Η Εκκλησιολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (του Επισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου)
Πρὸ καὶ μετὰ τὴ σύγκλιση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἐκφράσθηκαν πολλὲς καὶ διάφορες ἐνστάσεις καὶ ἀντιρρήσεις σχετικὰ μὲ τὸ κατὰ πόσον τὸ κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον” ἀνταποκρίνεται στὴν ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας.
Ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω κάποιες πρῶτες θεολογικὲς σκέψεις, ἐπιφυλασσόμενος ἀργότερα, Θεοῦ θέλοντος, νὰ παρουσιάσω κάτι ἴσως πιὸ ἐκτενὲς καὶ ὁλοκληρωμένο.
Πρῶτον, οἱ περισσότεροι ἐπικριτὲς τοῦ κειμένου αὐτοῦ, συνήθως, δὲν ἐπιχειρηματολογοῦν πάνω στό κείμενο, ἀλλὰ ἐκφράζουν γενικὲς ἀπόψεις ποὺ ἀναφέρονται στὸ κατὰ πόσον οἱ ἑτερόδοξες ὁμολογίες εἶναι ἐκκλησίες ἢ ὄχι. Καταλήγουν στὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶναι ἐκκλησίες καὶ παραβλέποντας (μήπως θεολογικά ἠθελημένα;) τὶς διατάξεις καὶ ἀναφορὲς τοῦ κειμένου αὐτοῦ καθ᾽ ἑαυτοῦ, καταλήγουν στὴν ἀπόρριψη τοῦ κειμένου, θεωρώντας περίπου αὐτοὺς ποὺ τὸ ἐδέχθησαν καὶ τὸ ὑπέγραψαν ὡς μειοδότες τῆς Ὀρθόδοξου Πίστεως καὶ κυρίως τῆς ἐκκλησιολογίας της.
Δεύτερον, κανένα κείμενο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τέλειο, οὔτε ἡ χρήση τῶν καλύτερων θεολογικῶν ὅρων καὶ λέξεων μποροῦν νὰ ἀποδώσουν στὴν ἀκρίβειά του τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποκαλυφθείσας πίστεώς μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅπου χρησιμοποιήθηκαν οἱ ὀρθότεροι, κατ᾽ ἄνθρωπο, ὄροι χρειάστηκε νὰ ἑρμηνευτοῦν ἀπὸ τοὺς Πατέρες διὰ τῶν συγγραμμάτων τους γιὰ νὰ γίνουν κατανοητοὶ καὶ ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Μ᾽αὐτὸ θέλω νὰ πῶ ὅτι εἶναι καθαρὰ θέμα ἑρμηνείας τῶν ὅρων ποὺ διαλαμβάνονται στὸ σχετικὸ κείμενο καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐπισήμανσής τους. Ὀφείλουμε ἂν θέλουμε νὰ οἰκοδομήσουμε τὸ ποίμνιό μας καὶ ὄχι ἐνδεχομένως νὰ τὸ διχάσουμε, τὸ κείμενο αὐτὸ νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε ὀρθόδοξα, ὥστε ἂν ὑπάρχει κάποια ἀσάφεια ἢ ἀστοχία, μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἑρμηνεία του νὰ ἐπισημανθεῖ καὶ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ παρερμηνεία καὶ ἡ κακὴ χρήση καὶ διοίκησή του, σέ βάρος τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἱεραποστολικοῦ της ἔργου ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν.
Τρίτον, ὁ σκοπὸς τῆς συγγραφῆς καὶ ἔγκρισης τοῦ κειμένου αὐτοῦ δὲν ἦταν νὰ ἐκφραστεῖ ἡ θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατὰ πόσον οἱ ἄλλοι χριστιανοὶ ἀποτελοῦν Ἐκκλησία ἢ ὄχι, ἀλλὰ νὰ καθορίσει τὶς προϋποθέσεις μὲ βάση τὶς ὁποῖες θὰ κάνει τὸν Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τοὺς Ἑτεροδόξους. Ἔτσι, στὴν ἀρχὴ ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία (ἄρθρο 1). Οἱ ὑπόλοιπες χριστιανικές ὁμολογίες εἶναι “ἐξ᾽ αὐτῆς διεστῶσες” (ἄρθρο 4). Ἡ ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκφράζεται ἀδιασπάστως “διὰ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς Πατερικῆς παραδόσεως καὶ βιοῦται μέχρι σήμερον ἐν αὐτῇ” (ἄρθρο 2). Γι᾽ αὐτὸ “κατὰ τὴν ὀντολογικὴν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας (τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς, δηλ τῆς Ὀρθοδόξου), εἶναι ἀδύνατον νὰ διαταραχθεῖ” (ἄρθρο 6). Ὡστόσο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχοντας “βαθεῖαν τὴν αὐτοσυνειδησίαν” τοῦ ποιὰ εἶναι, “ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκόμενων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἑτεροδόξων (ἄρα δὲν εἶναι ὁμόδοξες, δὲν ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτή) χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν“. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀποδεχόμαστε εἶναι ὅτι ἱστορικὰ ὑπῆρξαν, μέχρι τὸ 1054 μ.Χ ποὺ ἔγινε τὸ σχίσμα, ὁμόδοξες μὲ ἐμᾶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ μετὰ διασπάσθησαν καὶ “διὰ κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καὶ τάξεως αἱ μὴ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς, καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας” (ἄρθρο 21). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται σὲ διάλογο μαζί τους (ἐπειδὴ κουβαλοῦν ἀπὸ τὴν πρώτη χιλιετηρίδα κάποια ἐκκλησιολογική βάση), ὥστε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ τὸ ὅλο ἐκκλησιολογικό θέμα καὶ “ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ᾽ αὐταῖς διδασκαλίας περὶ μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς” (ἄρθρο 6). Μὲ τὸ διάλογο αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία “δίνει δυναμικὴν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καὶ τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρὸς τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς” (ἄρθρο 6). Ὁ διάλογος αὐτὸς γίνεται “ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν Ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνοδῶν” (ἄρθρα 3, 5, 8, 18), ὡς “ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν διηρημένον χριστιανικὸν κόσμον ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ πίστεώς της” (ἄρθρο 24). Ἀκόμα ὁ διάλογος αὐτὸς διεξάγεται “ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθόδοξου ἐκκλησιολογίας καὶ τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως” (ἄρθρο 20). Ἡ δὲ ἑνότητα, ἡ ὁποία ἐπιδιώκεται νὰ ἐπιτευχθεῖ, εἶναι ἑνότητα πίστεως καὶ μυστηριῶν (“ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διὰ τὴν ἑνότητα, ὡς καὶ ἡ οἰκουμενικὴ αὐτῆς ἀποστολὴ ἐξεφράσθησαν ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνοδῶν. Αὗται ἰδιαιτέρως προέβαλον τὸν μεταξὺ τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν” πρβλ ἄρθρα 12, 18, 21, 24).
Πιστεύω ὅτι ὑπὸ τὴ θεώρηση τῶν πιὸ πάνω ἐπισημάνσεων τὸ κείμενο αὐτὸ βοηθᾶ νὰ χαράξουμε τὴν πορεία μας, ὡς ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, πρὸς τοὺς ἐξ ἡμῶν διεστῶτας Χριστιανούς, νὰ τοὺς ἐπισημάνουμε τὶς δογματικές τους ἐκτροπὲς (αἱρέσεις) «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ», νὰ τοὺς μεταδώσουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐμπειρία, τὰ ὁποῖα ἂν γίνουν ἀποδεκτὰ, νὰ ἀποτελέσουν μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους “μία ποίμνη μέ ἕνα Ποιμένα” (Ἰωάν. ι´, 16 ), κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μας.
Γιὰ νὰ διαλυθεῖ κάθε ὑπόνοια ὅτι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος συνῆλθε μὲ σκοπὸ τὴ θεολογικὴ θεμελίωση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὡς ἰσότιμης Ἐκκλησίας μὲ τὴν Ὀρθόδοξη καὶ τὴ θεμελίωση τοῦ ἄκρατου καὶ ἄκριτου Οἰκουμενισμοῦ παραθέτω τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅπου ἀναγνωρίζονται ὡς “καθολικοῦ κύρους” Σύνοδοι οἱ: τοῦ Μεγάλου Φωτίου, Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, καὶ ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία κατεδίκασε τὴ Ψευδοσύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας: “Τὸ συνοδικὸν ἔργον (σημ. τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) συνεχίζεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἀδιακόπως διὰ τῶν μεταγενεστέρων, καθολικοῦ κύρους, συνόδων, ὡς λ.χ τῆς ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης Συνόδου (879-880) καὶ τῶν ἐπὶ ἁγἰου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγληθεισῶν Μεγάλων συνόδων (1341, 1351, 1368), διὰ τῶν ὁποίων ἐβεβαιώθη ἡ αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἐξαιρέτως δὲ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς μεθέξεως (μετοχῆς) τοῦ ἀνθρώπου εἰς τάς ἀκτίστους θείας ἐνεργείας. Προσέτι δὲ καὶ διὰ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγίων καὶ Μεγάλων Συνόδων τῶν ἐτῶν 1484 διὰ τὴν ἀποκήρυξιν τῆς ἑνωτικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1438-1439)…..“. (Ἑνότητα I, παράγραφος 3).
Καταλήγοντας φρονῶ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν κινδυνεύει (“πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς” Ματθ. ιστ´,18). Ἐμεῖς κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε, μέσα στὸν ἐκκοσμικευμένο κόσμο, τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ ζωή, πού μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια-χάρη τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ, μέσον τῆς ὁποίας ἐπιτυγχάνουμε τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, δηλαδὴ τὴν πνευματικὴ μας τελείωση.