Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου (Ματθ. 9, 9-13)
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ἡ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, δὲν ἀνήκει στὴ σειρὰ τῶν περικοπῶν ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν ἅγιο Εὐαγγέλιο, ποὺ διαβάζονται στὴν ἐκκλησία κατ᾽ αὐτὴ τὴν περίοδο. Περιέχεται στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, καὶ θεσπίστηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας νὰ διαβάζεται σήμερα, στὶς 16 Νοεμβρίου,
πρὸς τιμὴν τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη ἑορτάζουμε. Ὄχι μόνο γιατὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ συνέγραψε, ἀλλὰ καὶ γιατὶ περιέχει τὸ γεγονὸς τῆς κλήσης του ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ὁ ἀπόστολος Ματθαῖος, ποὺ ὀνομαζόταν προηγουμένως Λευῒ καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου, ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη (φοροεισπράκτορα). Γνωρίζουμε δὲ ὅτι οἱ τελῶνες τῆς ρωμαϊκῆς ἐποχῆς (ὅπως βέβαια καὶ μεταγενέστερα), ἔκαναν ἀδικίες καὶ καταδυνάστευαν τὸν κόσμο, καὶ ἦταν γι᾽ αὐτὸ οἱ χαρακτηριστικοὶ τύποι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἐξεφώνησε τὴν σπουδαία ἐκείνη παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, φέροντας τὸν πρῶτο ὡς κατεξοχὴν παράδειγμα τοῦ βυθισμένου στὴν ἀδικία καὶ τὰ πάθη ἀνθρώπου, ἐνῶ τὸν δεύτερο ὑπόδειγμα μιᾶς ὑποκριτικῆς καὶ φαινομενικὰ ἐνάρετης ζωῆς. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν κάνει διακρίσεις! Εἶναι ἀπροσωπόληπτος! Εἶναι Πατέρας ὅλων, καὶ δίνει σὲ ὅλους, σὲ κάθε κατάστασης καὶ φυλῆς καὶ γλώσσας ἄνθρωπο εὐκαιρία/εὐκαιρίες, νὰ Τὸν γνωρίσει, νὰ Τὸν πλησιάσει, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν προηγούμενη ἁμαρτωλὴ ζωή του καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει στὴν ὁδὸ πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Ἔτσι καὶ μὲ τὸν Ματθαῖο.
Μιὰ μέρα, καθὼς διερχόταν ὁ Χριστός μας ἀπὸ τὸ τελωνεῖο, ὅπου καθόταν ὁ Ματθαῖος, ἔστρεψε τὸ εὔσπλαγχνο καὶ ἀνέκφραστα φιλάνθρωπο βλέμμα Του πρὸς ἐκεῖνο καὶ τοῦ εἶπε· «Ἀκολούθει μοι». Κι αὐτός, χωρὶς δεύτερη σκέψη, δίχως νὰ ὑπολογίζει τὸ τί καὶ ποιούς ἄφηνε πίσω του, χωρὶς ἀναβολή, ἀκολούθησε ἀνεπιστρεπτεὶ τὸν ἅγιο ἐκεῖνο Διδάσκαλο! Μά, πρὶν πορευθεῖ μὲ τὸν Κύριο, ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης στὸν Σωτῆρα του -καὶ ἴσως στερνὸ ἀποχαιρετισμὸ στοὺς φίλους καὶ γνωστούς του-, παρέθεσε πλούσιο γεῦμα στὸ ἀρχοντικό του, στὸ ὁποῖο παρακάθησαν ὁ Κύριος καὶ οἱ μαθητές Του, καθὼς καὶ πολλοὶ τελῶνες καὶ γνωστοὶ τοῦ Ματθαίου. Κι ὅταν οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι ἄρχισαν νὰ σκανδαλίζονται καὶ νὰ γογγύζουν καὶ νὰ ἐρωτοῦν τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, γιατί νὰ τρώει καὶ συναναστρέφεται ὁ ἅγιος καὶ θαυματουργὸς Διδάσκαλός τους μὲ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλούς, πρόλαβε Ἐκεῖνος καὶ τοὺς ἀπάντησε ἀποστομωτικά: «Δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ γιατρὸ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλὰ οἱ ἄρρωστοι. Πηγαίνετε πρῶτα νὰ μάθετε τί σημαίνει, ‘‘ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν’’ (Ὠσηὲ 6, 6). Γιατὶ ἐγὼ δὲν ἦλθα στὸν κόσμο, δὲν ἐνανθρώπησα γιὰ νὰ καλέσω τοὺς δίκαιους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια.» Ὤ λόγια μελίρρυτα τοῦ Φιλανθρώπου Θεανθρώπου, ποὺ ἀποστάζουν τὴ μέγιστη ἀγάπη καὶ εὐσπλαγχνία Του στὸν κάθε ἁμαρτωλὸ καὶ πεσμένο στὴν πλάνη τῶν παθῶν ἄνθρωπο καὶ μᾶς φανερώνουν τὸν σκοπὸ τῆς ἄπειρης συγκατάβασής Του, τὴν ἀνάκληση δηλαδὴ καὶ θέωση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων!
Καὶ ὁ Ματθαῖος ἀκολούθησε στὴ συνέχεια τὸν Κύριο καὶ ἔγινε αὐτήκοος τῆς διδασκαλίας καὶ αὐτόπτης τῶν θαυμάτων Του, καθὼς καὶ τῶν ἁγίων Του Παθῶν, τῆς Σταύρωσης, τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς Ἀνάληψής Του. Καί, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαζὶ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κληρώθηκε νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς ὁμοεθνεῖς του Ἑβραίους. Σύμφωνα δὲ μὲ ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὀκτὼ χρόνια μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου συνέταξε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, ποὺ τὸ μετέφρασε στὴν ἑλληνικὴ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, καὶ τὸ ἀντέγραψε ἰδιοχείρως ὁ Κύπριος στὴν καταγωγὴ ἀπόστολος Βαρνάβας. Οἱ ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες τοῦ Ματθαίου συνεχίσθηκαν, καὶ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν συνανθρώπων του τὸν ὁδήγησαν μέχρι τὴν Ἱεράπολη, στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη, ὅπου, ἀφοῦ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ θεογνωσία, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ προχωρημένη ἡλικία. Κατ᾽ ἄλλη ὅμως ἐκδοχὴ τοῦ Βίου του, ἀφοῦ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πάρθους καὶ Μήδους, τελειώθηκε μαρτυρικὰ διὰ πυρός.
Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε σὲ δύο σημεῖα τῆς σπουδαίας σημερινῆς καὶ γεμάτης ὑψηλὰ πνευματικὰ νοήματα περικοπῆς. Τὸ πρῶτο, στὰ λόγια τῆς κλήσης τοῦ Λευῒ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀκολούθει μοι. Δύο λέξεις, στὶς ὁποῖες ἡ ἀνταπόκριση τοῦ Λευῒ στὸν καλοῦντα ὑπῆρξε ἄμεση καὶ σταθερή· παρόλο ποὺ ἡ ἀπόφασή του αὐτὴ συνεπαγόταν φτώχεια ἀντὶ πλούτου, κακοπάθειες ἀντὶ ἀνέσεις, διὰ βίου ἀγῶνα κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, μόχθους γιὰ τὸν προσωπικό του ἁγιασμὸ καὶ τὴ σωτηρία τῶν συνανθρώπων του. Καὶ ὅμως, τὸ τόλμησε! Καὶ ἔγινε ἀπὸ ἕνας ἁμαρτωλὸς τελώνης τῆς Παλαιστίνης, ποὺ θὰ πέθαινε καὶ κανεὶς δὲν θὰ τὸν ἤξερε πιά, ὁ μέγας ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὁ συγγραφέας τοῦ πρώτου Εὐαγγελίου καὶ φωστήρας πνευματικὸς τῆς οἰκουμένης. Γιατί; Δὲν παρεῖδε τὴν ὥρα τῆς Χάριτος, τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀκολούθησε διὰ βίου ἀνεπίστροφα τὸν Κύριο μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ καὶ αὐταπάρνηση. Γιὰ τοῦτο καὶ δοξάσθηκε ἀπὸ τὸν Δικαιοκρίτη στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό.
Ἡ κλήση τοῦ Κυρίου, ἀκολούθει μοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν ἦταν μόνο πρὸς τὸν Ματθαῖο. Ἰσχύει διαχρονικὰ γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, γιὰ τὸν καθένα μας. Στὸν καθένα μας δίνονται εὐκαιρίες. Εὐκαιρίες γιὰ ὁλόψυχη ἀφιέρωση στὸν Κύριο, στὸ ἅγιό Του θέλημα. Εἰδικὰ σ᾽ ἐμᾶς, ποὺ ἀξιωθήκαμε νὰ ἀνήκουμε στὴ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸν κάνουμε ἔνοικο μὲ τὴ μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Νὰ ἔχουμε ἔγνοια νὰ μὴν ἀπορρίψουμε οὐδέποτε τὴν ἁγία τούτη κλήση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ τὴ βεβαιώνουμε καὶ βιώνουμε στὴν καθημερινή μας ζωὴ μὲ τὴ μετάνοια, τὴ διόρθωσή μας, τὴν προσευχή μας, τὴν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στὰ ἁγιαστικὰ τῆς Ἐκκλησίας μας Μυστήρια. Καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ ἔλθουμε καὶ στὸ ἄλλο θέμα μας, μὲ τὴν ἐλεήμονα ἀπὸ καρδίας διάθεση καὶ προσφορὰ στὸν ἀνθρώπινο πόνο, στὸν κάθε ἀδελφό μας, ποὺ πρὶν καὶ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα ζητεῖ ἀπὸ τὸν καθένα μας ὁ Θεός: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν».
Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι ἀπείρως Ἐλεήμων, ὅπως μᾶς τόνισε στὴ σημερινὴ περικοπή, καὶ στέκει στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας καὶ κρούει γιὰ νὰ μπεῖ μέσα (Ἀποκ. 3, 20), ὅταν ἰδεῖ τὴν ἐκ μέρους μας ὁλόθυμη ἀποδοχὴ τῆς κλήσης Του, τὴ θερμὴ μετάνοιά μας καὶ τὴν εἰλικρινὴ ἀγάπη μας στὴν εἰκόνα Του, στοὺς ἀδελφούς μας, θὰ μᾶς εὐλογήσει ἀφθονοπάροχα καὶ στὴν παροῦσα μας ζωή, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει, γιὰ τὸ μέγα Του ἔλεος, καὶ τῆς ἀνέκφραστης ἐκείνης τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, μὲ τὶς ἱκεσίες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!