Να πηγαίνουμε ή να μη πηγαίνουμε στα κατεχόμενα

Να πηγαίνουμε ή να μη πηγαίνουμε στα κατεχόμενα

του Δρος Γιώργου Διονυσίου

Το ερώτημα  κατά πόσον είναι ορθό να μεταβαίνουμε στις κατεχόμενες περιοχές προβλημάτισε και προβληματίζει πολλούς συμπολίτες μας, εκτοπισμένους και μη. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται από όσους πιστεύουν ότι δεν πρέπει να περνούμε τα οδοφράγματα είναι, ασφαλώς, σεβαστά. Ο γράφων έχει εντελώς διαφορετική άποψη.  Πιστεύουμε, για πολλούς λόγους,  ότι είναι καθήκον μας, στο μέτρο του δυνατού, να διατηρήσουμε σταθερή την επαφή με την κατεχόμενη πατρίδα μας, τόσον εμείς όσο και τα παιδιά μας.

Θεωρούμε αυτονόητο ότι κάθε επίσκεψή μας στην κατεχόμενη πατρίδα μας πρέπει να έχει μόνο προσκυνηματικό χαρακτήρα και όχι τη μορφή τουρισμού ή διασκέδασης σε καζίνα ή νυκτερινά κέντρα. Κάτι τέτοιο σημαίνει αλλοτρίωση και ξεθώριασμα της μνήμης, το οποίο μόνο τους εισβολείς εξυπηρετεί.

Πιστέυουμε, λοιπόν, ακράδαντα, ότι η τακτική  φυσική μας παρουσία στη σκλαβωμένη πατρίδα μας δεν πρέπει με κανένα τρόπο να διακοπεί, λόγω της έκτακτης κατάστασης πραγμάτων που επέβαλε δια της βίας των όπλων η τουρκική εισβολή και κατοχή. Ο ελληνισμός ρίζωσε στην Κύπρο για τριανταπέντε σχεδόν αιώνες μέσα από πολλές ιστορικές δυσκολίες. Η ευθύνη της συνέχισης της ιστορικής παράδοσης στο κατεχόμενο μέρος του νησιού μας ανήκει σήμερα σε εμάς και κανένα τεχνητό εμπόδιο του εισβολέα δεν πρέπει να μας αποτρέπει από την ανάληψη της ευθύνης, που η ιστορία εναπέθεσε στους ώμους  μας.

Η επίδειξη ταυτότητας ή διαβατηρίου στα οδοφράγματα ασφαλώς και δεν αρέσει σε κανένα. Στη σκέψη και στη συνείδησή μας, όμως, όταν βρισκόμαστε εκεί, θα πρέπει να κυριαρχεί όχι η δυσάρεστη αυτή απαίτηση του εισβολέα αλλά το μακροπρόθεσμο όφελος για την πατρίδα μας, που είναι το ψυχικό δέσιμο των παιδιών μας και ημών των ιδίων με τους χώρους του μόχθου, του ιδρώτα, της χαράς και του πόνου των προγόνων μας. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να διευκρινίσουμε ότι η επίδειξη ταυτότητας ή διαβατηρίου, όσο προκλητική και αν είναι, δεν συνιστά ανγνώριση του κατοχικού καθεστώτος, διότι αναγνωρίσεις κρατών ή «κρατών» γίνονται μόνο από κράτη, όχι από άτομα.

Ξεχωριστή σημασία αποκτά, συνεπώς,  η αγάπη των παιδιών μας για την κατεχόμενη γη μας. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εκεί και που έχουν παιδικές αναμνήσεις φεύγουν καθημερινά από τη ζωή, κάθε δε θάνατος είναι και ένας κρίκος λιγότερος που μας συνδέει με τους κατεχόμενους τόπους μας. Τους κρίκους αυτούς ποιοι θα τους αντικαταστήσουν; Ποιοι είναι εκείνοι που θα αγαπούν πραγματικά και θα πονούν στη ψυχή τους για την απώλειά τους; Φυσιολογικά αυτοί πρέπει να είναι οι απόγονοί μας. Αυτοί, όμως, θέλουν να τους γνωρίσουν, θέλουν να πηγαίνουν εκεί, θέλουν έστω και να ακούν γι’ αυτούς; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι ένα πικρότατο όχι, που αφορά τη συντριπτική τους πλειοψηφία. Σύντομα, πολύ σύντομα, κανένας Ελληνοκύπριος κάτω των πενήντα δεν θα έχει το παραμικρό παιδικό δέσιμο με τα κατεχόμενα. Εκείνη τη στιγμή ο κύριος στόχος των εισβολέων για διχοτόμηση της Κύπρου θα έχει ολοκληρωθεί σε ένα μεγάλο βαθμό. Θυμούμαστε σε αυτό το σημείο μια φράση από συνέντευξη του μ. Φρίξου Πετρίδη λίγο πριν φύγει από τη ζωή. «Θα ζω», είχε πει, «όσο θα υπάρχω στη μνήμη και του τελευταίου μαθητή μου». Θα επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να φτάσουμε σε αυτό το σημείο; Και αν αυτό γίνει, ποιο θα είναι το όφελος για την πατρίδα μας;

Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι το κυπριακό δεν είναι θέμα ανθρωπίνων σχέσεων μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά θέμα πρωτίστως πολιτικό. Παρά ταύτα οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν τη σημασία τους, διότι σε μια κοινά αποδεκτή λύση, αυτή θα εφαρμοστεί από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Όσο τέλεια και να είναι η λύση, δεν πρόκειται να λειτουργήσει, αν η συνισταμένη της συλλογικής συνείδησης των ανθρώπων είναι εχθρική ή χαρακτηρίζεται από άκρα δυσπιστία. Γι’ αυτό και η επιδίωξη των στοιχειωδέστερων, έστω, ανθρωπίνων σχέσεων στις επισκέψεις μας στα κατεχόμενα, όπου αυτό είναι εφικτό, μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει στο μέλλον. Ας μη ξεχνάμε ότι τη διακοπή κάθε επικοινωνίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων επεδίωξαν συστηματικά η τουρκοκυπριακή ηγεσία και η Τουρκία από το 1963 και μετά, για να υπηρετήσουν τους διχοτομικούς τους στόχους.

Επιπλέον, η συστηματική παρουσία μας εκεί, όποτε είναι δυνατό, θα είναι μια διαρκής υπόμηση στους εισβολείς και στους σφετεριστές της γης μας ότι αυτά είναι δικά μας και δεν τα ξεγράφουμε με τίποτε. Είναι μια μορφή έμπρακτης άρνησης των τετελεσμένων της εισβολής με αποδοχείς και όλους όσοι ασχολούνται με τη λύση του κυπριακού. Εάν εμείς πρώτοι τα διαγράψουμε από τη μνήμη και τη ζωή μας, θα κάνουμε απλώς ευκολότερη τη ζωή όλων των άλλων. Ειδικά οι έποικοι θα πρέπει να ζουν συνεχώς στην ανασφάλεια και να συνειδητοποιήσουν ότι η Κύπρος δεν είναι πατρίδα τους και ότι προσωρινά και παράνομα βρίσκονται εδώ.

Η καταστροφή και ο πόνος του 1974 είναι ανείπωτα. Χρειάζεται πολύς μόχθος και δύναμη για να φύγει το κακό.

Print Friendly, PDF & Email

Share this post