Μᾶρκος, ὁ πανεύφημος ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος , ὁ ὁποῖος στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται μὲ τὸ διπλὸ ὄνομα Ἰωάννης ὁ ἐπικαλούμενος Μᾶρκος , γεννήθηκε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ πρώτου μ.Χ. αἰώνα καὶ ζοῦσε στὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ μητέρα του, ποὺ ἀναφέρεται ἐπίσης στὶς Πράξεις , ὀνομαζόταν Μαρία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο.
Ἡ Μαρία, ποὺ ὑπῆρξε ἐπίσης σύγχρονη τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καὶ διέμενε τότε στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὴν οἰκογένειά της, βλέποντας τὰ πολλὰ καὶ ἐξαίσια θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πίστευσε σ᾽ αὐτὸν μαζὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς της, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἡ Μαρία θεωρεῖται, ἄλλοτε μὲν ὡς θεία τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα, ἄλλοτε δὲ ὡς νύμφη του, ὡς σύζυγος δηλαδὴ τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀποστόλου Ἀριστοβούλου, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ γέννησε τὸν Ἰωάννη Μᾶρκο. Περαιτέρω, σύμφωνα μὲ ἐπίσης βυζαντινὴ παράδοση, ποὺ ἀποθησαυρίζεται στὸ περίφημο Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως (10ος αἰ.) καὶ τὸ Μηνολόγιον τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου Β´ (πρῶτο τέταρτο 11ου αἰ.), ὁ ἀπόστολος Πέτρος νυμφεύθηκε τὴ θυγατέρα τοῦ ὡς ἄνω Ἀριστοβούλου (καὶ ἄρα πιθανώτατα καὶ τῆς Μαρίας αὐτῆς). Ἂν ἔτσι ἔχει ἡ ἀλήθεια, τότε ἡ Μαρία ἦταν ἡ πενθερὰ τοῦ Πέτρου, τὴν ὁποία θεράπευσε ἀπὸ τὸν πυρετὸ ὁ Χριστός. Ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὶς παραδόσεις αὐτές, ἡ ἑρμηνεία τῆς συγγένειας τοῦ Μάρκου μὲ τὸν Βαρνάβα, τοῦ ὁποίου χαρακτηρίζεται ὡς ἀνεψιὸς (Κολ. 4, 10), εἶναι διπλή: Εἴτε ἦταν ἐξάδελφός του, εἴτε ἀδελφότεκνός του.
Ἀπὸ τὴ σχετικὴ διήγηση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (κεφ. 12), ὅπου καὶ ἡ μόνη σαφὴς ἀναφορὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης στὸ πρόσωπο τῆς ἐν λόγῳ Μαρίας, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλες ἀναφορές, σχετικὲς πρὸς τὸν υἱό της Μᾶρκο, καθίσταται ἐμφανὲς ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε πράγματι οἰκογενειακὲς σχέσεις πρὸς τὸ περιβάλλον τοῦ Μάρκου, ἡ δὲ οἰκία τῆς μητέρας του Μαρίας ἦταν πολὺ γνώριμη καὶ προσφιλὴς σ᾽ αὐτόν. Kατὰ τὴν ἀρχαία ἐπίσης παράδοση ἀλλὰ καὶ τὴ σύγχρονη ἔρευνα, στὴν οἰκία αὐτή, ποὺ βρίσκεται στὴν περιοχὴ Σιών, σύχναζε καὶ ὁ Χριστός. Ἐκεῖ μάλιστα τέλεσε ὁ Κύριος τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο μὲ τοὺς μαθητές Του, ἐκεῖ ἀκόμη ἔγινε καὶ ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους καὶ μαθητές του κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ εὐλογημένη ποικιλότροπα αὐτὴ οἰκία κατέστη ἡ πρώτη «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία» στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου συγκεντρωνόταν ἡ πολυπληθὴς πρωτοχριστιανικὴ κοινότητα γιὰ προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἡ μητέρα τοῦ Μάρκου Μαρία ἀναδείχθηκε μία ἀπὸ τὶς λίγες ἐκεῖνες γυναῖκες τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητά της στὴ διακονία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν πρώτων μαθητῶν του, τῆς ὁποίας, ὡς παράδειγμα ἀρετῆς, μᾶς διέσωσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὸ ὄνομα καὶ κάποια ἀπὸ τὰ ἐνάρετα ἔργα της. Κατὰ μία μαρτυρία, σωζόμενη σὲ Δυτικὰ Μαρτυρολόγια, ἡ Μαρία ἦλθε καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ στὴν Κύπρο. Ἡ μνήμη της τελεῖται στὶς 30 Ἰουνίου. Γιὰ τὴν κυπριακή της καταγωγή, ἐντάσσεται στὴ χορεία τῶν Κυπρίων ἁγίων καὶ ἀπὸ Κυπρίους χρονογράφους.
Ἀπὸ μία τέτοια λοιπὸν ἁγία ρίζα ἀνεβλάστησε ὁ ἱερὸς Μᾶρκος, ποὺ κατέστη ἕνας ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Κατὰ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία τῶν Παύλου καὶ Βαρνάβα (περὶ τὰ ἔτη 45/46 μ.Χ.), ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος τοὺς ἀκολούθησε ὡς «ὑπηρέτης» (Πράξ. 13, 5), ἀλλὰ μόνο στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς Κύπρου, γιὰ νὰ τοὺς ἐγκαταλείψει κατόπιν -γιὰ ἄγνωστο λόγο- στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἀργότερα, ἐνῶ ὁ Παῦλος μὲ τὸν Βαρνάβα ὀργάνωναν τὴ δεύτερη περιοδεία τους, συνέβη ὁ γνωστὸς «παροξυσμὸς» μεταξύ τους γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἰωάννη Μάρκου, τὸν ὁποῖο, ὁ μὲν Βαρνάβας ἤθελε νὰ συμπαραλάβουν καὶ πάλιν, ὁ δὲ Παῦλος ἀρνεῖτο ἔντονα. Χώρισαν ἔτσι τελικὰ οἱ δρόμοι τους καὶ ὁ Βαρνάβας μὲ τὸν Μᾶρκο μεταβαίνουν γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν Κύπρο μέσῳ Ἀνεμουρίου, περὶ τὸ 49 μ.Χ. . Οἱ δύο ἀποστόλοι καταπλέουν στὸν Κρομμυακίτη (σημ. Κορμακίτη), ὁδηγοῦν τοὺς ἐκεῖ ὑπηρέτες τοῦ εἰδωλείου Ἀρίστωνα καὶ Τίμωνα στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ περιέρχονται ἐφεξῆς ὅλο τὸ νησί, εὐαγγελιζόμενοι τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μέχρι ποὺ φθάνουν στὴ Σαλαμίνα. Ἐκεῖ ὁ Βαρνάβας, περὶ τὸ ἔτος 53 μ.Χ. , βρίσκει μαρτυρικὸ τέλος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους , ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴ Συρία, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, τὸν λιθοβόλησαν καὶ ἔριξαν στὴ φωτιὰ τὸ ἅγιο λείψανό του. Αὐτὸ ὅμως παρέμεινε ἀβλαβὲς καί, ὅπως προφητικὰ εἶχε προείπει ὁ Βαρνάβας, τὸ ἔλαβε κρυφὰ τὴ νύκτα ὁ Μᾶρκος μὲ δύο μαθητές του, τοὺς Τίμωνα καὶ Ρόδωνα , καὶ τὸ ἐνταφίασε σὲ πλησιόχωρο σπήλαιο, ἐναποθέτοντας στὸ στῆθος του τὸ κατὰ Ματθαῖον ἰδιόχειρο τοῦ Βαρνάβα Εὐαγγέλιο.
Κυνηγημένοι κατόπιν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὁ Μᾶρκος μὲ τοὺς μαθητές του Τίμωνα καὶ Ρόδωνα, φθάνουν μέσῳ Λεδρῶν (Λευκωσίας) στὴν κώμη τοῦ Λιμνήτη, κοντὰ στοὺς Σόλους, ὅπου συναντοῦν τὸν νεοαφιγμένο ἀπὸ τὴ Ρώμη Αὐξίβιο. Ὁ Μᾶρκος, ἐπειδὴ διεγνώρισε τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν ἔνθεο πόθο τοῦ Αὐξιβίου, τὸν κατήχησε, τὸν βάπτισε καὶ τὸν χειροτόνησε ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο τῶν Σόλων, καὶ ἀναχώρησε στὴ συνέχεια μὲ τὴ συνοδία του γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια .
Ἀργότερα ὁ Μᾶρκος συναντήθηκε μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὴν Ἔφεσο, μὲ τὸν ὁποῖο ὄχι μόνο συμφιλιώθηκε, ἀλλὰ καὶ συνεργάστηκε μαζί του γιὰ ἕνα διάστημα. Ὅταν πληροφορήθηκε τότε ὁ Παῦλος τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ φίλου του Βαρνάβα καὶ ὅτι στὸ νησὶ δὲν βρισκόταν ἄλλος ἀπόστολος νὰ κηρύσσει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἔστειλε κάποιους μαθητές του στὴν Κύπρο μαζὶ μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Ταμασσοῦ, ἅγιο Ἡρακλείδιο, ποὺ ἐκτελοῦσε τότε χρέη ἀρχιεπισκόπου τῆς νήσου, ἐντελλόμενος ποιό ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ ποῦ νὰ καταστήσει τὸν καθένα ἐπίσκοπο. Τέλος, τοῦ ἔγραφε νὰ μεταβεῖ στοὺς Σόλους πρὸς συνάντηση τοῦ Αὐξιβίου, τονίζοντάς του ὅτι ἦταν ἤδη χειροτονημένος ἀπὸ τὸν Μᾶρκο ἐπίσκοπος, γιὰ νὰ τὸν παροτρύνει στὸ ἔργο εὐαγγελισμοῦ τοῦ ποιμνίου του καὶ νὰ τοῦ ἑρμηνεύσει πρακτικὰ τελετουργικὰ θέματα. Κατὰ τὸν Βίο τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, μετέβη στοὺς Σόλους ὁ Ἡρακλείδιος, ὅπου ἐξετέλεσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Παύλου, καθοδηγώντας περαιτέρω τὸν Αὐξίβιο πῶς νὰ ἀνεγείρει ἕνα πρῶτο ἐκεῖ ναὸ γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες ὅσων θὰ πίστευαν στὸν Κύριο. Πράγματι ὁ Αὐξίβιος, ἀκολουθώντας τὶς ὁδηγίες τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου, ἀνήγειρε μία πρώτη χριστιανικὴ ἐκκλησία στοὺς Σόλους καὶ ἐπιδόθηκε στὸν εὐαγγελισμὸ τῶν κατοίκων.
Ὁ Μᾶρκος ἀκολούθησε στὴ συνέχεια τὸν ἀπόστολο Πέτρο -ποὺ τὸν ὀνομάζει καὶ (πνευματικὸ) υἱό του (Α´ Πέτρ. 5, 13)- καὶ ταξίδεψαν μαζὶ μέχρι τὴ Ρώμη. Ἐκεῖ ὁ Μᾶρκος συνέγραψε τὸ κατ᾽ αὐτὸν Εὐαγγέλιο, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Πέτρου, ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐπικύρωσε. Κατόπιν, ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος ἀπέστειλε τὸν Μᾶρκο στὴ μεγαλούπολη Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ὡς ἐπίσκοπό της. Ἐκεῖ ὁ Μᾶρκος κατέβαλε μεγάλους ἀγῶνες γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ὄχι μόνο στὴν πρωτεύουσα τῆς Αἰγύπτου, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς τῆς βορείου Ἀφρικῆς. Θεμελίωσε ἔτσι τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, τὴν ὁποία καὶ ἄρδευσε καὶ καθαγίασε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, καθότι συνελήφθη τελικὰ ἀπὸ τοὺς ἀμετανόητους εἰδωλολάτρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους βρῆκε μαρτυρικὸ τέλος. Τάφηκε τότε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς στὴν τοποθεσία τοῦ Βουκόλου. Ἀργότερα οἰκοδομήθηκε ἐπάνω στὸν τάφο του ναός, ποὺ ἀνεδείχθη σὲ σπουδαῖο προσκύνημα στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κατὰ τὸν 14ο αἰώνα τὰ τίμια λείψανα τοῦ Μάρκου μεταφέρθηκαν στὴ Βενετία, ὅπου κατατέθηκαν στὴν περίφημη βασιλικὴ ποὺ ἀφιερώθηκε στὸ ὄνομά του.
Ἀναφορικὰ μὲ τὴν τιμὴ τοῦ ἀποστόλου Μάρκου στὴν Κύπρο, διασώζεται τοπωνύμιο Μᾶρκος στὴν Πεντάγεια σὲ περιοχὴ δίπλα ἀπὸ τὴ θάλασσα (ὅπου ὁ βυζαντινὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου, δίπλα ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο μετόχιο τῆς μονῆς Κύκκου). Ἀκόμη, ὑπάρχει παράδοση ὅτι στὸ χωριὸ Λουτρός, ποὺ βρίσκεται στὸν δρόμο πρὸς τὸν Λιμνήτη, ὑπῆρχε ναΐσκος τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου, ποὺ καταστράφηκε. Περαιτέρω, στὴν παραλία τοῦ Λιμνήτη, κάτω ἀπὸ μιὰ τεράστια κληματαριὰ καὶ σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπὸ τὴ θάλασσα, οἱ Τουρκοκύπριοι κάτοικοι τοῦ Λιμνήτη ὑποδεικνύουν ἁγίασμα γλυκοῦ νεροῦ, ποὺ τὸ κατονομάζουν, «τὸ ἁγίασμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».
Νεόδμητος ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου στὴν Κύπρο λειτουργεῖ στὴν περιοχὴ Ἀρχάγγελος Λευκωσίας.
Τοιχογραφίες καὶ εἰκόνες τοῦ ἀποστόλου Μάρκου σώζονται στὴ νῆσο ἀπὸ τὸν 12ο αἰ. κ. ἑξ. . Σημειώνουμε τὴν ψηφιδωτὴ ἀπεικόνισή του (6ου αἰ.) στὴν περίφημη βασιλικὴ τῆς Παναγίας Κανακαριᾶς στὴν κατεχόμενη Λυθράγκωμη τῆς Καρπασίας .
Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 25 Ἀπριλίου.
——
Τὸ κείμενο προέρχεται ἀπὸ τὸ ὑπὸ ἔκδοση βιβλίο τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, Οἱ ἐν τῇ μητροπολιτικῇ περιφερείᾳ Σόλων/Μόρφου διαλάμψαντες καὶ ἐξαιρέτως τιμώμενοι ἅγιοι. Πλήρης ᾀσματικὴ τῶν ἁγίων Ἀκολουθία, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι, Παρακλητικὸς Κανὼν καὶ Λόγος Ἐγκωμιαστικὸς αὐτῶν, μετὰ ἀναδρομῆς εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν ἐπισκοπῶν Σόλων/Μόρφου καὶ τῶν Βίων τῶν ἐν αὐταῖς τιμωμένων ἁγίων.
Τὰ βασικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα περὶ τοῦ ἀποστόλου Μάρκου καὶ ὅσα ἀφοροῦν στὴν ἐν Κύπρῳ ἀποστολικὴ δράση του ἀρυόμαστε, τόσο ἀπὸ τὶς σχετικὲς ἀναφορὲς τῆς Kαινῆς Διαθήκης, ὅσο καὶ τὰ ἔργα Fr. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca (BHG) 204, 225-226 καὶ 1035-1038. Σημαντικὴ ἡ σχετικὴ διατριβὴ τοῦ καθηγητῆ Χρήστου Οἰκονόμου, Οἱ ἀπαρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Κύπρο, Πάφος ³1996, καθὼς καὶ οἱ μελέτες τοῦ ἰδίου, «Ἡ συμβολὴ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν ἀρχέγονη Ἐκκλησία καὶ τὴν Κύπρο» καί, «Ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ Μάρκος ἑδραιώνουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου» στό: Βιβλικὲς Μελέτες γιὰ τὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμό, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 17-52 καὶ 53-79, ἀντιστοίχως, μὲ πλούσια ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία. Πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τοῦ ἀποστόλου Μάρκου μὲ τὴ σχετικὴ βιβλιογραφία στὰ Κύπρια Μηναῖα, Ϛ´ (Μάρτιος-Ἀπρίλιος), σσ. 150-166. Περαιτέρω, πλεῖστα ὅσα στοιχεῖα παραθέτουμε ἐφεξῆς προέρχονται ἀπὸ τὴν Διπλωματικὴ ἐργασία τοῦ γράφοντος, Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακείμ, Οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες (1ος-5ος αἰ.), (ἐκδ.) «Ostracon Publishing», Θεσσαλονίκη 2017 (ὑπὸ ἔκδοση).
Βλ. λ.χ. τὸ χωρίον, «συμπαραλαβόντες καὶ Ἰωάννην τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον» (Πράξ. 12, 25).
«ἦλθεν (ὁ Πέτρος) ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου» (Πράξ. 12, 12).