Παρέμβαση Εκκλησιαστική. Τεύχος: Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2014

Παρέμβαση Εκκλησιαστική. Τεύχος: Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2014

  «Παρέμβαση Εκκλησιαστική»

    Τεύχος 28ο 

Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Μακαριωτάτου
Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου
κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄

Tό τεῦχος αὐτό τοῦ περιοδικοῦ μας, μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς του τόν Σεπτέμβριο ἀφενός, καί τῆς συμπληρώσεως χιλίων ἐτῶν ἀπό τή δημοσίευση τῆς Διαθήκης του ἀφετέρου, εἶναι ἀφιερωμένο στόν Ὅσιο Νεόφυτο τόν Ἔγκλειστο.

Μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη μου καί ὁ σεβασμός μου στόν Ἅγιο, ἀφοῦ ἀπό παιδί ἐγκαταβίωσα στήν Ἱερά Μονή του καί –μέ τήν εὐλογία του καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ- διετέλεσα ἡγούμενος αὐτῆς.

Σκέφθηκα, λοιπόν, ἐπειδή ὁ Ἅγιός μας ὑπῆρξε μεγάλος ἀσκητής, νά γράψω -ὅσο τό δυνατόν ἁπλά- γιά τό νόημα πού ἔχει ἡ Ἄσκηση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἐάν εἶναι ἀπαραίτητη στή ζωή τῶν πιστῶν, πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο.

Γιά νά γίνει κατανοητός ὁ λόγος ὑπάρξεως τῆς Ἀσκήσεως στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν σύγχρονο καί τόσο ἐξωστρεφῆ ἄνθρωπο, πρέπει νά ἀνατρέξουμε στήν ἀρχή τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, στή δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων.

Εἶναι γνωστό ὅτι –σύμφωνα μέ τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τή Γένεση- ὁ Τριαδικός Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ ὑλικό σῶμα καί πνευματικῆς φύσεως ψυχή. Τό σῶμα ζωογονεῖτο ἀπό τήν ψυχή καί ἡ ψυχή ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σκοπός τῆς ἀπό ἀγάπη δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἦταν, νά ἀξιοποιήσει μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τά θεϊκά χαρίσματα, πού ἔλαβε ἀπό Αὐτόν, ἀφοῦ δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» Του, ὥστε νά γίνει «καθ’ ὁμοίωσιν» Αὐτοῦ, δηλαδή «κατά Χάριν θεός»!

Δυστυχῶς, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πιστεύοντας στήν δόλια συμβουλή τοῦ «ἀρχεκάκου ὄφεως», τοῦ διαβόλου, θέλησε νά φθάσει στόν σκοπό αὐτό, δηλαδή νά γίνει θεός, ἀλλά χωρίς τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί χωρίς καμμία δική του προσπάθεια.

Ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς (προπατορικό ἁμάρτημα) ἦταν ἡ ἀπώλεια τῆς Θείας Χάριτος, μέ συνέπεια νά ἀρρωστήσει ἡ ἀνθρώπινη φύση θανάσιμα!

Γιά νά κατανοήσουμε τί σημαίνει ὅτι ἀρρώστησε ἡ ἀνθρώπινη φύση πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας Πατέρες (π.χ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀββᾶς Δωρόθεος κ.ἄ.) δέχονται ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς δυνάμεις: α΄) Τό Λογιστικό, πού εἶναι ἡ ἕδρα τῆς νοήσεως καί τῆς γνώσεως, β΄) Τό Θυμικό ἤ Θυμοειδές, πού εἶναι ἡ ἕδρα τῆς ἀγάπης, τοῦ ζήλου, ἀλλά καί τοῦ ὑγιοῦς θυμοῦ καί γ΄) Τό Ἐπιθυμητικό, πού εἶναι  ἡ ἕδρα τῶν ἐπιθυμιῶν.

Πρίν τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων οἱ τρεῖς αὐτές δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἦσαν στραμμένες πρός τόν Θεό. Ἔτσι, τό Λογιστικό ἀσχολεῖτο μέ τή γνώση –κατά τό δυνατόν στόν ἄνθρωπο -τοῦ Θεοῦ. Τό Θυμικό ἀγωνιζόταν νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Τό Ἐπιθυμητικό λαχταροῦσε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ἀπό τήν ὁποία ἐλάμβανε μεγάλη ἡδονή καί χαρά. Αὐτή εἶναι ἡ ὑγιής καί φυσική λειτουργία τῆς ψυχῆς.

Ὅταν συνέβη ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων, τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀρρώστησε καί οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς διεστράφησαν. Τό Λογιστικό σκοτίστηκε καί κυριεύθηκε ἀπό τή φιλοδοξία, τή φιλαυτία, τήν ὑπερηφάνεια. Τό Θυμικό, ἀντί νά ἀγωνίζεται μέ ζῆλο νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, ζητεῖ νά στηριχθεῖ «τῇ κτίσει παρά τόν Κτίσαντα» (Ρωμ. α΄, 25). Ἔτσι καταλαμβάνεται ἀπό τή φιλοκτημοσύνη, πού φέρνει τή φιλαργυρία, τήν ἀντιζηλία, τό μῖσος πρός τόν συνάνθρωπο κ.τ.ὅ. Τό Ἐπιθυμητικό δέν λαχταρᾶ, πλέον, τήν ἡδονή, πού προσφέρει ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό, ἀλλά αὐτήν πού προσφέρει ἡ ὕλη καί πιό πολύ ἡ σάρκα. Γι’ αὐτό γεμίζει μέ τή φιληδονία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρωστημένη καί παρά φύσιν λειτουργία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία κυριεύεται ἀπό διάφορα πάθη (μερικά ἀπό τά ὁποῖα ἀναφέραμε ἤδη) καί χάνοντας τή ζωογόνο Θεία Χάρη νεκρώνεται, χωρίς ὅμως νά ἐκμηδενίζεται.

Παράλληλα, ἡ ἀρρώστια, πού ἔφερε ἡ ἁμαρτία, ἐπεκτάθηκε καί στό σῶμα, πού ἔγινε φθαρτό, ἀνυπεράσπιστο ἀπό διάφορες ἀσθένειες καί τό βαθμιαῖο ἐκφυλισμό τοῦ γήρατος μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ βιολογικοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἡ ψυχή πού τό ζωογονοῦσε ἔχει πρώτη νεκρωθεῖ.

Ἔκτοτε, ἐπειδή ἡ ρίζα τοῦ ἀνθρωπίνου γενεαλογικοῦ δένδρου ἀρρώστησε, ὅλο τό δένδρο καί τά κλαδιά του εἶναι ἄρρωστα. Ἡ ἀρρώστια τῶν προπατόρων μεταδόθηκε σ’ ὅλους τούς ἀπογόνους τους.

Ὅταν λέμε, ὅμως, ὅτι ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ κληρονομοῦμε τό προπατορικό ἁμάρτημα, δέν ἐννοοῦμε ὅτι κληρονομοῦμε τήν ἐνοχή τῶν προπατόρων (ὅπως ἐννοοῦν οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες), ἀφοῦ δέν ὑπήρχαμε τότε. Κληρονομοῦμε, ὡς μία κληρονομική ἀσθένεια, τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τους, δηλαδή τά πάθη, τή φθορά καί τέλος τόν βιολογικό θάνατο.

Μόνος του ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀδύνατον νά αὐτοθεραπευθεῖ. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου» καί χωρίς νά πάψει νά εἶναι τέλειος Θεός, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος, ὁ Νέος Ἀδάμ!

Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἀναγεννηθοῦμε καί νά ἐνσωματωθοῦμε κάθε ἕνας προσωπικά στό θεανθρώπινο Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία.

Μέ τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος λαμβάνουμε πάλι τή Θεία Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόν θεοΰφαντο χιτῶνα, πού ἀπώλεσε ὁ Ἀδάμ μέ τήν πτώση του.

Τέλος, μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τρεφόμαστε μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου, ὥστε νά εἴμαστε ζωντανά μέλη Του.

Ἔτσι ἀποκαθίσταται ἡ ἄρρωστη ἀνθρώπινη φύση στήν προπτωτική κατάσταση ὑγείας καί μπορεῖ, πλέον, μέ ἀνακαινισμένο τό «κατ’ εἰκόνα», νά πορευθεῖ πρός τό «καθ’ ὁμοίωσιν» καί τήν αἰώνια ζωή.

Ἐπειδή ὅμως καί μετά τήν Θεία Οἰκονομία καί τήν ἔνταξή μας στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ξαναπέφτουμε σέ πλῆθος ἁμαρτιῶν καί παθῶν, ἀφοῦ «οὐδείς καθαρός ἔσται ἀπό ῥύπου, ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς» (Ἰώβ ιδ΄, 4-5), πάλι ἡ ψυχή παραλειτουργεῖ καί ἀρρωσταίνει, ὁπότε ἔχει ἀνάγκη νέας θεραπείας.

Ἐδῶ πρέπει νά τονίσουμε ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ «τριμεροῦς» τῆς ψυχῆς εἶναι ἀποκλειστικῶς ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά προϋποθέτει καί τήν ἀνθρώπινη συνέργεια. Αὐτή ἡ συνέργεια ἀποδεικνύει τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου τῆς θεραπευτικῆς καί σωστικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν εἰλικρινῆ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Ἐπίσης, διασφαλίζει τή συνεχῆ παρουσία τῆς Θείας Χάρης.

Τί εἶναι, ὅμως, τά πάθη καί πῶς ἀρρωσταίνουν τήν ψυχή μας;
Τό τί εἶναι πάθος ὁρίζει μέ θαυμάσιο τρόπο ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Πάθος ἐστί κίνησις ψυχῆς παρά φύσιν ἤ ἐπί φιλίαν ἄλογον ἤ ἐπί μῖσος ἄκριτον ἤ τινος ἤ διά τι τῶν αἰσθητῶν»1. Δηλαδή: Πάθος εἶναι ἡ παρά φύσιν (μή φυσιολογική) κίνηση τῆς ψυχῆς ἤ πρός παράλογη ἀγάπη ἤ ἄκριτο μῖσος ἤ γιά κάποιον (ἄνθρωπο) ἤ γιά κάποιο ἀπό τά αἰσθητά (πράγματα). Ἐξηγώντας ὁ ἴδιος Ἅγιος τόν ὁρισμό αὐτό δίνει μερικά παραδείγματα καί λέει ὅτι τά πάθη μᾶς ὁδηγοῦν στό νά ἐπιθυμοῦμε πράγματα ἤ πρόσωπα παράλογα, ὅπως: «βρώματος παρά τόν καιρόν ἤ παρά τήν χρείαν ἤ γυναικός … τῆς νομίμου. Καί πάλιν, ὅταν ὀργιζώμεθα ἤ λυπώμεθα παρά τό εἰκός, οἷον κατά τοῦ ἀτιμάσαντος ἤ ζημιώσαντος»2. Δηλαδή: Τροφή παράκαιρος ἤ ὑπερβολική ἤ γυναῖκα … μή νόμιμη. Καί ὅταν ὀργιζόμαστε ἤ λυπόμαστε παράλογα, ὅπως ἐναντίον κάποιου πού μᾶς πρόσβαλε ἤ μᾶς ζημίωσε.

Ἡ λέξη «πάθος» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα πάσχω. Ἑπομένως, ὅταν κάποιος ἔχει ἕνα ἤ περισσότερα πάθη, τότε πάσχει, ὑποφέρει! Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος δέν εἶναι ὑγιής ἀλλά ἄρρωστος καί ἔχει ἀνάγκη θεραπείας.

Ὅταν κάποιος ἀρρωστήσει σωματικά, θεραπεύεται κυρίως ἀπό τόν γιατρό, τά φάρμακα, τή δίαιτα ἤ καί κάποιες ἀσκήσεις (π.χ. βάδισμα, κολύμβηση κ.λπ.) πού ὁ γιατρός συνιστᾶ, ἀλλά συνεργεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενής. Πῶς; Πρῶτα μέ τήν ἐμπιστοσύνη πού δείχνει στό γιατρό. Ἔπειτα, μέ τήν ἀκριβῆ ἐφαρμογή τῶν ὁδηγιῶν ὡς πρός τήν λήψη τῶν φαρμάκων καί τή δίαιτα. Κατόπιν, μέ τήν ἀποφυγή βλαβερῶν συνηθειῶν (π.χ. τοῦ καπνίσματος), ὅσο κι ἄν αὐτό εἶναι δύσκολο καί τέλος, τήν ἐφαρμογή τῶν ἀσκήσεων.

Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί στήν περίπτωση τῆς θεραπείας τῆς ἄρρωστης ψυχῆς. Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ τή θεραπεία καί ὁ ἀσθενής ἄνθρωπος συνεργεῖ. Πῶς; Πρῶτα μέ τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν «Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν», τόν Θεό. Ἔπειτα μέ τήν πιστή ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς «συνταγῆς» τοῦ Ἰατροῦ, πού εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως τίς διατύπωσαν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ ἱεροί συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τίς ἑρμήνευσαν οἱ ἐπίσης Θεοφώτιστοι Πατέρες, τίς ἐφάρμοσαν στή ζωή τους καί τίς ἐδίδαξαν στόν λαό τοῦ Θεοῦ γιά τή θεραπεία καί σωτηρία του.

Σ’ αὐτή τήν προσπάθεια τοῦ ἀσθενοῦς πνευματικῶς ἀνθρώπου, νά συνεργήσει στήν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ προσφερόμενη θεραπεία, ἐνυπάρχει ἡ Ἄσκηση, στήν ὁποία ὑπέβαλλαν ἀνέκαθεν τούς ἑαυτούς τους ὅλοι οἱ συνειδητοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί ἐξαιρετικά οἱ Ἅγιοι καί μάλιστα οἱ ἐρημίτες.

Οἱ ἀπόλυτα ἀποφασισμένοι νά θεραπευθοῦν καί νά φθάσουν στό «καθ’ ὁμοίωσιν» καί τή θέα τοῦ Θεοῦ (οἱ Ἅγιοι) «ἡγούμενοι τά πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσωσιν» (Φιλιπ. γ΄, 8) ἔφθασαν σέ ἀπίστευτα ἀσκητικά κατορθώματα, ἐφαρμόζοντας πάλι τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὑπωπιάζω μου τό σῶμα καί δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτός ἀδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ. θ΄, 27).

Ὁ φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί οἱ προσωπικές τους ἐμπειρίες τούς ἔδωσαν τή δυνατότητα, ὥστε οἱ Ἅγιοι Πατέρες νά ἐφαρμόσουν καί νά διδάξουν τά μέσα θεραπείας τῶν τριῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, πού συνοπτικά εἶναι τά ἑξῆς:

1. Τοῦ Λογιστικοῦ: Ἡ ἀδιάκριτη Πίστη, ἡ Μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, ἡ καθαρή καί ἀδιάλειπτη Προσευχή, ἡ Ὑπακοή καί ἡ Ταπείνωση.
2. Τοῦ Θυμικοῦ: Ἡ Ἀγάπη, ἡ Ἐλεημοσύνη, ἡ Ἀνεξικακία, ἡ Ὑπομονή, τό Μῖσος πρός τήν ἁμαρτία.
3. Τοῦ Ἐπιθυμητικοῦ: Ἡ Νηστεία, ἡ Ἐγκράτεια, ἡ Ἀγρυπνία, οἱ Μετάνοιες (γονυκλισίες) καί γενικῶς ἡ Σκληραγωγία.

Οἱ μοναχοί πού ἐπιζητοῦν τήν τελειότητα ἐφαρμόζουν γιά τή θεραπεία τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς τό λεγόμενο «μοναχικό τρίπτυχο»: Ὑπακοή (ἀδιάκριτη στόν ἡγούμενο) γιά τή θεραπεία τοῦ Λογιστικοῦ· Ἀκτημοσύνη (ἄρνηση κάθε ὑλικῆς ἰδιοκτησίας) γιά τή θεραπεία τοῦ Θυμικοῦ· Παρθενία (ἰσόβια ἐγκράτεια) γιά τή θεραπεία τοῦ Ἐπιθυμητικοῦ.

Γιά τούς χριστιανούς πού ζοῦν στόν κόσμο ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον ἀλλ’ οἷς δέδοται … Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» (Ματθ. ιθ΄, 11-12). Εἶναι ὅμως γιά ὅλους, ὅσοι θέλουν νά θεραπευθοῦν, ἀπαραίτητο νά ἔχουν ὑπακοή -ὄχι σέ ἡγούμενο- ἀλλά στό Εὐαγγέλιο (ὅπως αὐτό ἑρμηνεύεται ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες) καί στόν προσωπικό τους πνευματικό πατέρα. Ἐπίσης, ἀντί γιά πλήρη ἀκτημοσύνη, τίμια ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν γιά τή συντήρηση τῆς οἰκογενείας τους, ἀλλά καί τή θεραπεία τῶν ἀναγκῶν τοῦ πτωχοῦ συνανθρώπου. Τέλος, ἀντί τῆς ἰσόβιας παρθενίας, ἐγκράτεια πλήρη μέχρι τόν γάμο καί σωφροσύνη μετά τόν γάμο.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μεγαλωμένος μέ τά ἰδανικά τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καί τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ὀρθόδοξος χριστιανός, βλέπει τά παραπάνω ὄχι ὡς μέσα Ἀσκήσεως γιά τήν ἀπόκτηση καί διατήρηση τῆς ψυχικῆς ὑγείας, ἀλλά σάν δυσάρεστες καταστάσεις, πού τοῦ στεροῦν τήν καλοπέρασή του. Γι’ αὐτό ἀποφεύγει καί ἀποδοκιμάζει κάθε μορφή Ἀσκήσεως εἴτε μέσα στόν κόσμο εἴτε –πολύ περισσότερο- στή μοναχική πολιτεία.

Ὁ Κύριος, λίγο πρίν τό πάθος Του, μιλώντας στούς μαθητές Του εἶπε ἕνα θαυμάσιο παράδειγμα: «Ἡ γυνή ὅταν τίκτῃ λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δέ γεννήσῃ τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον. Καί ὑμεῖς οὖν λύπην μέν νῦν ἔχετε· πάλιν δέ ὄψομαι ὑμᾶς (σ.σ. μετά τήν Ἀνάσταση) καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωαν. ιστ΄, 21-22).

Ἔτσι ἀκριβῶς, γιά νά γεννηθεῖ μέσα στήν ψυχή ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀπ’ αὐτήν ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς, πρέπει νά προηγηθοῦν οἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Πρέπει, δηλαδή, νά προηγηθεῖ ἡ Ἄσκηση, ὁ ἀγώνας γιά τή θεραπεία τῆς ψυχῆς, πού προϋποθέτει δάκρυα, ἱδρῶτα καί αἷμα (μέ τή μεταφορική σημασία τῆς λέξεως). «Δός αἷμα καί λάβε Πνεῦμα», λέγει χαρακτηριστικά ὁ Ἀββᾶς Λογγίνος. Ὁ δέ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «Οἱ δέ (πιστοί μαθητές) τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καί στοιχῶμεν» (Γαλ. ε΄, 24-25).

Ἄν δέν ἀνεβοῦμε πρῶτα στόν Σταυρό τῆς νεκρώσεως τῶν παθῶν μέ τήν Ἄσκηση, δέν μποροῦμε νά λάβουμε τή χαρά τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ», λέμε στή γνωστή ἀναστάσιμη προσευχή.

Εὔχομαι ὁλοψύχως ὁ Κύριος, διά πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Νεοφύτου, νά ἀξιώσει ὅλους μας μέσῳ τῆς κατά Χριστόν Ἀσκήσεως νά φθάσουμε στή θεραπεία – κάθαρση τῆς ψυχῆς, στόν φωτισμό καί τόν ἁγιασμό – θέωση.

1. Φιλοκαλία, Τόμος Β΄, «Περί Ἀγάπης, Κεφαλαίων Ἑκατοντάς Β΄, ΙΣΤ΄.
2. Ὅπου παραπάνω ΛΓ΄.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post