Ο Θεός να μας φυλάει
Ο Θεός να μας φυλάει, όλους βέβαια, γιατί οι Ελληνοκύπριοι ζούμε εδώ και πολύν καιρό καταστάσεις αντιφατικές τόσο, που δεν τις χωράει ο νους. Διαβάζω τα σχετικά με τη στάση μας απέναντι στους ξένους, μετανάστες, πολιτικούς πρόσφυγες, εργάτες, νόμιμους και παράνομους και τις άλλες κατηγορίες των συμπαθών αυτών ανθρώπων οι οποίοι μετέρχονται παν μέσον για να δραπετεύσουν από τη χώρα τους για λόγους που μόνο οι ίδιοι ακριβώς ξέρουν, για να ζήσουν αλλού. Εμάς μας ενδιαφέρει να μη φαινόμαστε ρατσιστές, σοβινιστές, εθνικιστές -και άλλα σύγχρονα παρόμοια- στους τρίτους ξένους, στους Ευρωπαίους για παράδειγμα, που ήδη μας έχουν μαυροπινακίσει. Για να είμαστε άρα ευρωπαίοι, πρέπει να αποδεχόμαστε τον άλλο, να μη τον διώκουμε, να του δίνουμε επιδόματα, να τον φιλοξενούμε, να του παρέχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ανοιχτοί στον κόσμο. Ορθά, ορθότατα, άγια, όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, να ανεχόμαστε, να μοιραζόμαστε την ίδια υδρόγειο, τον ίδιο ουρανό και άλλα εξαίσια. Δεχτά και με το παραπάνω. Γιατί τα απαιτούμε κι εμείς.
Το κακό αρχίζει από την ώρα που δεν ισχύουν για μας όσα κατοχυρώνουμε για τους άλλους. Εμείς οι ίδιοι διαπραγματευόμαστε μια λύση του κυπριακού διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, που μόνο το διαχωρισμό φέρνει των δύο κοινοτήτων σε δυο ζώνες, με συνιστώντα μέρη, μια λύση που διαιωνίζει την αδικία, η οποία θεμελιώθηκε και στηρίζεται με τα όπλα της Τουρκίας. Εμείς πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στους άλλους, όμως το ίδιο το νησί μας στο σύνολό του και στην ενότητά του είναι κλειστό για μας, τα ίδια τα σπίτια μας κλειστά, αφού θ’ απαγορεύεται η εγκατάστασή μας στην ίδια την πατρίδα μας. Αντιφατικό, τρελό, ακατανόητο. Και το χειρότερο, ενώ θα είναι κλειστά, νομίζουν πως θα έχουμε την εντύπωση ότι έχουμε κερδίσει στο περιουσιακό, όχι μόνο ένα δικαίωμα αλλά τρία, να ανταλλάξουμε την περιουσία και την εστία, να αποζημιωθούμε, να εγκατασταθούμε Κύριος οίδε με πόση ασφάλεια! Και μάλιστα νομίζουν πως νομίζουμε πως με μια τέτοια λύση θα ζήσουν εδώ τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, ενώ βλέπουμε πως μέλλον για μας δεν υπάρχει με λύση που τόσο μοιάζει με τον μπαμπούλα της διχοτόμησης, έστω κι αν αποκαλείται επανένωση.
Κι οι ξένοι; Πώς είναι τόσο ευαίσθητοι στη συμπεριφορά μας προς τους αλλοδαπούς, όπως κι αν αποκαλούνται κι από όπου κι αν προέρχονται, αλλά δεν βλέπουν και δεν διαμαρτύρονται για τη στάση της Τουρκίας απέναντί μας στην Κύπρο; Δεν βλέπουν την προσφυγιά μας, την καταστροφή των σπιτιών και περιουσιών μας, την άνομη εκμετάλλευση, την κλεψιά και κλεπταποδοχή, την σύληση των ναών μας, την ασέβεια προς ζώντας και νεκρούς -τόσες εκταφές αδικοχαμένων έχουν γίνει με αποδεδειγμένη την άνανδρη θηριωδία- δεν πέρασαν από κανένα ελληνικό νεκροταφείο, από εκκλησιά μας, από σχολείο μας στα κατεχόμενα; Σε ποιων τις περιουσίες έκτισαν οι εκμεταλλευτές της γης στα κατεχόμενα, ποιων τα ξενοδοχεία εκμεταλλεύονται, σε ποιων τη γη θέλουν να δεχτούμε πως στεριώνουν το ψευδοκράτος τους και με ποιες αδικίες εις βάρος μας; Ουδείς ξένος είδε, ουδέ οίδε; Κι αυτό δεν είναι παρά ελάχιστο δείγμα των αντιφάσεων. Δικών μας και ξένων.
Αν έρθουμε στο εσωτερικό μέτωπο, στα κομματικά μας, στη συγκυβέρνηση, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο συγχυσμένα, με ένα Εθνικό Συμβούλιο να συμφωνεί στις διαφωνίες, να διαφωνεί στα συμφωνηθέντα, η Ιστορία παραποιημένη να χρησιμοποιείται για να επικαλύπτει τις παραποιήσεις της, όλοι τα δέχτηκαν όλα πριν από τους νυν, αλλά ο «Ανάν» είναι νεκρός, η καλύτερη λύση είναι η λύση αρχών στην οποία στοχεύουμε, αλλά αρχές έχει κι ο Ταλάτ (αυτό κι αν είναι πρωτάκουστο!) ο Ταλάτ έχει αρχή πως τον πρώτο λόγο στο περιουσιακό θα τον έχει ο κλέφτης και όχι ο νοικοκύρης, κι αυτό το αποκαλούμε μ’ ένα αδιέξοδο χαμόγελο αρχή, άρα αρχή προς αρχή ισούνται, άρα μηδέν από μηδέν μηδέν!
Ύστερα από τα λίγα αυτά, όταν εύχεται κανείς στους Έλληνες της Κύπρου γιορτάρες μέρες, ας προσθέτει «ο Θεός να μας φυλάει».
του Στέλιου Παπαντωνίου, Φιλόλογου