Η υπέρβαση των ορίων
Κατά γενική ομολογία ξεπεράσαμε τα όρια της ανεκτικότητας, γι’ αυτό και οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάντια, για την οποία θρηνούν άρχοντες από ανωτάτων ως κατωτάτων, μερικοί μάλιστα απορούν τι να γίνει και πώς πλέον να αντιδράσουν στο επισωρευμένο κακό και έγκλημα. Η ασέβεια στους νεκρούς, ίδιον απολίτιστων και βάρβαρων, η ψυχρή δολοφονία ανθρώπων, η καθ’ εκάστην νύκτα τοποθέτηση βομβών εναντίον προσώπων και περιουσιών, ο χουλιγκανισμός στα γήπεδα, οι θάνατοι από ναρκωτικά, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους νέους, οι θάνατοι σε τροχαία δυστυχήματα, αποτελούν μια σειρά καθημερινών μαύρων σελίδων στην ιστορία της κυπριακής κοινωνίας, που ήταν ειρηνική, ανεκτική, πολιτισμένη στις εκδηλώσεις της, σε πόλεις και σε χωριά. Μη έχοντας εμπιστοσύνη στην Αστυνομία, στο σχολείο και στους δασκάλους του, μη έχοντας εμπιστοσύνη στον ιερέα, απορρίπτοντας θεσμούς και δοσμένες αρχές, χωρίς καμιά προσπάθεια για τάξη και κοινωνική συμπεριφορά, οδηγήσαμε τα παιδιά μας στη σημερινή ζούγκλα, που παρακολουθούν από τηλεοράσεως και θεωρούν φυσιολογική, μετέχουν σ’ αυτήν παίζοντας με τους ηλεκτρονικούς τους ήρωες, με τους οποίους συνηθίζουν στη βία και στην ανομία.
Οι δάσκαλοι πολλές φορές ζήσαμε στις τάξεις και στις αυλές των σχολείων γκανγκστερικές σκηνές, παρακολουθήσαμε απερίγραπτη βιαιότητα, την ώρα που εμείς απαγορευόταν και να θυμώσουμε στα παιδιά, γιατί ήταν αντιπαιδαγωγικό. Κάτι παρόμοιο έζησε κι ο αστυνομικός, κι ο ιερέας, κι ο βουλευτής, κι ο δήμαρχος. Ισότητα σημαίνει ισοπέδωση, οι αξίες είναι για τα κατηχητόπουλα, ακόμα και τα βάθρα από τις αίθουσες διδασκαλίας τα αφαίρεσαν, γιατί δάσκαλοι και παιδιά έπρεπε να νιώθουν ίσοι. Νέα παιδαγωγική και νέα ήθη αήθη, νεοτερικές συμπεριφορές και ξενόφερτα συστήματα θεωρήθηκαν τα απαραίτητα για τη διδασκαλία και την αγωγή των ανθρώπων, την ώρα που οι κομιστές τους στον τόπο μας δεν είχαν οι ίδιοι τα θεμέλια να διακρίνουν το καλό από το κακό, να προβλέψουν πού οδηγούσαν τα παιδιά και την εκπαίδευση ή γενικότερα την παιδεία του τόπου. Οι γονιοί να μην ξέρουν πώς να αναθρέψουν τα παιδιά τους, κι όλο να φοβούνται μήπως το ένα είναι αντιπαιδαγωγικό, μήπως το άλλο δεν είναι μοντέρνο.
Αυτά σε μικρογραφία στις μικρές κοινότητες, της οικογένειας και του σχολείου, και σε μεγαλογράμματη γραφή πίνακας της κοινωνίας μας, χρόνια μετά το 1974. Αργά γρήγορα εδώ θα φτάναμε, γιατί οποιαδήποτε πράξη ανάσχεσης της κατρακύλας δεχόταν την κατακραυγή των δήθεν επαϊόντων. Γενικότατη εικόνα των πιο πάνω είναι η κατάστασή μας η πολιτική. Αναλογιζόμενοι το 1974 και συγκρίνοντάς το με το σήμερα, βρίσκουμε πως το 1974 ήμαστε πολιτικά σε καλύτερη μοίρα, η Κυπριακή Δημοκρατία όσο κι αν είχε πληγεί βάναυσα κρατούσε γερά, κι ο ελληνικός πληθυσμός αγέρωχος ανέβαινε το γολγοθά του με ελπίδα στο δίκαιο.
Σήμερα τρέμουμε το μέλλον, ανησυχούμε για το παρόν, πυκνό σκοτάδι στο νου και στις καρδιές του κόσμου.
Πολιτείες χάθηκαν σαν τα καράβια και βυθίστηκαν, λέει ο Πλάτων στον Πολιτικό του, όταν οι άρχοντες νόμιζαν πως ξέρουν να κυβερνούν, κι όμως από πολιτική έκαναν μεσάνυχτα. Κι ο Θουκυδίδης λέει ό, τι κι ο λαός μας. Τον εχθρό να τον χτυπήσεις όσο είναι αδύνατος. Τον άφησες να δυναμώσει, την έπαθες. Κάτι σαν το θερκόν, αν θα το σκοτώσεις τα καταφέρνεις μικρό, κινδυνεύεις από αυτό σαν μεγαλώσει.
του Στέλιου Παπαντωνίου, Φιλόλογου