Εκδημία ιερέως Αβραάμ Μιχαήλ και Επικήδειοι Λόγοι
Το βράδυ της παρελθούσης Παρασκευής, 22ας Απριλίου, μετά από ολιγοήμερη δοκιμασία από σοβαρές ασθένειες, μετέστη προς Κύριον ο ευλαβέστατος δούλος του Θεού πρεσβύτερος και οικονόμος Αβραάμ Μιχαήλ, εφημέριος της κοινότητας Ποταμίου της καθ᾽ ημάς μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου.
Ο μεταστάς γεννήθηκε στο κατεχόμενο σήμερα χωριό της Κυράς Μόρφου στις 15.04.1938, και ανατράφηκε σε μια παραδοσιακή χριστιανική οικογένεια «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Σε νεαρή ηλικία νυμφεύθηκε την καταγόμενη από το χωριό Ποτάμι ευλαβέστατη και δυναμική Μαρία, με την οποία απέκτησαν έξι τέκνα. Με τον γάμο του εγκαθίσταται με την εκλεκτή του πρεσβυτέρα στο Ποτάμι.
Αρχικά ο Αβραάμ ασχολήθηκε με γεωργικές κυρίως εργασίες. Σε πιό ώριμη όμως ηλικία πόθησε να υπηρετήσει το ιερό θυσιαστήριο και στις 9 Δεκεμβρίου 1972 χειροτονείται στον ιερό ναό του Αγίου Μάμαντος Μόρφου διάκονος από τον τότε Χωρεπίσκοπο Αμαθούντος Καλλίνικο. Σε ένα έτος (στις 3 Δεκεμβρίου 1973) χειροτονείται πρεσβύτερος από τον πρώτο Μητροπολίτη Μόρφου, μακαριστό Χρύσανθο, και διορίζεται ως εφημέριος στο χωριό της διαμονής του.
Στο ευλογημένο τούτο χωριουδάκι της πεδινής περιφέρειας Μόρφου ο π. Αβραάμ αξιώθηκε να διακονήσει ιερατικά για 43 ολόκληρα χρόνια, μέχρι της παραμονές της κοιμήσεώς του. Αναδείχθηκε πρότυπο ευλαβούς, φιλακολούθου και αείποτε φιλομαθούς ιερέως, που εργάστηκε άοκνα στον αγρό της μικρής του ποίμνης, οδηγώντας τα λογικά του πρόβατα «εις νομάς σωτηρίας». Υψηλός και μεγαλόσωμος κατά το σωματικό του ανάστημα, υπήρξε άδολος στην ψυχή και ένα παιδί στην καρδιά. Αυστηρός και ανυποχώρητος στις αρχές του, ευθύς και ήκιστα διπλωμάτης, τόσο στην οικογένεια, όσο και στην ενορία του, ο αείμνηστος Γέροντας αναδείχθηκε πράγματι άλλος πατριάρχης Αβραάμ στο Ποτάμι, αποσπώντας τον πηγαίο σεβασμό του ποιμνίου του.
Ιδιαίτερο ζήλο επέδειξε ο αοίδιμος για την ευπρέπεια του οίκου του Κυρίου. Αρχικά, αγωνίστηκε για την ανακαίνιση και τον εξωραϊσμό του παλαιού και μικρού ναού του Ποταμίου, αφιερωμένου στον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Βλέποντάς τον όμως ανεπαρκή σε χώρο για τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της Κοινότητάς του, πρωτοστάτησε στην ανέγερση νέου ευρύχωρου ναού, και πάλιν προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Προς τον σκοπό τούτο οργάνωσε, με την ευλογία του εγχωρίου του Μητροπολίτου, ερανική επιτροπή, που ζήτησε την συνδρομή των φιλοχρίστων πιστών σε όλα τα μέρη της νήσου. Ο Πανιερώτατος Μόρφου Νεόφυτος έγραψε σχετικά στον Χαιρετισμό του στο Προσευχητάριο, που εκδόθηκε ως αναμνηστικό των Εγκαινίων του ναού τούτου (12.10.2013):
«Ἡ κοινότητα Ποταμίου τῆς καθ᾽ ἡμᾶς μητροπολιτικῆς περιφέρειας, ἐμφορεῖται, Χάριτι Θεοῦ, ἀπὸ τὴν λαϊκὴ εὐσέβεια τῆς νήσου… Τὸ ὄνομά της, Ποτάμι, φέρει ἄθελα στὴ μνήμη μας τὰ Ποτάμια τῆς Μικρασίας. Ἐφέστιός της ἅγιος ὁ μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ὁ Καππαδόκης καὶ Ποταμίτης. Οἱ κάτοικοι τοῦ Ποταμίου αἰσθάνθηκαν ἀπὸ χρόνια τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνοικοδομήσουν μεγάλο ναὸ γιὰ τὸν ἠγαπημένο ἅγιο τῶν Κυπρίων, καὶ ὄχι μόνον, καὶ μᾶς κοινοποίησαν τὴν θεοφιλή τους αὐτὴ ἐπιθυμία ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες, ποὺ εἴχαμε ἀναλάβει τὴν ποιμαντορικὴ διακονία τῆς Μητροπόλεως Μόρφου (1998). Καὶ τὸ ἔργον ἄρχισε! Μὲ συντονιστὴ καὶ πρωτεργάτη τὸν Οἰκονόμον, π. Ἀβραὰμ Μιχαήλ, καὶ ἐπαξίους συνεργάτες τοὺς περὶ αὐτὸν ἐπιτρόπους καὶ ὁμοχωρίους, ἐπιτελέσθηκε ἕνας πράγματι μεγάλος ἄθλος: ‘‘Τὸ μικρὸ Ποταμάκι’’, ὅπως τὸ ἀποκαλοῦσε ὁ ἀείμνηστος προκάτοχός μας, κυρὸς Χρύσανθος, ἐπέτυχε νὰ προσφέρει στὸν μεγάλαθλον Τροπαιοφόρον, πρὸς δόξαν Θεοῦ, τὸν ὡραιότερο ναό, ποὺ κτίσθηκε στὴν Κύπρο κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη!».
Εις επίσημη αναγνώριση του πολυσχιδούς ποιμαντικού έργου του μεταστάντος, ο Μητροπολίτης Μόρφου τον προχείρησε σε οικονόμο στις 6 Μαΐου 2002.
Ο π. Αβραάμ, ως γνήσιο τέκνο του Εσταυρωμένου, σήκωσε με καρτερία και πίστη ποικίλους σταυρούς στη ζωή του: Έχασε πρόωρα σε ατυχήματα τον υιό του Νικόλαο και τον γαμβρό του (σύζυγο θυγατέρας του) Χριστόδουλο· κι ακόμη, πέρασε πολλές ασθένειες, τόσο ο ίδιος, όσο και η καλή του πρεσβυτέρα Μαρία, που εκοιμήθη στις 8 Ιανουαρίου εφέτος, προοδοποιώντας τον δρόμο για τον σεβαστό της πρεσβύτερο.
Ο μεγάλαθλος Γεώργιος, ευαρεστηθείς με το έργο του π. Αβραάμ, τον έλαβε κοντά του στα ουράνια σκηνώματα κατά την ημέρα της μνήμης του, για να αναπαυθεί εκ των κόπων του, με την προσδοκία την αναστάσεως των νεκρών.
Η Εξόδιος Ακολουθία του μεταστάντος τελέσθηκε στον ως άνω περικαλλή ναό του Αγίου Γεωργίου Ποταμίου κατά την Κυριακή των Βαΐων (24.04.2016), προεξάρχοντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου, συμπαραστατουμένου υπό κληρικών της καθ᾽ ημάς Μητροπόλεως Μόρφου και στην παρουσία πλήθους πιστών. Στο πέρας της Ακολουθίας, μετά από επικηδείους λόγους συγγενών και ομοχωρίων του μεταστάντος, ο Πανιερώτατος αναφέρθηκε εμπεριστατωμένα στο πολυποίκιλο εκκλησιαστικό του έργο και την φωτεινή εκκλησιαστική του προσωπικότητα.
Του μακαριστού πρεσβυτέρου και οικονόμου π. Αβραάμ είη αιωνία η μνήμη. Αμήν!
❈❈❈
Επικήδειος λόγος στον εφημέριο της Κοινότητας Ποταμίου Πρεσβύτερο Αβραάμ Μιχαήλ
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου
(Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου Ποταμίου, 24.04.2016)
Πατέρες και αδελφοί μου,
Αυτές τις Μεγαλοβδομαδιάτικες ευλογημένες μέρες μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν» ένας από τους πλέον εκλεκτούς πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Κύπρου και, ειδικώτερα, της καθ᾽ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, ο κατά κυριολεξίαν «πατριάρχης» της κοινότητας του Ποταμίου, πατήρ Αβραάμ.
Δεν θα πω πολλά, γιατί ήδη ακούστηκαν αρκετά και πολύ σημαντικά και θεολογικά από τους προλαλήσαντες, τον υιο του πατρός Αβραάμ, ιεροψάλτη Μιχαήλ, και τον εγγονό και ομώνυμό του Αβραάμ. Οι λόγοι, τόσο του υιού, όσο και του εγγονού, αποδεικνύουν τη λεβεντιά και τον πατριωτισμό, που είχε ο μακαριστός πατήρ Αβραάμ, αλλά και το εκκλησιαστικό και θεολογικό του φρόνημα, το οποίο μετέδωσε και δίδαξε στα παιδιά και τα εγγόνια του, κι ας μην είχε πτυχίο θεολογίας, σε μια εποχή που το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Κύπρο δεν είναι το «Κυπριακό» -όπως ακούμε συχνά πυκνά-, αλλά η αποσύνθεση της κυπριακής οικογένειας.
Ιδού λοιπόν, πατέρες και αδελφοί μου, οικογένεια! Η οικογένεια του πατρός Αβραάμ και της μακαριστής του παπαδιάς Μαρούλας, αυτής της γυναίκας, που στο σώμα ήταν μικρή, μα στην ψυχή μεγάλη, της γερόντισσας, που ο μεγαλόσωμος, ο πατριαρχικός, ο ηγεμονικός πατήρ Αβραάμ έκανε υπακοή: «Ναι, παπαδιά μου, μάλιστα, παπαδιά μου!» Ακόμη κι εγώ, όταν ως επίσκοπος ήθελα να περάσω κάτι εδώ στην εκκλησία του Ποταμιού, το περνούσα πάντοτε μέσω της ευλογημένης αυτής πρεσβυτέρας. Διότι γνώριζα ότι ο πατήρ Αβραάμ αγαπούσε πρώτα και κύρια την Εκκλησία και ύστερα τη σύζυγό του. Και μου κάνει εντύπωση, πόσο γρήγορα η πρεσβυτέρα Μαρία, που όπως γνωρίζετε εκοιμήθη φέτος, αρχές Ιανουαρίου, πήρε κοντά της τον αγαπημένο της σύζυγο και ιερέα Αβραάμ. Δόξα τω αγίω Θεώ! Είναι κι αυτά θαύματα γεγονότα, που αποδεικνύουν πόσο ζωντανή και αληθινή είναι η Ορθόδοξη πίστη.
Θα ήθελα να αναφερθώ εδώ σε κάποια πολύ σημαντικά πράγματα-γεγονότα του τέλους της ζωής του π. Αβραάμ, που ασφαλέστατα αναδεικνύουν το εκκλησιαστικό φρόνημα και την αρετή του ανδρός. Οταν λοιπόν κατά την παραμονή της κοιμήσεώς του τον επισκέφθηκε στο Νοσοκομείο, στο κρεββάτι του πόνου, ο κατά πολύ νεώτερός του πρωτοπρεσβύτερος π. Χριστοφόρος, του είπε ο π. Αβραάμ: «Πάτερ Χριστοφόρε, δεν ξέρω αν θα ζήσω ή θα φύγω σύντομα. Αν κοιμηθώ, έχω μια λευκή ιερατική στολή στο Ιερό του ναού, και εκείνη παρακαλώ να μου φορέσετε. Κι ακόμη, βάλε πετραχήλι να εξομολογηθώ, γιατί σημερινοί-αυριανοί είμαστε.» Να ο άνθρωπος, που είχε έγνοια για την αιώνια ψυχή του, κι όχι για την υστεροφημία του!
Ακόμη, τί να πούμε για την αγάπη που είχε ο μεταστάς για το Ποτάμι, κι ας μην ήταν η κοινότητα της καταγωγής του! Ήταν παράδοξο να βλέπεις ένα μη Ποταμίτη ν’ αγαπά τόσο πολύ το ποίμνιό του και το χωριό αυτό, ως δικό του. Όταν ο πατήρ Αβραάμ εξέφρασε την επιθυμία του στον μακαριστό προκάτοχό μας κυρό Χρύσανθο να κτίσει μεγάλο ναό στο Ποτάμι, αυτός του είπε: «Μα, πάτερ Αβραάμ, είναι ποτέ δυνατό το μικρό Ποταμάκι να κτίσει ναό μεγάλο;» Ξεχνούσε ο προκάτοχός μας, ότι το Ποτάμι είχε εφημέριο ένα «πατριάρχη» Αβραάμ, ο οποίος είχε ενωμένο το ποίμνιό του και ήταν «ζήλου πεπληρωμένος» ιερεύς και άνθρωπος. Θυμάμαι ότι η πρώτη επίσκεψη που δέχτηκα ως εκλελεγμένος και μη εισέτι χειροτονημένος Επίσκοπος Μόρφου στη μονή της μετανοίας μου, στον Άγιο Γεώργιο του Μαυροβουνίου, ήταν του πατρός Αβραάμ και των επιτρόπων του. Και μου είχαν ειπεί τότε: «Είσαι ο μελλοντικός μας Επίσκοπος και θέλουμε να μας υποδείξεις έναν άνθρωπο ικανό να σχεδιάσει τον ναό του Αγίου Γεωργίου, που επιθυμούμε να ανεγείρουμε στο χωριό μας.»
Τέτοια έγνοια είχε λοιπόν ο μακαριστός μας ιερέας, για την ανέγερση του περίλαμπρου ναού, όπου σήμερα βρισκόμαστε! Και, με τη Χάρη του Θεού και τη βοήθεια του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και Ποταμίτη, αξιωθήκαμε να προσφέρουμε στον άγιο Γεώργιό μας, τον -κατά τη δική μας γνώμη- ωραιότερο ναό που έκτισε η νεώτερη Κύπρος, με τη μεγαλύτερη θεολογική και οικοδομική αρμονία, χάρη και στη μαστοριά των ανθρώπων που τον σχεδίασαν και τον οικοδόμησαν. Αλλά, ο έπαινος και η φήμη του κτήτορα, περισσότερο απ’ όλους εμάς, ανήκει στον μεταστάντα πρεσβύτερο Αβραάμ. Και θυμάμαι που μου έλεγαν ο μηχανικός και ο αρχιτέκτονας της εκκλησίας αυτής ότι ο μόνος που κατάλαβε με κάθε ακρίβεια τα αρχιτεκτονικά σχέδια και μπορούσε να τα παρακολουθεί επιμελώς ήταν ο πατήρ Αβραάμ!
Όταν οι πιστοί κάτοικοι της Κοινότητας του Αστρομερίτη της καθ᾽ ημάς μητροπολιτικής περιφέρειας μας εξέφρασαν την επιθυμία τους να ανεγείρουν και αυτοί ένα νέο μεγάλο ναό προς τιμή του Αγίου Αυξιβίου επισκόπου Σόλων, στον οποίο τιμάται ο παλαιός ναός του χωριού, τους είπα: «Εάν έχετε Αβραάμ πρεσβύτερον και ζήλον Ποταμίου, προχωρήστε!» Και προχωρούν και αυτοί. Και εύχομαι, αγαπητοί μου ιερείς του Αστρομερίτη, να σας αξιώσει ο Θεός αυτού του καλού ζήλου και του έργου, υπόδειγμα των οποίων πρόκειται ο τελειωθείς εν Κυρίω πατήρ Αβραάμ, που τώρα δεν φοβάται πια από τους επαίνους η ευλογημένη ψυχή του.
Εγώ, ο κατά πάντα λαλίστατος Επίσκοπος, ήξερα να σιωπώ και να υποχωρώ ενώπιον του πατρός Αβραάμ, γιατί γνώριζα ότι απέναντί μου έχω ένα πρεσβύτερο, ο οποίος έχει προσωπικότητα και αγάπη για το ποίμνιό του και το έργο που επιτελεί. Γνώριζα ακόμη, ότι είναι ένας άνθρωπος μεγάλης υπομονής και ψυχικής αντοχής. Κι αυτό φάνηκε ξεκάθαρα και στον τρόπο που διαχειρίστηκε τις προς Κύριον εκδημίες του γαμπρού του Χριστοδούλου και, εξαιρέτως, του υιού του Νικολάου. Αλλά, και κάτι που δείχνει το βαθύτατο εκκλησιαστικό φρόνημα του π. Αβραάμ, είναι και το εξής: Όταν κλάπηκαν τα καντήλια και τα άλλα αργυρά σκεύη από τον ναό αυτό του Αγίου Γεωργίου, θυμάμαι πόσο πικράθηκε και μου είπε: «Έθαψα γιο, Δεσπότη μου, έθαψα και γαμπρό και δεν έκλαψα! Μα την ημέρα, που είδα ότι οι καντήλες του αγίου μας είχαν κλαπεί, έκλαψα πολύ!» Και του είπα: «Εύχομαι, πάτερ μου, να είναι η τελευταία αυτή κλοπή από ναό και να βάλουμε τον άγιο Γεώργιο να συλλάβει αυτούς τους ασεβέστατους!» Και πράγματι, στην επόμενη απόπειρα ληστείας της σπείρας αυτής των ιεροσύλων συλλήφθηκαν και έτσι σταμάτησε εκείνο το κύμα ιεροσυλίας και ασέβειας.
Ο πατήρ Αβραάμ αγάπησε τόσο πολύ τον άγιο Γεώργιο, αλλά και ανταγαπήθηκε περισσώς από τον άγιο: Ο μεγάλαθλος Γεώργιος, ευαρεστημένος με το έργο του π. Αβραάμ, τον έλαβε κοντά του στα ουράνια σκηνώματα κατά την ημέρα της μνήμης του (αφού η ώρα που εκοιμήθη ο πατήρ Αβραάμ ήταν η ώρα του εσπερινού της εορτής του αγίου Γεωργίου), για να αναπαυθεί εκ των κόπων του, με την προσδοκία την αναστάσεως των νεκρών. Με άλλα λόγια ήρθε η σειρά του αγίου μας να υπηρετήσει και να υποδεχθεί στην αιώνια ζωή αυτόν που τον υπηρέτησε και οικοδόμησε το ιερό τούτο παλάτι, τον άρχοντα του Ποταμίου, τον πατέρα Αβραάμ. Είναι κι αυτό ένα άλλο θαυμαστό γεγονός στη ζωή του π. Αβραάμ. Εύχομαι, πάτερ μου, ο άγιος Γεώργιος να σου δώσει όλα τα ελέη και να σε κατατάξει στους κόλπους του Πατριάρχη Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Αλλ᾽ επιπλέον, η πρόνοια του Θεού και οι πρεσβείες του αγίου Γεωργίου δεν άφησαν ορφανό το Ποτάμι και αδιάδοχο τον πατέρα Αβραάμ, αφού ετοιμάσθηκε άνωθεν διάδοχος του εκλειπόντος: Ο νέος ιερέας του Ποταμίου, αγαπητοί μου πατέρες και αδελφοί, θα είναι ο πατήρ Γεώργιος Κλειτίδης. Ο πατήρ Γεώργιος είναι γέννημα και θρέμμα αυτής της κοινότητας και, όπου τον διορίσαμε μέχρι σήμερα να υπηρετήσει, ανταποκρίθηκε θεάρεστα στο κάλεσμα της Εκκλησίας. Θα αναμένεις όμως ακόμη λίγους μήνες, μέχρι την έναρξη του νέου εκκλησιαστικού έτους την 1η του μηνός Σεπτεμβρίου, αγαπητέ μου πάτερ Γεώργιε, για τον επίσημο εδώ διορισμό σου. Να ξέρεις όμως ότι σ’ εσένα, όπως και στην οικογένεια του πατρός Αβραάμ, εναπομένει αυτή η παρακαταθήκη, η οποία γνωρίζεις πόσο βαριά είναι, αφού δεν είναι εύκολο να είσαι διάδοχος του πατρός Αβραάμ. Εύχομαι να αγαπήσεις τον άγιο Γεώργιο, όπως τον αγάπησε ο μακαριστός πατήρ Αβραάμ. Γιατί, όταν αγαπήσεις ένα άγιο, αγαπάς τον Τριαδικό Θεό! Και να μεριμνήσεις να διακονήσεις αυτό τον πονεμένο λαό που ψάχνει νόημα ζωής και θανάτου. Να αποδειχθείς γνήσιος διάδοχος ενός αξίου πατρός!
Του μακαριστού πατρός Αβραάμ, αιωνία η μνήμη!
❈❈❈
Επικήδειος στον πατέρα μου παπα-Αβραάμ Μιχαήλ
Μιχάλη Παπααβραάμ
(Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου Ποταμίου, 24.04.2016)
«Κατέπαυσεν Ἰακώβ, ἐπιτάσσων τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ, καὶ ἐξάρας τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κλίνην, ἐξέλιπε, καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ…» (Γενέσεως, Κεφ. 49)
Πόσον ταιριαστοί είναι αυτοί οι στίχοι στην περίπτωσή μας πατέρα, που ως ο Ιακώβ «ἐπιτάσσων τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ» – πάντοτε με αυστηρή νουθεσία απευθυνόσουν σε μας τα παιδιά σου-όταν ως ασθενής στο κρεβάτι του πόνου εξέπνευσες μπροστά μας. Κατέπαυσες, πατέρα, των έργων σου και εμείς τα παιδιά σου κλαύσαμε και κλαίουμε πικρώς για τον χαμό σου, για τον χαμό του Ισραήλ, του ηγέτη της κοινότητας Ποταμίου, που χωρίς αυτόν αυτός ο πανίερος και μεγαλοπρεπής ναός δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Εσύ, πατέρα, ενέπνευσες το λαό σου, κι αυτός σε ακολούθησε με ενθουσιασμό. Οργάνωσες εράνους σε όλη την Κύπρο και ο λαός σου χωρίς να σκεφτεί θυσίες και κόπους, αλώνισε όλη την Κύπρο, για να μαζέψει οβολό οβολό, τα αναγκαία χρήματα που θα υλοποιούσαν αυτό το θεάρεστο έργο. Ταυτόχρονα προήδρευες με συνέπεια και αυστηρότητα την ερανική εκκλησιαστική επιτροπή, χωρίς να υποκύπτεις σε πιέσεις που εμείς καλή τη πίστη ασκούσαμε.
«Ἐπεὶ δὲ παρῆλθον αἱ ἡμέραι τοῦ πένθους, ἐλάλησεν Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς δυνάστας Φαραώ, λέγων· ὁ πατὴρ μου ὥρκισέ με, πρὸ τοῦ τελευτῆσαι αὐτόν, λέγων· Ἐν τῷ μνημείῳ, ὃ ὤρυξα ἐμαυτῷ ἐν γῇ Χαναάν, ἐκεῖ με θάψεις. Νῦν οὖν ἀναβάς, θάψω τὸν πατέρα μου, καὶ ἐπανελεύσομαι. Καὶ ἐποίησαν αὐτῷ οὕτως οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καθὼς ἐνετείλατο αὐτοῖς, καὶ ἀνέλαβον αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς γῆν Χαναάν, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν εἰς τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὃ ἐκτήσατο Ἀβραὰμ.» (Γενέσεως, Κεφ. 50, 4)
Κι εμένα με όρκισε ο πατέρας μου να τον θάψω σε διπλό μνημείο, εκεί που είναι θαμμένη και η μητέρα μου, το οποίο επιμελήθηκε ο ίδιος και με όρκισε να εκθάψω τα οστά των γονιών του, του παππού μου του Μιχαήλη και της γιαγιάς μου της Κατερίνας και να τα βάλω στο φέρετρο του κατά τον ενταφιασμό του. Πάντοτε ο πατέρας μου, ένιωθε άσχημα, γιατί όταν πέθαναν οι γονείς του, δεν τους έφτιαξε ευπρεπές μνημείο, αλλά μόνο ένα σκέτο σταυρό. Όταν κάποτε του το θύμισα κάπως επιτιμητικά, δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντηση που μου έδωσε. Μου είπε: «Ήμασταν πρόσφυγες, δεν μπορούσα να κάμω και τα δυο. Ή να δώσω στους ζωντανούς ή στους νεκρούς. Διάλεξα εσάς, τους ζωντανούς».
Και πραγματικά. Ο πατέρας μου μεγάλωσε στην Κύπρο της φτώχειας και μιζέριας, της Αγγλικής κατοχής των πολέμων και της τελικής καταστροφής που μοίρασε την Κύπρο στα δύο. Πέρασε θλίψεις, αγωνίες και δοκιμασίες, στερήσεις και δυσκολίες για να αναθρέψει εμάς τα παιδιά του και ταυτόχρονα μαζί μ’ όλα αυτά επιτελούσε στο ακέραιο το καθήκον του στην Εκκλησία αλλά και στην Πατρίδα. Πώς τα κατάφερνε : πίστευε, εργαζόταν, προσευχόταν και έψαλλε. Πάντα είχε κάτι να σου πει, να σε συμβουλεύσει, να σε ενεργοποιήσει, να υποδείξει.
Θυμάμαι πατέρα εκείνη τη μέρα, όταν πρόσφυγες όλη η οικογένεια σου, 8 άτομα στο σύνολο, μέσα σε ένα αυτοκίνητο που οδηγούσες, πηγαίναμε στην Λευκωσία, διασχίζοντας το νέο δρόμο στους Αγίους Τριμιθιάς που κατασκευαζόταν. Η θερμοκρασία 40 βαθμούς και ξαφνικά σταματάει το αυτοκίνητο. Γυρίζει και μας δείχνει ένα άνθρωπο που κρατούσε την ζεστή πέκα του κατρά, τυλιγμένος με σακούλες, να ψεκάζει τον άσφαλτο. Εμείς αρχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε για την καθυστέρηση-η ζέστη βλέπετε ήταν ανυπόφορη-αλλά αυτός ήρεμος εσιώπα. «Κοιτάξετε» μας λέει μετά, «ούτε δυο λεπτά δεν αντέξατε. Φανταστείτε τί υποφέρει αυτός ο άνθρωπος όλη μέρα μέσα στον καύσωνα». Ο άνθρωπος άκουσε τα λόγια του πατέρα μου, σταμάτησε για λίγο και είπε: «Παπά μου, μακάρι να είχα τζι εγιώ έναν πατέρα σαν τζιε σένα να με διδάξει, όπως εσού διδάσκεις τα παιδκιά σου». Εμείς τότε ντραπήκαμε και σκύψαμε το κεφάλι. Με αυτό και κάμποσα τέτοια μας παραδειγμάτιζε, για να προκόψουμε στη ζωή.
Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Αυστηρός αλλά υπέροχος, απλός αλλά και πολύ σοφός.
Προσκύνησες τον Σταυρόν του Κυρίου και πόθησες την Ανάσταση, τη λύτρωση, την μετάβαση εκ του θανάτου εις την ζωήν. Για σένα πατέρα μου, ο τάφος και ο θάνατος δεν είναι το τέρμα και η απειλή της παρούσας ζωής. Είναι η αρχή της πέραν του τάφου ζωής, της όντως Ζωής, που είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Σταυρωθείς και Αναστάς, που τόσα χρόνια υπηρέτησες. Τόσα χρόνια που ανελλιπώς λειτούργησες και κοινώνησες το Ζωοποιό Σώμα και το Δεσποτικό Αίμα και μετέδιδες και σ΄ όλους εμάς εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Αυτά θα εύρει η αθάνατη ψυχή σου. Αυτά θα ζει και πάλι η ανεξάντλητη Ιερωσύνη σου. Αναπαύου, λοιπόν, πάτερ αγαθέ, στο ουράνιο θυσιαστήριο, περιβεβλημένος την δόξαν της Ιερωσύνης σου, περιτριγυρισμένος από τη μακαρία μητέρα μου, το μακαριστό γιο σου κι αδερφό μου Νίκο, το γαμπρό σου Χριστόδουλο, που τόσο πολύ τους αγάπησες, καθώς και τους σεβαστούς γονείς σου, και συνοδευόμενος με τη βαθειά εκτίμηση και αγάπη των παιδιών σου, των οικείων, των συγχωριανών, των συναδέλφων σου ιερέων, του Επισκόπου σου, των πνευματικών παιδιών σου και φίλων, «αναπαύου και εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ», ως δίκαιος λευίτης. Φεύγεις πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω σου σπουδαίο έργο και μια σημαντική παρακαταθήκη για όλους μας. Όμως, αφήνεις κι ένα τιμημένο όνομα σε μας τα παιδιά και τα εγγόνια σου, υστεροφημία ζηλευτή, που αντανακλά και τιμά την κοινότητα της καταγωγής σου, την Κυρά, αλλά και την κοινότητα που υπηρέτησες με πάθος, για μισό αιώνα, το Ποτάμι.
“Ο Θεός είναι μεγάλος”. Τον ευχαριστούμε από τα βάθη της ψυχής μας γιατί σε είχαμε πατέρα μας. “Στο καλό πατέρα στην αγκάλη του Χριστού μας και καλή Ανάσταση!”