Κλασική περίοδος (475 – 325 π.Χ.)
Μετά την οριστική νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών στις Πλαταιές της Βοιωτίας, οι πρώτοι, σύμφωνα και με απόφαση που πάρθηκε από τους Πανέλληνες αμέσως μετά για απελευθέρωση όλων των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν υπό περσικό ζυγό, πραγματοποίησαν επανειλημμένες εκστρατείες με στόχο την απελευθέρωση και της Κύπρου.
Η πρώτη ναυτική εκστρατεία τέθηκε υπό τις διαταγές του Σπαρτιάτη Παυσανία, έλαβε χώραν το 478 π.Χ., δηλαδή σχεδόν αμέσως μετά τη μάχη των Πλαταιών και το αποτέλεσμά της πρέπει να ήταν επιτυχές αλλ’ εφήμερο, λόγω της διάλυσης της συνεργασίας Σπαρτιατών – Αθηναίων εξαιτίας της προδοσίας του Παυσανία, η οποία είχε αποτέλεσμα την καταδίκη σε θάνατο του τελευταίου, από τους ίδιους τους συμπολίτες του.
Η επόμενη κίνηση για το διώξιμο των Περσών από την Κύπρο έγινε από τους Αθηναίους, με αρχηγό τον Χαριτιμίδη το 459 π.Χ., χωρίς όμως ευτυχή κατάληξη, αφού ο αθηναϊκός στόλος εγκατέλειψε την Κύπρο και στράφηκε προς βοήθεια της επαναστατημένης Αιγύπτου. Δέκα χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι επανήλθαν. Όρισαν αρχηγό της εκστρατείας τον Κίμωνα, τον οποίο ανακάλεσαν από την εξορία. Αυτός είχε συνεργάτη τον στρατηγό Αναξικράτη. Έπλευσε στα παράλια της Πάφου επικεφαλής μεγάλης δύναμης από διακόσιες τριήρεις, καταναυμάχησε τον στόλο των Κιλίκων – Φοινίκων και κατέλαβε το Μάριο. Περιέπλευσε στη συνέχεια τα νότια παράλια της Κύπρου, με τις εκεί πόλεις να δηλώνουν υποταγή, γι’ αυτό και δε θεώρησε απαραίτητο να τις πολιορκήσει, πράγμα που έκανε με το Κίτιο, την κατ’ εξοχήν φοινικική πόλη της Κύπρου. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Κίμωνας ίσως να προσβλήθηκε από ελονοσία και πριν την καταλάβει πέθανε. Ο Αναξικράτης, έπειτα από αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη απέκρυψε την είδηση του θανάτου του Κίμωνα, όμως θεώρησε καλό να άρει την πολιορκία με το πρόσχημα ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει τον περσικό στόλο που ερχόταν εναντίον του. Πράγματι, τον στόλο αυτό συνάντησε στα ανοιχτά της Σαλαμίνας, τον καταναυμάχησε και αφού αποβιβάστηκε στην ξηρά κέρδισε και εκεί τη μάχη, όμως σκοτώθηκε σ’ αυτήν, γι’ αυτό και ο στόλος δεν έμεινε άλλο στην Κύπρο αλλ’ επέστρεψε στην Αθήνα. Επειδή ο θάνατος του Κίμωνα δεν αποκαλύφθηκε σε κανένα σημείο της εκστρατείας στα πληρώματα, θεωρήθηκε ότι τις μάχες κέρδισε ο ίδιος ο Κίμωνας, γιατί οι στρατιώτες νόμιζαν πάντα πως τις δικές του διαταγές εκτελούσαν, γι’ αυτό έμεινε η γνωστή υστεροφημία πως ο Κίμωνας και νεκρός ενίκα. Μετά το άδοξο τέλος της εκστρατείας οι Αθηναίοι έκαναν ειρήνη με τους Πέρσες και υπέγραψαν τη συνθήκη του Καλλία, η οποία έθετε τέρμα στις εχθροπραξίες.
Η εγκατάλειψη της Κύπρου από τους Αθηναίους είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του φοινικικού στοιχείου, που είχε και την υποστήριξη των Περσών, αν κρίνουμε από την περίφημη πλάκα του Ιδαλίου, που αναφέρεται σε πολιορκία της πόλης από τους Φοίνικες του Κιτίου, που είχαν συμμάχους τους Μήδους, δηλαδή τους Πέρσες. Ακόμη και ο θρόνος της Σαλαμίνας περιήλθε σε φοινικικά χέρια. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ισοκράτη, ο τελευταίος Φοίνικας σφετεριστής του θρόνου της πόλης, ο Αβδήμων, «εξεβαρβάρωσε» την πόλη, οδηγώντας την σε παρακμή.
Από τη δεινή θέση, στην οποία περιήλθε η πόλη, την έσωσε τελικά ο νεαρός Ευαγόρας, γόνος της οικογένειας των Τευκριδών, που ανήγε την αρχή της στον ίδιο τον πρώτο οικιστή της πόλης, τον Τελαμώνιο Τεύκρο. Για να αποφύγει τον τύραννο κατέφυγε προσωρινά στους Σόλους της Κιλικίας. Εκεί δημιούργησε μια ομάδα πενήντα ένθερμων φίλων και υποστηρικτών του και το 411 π.Χ. επέστρεψε μαζί τους στην Κύπρο και τη Σαλαμίνα, εντός της οποίας εισήλθε τη νύκτα και αφού κατέλαβε το ανάκτορο, αναγνωρίστηκε βασιλιάς της πόλης.
Πρώτο μέλημά του ήταν η καλύτερη οχύρωση της πόλης, η φροντίδα του λιμανιού και η δημιουργία πολεμικού στόλου. Για να τονώσει το φρόνημα των κατοίκων στράφηκε προς την Αθήνα, η οποία βρισκόταν τότε σε δύσκολη θέση εξαιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου. Τη βοήθησε ποικιλότροπα, ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε την κάθοδο Αθηναίων πολιτών στη Σαλαμίνα. Μεταξύ αυτών που μετοίκησαν στη Σαλαμίνα ήταν ο γνωστός ρήτορας Ανδοκίδης και ο σοφιστής Πολυκράτης. Οι Αθηναίοι, ήδη από το 410, τίμησαν τον Ευαγόρα με ψήφισμα για τις ευεργεσίες που πρόσφερε στην πόλη τους, ενώ αργότερα, το 405 π.Χ., μετά την καταστροφή των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς του Ελλησπόντου, στον Ευαγόρα κατέφυγε ο Αθηναίος στρατηγός Κόνων με οκτώ τριήρεις και φιλοξενήθηκε για πολλά χρόνια. Τότε ήταν που μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύχθηκε στενή φιλία, η οποία στάθηκε επωφελής και για τους δύο.
Με συμβουλή του Κόνωνα ο Ευαγόρας προχώρησε και δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τον βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να τους παραχωρήσει 500 τάλαντα. Με αυτά κατασκεύασαν στόλο από 100 τριήρεις, τις οποίες επάνδρωσαν Αθηναίοι. Επικεφαλής της σημαντικής αυτής δύναμης τέθηκε ο Κόνων, ο οποίος το 394 π.Χ. κέρδισε τους Σπαρτιάτες στη ναυμαχία της Κνίδου και έδωσε τέλος στην κυριαρχία των Σπαρτιατών στη θάλασσα. Η νίκη της Κνίδου ήταν μεν έργο του Κόνωνα αλλά οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Ευαγόρα, γι’ αυτό και ο δήμος των Αθηναίων, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του, τού απέδωσε ύψιστες τιμητικές διακρίσεις. Μάλιστα προχώρησαν οι Αθηναίοι και κατασκεύασαν το άγαλμά του και μαζί με αυτό του Κόνωνα τα τοποθέτησαν δίπλα στο άγαλμα του Διός Ελευθερέως στη Βασίλειο στοά.
Βασιζόμενος ο Ευαγόρας στις στενές σχέσεις του με την Αθήνα κατάφερε το 391 π.Χ. να υλοποιήσει σχεδόν πλήρως και τις δικές του φιλοδοξίες, που αποσκοπούσαν στην ένωση της Κύπρου υπό το σκήπτρο του. Μόνο το Κίτιο, η Αμαθούντα και οι Σόλοι αντιδρούσαν στα σχέδια του Ευαγόρα, γι’ αυτό και ο τελευταίος αποφάσισε να αναγκάσει τις τρεις πόλεις να δεχθούν την αρχή του. Προς τον σκοπό αυτό, το 387 π.Χ., ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων, οι οποίοι του έστειλαν δέκα τριήρεις και 800 πελταστές με αρχηγό τον Χαβρία. Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν και όλα έβαιναν ευνοϊκά για τον Ευαγόρα, ξαφνικά το επόμενο έτος οι Σπαρτιάτες, φοβούμενοι τη δύναμη των Αθηνών, προχώρησαν και συνομολόγησαν την Ανταλκίδεια ειρήνη με τον Αρταξέρξη. Η συνθήκη που υπογράφτηκε άφηνε ελεύθερα όλα τα νησιά εκτός από δύο, τις μικροσκοπικές Κλαζομενές και την Κύπρο. Ένας από τους όρους της συνθήκης έλεγε πως όποιος δεν τηρούσε τη συμφωνία θα ήταν εχθρός και της Σπάρτης και της περσικής αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν ν’ ανακαλέσουν το εκστρατευτικό σώμα που έστειλαν στον Ευαγόρα, ο οποίος παρέμεινε πια μόνος στον αγώνα του εναντίον των Περσών. Κινήθηκε όμως γρήγορα ο Σαλαμίνιος βασιλιάς και συμμάχησε με τον Άκορι της Αιγύπτου, που είχε κι εκείνος επαναστατήσει εναντίον των Περσών. Ταχέως κατασκεύασε 90 τριήρεις, εξόπλισε έξι χιλιάδες στρατιώτες, ενισχύθηκε και με στρατιώτες από τις άλλες πόλεις της Κύπρου και επιτέθηκε εναντίον της Φοινίκης, κατέλαβε την Τύρο και ξεσήκωσε την Κιλικία. Για μια πενταετία ήταν κύριος της Ανατολικής Μεσογείου, μέχρι που οι Πέρσες κινήθηκαν εναντίον του με μεγάλες δυνάμεις.
Ο Αρταξέρξης διέταξε τελικά τους στρατηγούς του Ορόντη και Τιρίβαζο να ετοιμάσουν στρατό και στόλο και να επιτεθούν εναντίον του Ευαγόρα. Οι δυο Πέρσες στρατηγοί κινήθηκαν το 381 π.Χ. και ενώ αρχικά ο Ευαγόρας αιφνιδίασε τους Πέρσες στη θάλασσα βυθίζοντας αρκετά πλοία τους, στο τέλος υποχώρησε και κλείστηκε στη Σαλαμίνα, όπου πολιορκήθηκε από ξηρά και θάλασσα. Η πολιορκία κράτησε μέχρι το 379 π.Χ. και κατά τη διάρκειά της ο Ευαγόρας αμύνθηκε γενναία. Ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε και τις αντιζηλίες των δύο Περσών στρατηγών και κατάφερε μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις να υπογράψει συνθήκη ειρήνης, σύμφωνα με τους όρους της οποίας ο ίδιος άφηνε ελεύθερα όλα τα άλλα βασίλεια της Κύπρου, περιοριζόταν μόνο στο βασίλειο της Σαλαμίνας και αναλάμβανε να πληρώνει ετήσιο φόρο στον Μέγα βασιλέα, αλλ’ αυτό θα το έπραττε«ως βασιλεύς προς βασιλέα».
Αποτιμώντας το έργο του Ευαγόρα, αντιλαμβανόμαστε ότι οι βασικοί του στόχοι, που ήταν η ένωση της Κύπρου υπό το σκήπτρο του και η απαλλαγή της από τους Πέρσες, δεν επιτεύχθηκαν. Έγινε όμως κατορθωτό κάτι πολύ σημαντικό και αυτό ήταν η ενδυνάμωση του ελληνικού φρονήματος των Κυπρίων και κυρίως των Σαλαμινίων. Η συνεργασία με τους Αθηναίους αναδείχθηκε πολύτιμη και ο αντίκτυπός της κράτησε πολλές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Στην τέχνη, κυρίως στη γλυπτική, έχουμε έντονη την επίδραση από την Αθήνα. Πρωτότυπα ελληνικά αντικείμενα δεν βρέθηκαν πολλά, όμως έχουμε επίδρασή τους στα τοπικά εργαστήρια, τα οποία δημιούργησαν πολύ ενδιαφέροντα έργα σε ασβεστόλιθο, μέταλλο ή πηλό, έχοντας πρότυπα από την Αθήνα της κλασικής περιόδου.
Πέραν των ανωτέρω, ο Ευαγόρας, στην προσπάθειά του να ενδυναμώσει τον ελληνισμό της Σαλαμίνας και της Κύπρου γενικότερα, εισήγαγε για πρώτη φορά τη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου. Μέχρι τότε, κατά έναν παράδοξο τρόπο, οι Έλληνες της Κύπρου χρησιμοποιούσαν τη λεγόμενη Κυπροσυλλαβική γραφή αντί το ελληνικό αλφάβητο, στο οποίο ήδη από τον 8ο π.Χ. αιώνα έχουμε τις πρώτες επιγραφές χαραγμένες σε αγγεία.
Μια άλλη σημαντική καινοτομία του Ευαγόρα, η οποία του προσέδωσε σημαντικό κύρος, ήταν η κοπή χρυσών νομισμάτων. Μέχρι τότε, μόνο ο Μέγας βασιλέας των Περσών έκοβε χρυσά νομίσματα. Με το να πράξει και ο Ευαγόρας που ήταν υποτελής του κάτι τέτοιο, δήλωνε περίτρανα το πόσο ψηλά έθετε τον εαυτό του.
Χωρίς αμφιβολία, ο Ευαγόρας οδήγησε τη Σαλαμίνα στον κολοφώνα της δοξασμένης ιστορίας της. Φιλόδοξος, ανδρείος, αλλά και συνετός, όποτε παρέστη ανάγκη, αναδείχθηκε στη λαμπρότερη μορφή της Κύπρου στη μακραίωνη ιστορία της. Η όλη του ζωή αφιερώθηκε στην υποστήριξη καθετί ελληνικού, γι’ αυτό και δικαίως εγκωμιάστηκε από τον Ισοκράτη, που τον θεώρησε ικανό να βασιλεύει όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σ’ ολόκληρη την Ασία.
Το τέλος του Ευαγόρα ήταν άδοξο. Δολοφονήθηκε το 373 π.Χ. μαζί με τον πρωτότοκο γιο του Πνυταγόρα, και ο θρόνος του περιήλθε στον δευτερότοκο γιο του Νικοκλή, που μαθήτευσε κοντά στον Ισοκράτη, χωρίς όμως να ωφεληθεί ιδιαιτέρως.
Η βασιλική διαδοχή στη Σαλαμίνα και τις άλλες Κυπριακές πόλεις διακόπηκε οριστικά το 294 π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος ο Λάγου προσήρτησε την Κύπρο στην Αίγυπτο και κατήργησε το θεσμό της βασιλείας, ο οποίος κληροδοτήθηκε από τους πρώτους Μυκηναίους αποίκους εννιά αιώνες προηγουμένως.
Δρ. Ανδρέας Δημητρίου
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα: 30/10/2008