Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ θαυμαστὸς προφήτης τοῦ Γένους μας (Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου)
Ὅταν τὸ Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο διακήρυξε τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη καὶ τὸν ἐνέταξε στὸ Ἁγιολόγιο τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔγραψα τὰ ἑξῆς: «Τὸν ἅγιο Παΐσιο τὸν γνώρισα τὸ 1982, ὅταν ἤμουν φοιτητὴς Νομικῆς. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ περίμενε ν’ ἀκούσει κάτι τὸ πονεμένο, γιὰ νὰ ἔχει καρδιακὴ προσευχή, κι ἦταν πάντοτε ἐν ἀναμονῇ στὸ ἀκουστικό, γιὰ νὰ ἀφουγκραστεῖ τὸν πόνο τοῦ σύγχρονου κόσμου.
Ἦταν ἕνας ἀσκητὴς γιὰ τὸν κόσμο. Τοῦ ἄνοιγες τὴν καρδιά σου, καὶ σοῦ ἄνοιγε τὸν νοῦ. Πραγματικά, δὲν νομίζω νὰ ὑπῆρξε στὶς μέρες μας ἄλλος Γέροντας, ποὺ νὰ εἶδε, νὰ μίλησε μὲ τόσο πολὺ κόσμο. Κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, παρόλο ποὺ γεννήθηκε ἀσκητής, τελικὰ κατέληξε νὰ εἶναι ἡ μεγάλη μάνα ὅλων τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. ‘‘Φῶς Χριστοῦ ἔφαινε πᾶσι’’, διὰ τοῦ Γέροντος Παϊσίου.
Ἐπέμενε, νὰ μὴν πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ μοναχός. ‘‘Στὴν Κύπρο νὰ πᾶς’’, μοῦ εἶπε. ‘‘Νὰ κάνετε βάσεις πνευματικές, κι αὐτὲς οἱ βάσεις θὰ διώξουν τὶς βάσεις’’. Ὅταν τοῦ εἶπα, ὅτι δὲν κατάλαβα τὸ τελευταῖο, μοῦ εἶπε χαριτολογώντας: ‘‘ Ἀμερικανάκι εἶσαι καὶ δὲν καταλαβαίνεις; Ἑλληνικὰ μιλῶ! Τὸ πρόβλημα τῆς Κύπρου εἶναι πνευματικό. Τώρα ἐφαρμόζεται ὁ πνευματικὸς νόμος. Ὅταν φτιάξετε μοναστήρια (σὲ κάποιους ἄλλους εἶπε· ὅταν φτιάξετε Σταυροβούνια, τὶς ἐνορίες τὶς δικές σας, οἰκογένειες ὀρθόδοξες), τότε οἱ βάσεις τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς κατοχῆς θὰ ἐξαφανιστοῦν!’’ Μὲ ἔβγαλε ἔξω στὴν αὐλὴ τοῦ κελλιοῦ του καὶ σχημάτισε στὸ χῶμα ἕνα μεγάλο ὀρθογώνιο σχῆμα. Τὸ μοίρασε σὲ δύο τετράγωνα καὶ μοῦ εἶπε: ‘‘Θὰ ἔρθει καιρός, ποὺ ἐσὺ θὰ φτιάξεις μοναστήρια. Δύο αὐλὲς νὰ κάνεις τότε σ᾽ αὐτά! Μία γιὰ τοὺς λαϊκοὺς καὶ μία δεύτερη μόνο γιὰ μοναχοὺς ἢ γιὰ μοναχές.’’ Πρόρρηση, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε!»
Γιὰ μένα, ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶναι ὁ Καππαδόκης ποὺ ἔγινε Ἁγιορείτης λόγῳ προσφυγιᾶς, καὶ τώρα πιὰ κατέστη ἅγιος οἰκουμενικὸς διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐξαιρέτως τοῦ μοναχικοῦ καὶ τοῦ ἔγγαμου βίου, καθὼς καὶ θαυμαστὸς προφήτης τοῦ Γένους μας, ὁ ὁποῖος, μὲ τὸν διδακτικὸ καὶ προφητικό του λόγο δοκιμάζει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀπιστία πολλῶν! Καί, λυπᾶμαι ποὺ λέω αὐτὸ τὸ τελευταῖο, διότι στὶς μέρες μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸ προφητικὸ χάρισμα στοὺς ἁγίους καὶ ξεχνοῦν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται» (Ματθ. 10, 41). Σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀναρωτιοῦνται κατὰ πόσο σήμερα ὑπάρχουν προφῆτες, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπαντᾶ εὔστοχα: «Προφῆτες εἶναι ὅλοι οἱ θεωμένοι καὶ θεόπτες ἅγιοι, αὐτοὶ ποὺ βλέπουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δεύτερη ἔλευση τοῦ Χριστοῦ μὲ ὅλη Του τὴ δόξα καὶ καθοδηγοῦν τὸν λαὸ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή.» Μὲ ἄλλες λέξεις, οἱ ἅγιοι μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν ἐθελοτυφλεῖ καὶ δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ ποίμνιό της, ἀφήνοντάς το ἀπροστάτευτο, ἀνημέρωτο καὶ ὀνειροπόλο! Ἀλλά, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει ἅγιος –«ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν» (Λευϊτ. 20, 7, 26)– ἡ Ἐκκλησία σώζει τὸν ἄνθρωπο διὰ τῆς μυστηριακῆς καὶ ἁγιαστικῆς ζωῆς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τῆς κοινωνίας τοῦ ζωοποιοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, εἰσάγοντάς στὴν αἰώνια ζωή, στὴ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ διδάσκοντάς τον νὰ προσδοκεῖ ἀνάσταση νεκρῶν καὶ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ὅπως λέμε κάθε φορὰ ποὺ διαβάζουμε τὸ ‘‘Πιστεύω’’. Κι αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ κατεξοχὴν ἐπιθυμία τοῦ χριστιανοῦ, ἡ αἰώνια ζωὴ κοντὰ στὸν Κύριο· ἐκτὸς κι ἂν δὲν ἐπιθυμοῦμε καὶ δὲν θέλουμε τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ ἕνα προσωρινὸ ἐκκοσμικευμένο ὑλικὸ τρόπο ζωῆς, αὐτὸ τοῦ ‘‘φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν’’ (Ἠσ. 22, 13), ποὺ ὁδηγεῖ στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο, δηλαδὴ στὸν αἰώνιο χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Παΐσιος ὑπῆρξε ἕνας ἄνθρωπος δικός μας, τῆς Ἀνατολῆς. Βεβαίως Ρωμηοὶ εἴμαστε ὅλοι. Καὶ οἱ Μικρασιᾶτες καὶ οἱ Κρητικοὶ καὶ οἱ Κύπριοι καὶ οἱ Μακεδόνες καὶ οἱ Πελοποννήσιοι. Ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν Ἀνατολίτης! Οὔτε κἂν Ἀνατολικὸς δὲν ἦταν. Ἀνατολίτης ἦταν, ὅπως καὶ ὁ Γέρων Ἰάκωβος τῆς Εὔβοιας. Ἀμφότεροι κατήγοντο ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀλλὰ ἀπὸ δύο διαφορετικὲς περιοχές, καὶ εἶχαν ζήσει στὰ παιδικά τους χρόνια τὴν προσφυγιά. Κι ὅποιος εἶναι πρόσφυγας, καταλαβαίνει καλύτερα τὸν Γέροντα Παΐσιο, ὅπως καὶ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο. Ζοῦμε σὲ μιὰ ἐποχὴ μεγάλης ἐκκοσμίκευσης, ὁπόταν Ἑλλαδίτες καὶ Κύπριοι προσπαθοῦμε ἄκριτα νὰ γίνουμε ὅλο καὶ πιὸ Δυτικοί, καί, παράλληλα, πολιτικοί, ΜΜΕ, Ὑπουργεῖα Παιδείας καὶ θρησκευτικὲς ὀργανώσεις ἀγωνίζονται νὰ μᾶς ποῦν ὅτι ἀνήκουμε στὴ Δύση. Κι αὐτό, ἡ εὐκολία ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ σύγχρονη τεχνολογία ἐν πολλοῖς τὸ ἔχει κατορθώσει. Ἀλλά, οἱ Γέροντες αὐτοὶ μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴ γεωγραφία τῆς ψυχῆς μας, τὴν καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή! Μᾶς λένε νὰ ὑπάρχουμε μὲ τὴν καρδιὰ ἁγιάζοντας τὸν νοῦ καὶ νὰ μὴν ταυτίζουμε τὸν νοῦ μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴν καρδιὰ μὲ τὸ συναίσθημα! Νὰ πεθαίνουμε, βλέποντας κατ᾽ Ἀνατολάς.
Αὐτό, τὸ ὁποῖο καθόρισε τὸν ὅλο χαρακτήρα τοῦ ὁσίου Παϊσίου ἀπὸ τὰ πρῶτα του χρόνια, ἦταν ἡ προσφυγική του ἰδιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ μιὰ μεγάλη ἔγνοια του μέχρι τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του ἦταν οἱ ἀλύτρωτες πατρίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Αὐτὴ τὴν ἰδιαίτερη πτυχὴ τοῦ χαρακτήρα του, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἔδειχνε μιὰ ξεχωριστὴ ἀγάπη στοὺς πρόσφυγες, ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν προέρχονταν αὐτοί, εἴτε ἦταν πρόσφυγες τῆς Β. Ἠπείρου, εἴτε πρόσφυγες τῆς Κύπρου, εἴτε τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἴτε τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὴν ἔζησαν πολλοὶ Κύπριοι, ποὺ ὅταν τοῦ ἔλεγαν, ‘‘Γέροντα, ἀπὸ τὴν Κύπρο εἴμαστε. Εἴμαστε καὶ πρόσφυγες!’’, ἀμέσως ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελλί του γιὰ νὰ τοὺς συναντήσει. Δηλαδή, τὸ κλειδὶ τοῦ Γέροντος Παΐσιου ἦταν νὰ τοῦ πεῖς, εἶμαι πρόσφυγας. Καὶ ἀμέσως σοῦ ἄνοιγε, ὄχι μονάχα τὸ κελλί του, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδιά του. Τὸν ὁλάνθιστο μπαξὲ τῆς Χάρης, ποὺ εἶχε μέσα ἡ καρδιά του.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος αἰσθανόσουν ὅτι ἦταν σύγχρονος –κι ἂς ἦταν ἕνας ἀσκητὴς τόσο λιτὸς καὶ τόσο αὐστηρός–, γιατὶ εἶχε τὴν καλὴ ἀνησυχία. Παρακολουθοῦσε ἀκόμη καὶ τὸ πολιτικὸ γίγνεσθαι· ἤξερε καὶ τὸν τελευταῖο ὑπουργὸ καὶ τὰ τεκταινόμενα, καὶ μποροῦσε νὰ σοῦ πεῖ τί θὰ γίνει στὸν κόσμο μας μετὰ ἀπὸ δεκαετίες ὁλόκληρες. Καὶ μοῦ προξένησε ἐντύπωση, ποὺ ἄκουσα καὶ μερικοὺς ἀρχιερεῖς τελευταῖα, μετὰ ποὺ ἔγινε ἡ ἐπίσημη ἔνταξη τοῦ Γέροντος Παϊσίου στὸ Ἁγιολόγιο, ποὺ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὸ προφητικό του χάρισμα καὶ θεωροῦσαν ὑπερβολὴ τῶν ἐπισκεπτῶν τὶς προφητεῖες του, ποὺ αὐτοὶ κατέγραψαν καὶ διέσωσαν. Ἀλλ᾽ ὄχι! Δὲν εἶναι καθόλου ὑπερβολή. Κι ἀκόμη, εἶναι καὶ λίγα, ὅσα ἔχουν σχετικὰ γραφτεῖ. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε μὲ ἔνταση γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα, γιατὶ τὰ ζοῦσε μὲ ἔνταση. Ἔβλεπε τὰ μέλλοντα ὡς παρόντα. Ἦταν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε τὴν ἱστορία, ἡ ὁποία ἀκόμα δὲν πραγματοποιήθηκε στοὺς δικούς μας ὀφθαλμούς. Γιατί ὅμως αὐτὸς ἔβλεπε αὐτὰ τὰ πράγματα; Γιατί αὐτὸς μιλοῦσε γιὰ τὰ ἐπερχόμενα μὲ τόση σαφήνεια καὶ βεβαιότητα; Νομίζω –αὐτὸ εἶναι βεβαίως προσωπική μου ἑρμηνεία, μπορεῖ νὰ ἔχω λάθος–, ὁ λόγος ἦταν τὸ ὅτι εἶχε προσφυγικὴ τὴν καταγωγή. Ζοῦσε πιὸ ἔντονα τὸν πόθο τῆς ἐλευθερίας τῶν σκλαβωμένων μας πατρίδων. Φαίνεται ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἄκρα ταπείνωσις, ὑπηρετεῖ καὶ δίδει στὸν κάθε ἅγιο αὐτό, ποὺ περισσότερο ποθεῖ, ποὺ εἶναι ὁ βαθύτερός του πόθος. Κι ὁ βαθύτερος πόθος τοῦ ἁγίου Παϊσίου ἦταν πότε θὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ Πόλις, ἡ πατρίδα του Καππαδοκία, ἡ Μικρασία, ἡ Κύπρος. Καὶ εἶναι, ὅπως φαίνεται, γι᾽ αὐτό, ποὺ τοῦ ἐδόθη ἄνωθεν ἡ χάρη νὰ δεῖ, νὰ προγνωρίσει μὲ ἀκρίβεια τὰ μέλλοντα.
Τώρα, σχετικὰ μ᾽ αὐτὸ τὸ θέμα –τὸ τονίζω, γιατὶ ἔχει παρεξηγηθεῖ–, αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ νὰ κρατήσουμε, καὶ ἰδιαιτέρως ἐμεῖς οἱ Κύπριοι, ποὺ εἴμεθα παθόντες καὶ μαθόντες, εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὄχι νὰ θέλουμε νὰ μάθουμε πότε καὶ πῶς θὰ γίνουν ὅλ᾽ αὐτὰ τὰ σπουδαῖα γεγονότα, ποὺ ἀφοροῦν βεβαίως καὶ ἐμᾶς. Τὸ ζήτημα εἶναι, πῶς θὰ τὰ διαχειριστοῦμε. Καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωση, ὅτι μᾶς προετοιμάζει ὁ Θεὸς σιγὰ σιγά, μὲ ἕνα δικό του τρόπο, γιὰ τὰ γεγονότα αὐτά. Ὅμως εἶναι καλὰ νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ὁ καλύτερος τρόπος διαχείρισης τῶν γεγονότων ποὺ ἔρχονται καὶ ἤδη ἔχουν ἀρχίσει –κατὰ τὴν ταπεινή μου ἄποψη–, δὲν εἶναι νὰ γεμίσουμε τὰ ψυγεῖα μας μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ νὰ μὴν πεινάσουμε τότε! Κάποτε κι αὐτὰ θὰ ἀδειάσουν. Ἀλλὰ εἶναι νὰ ἔχουμε τότε φώτιση, φώτιση ἐκ Θεοῦ.
Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει φώτιση, μπορεῖ νὰ παίρνει γρήγορες καὶ ὀρθὲς ἀποφάσεις. Νὰ παίρνει βέβαιες ἀποφάσεις στὴ δύσκολή του ὥρα. Γιὰ νὰ ἔχουμε ὅμως φώτιση, θὰ πρέπει νὰ καθαρίζουμε συνεχῶς τὴν καρδία καὶ τὸν νοῦ μας. Καί, καθαρίζουμε τὴν καρδία καὶ τὸν νοῦ διὰ τῆς μετανοίας. Ἄρα, ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ἐπιστρέφουμε στὴ μετάνοια τὴν προσωπική! Ὄχι μιὰ μετάνοια γενικὴ καὶ ἀόριστη γιὰ ὅλους, ὅπως συχνὰ κηρύττουμε οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱεροκήρυκες, ἀλλὰ προσωπικὴ μετάνοια. Νὰ κάτσω νὰ σκεφτῶ, ποιό εἶναι τὸ δικό μου πάθος, τὸ κυρίαρχο πάθος μου, νὰ τὸ βρῶ αὐτὸ τὸ κυρίαρχο πάθος μου ἤ, ἐὰν ἔχω τόσο ἐγωϊσμὸ καὶ τέτοια αὐτοπεποίθηση, ποὺ δὲν τὸ βρίσκω, νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ εἰπῶ· «Χριστέ μου, φανέρωσέ μου ποιός εἶμαι! Δεῖξε μου ποιός εἶμαι!» Καὶ θὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καί, κατόπιν, νὰ δῶ αὐτὸ τὸ πάθος, ποὺ ἔχω, πῶς ἐκδηλώνεται; Ἂν λ.χ. εἶναι ὁ θυμός, πῶς ἐκδηλώθηκε μὲ τὴ γυναίκα μου ἢ μὲ τὸν ἄνδρα μου, μὲ τὰ παιδιά μου, μὲ τοὺς συναδέλφους μου, μὲ τοὺς φίλους μου; Σήμερα, πῶς ἐκδηλώθηκε; Χθές, πῶς ἐκδηλώθηκε; Ποιούς πλήγωσα; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει ἔτσι νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μετανοεῖ γιὰ συγκεκριμένες στιγμὲς τῆς καθημερινότητάς του καὶ σταδιακὰ διορθώνεται, τότε ἀρχίζει καὶ εἰσέρχεται στὴ μετάνοια. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ μάθουμε, ἡ προσευχή μας θὰ εἶναι μία μηχανικὴ προσευχή, ἡ ὁποία δὲν θὰ μᾶς δώσει τὴ δυνατότητα τοῦ φωτισμοῦ σὲ δύσκολες στιγμές, κατὰ τὶς ὁποῖες θὰ πρέπει νὰ ἀποφασίσουμε, εἴτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, εἴτε γιὰ τὰ παιδιά μας, εἴτε γιὰ τὴν πατρίδα μας, εἴτε γιὰ κάτι εὐρύτερο, ποὺ μᾶς ξεπερνᾶ.
Λοιπόν, σημασία ἔχει, πῶς ἐμεῖς θὰ διαχειριστοῦμε αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ εἶχε ἔγνοια γι᾽ αὐτὸ τὸ πράγμα ὁ ἅγιος Παΐσιος. Ἔβλεπε, ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε μία μανία, μία ροπὴ μονάχα πρὸς τὸ θαῦμα, στὴν προφητεία καὶ στὴν εὔκολη, τὴν ἀνώδυνη λύση. Στὴ διαχείριση ὅμως τῶν πραγμάτων καὶ στὴ συμπόνοια τῶν ἀνθρώπων, ἔβλεπε πὼς ἔχουμε πολλὴ ἔλλειψη. Καί, ὅταν λέω ἀνθρώπων, δὲν ἐννoῶ μόνο τῶν δικῶν μας, τῶν Ἑλληνοκυπρίων Χριστιανῶν. Ἐννoῶ καὶ τοὺς Τούρκους. Ἔχει κανένα Χριστιανό, ποὺ παρακαλεῖ νὰ γίνει πόλεμος; Ἔχει κανένα Χριστιανό, ποὺ νὰ θέλει, ἀκόμη καὶ τὴν καταστροφὴ τοῦ ἐχθροῦ του; Ἐγὼ προσωπικὰ δὲν τὴν εὔχομαι. Κι ἂς εἶμαι καὶ ἄνθρωπος πονεμένος. Κι ἂς ἔχασα τὸ χωριό μου καὶ τὸν ἀδελφό μου στὴ διάρκεια τοῦ πολέμου. Αὐτὸ δὲν τὸ εὔχομαι σὲ κανέναν. Ὅμως ἡ ἔγνοιά μας πρέπει νὰ εἶναι, μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ προκαλέσουν καὶ ὁ Θεὸς θὰ τὰ ἀνεκτεῖ καὶ θὰ τὰ ἀξιοποιήσει, πῶς ἐμεῖς θὰ τὰ ζήσουμε μὲ μετάνοια, μὲ προσευχή, μὲ πολλὴ συμπόνοια γιὰ τὸν κάθε συνάνθρωπό μας. Αὐτὸ νομίζω εἶναι ἕνα ζητούμενο τῆς ἐποχῆς μας. Τώρα ζητούμενο τῆς οἰκονομικῆς κρίσης εἶναι νὰ μοιραστοῦμε τὸ φαΐ μας, τὰ χρήματά μας, τὸν καλό μας λόγο μὲ τὸν πονεμένο συνάνθρωπό μας. Ἀλλά, δὲν εἶναι μόνον αὐτά. Αὐτό, ποὺ γίνεται τώρα, εἶναι ἡ προπόνησις. Τὰ μεγάλα ἕπονται!
Καὶ κάτι τελευταῖο. Ἐὰν θέλουμε νὰ ἔχουμε μέλλον στὸν 21ο αἰῶνα, θὰ πρέπει νὰ ἐπενδύσουμε στοὺς σύγχρονους ὁσίους καὶ μάρτυρες, οὕτως ὥστε ἡ σύγχρονη ἁγιότητα νὰ γίνει βίωμα καθημερινὸ γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, κληρικὸ καὶ λαϊκό. Ἐπιβάλλεται ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ σήμερα νὰ βάλουμε στὴ δική μας ζωή, ἀλλὰ καὶ τῶν παιδιῶν μας τὸν πόθο νὰ γνωρίσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, τὴ μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν Ἐξομολόγηση, τὴ θεία Λειτουργία, κι ὅλους αὐτοὺς τοὺς πολὺ μεγάλους σύγχρονους ἁγίους. Διότι ἔρχονται χρόνια δοκιμασίας καὶ πρέπει νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἁπλότητα τῆς ἁγιότητας, ἐὰν θέλουμε νὰ γίνουμε καὶ νὰ παραμείνουμε αὐθεντικοὶ χριστιανοί.
Ταῖς τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Παϊσίου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!
*Πρόλογος Ἑορτολογίου 2016, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου