Παρέμβαση Εκκλησιαστική. Τεύχος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2012

Παρέμβαση Εκκλησιαστική. Τεύχος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2012

Διαβάστε το περιοδικό

«Παρέμβαση Εκκλησιαστική»
Τεύχος 21ο

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ – Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου καί πάσης Ἀλβανίας
κ. Ἀναστασίου

Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἐπιτίμου Μέλους τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν

Ἡ οἰκονομική κρίση πού ζοῦμε σέ πολλές χῶρες τοῦ κόσμου, καί ἰδιαίτερα ἐμεῖς στόν Νότο τῆς Εὐρώπης, ἔχει ὁδηγήσει ἑκατομμύρια ἀνθρώπων σέ κατάθλιψη καί συχνά σέ ἀπόγνωση. Σήμερα ὅλο καί περισσότερο συνειδητοποιεῖται ὅτι ἡ οἰκονομική αὐτή κρίση εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς γενικότερης κοινωνικῆς κρίσεως, μιᾶς κρίσεως ἀξιῶν. Ἀποτελεῖ συνέπεια μιᾶς θεωρητικῆς ἀντιλήψεως σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο καί τή φύση, ἡ ὁποία, στήν ἐποχή τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, κινήθηκε σέ ἐντελῶς διαφορετική κατεύθυνση ἀπό τή χριστιανική. Ἀπωθώντας ἀπό τή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κοινωνίας τήν πίστη στόν Θεό, στόν Θεό τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἀγάπης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται.

Ὁ σεβασμός πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ἀντικαταστάθηκε ἀπό τή δεσποτεία ἀπροσώπων θεσμῶν καί δυνάμεων. Ὁ τονισμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὑπεχώρησε, δίνοντας τήν ἔμφαση στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῆς ἀγορᾶς. Ἔτσι, ἀπό κοινωνία ἐλευθέρων προσώπων φθάσαμε στό σημεῖο ὁλόκληροι λαοί νά γίνονται ὑποψήφιοι δοῦλοι ἀπροσώπων ὁμάδων, ἀνωνύμων ἐμπόρων τοῦ χρήματος πού ρυθμίζουν βασικά τίς οἰκονομίες τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι γνωστοί ὡς «ἀγορές». Αὐτές αὐτονομοῦν τό χρῆμα σάν ἀφηρημένη «λογιστική» ἀξία καί τό ἐμπορεύονται. Στούς πολυσυνθέτους δαιδάλους τῆς παγκοσμιοποιήσεως ἔχουν δημιουργηθεῖ νέες δομές τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος μιᾶς «εἰκονικῆς οἰκονομίας» πού κανείς κρατικός ἤ ἄλλος πολιτικός θεσμός δέν ἐλέγχει. Ἀντιθέτως, οἱ ἀποφάσεις τῶν ἀγνώστων αὐτῶν παραγόντων, πού δροῦν μέ καλυμμένα πρόσωπα, μποροῦν νά ἀνατινάξουν κράτη καί ἔθνη καί νά καταδικάσουν ἑκατομμύρια ἀνθρώπους στήν ἀνεργία καί τήν κοινωνία στήν ἐξαθλίωση. Ἔτσι, ὅλη ἡ παγκόσμια οἰκονομία ζεῖ πλέον μιά τρομερή δομική κρίση τοῦ χρηματοπιστωτικοῦ συστήματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν πιό πειστική ἀπόδειξη τῆς κρίσεως ἀξιῶν τῆς κοινωνίας.

Ἡ ἀδικία σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, κορυφώνεται στό γεγονός ὅτι τό 20% τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ πλανήτη, πού ζεῖ στίς πλούσιες χῶρες, καταναλώνει τό 80% τοῦ πλούτου τῆς γῆς. Συγχρόνως, ἡ οἰκονομική αὐθαιρεσία, ἡ διαφθορά, ἡ ἀδικία καί ἀναλγησία, πού ἄνθησαν μέ ὅποιο οἰκονομικό μοντέλο καί ἄν ἐπεβλήθηκε -καπιταλιστικό ἤ σοσιαλιστικό-, ἔχει ὁδηγήσει ἑκατομμύρια ἀνθρώπων στήν κοινωνική περιθωριοποίηση καί ἐν πολλοῖς στήν ἐξαθλίωση.

Στήν ὀδυνηρή αὐτή οἰκονομική κρίση, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά μείνει ἁπλός θεατής. Εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἀρθρώσει μέ σθένος λόγο προφητικό, πρός τρεῖς κατευθύνσεις:

α) Σθεναρή κριτική στά μέλη τῶν Ἐκκλησιῶν μας γιά τήν ἀσυνεπῆ πρός τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου στάση, γιά τή, μικρή ἤ μεγάλη, συμμετοχή στήν ἀδικία καί τήν κοινωνική διαφθορά. Κινητοποίηση, μέ δημιουργικές πρωτοβουλίες τῶν ἐνοριῶν, τῶν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ὁμάδων καί ὀργανισμῶν, γιά τήν ἄμεση ἀνακούφιση καί βοήθεια τῶν ἀσθενεστέρων μελῶν τῆς κοινωνίας μας. Δόξα τῷ Θεῷ, στόν τομέα αὐτό ὑπάρχουν ἤδη σοβαρές ἐκκλησιαστικές δράσεις.

β) Ἄσκηση θαρρετῆς κριτικῆς στά ὑλιστικά ἰδεώδη καί συστήματα πού ἀπεργάζονται τήν ἀδικία γενικότερα καί τήν οἰκονομική κρίση εἰδικότερα. Προσπάθεια νά ἐπηρεασθοῦν οἱ πολιτικές ἡγεσίες. Πρόσκληση σέ διακεκριμένους ἐπιστήμονες καί οἰκονομολόγους νά ἐπεξεργασθοῦν λύσεις, μέ σεβασμό στόν ἄνθρωπο καί τήν ταυτότητα τῶν λαῶν καί συμπαράσταση στίς προσπάθειές τους. Ἡ γενική ἀντίληψη περί ἀνθρώπου καί κτίσεως ἔχει ριζικά ὑποκύψει σέ εὐδαιμονιστικές ἀντιλήψεις. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου -ὡς εἰκόνος τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ- καί ἐπίσης τήν ἱερότητα τῆς κτίσεως ὡς δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ νοοτροπία ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀφέντης τῆς κτίσεως καί ἄρα δικαιοῦται νά καταχρᾶται τό φυσικό περιβάλλον δέν εἶναι ἁπλῶς λανθασμένη, ἀλλά ἀπό ἀπόψεως ὀρθοδόξου εἶναι ἁμαρτία. Σύμφωνα μέ τή χριστιανική πίστη, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὀργανικό μέρος τῆς κτίσεως καί ὀφείλει νά τή χρησιμοποιεῖ μέ σεβασμό.

γ) Οἱ κατά τόπους ᾽Εκκλησίες ἔχουν τήν εὐκαιρία νά δείξουν εὐρύτερη ἀλληλεγγύη μεταξύ τους, ἐπιδρώντας στίς κοινωνίες μέσα στίς ὁποῖες ζοῦν. Π.χ. ἐπηρεάζοντας τούς λαούς τῆς Βορείου Εὐρώπης γιά κατανόηση καί ἀλληλεγγύη πρός τίς δοκιμαζόμενες κοινωνίες τῆς Νοτίου Εὐρώπης. Καί ἀντιστρόφως, περιορίζοντας τά αἰσθήματα πικρίας καί ἀγανακτήσεως τῶν οἰκονομικῶς ἀσθενεστέρων λαῶν τοῦ Νότου, γιά τήν ὑπεροπτική συμπεριφορά ὁρισμένων οἰκονομικά εὐρώστων εὐρωπαϊκῶν κρατῶν. Τά παραδείγματα, προφανῶς, μπορεῖ νά πολλαπλασιασθοῦν λόγω τῶν ἀντιθέσεων πού ὑφίστανται στήν ὑφήλιο μεταξύ οἰκονομικῶς ἰσχυρῶν καί ἀδυνάτων κρατῶν. Οἱ Ἐκκλησίες στίς πλούσιες κοινωνίες δέν δικαιοῦνται νά σιωποῦν -κάποτε καί νά συμπλέουν- καί νά ἀφήνουν νά δεσπόζουν ὑπεροπτικές φωνές πού προσβάλλουν τούς εὑρισκομένους σέ δοκιμασία λαούς.

Ἀλλά ἄς ἐπανέλθουμε στόν οἰκεῖο, κοινωνικό μας χῶρο. Πρωταρχικό μας χρέος εἶναι ἡ σοβαρή αὐτοκριτική. Δυστυχῶς, ἡ ἔννοια τῆς κρίσιμης αὐτῆς λέξης ἔχει ἀλλοιωθεῖ. Χρησιμοποιεῖται, συνήθως, γιά νά ἐπισημανθοῦν τά λάθη τῶν ἄλλων. Ὅμως, μαζί μέ τίς ἀναμφισβήτητες εὐθύνες τῆς πολιτικῆς καί οικονομικῆς ἡγεσίας, ἐπιβάλλεται νά συνειδητοποιήσουμε τά λάθη πού ἔχουμε διαπράξει ὡς πολίτες. Ἀσφαλῶς, δέν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλοι συλλήβδην ἔχουν τίς ἴδιες εὐθύνες. Πολλοί ἁπλοί ἄνθρωποι εἶναι θύματα καί δέν ἔχουν ὠφεληθεῖ ἀπό τήν εὐημερία πού δημιουργήθηκε μέ χρήματα δανεικά. Ὅμως, ἄν ψάξουμε μέ διεισδυτική ματιά, οἱ περισσότεροι θά ἀνακαλύψουμε καί ἀτομικά σφάλματα καί παραλείψεις. Περιπτώσεις στίς ὁποῖες δέν ἀντισταθήκαμε στή διάχυτη ἀσυδοσία καί τήν κραυγαλέα παραβατικότητα.

Ἐπαναλαμβάνοντας ἁπλῶς τή φράση «κρίση ἀξιῶν», κινδυνεύουμε νά χαθοῦμε στήν ἀοριστία. Ἡ Ἐκκλησία, «ἔτι καί ἔτι», καλεῖται νά ὀνομάζει, νά τονίζει, νά ἐπισημαίνει αὐτές τίς παγκοσμίου κύρους διαχρονικές ἀξίες: τή δικαιοσύνη, μέ τή σαφῆ ἔννοια: «Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς» (Ματθ. 7: 12). Ἐπίσης, τήν ἀλήθεια, τήν ἀξία τοῦ μέτρου, τή συμφιλίωση, τήν ἀγάπη σέ ὅλες της τίς ἐκφράσεις καί διαστάσεις.

Ἡ αὐτοκριτική ὅμως δέν ἀρκεῖ. Οὔτε ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτρέπεται νά περιορισθεῖ σέ περιγραφές πού στηλιτεύουν ἀόριστα τούς παραβάτες. Ὁ προφητικός της λόγος πρέπει, χωρίς περιστροφές, νά καλεῖ σέ μετάνοια. Γιά πολλούς συγχρόνους, ἡ λέξη «μετάνοια» ἠχεῖ πολύ θρησκευτική, παρωχημένη. ᾽Εν τούτοις, παραμένει διαχρονικά ἐπίκαιρη καί ἐπαναστατική, ἀπό τότε πού τήν ἀνέδειξε πυρήνα τοῦ Εὐαγγελίου Του ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός: «Μετανοεῖτε» (Μάρκ. 1: 15), ἀλλάξετε νοῦ, συμπεριφορά, τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντικρύζετε τή ζωή, ἐπαναλαμβάνει. Μόνο μέ ἀλλαγή νοῦ καί καρδιᾶς μποροῦμε νά σταματήσουμε συνήθειες καί πάθη πού ἀρρωσταίνουν τήν κοινωνία μας. Ἡ οἰκονομική καί ἠθική κρίση, πού παρουσιάζεται στήν πλειονότητα τῶν λαῶν καί κρατῶν, σχετίζεται μέ σαφῆ αἴτια, πού ἔχουν ὄνομα καί συγκεκριμένες μορφές. Περιορίζομαι νά ἐπισημάνω τρεῖς ρίζες τῆς διαφθορᾶς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μητέρα τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως.

α) Πλεονεξία. Αὐτή, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι «εἰδωλολατρία» (Κολοσ. 3: 5), ἄρνηση τῆς λατρείας πρός τόν ἀληθινό Θεό. Ὁ πλεονέκτης ἀδιαφορεῖ γιά τή νομιμότητα τῶν μεθόδων. Ἡ ἀπληστία του παίρνει ὅλο καί νέες ἀνεξέλεγκτες μορφές. Μέ ἐκφραστικό τρόπο, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἐπισημαίνει: «Οἱ δέ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμόν καί παγίδα καί ἐπιθυμίας πολλάς ἀνοήτους καί βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τούς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καί ἀπώλειαν. Ῥίζα γάρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6: 9). Ὁ ἰός τῆς φιλαργυρίας στή σύγχρονη ἐποχή μεταλλάσσεται καί μεταδίδεται σέ ὅλα τά κοινωνικά στρώματα. Ἡ λεγομένη καταναλωτική κοινωνία ἔφθασε στήν καταναλωτική ὑστερία. Ἰδανικό καί σκοπός τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου κάθε τάξεως ἔγινε ἡ ἀλόγιστη συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, συχνά περιττῶν, μέ ἀδιαφορία γιά τό φυσικό περιβάλλον.
Τήν ἀπληστία αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι αἰτία καί τῆς σύγχρονης οἰκολογικῆς κρίσεως, εἶχε στηλιτεύσει πρίν ἀπό 16 αἰῶνες ἕνας μεγάλος θεολόγος, πατέρας καί διδάσκαλος τῆς μιᾶς καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, τονίζοντας: «Κάνε χρήση, ἀλλά ὄχι κατάχρηση. Ἄφησε τόν ἑαυτό σου νά ἀπολαύσει, ἀλλά μέ μέτρο. Μή γίνεσαι ὄλεθρος ὅλων τῶν ζώων πού ζοῦν στή γῆ καί στή θάλασσα» (Ὁμιλία Περί Εὐποιΐας, 383 μ. Χ.).

β) Ἡ ἑπόμενη ρίζα τῆς διαφθορᾶς εἶναι τό ψέμα. Μέ τό ψέμα ἐπῆλθε ἡ πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μᾶς πληροφορεῖ τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς (βλ. Γέν. 3: 1), ἐνῶ τό τελευταῖο ἐπιμένει ὅτι θά μείνει ἔξω ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ «πᾶς ὁ φιλῶν καί ποιῶν ψεῦδος» (Ἀποκ. 22: 15). Τό ψέμα, τελικά, ὑπονομεύει κάτι τό πιό σημαντικό, τή δυνατότητα νά ἀγαποῦμε. Φαίνεται, ἴσως, κάπως παράδοξο αὐτό. Ὅπως, διεισδυτικά, ὁ Ντοστογιέφσκυ ἐξηγεῖ, βάζοντας στό στόμα τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ αὐτή τή συμβουλή: «Καί τό κυριότερο ἀπ᾽ ὅλα, μή λέτε ψέματα… Τό κυριότερο εἶναι νά μήν λέτε ψέματα στόν ἴδιο τόν ἑαυτό σας. Αὐτός πού λέει ψέματα στόν ἑαυτό του καί πιστεύει στό ἴδιό του τό ψέμα φτάνει στό σημεῖο νά μήν βλέπει καμιά ἀλήθεια, οὔτε μέσα του οὔτε καί στούς ἄλλους καί ἔτσι χάνει κάθε ἐκτίμηση γιά τούς ἄλλους καί κάθε αὐτοεκτίμηση. Μή ἐκτιμώντας κανέναν, παύει νά ἀγαπάει. Καί μήν ἔχοντας τήν ἀγάπη, ἀρχίζει νά παρασέρνεται ἀπό τά πάθη καί τήν ἀκολασία… Αὐτός πού λέει ψέματα στόν ἑαυτό του εἶναι αὐτός πού προσβάλλεται πρῶτος. Γιατί καμιά φορά εἶναι πολύ εὐχάριστο νά νιώθει κανείς προσβεβλημένος. Ἔτσι δέν εἶναι;» (Ἀδελφοί Καραμαζώφ, Τόμος Α΄).

γ) Τό κατ᾽ ἐξοχήν, πάντως, ἐπικίνδυνο, εἶναι ἡ φιλαυτία, ὁ ἐγωκεντρισμός, ἡ αἰχμαλωσία στό ἐγώ μας, ἡ λατρεία τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, τοῦ οἰκογενειακοῦ, τοῦ τοπικοῦ, τοῦ ἐθνικοῦ. Τό ἀντίδοτο σ᾽ αὐτό παραμένει ἡ δικαιοσύνη μαζί μέ τήν ἀλληλεγγύη καί τήν αὐτοθυσία.

Τό μυστικό γιά νά βρεῖ κανείς τόν ἑαυτό του, εῖναι νά τόν προσφέρει. Ὁ τονισμός καί ἡ βίωση αὐτῆς τῆς ἀξίας παραμένει ἡ κατ᾽ ἐξοχήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ συμπαράσταση πρός τούς θλιβομένους, ἔστω καί ἄν εὐθύνονται οἱ ἴδιοι γιά λάθη καί παραλείψεις τους (πρβλ. Ματθ. 25: 35 – 40). Κανείς ἄλλος θεσμός δέν μπορεῖ νά ἐμπνεύσει καί νά προσφέρει ἀγάπη καί αὐτοθυσία. Στό κλασικό «cognito ergo sum» (σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω), ἡ Ἐκκλησία, ἀντλώντας ἀπό τίς καλύτερες σελίδες τῆς ἱστορίας της, προσθέτει: «ἀγαπῶ, ἄρα ὑπάρχω», κατά τό πρότυπο τῆς ἐν ἀγάπῃ καί ἀλληλοπεριχωρήσει ὑπάρξεως τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Μετά τόν κριτικό λόγο καί τόν τονισμό τῆς προσωπικῆς εὐθύνης, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά προσφέρει ἕνα μήνυμα αἰσιοδοξίας καί ἐλπίδος. Ἡ κρίση μπορεῖ νά γίνει μιά ἰδιαίτερη εὐκαιρία πνευματικῆς ἀνανεώσεως. Ὁ πυρετός τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, καθώς καί τῆς οἰκολογικῆς, ἀποκαλύπτει ὅτι ὑπάρχει μία γενικότερη ἀσθένεια πού ἀπειλεῖ τήν ἐπιβίωση τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἡ σύγχρονη οἰκονομική κρίση, παρά τήν ὀδύνη καί τήν ἀμηχανία πού ἔχει προκαλέσει σέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, τόσο τῶν ὑπανάπτυκτων ὅσο καί τῶν ἀνεπτυγμένων κρατῶν, δίνει μιά ἐξαιρετική δυνατότητα γιά διορθωτικές ἀλλαγές σέ κρίσιμους τομεῖς τῆς παγκόσμιας, τῆς ἐθνικῆς καί προσωπικῆς μας ζωῆς. Οἱ χριστιανοί καλούμεθα νά πρωτοστατήσουμε σ᾽ αὐτές τίς προσπάθειες, ὅπως τό κάναμε (μέ πρωταγωνιστή τό Π.Σ.Ε.) στίς περιπτώσεις τοῦ ρατσισμοῦ καί τῆς βίας. Ἀσφαλῶς, δέν ἐξαλείφθηκαν μέ τήν κριτική καί τή δράση μας. Ὅμως, ἐπετεύχθη μιά εὐρύτερη συνειδητοποίηση τῆς ἀνάγκη καταπολεμήσεώς τους.

Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἀντιμέτωπη μέ κρίσεις. Οἱ τραγικές συγκρούσεις καί ἐμπειρίες τῶν παγκοσμίων πολέμων τοῦ 20οῦ αἰῶνος ξύπνησαν τίς συνειδήσεις καί ὁδήγησαν στήν κατάργηση τῆς ἀποικιοκρατίας, τῶν φασιστικῶν συστημάτων, τῶν ρατσιστικῶν ἰδεολογιῶν καί, τελικά, στήν κατάρρευση τοῦ κομμουνισμοῦ στίς περισσότερες χῶρες. Στή διάρκεια μεγάλων δοκιμασιῶν, ὁπότε οἱ κοινωνίες φθάνουν σέ ὁριακά σημεῖα ἀντοχῆς, ἀναδύονται σπάνιες ἀρετές κρυμμένες στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἡ φιλαλήθεια, ἡ γενναιότητα, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ αὐταπάρνηση, ἡ δικαιοσύνη, ἡ φιλαλληλία. Αὐτά καί σήμερα ἀποτελοῦν πολύτιμα ἀντισώματα στίς λιποθυμικές τάσεις τοῦ κοινωνικοῦ μας σώματος. Καί αὐτά πρέπει, μέ ἐπιμονή καί σύστημα, νά ἐνεργοποιήσει σήμερα ἡ Ἐκκλησία.

Ἄμεσο χρέος μας εἶναι νά στηρίξουμε τήν ἐλπίδα καί τήν ἀντοχή τῶν μελῶν μας καί τῶν λαῶν μας, καί μέ εἰλικρινῆ σεβασμό στήν ἀξία τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου καί τοῦ κάθε ἔθνους, νά ἀγωνισθοῦμε γιά τή δίκαιη ὑπέρβαση τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, γιά μιά οὐσιαστική ἀλληλεγγύη μέσα στήν κοινωνία μας καί μεταξύ τῶν λαῶν τῆς οἰκουμένης.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post