Μέση Εποχή του Χαλκού 1900 – 1650 π.Χ.
Η Μέση Εποχή του Χαλκού ήταν μια σύντομη σχετικά περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να υπήρχαν πολεμικές αναταραχές, καθώς παρατηρούνται οχυρωματικά έργα σε διάφορες περιοχές του νησιού. Οι αιτίες των συγκρούσεων μας είναι άγνωστες και μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο, για την οποία όλες οι γνώσεις μας προέρχονται από τάφους, τώρα εκτός από νεκροταφεία έχουν ανασκαφεί και οικισμοί κι έτσι η γνώση μας είναι πιο ολοκληρωμένη για την κοινωνία της εποχής. Από την Αλάμπρα στα νότια της Λευκωσίας γνωρίζουμε πως τα σπίτια ήταν τετράγωνα με πολλά δωμάτια, ενώ υπήρχαν και δρόμοι για την εύκολη διακίνηση εντός της κοινότητας.
Γενικά, ο πολιτισμός αυτής της περιόδου είναι συνέχεια του προηγούμενου. Η κεραμική και η μεταλλουργία, καθώς και ο τρόπος ταφής, ακολουθούν, με μικρές διαφοροποιήσεις, τις γραμμές που καθιερώθηκαν την πρώιμη εποχή του χαλκού, επομένως υπάρχει πολιτιστική συνέχεια.
Το εμπόριο με τις γύρω χώρες συνέχισε να ανθεί, αν κρίνουμε από τις εισαγωγές αντικειμένων αλλά και τις εξαγωγές κυπριακών προϊόντων προς αυτές. Σημαντική θέση στις εξαγωγές της Κύπρου πρέπει να κατείχε ο χαλκός, ο οποίος εξαγόταν μέχρι και τη Μεσοποταμία.
Η Κύπρος ήταν γνωστή στους γειτονικούς λαούς με τις ονομασίες Άσι και Αλασία. Κατά πόσο οι ανωτέρω ονομασίες σωστά αποδίδονται στην Κύπρο έγιναν και γίνονται έντονες συζητήσεις. Σύμφωνα με τις σύντομες περιγραφές των πηγών, η Άσι ή Αλάσια ήταν παραθαλάσσια, διατηρούσε στενές σχέσεις με την Ουγκαρίτ, την Αίγυπτο, τη Συροπαλαιστινιακή ακτή και την ενδοχώρα της καθώς και με τους Χετταίους και ήταν γνωστή για τον χαλκό που εκκαμίνευε και εξήγε σ΄ όλες αυτές τις χώρες.
Οι ανωτέρω περιγραφές δεν ταιριάζουν με καμιά παραθαλάσσια περιοχή των Ασιατικών και Αφρικανικών ακτών. Μόνο ή Κύπρος είτε ολόκληρη είτε ίσως κάποια πόλη της Κύπρου (Έγκωμη;) τις πληροί απόλυτα, γι’ αυτό και ελάχιστοι επιστήμονες αμφιβάλλουν σήμερα γι’ αυτή την ταύτιση.
Προς το τέλος της περιόδου, η κυπριακή κεραμική εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες στις ανατολικές αγορές και είναι συμπληρωματική της εξαγωγής του χαλκού, που ήταν ήδη γνωστός σ’ αυτές.
Δρ. Ανδρέας Δημητρίου