τόν ἐρευνητή Κωστῆ Κοκκινόφτα εὐχαριστοῦμε γιά τίς ἐποικοδομητικές παρατηρήσεις τους. Τήν καλαίσθητη καλλιτεχνική ἐπιμέλεια, τή σελίδωση καί τό ἐξώφυλλο ἀνέλαβε ὁ π. Θωμᾶς Κωστῆ ἀπό τίς ἐκδόσεις ΚΕΡΑΜΟΣ.
Σέ ἀρκετές περιπτώσεις ναῶν ἤ ἄλλων θρησκευτικῶν μνημείων ἡ εἴσοδος δέν ἦταν δυνατή, λόγῳ τῆς ὑπαγωγῆς τους σέ στρατιωτική ζώνη, ὅπως λ.χ. οἱ ναοί τῆς περίκλειστης πόλης. Ὡς ἐκ τούτου, ἀρχιτεκτονικές ἤ ἀρχαιολογικές παρατηρήσεις γίνονται εἴτε ἀπό φωτογραφικό ὑλικό, εἴτε παραλείπονται.
Δυστυχῶς τό καλοκαίρι τοῦ 2021 ἡ Τουρκία καί τό ὑποτελές σέ αὐτήν καθεστώς ἀποφάσισε, κατά παράβαση τῶν σχετικῶν ψηφισμάτων τοῦ Ο.Η.Ε., τό μερικό καί σταδιακό ἄνοιγμα τῆς περίκλειστης πόλης τῶν Βαρωσίων.
Ἄν καί οἱ προοπτικές λύσης στό πολιτικό πρόβλημα εἶναι πλέον ἀμυδρές, οἱ σκοποί τῆς παρούσας ἔρευνας δέν αἴρονται. Εὐχόμαστε ὅτι, μέ τή δημοσιοποίηση τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ θά γνωρίσουν, πρῶτα οἱ ἴδιοι οἱ Ἀμμοχωστιανοί, ἡ ἐπιστημονική κοινότητα ἀλλά καί κάθε ἐνδιαφερόμενος, τήν κληρονομιά αὐτή. Ἐλπίζουμε, τέλος, ὅτι ἡ ἐπιστροφή στήν ὄμορφη καί ἀγαπημένη πόλη δέν θά ἀργήσει πολύ καί ἡ ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 14ης Αὐγούστου 1974, πού φύγαμε προδομένοι καί κυνηγημένοι, θά εἶναι μία μακρινή ἀνάμνηση καί μέρος τῆς πολυκύμαντης ἱστορίας της.
*Τό κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 58 (Μάιος – Αύγουστος 2024), σελ. 628-631.