Ο θεσμός του Χωρεπισκόπου
Του Ραφαήλ Μισιαούλη, θεολόγου
Οι Χωρεπίσκοποι ήταν Επίσκοποι μικρών πόλεων και χωριών, δηλαδή στην ύπαιθρο, για κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των Χριστιανών, όταν ο Χριστιανισμός διαδιδόταν στην ύπαιθρο. Στην αρχή οι Χριστιανοί της υπαίθρου συμμετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις της πόλης, αλλά όταν γίνονταν αρκετοί σε μια περιοχή της υπαίθρου, φαινόταν η ανάγκη για ύπαρξη Επισκόπου στην περιοχή αυτή. Την περίοδο εκείνη η διακίνηση στην ξηρά ήταν δύσκολη και γινόταν με τα πόδια ή τη χρήση ζώων. Επιπλέον, δεν υπήρχε κατάλληλο οδικό δίκτυο, ικανοποιητικός αριθμός γεφυριών και οι συνθήκες ασφάλειας συχνά δεν ήταν ικανοποιητικές. Το πώς και πότε εισήχθη ο θεσμός του Χωρεπισκόπου, πώς εξελίχθηκε και πώς εμφανίζεται σήμερα για κάλυψη των αναγκών της Εκκλησίας θα δούμε στη συνέχεια.
Μετά την Πεντηκοστή οι Απόστολοι απευθύνονταν κατ΄ αρχάς στους Ιουδαίους και έπειτα στους εθνικούς. Όπως φαίνεται από τις Πράξεις των Αποστόλων, ο Απόστολος Παύλος κατά τις περιοδείες του απευθύνετο στις συγκεντρώσεις των Ιουδαίων στις συναγωγές[1], οι οποίες ήταν σε πόλεις. Έτσι, ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται κυρίως στις πόλεις.
Στις περιοδείες τους οι Απόστολοι χειροτονούσαν Πρεσβυτέρους και Επίσκοπο σε κάθε πόλη, ιδρύοντας έτσι εκκλησία στην πόλη. Ο Επίσκοπος θα συνέχιζε το ιεραποστολικό έργο των Αποστόλων και των συνεργατών τους και θα επέβλεπε την πιστή εφαρμογή της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Κάποιοι από τους Επισκόπους αυτούς ήταν συνεργάτες των Αποστόλων στο ιεραποστολικό τους έργο, όπως οι Απόστολοι Τιμόθεος, Τίτος, Φιλήμων κ.ά. Εκτός από την εξυπηρέτηση των πιο πάνω αναγκών, η εγκαθίδρυση Επισκόπου είχε και μια ιδιαίτερη σημασία, δηλαδή υπήρχε Εκκλησία στην οποία γίνονταν συγκεντρώσεις των πιστών για την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Με την πάροδο του χρόνου, ο Χριστιανισμός από τις πόλεις άρχισε να διαδίδεται και στα γειτονικά χωριά και γενικά στην ύπαιθρο. Ένδειξη για διάδοση του Χριστιανισμού στην ύπαιθρο παρατηρούμε στη Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, η οποία απευθύνεται στους χριστιανούς της Κορίνθου «σὺν τοῖς ἁγίοις πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν ὅλῃ τῇ Ἀχαΐᾳ[2]».
Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για το πότε ο Χριστιανισμός άρχισε να διαδίδεται στην ύπαιθρο άλλων πόλεων. Για τη Ρώμη γνωρίζουμε ότι ήδη το 150 μ.Χ. περίπου υπήρχαν χριστιανοί στα χωριά γύρω από τη Ρώμη[3], οι οποίοι συμμετείχαν στη θεία λειτουργία στη Ρώμη. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οι πόλεις είχαν αυτοδιοίκηση, ενώ η ύπαιθρος ήταν χωρισμένη σε υπαίθριες επαρχίες γνωστές ως pagi (χώρες) ή vici (χωριά). Κάθε υπαίθρια επαρχία ήταν ενωμένη για τη λατρεία θεών[4].
Με τη σταδιακή διάδοση του Χριστιανισμού στην ύπαιθρο, οι χριστιανοί της υπαίθρου συμμετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις των χριστιανών της γειτονικής πόλης. Όταν ο πληθυσμός των χριστιανών ενός οικισμού αυξανόταν πολύ και δημιουργείτο πρόβλημα για μαζική μετάβασή του στη γειτονική πόλη για συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, φαινόταν η ανάγκη για λειτουργία στον οικισμό αυτό νέου κέντρου λατρείας. Επικεφαλής του κέντρου αυτού τοποθετείτο Επίσκοπος. Οι Επίσκοποι των οικισμών αυτών (χωρών), που δεν ήταν πόλεις αυτοδιοικούμενες, σε κάποιες περιοχές ονομάστηκαν Χωρεπίσκοποι. Πότε εισάγεται ο θεσμός του Χωρεπισκόπου στις διάφορες περιοχές συνήθως δεν είναι γνωστός. Υπάρχουν κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις από τα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα για το θεσμό αυτό, αν και δεν αποκλείεται η εισαγωγή του από τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα ή τις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα. Έτσι, στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (138-161 μ.Χ.) στην υπαίθρια περιοχή vicus Baccanensis (σήμερα Campagnano di Roma), 45 χιλιόμετρα βόρεια της Ρώμης, στην περιοχή της Ετρουρίας, την οποία οι Ρωμαίοι μετονόμασαν σε Τuscia, υπήρχε Επίσκοπος με το όνομα Αλέξανδρος[5].
Στο τελευταίο τέταρτο του 2ου μ.Χ. αιώνα στα «Αcta Caecciliae» γίνεται αναφορά σε urbanus papa, για τον οποίο γίνεται δεκτό ότι είναι ο Τriopius, Επίσκοπος του «pagus Appiae» στην Ιταλία, δηλαδή Χωρεπίσκοπος, χωρίς όμως να χρησιμοποιείται ο όρος αυτός[6]. Ο αριθμός των Χωρεπισκόπων στην Ιταλία φαίνεται να έχει αυξηθεί σημαντικά όπως φαίνεται από το εξής γεγονός: το 250/251 μ.Χ. ο Πρεσβύτερος Νοβατιανός, εκμεταλλευόμενος τη χηρεία του επισκοπικού θρόνου Ρώμης και την προώθηση στο θρόνο του Κορνηλίου, έπεισε τρεις Χωρεπισκόπους, «πολιχνίων ἐπισκόπους[7]», να τον χειροτονήσουν Επίσκοπο και έτσι έγινε ο αρχηγός του σχίσματος των Νοβατιανών, το οποίο ταλαιπώρησε την Εκκλησία για αρκετούς αιώνες.
Ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας παραθέτει επιστολή της Συνόδου της Αντιοχείας η οποία καταδίκασε τον επίσκοπο Αντιοχείας Παύλο το Σαμοσατέα (267-270 μ.Χ.) ως αιρετικό. Σε αυτή γίνεται λόγος για «τοὺς θωπεύοντας αὐτὸν ἐπισκόπους τῶν ὁμόρων ἀγρῶν τε καὶ πόλεων καὶ πρεσβυτέρους ἐν ταῖς πρὸς τὸν λαὸν ὁμιλίαις καθίησιν διαλέγεσθαι· …»[8].
Ο θεσμός του Χωρεπισκόπου είχε διαδοθεί αρκετά στις Ανατολικές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι, ο Μέγας Βασίλειος είχε χειροτονήσει ως Eπίσκοπο της μικρής πόλεως των Σασίμων το φίλο του Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο. Χωρεπισκόπους στην Κύπρο και την Αραβία αναφέρει ο ιστορικός Σαλαμίνιος Ερμείας Σωζομενός (περίπου 400-450 μ.Χ.): ἀμέλει Σκῦθαι πολλαὶ πόλεις ὄντες, ἔνα πάντες ἐπίσκοπον ἔχουσιν. Ἐν ἄλλοις δὲ ἔθνεσίν ἐστιν ὅπη καὶ ἐν κώμαις ἐπίσκοποι ἱεροῦνται, ὡς παρὰ Ἀραβίοις καὶ Κυπρίοις ἔγνων, καὶ παρὰ τοῖς ἐν Φρυγίαις Νουατιανοῖς καὶ Μοντανισταῖς»[9].
Ο θεσμός του Χωρεπισκόπου είχε εξυπηρετήσει για κάποιους αιώνες την οργάνωση της εκκλησίας, ιδίως σε περιόδους διωγμών, όπως τους διωγμούς που εξαπέλυσαν Ρωμαίοι αυτοκράτορες (Νέρων, Δομιτιανός, Τραϊανός, Μάρκος Αυρήλιος, Σεπτίμιος Σεβήρος, Δέκιος, Διοκλητιανός, Γαλέριος, Μαξιμίνος, Λικίνιος) αλλά και ηγεμόνες άλλων κρατών. Μετά το Διάταγμα των Μεδιολάνων για ανεξιθρησκεία (313 μ.Χ.), παρά τους κατά καιρούς διωγμούς από κάποιους αυτοκράτορες, η Εκκλησία άρχισε να προχωρεί σε πιο καλά δομημένη οργάνωση κεντρικών διοικήσεών της στα μεγάλα διοικητικά κέντρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια) και στα Ιεροσόλυμα, ως κέντρο στο οποίο έδρασε ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Έτσι, ο χριστιανικός κόσμος κατανεμήθηκε στις Αρχιεπισκοπές αυτές (Πατριαρχεία) και στην Εκκλησία της Κύπρου, γιατί την ίδρυσαν Απόστολοι. Στο ίδιο οργανόγραμμα, ο θεσμός του Χωρεπισκόπου άρχισε να μην είναι τόσο σημαντικός και παρατηρείται μία σταδιακή υποβάθμισή του, με τάση κατάργησής του. Για αυτό για το θέμα των Χωρεπισκόπων έχουν ασχοληθεί κάποιες Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι.
Διαβάστε όλο το άρθρο εδώ…