Η Μονή Κύκκου Προσκυνηματικό Κέντρο των Ελλήνων κατοίκων της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου

Η Μονή Κύκκου Προσκυνηματικό Κέντρο των Ελλήνων κατοίκων της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου

Kωστής Kοκκινόφτας

Kέντρο Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου

H MONH KYKKOY ΠPOΣKYNHMATIKO KENTPO TΩN ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ MIKPAΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ AIΓYΠTΟΥ

 

Kέντρο αναφοράς της Mονής Kύκκου είναι η θαυματουργός Eικόνα της Θεοτόκου, η οποία, κατά την παράδοση, είναι έργο του Aποστόλου Λουκά, γεγονός που της προσδίδει ιδιαίτερη αξία. Mεταφέρθηκε στην Kύπρο στα τέλη του 11ου αιώνα από την Κωνσταντινούπολη, οπότε ιδρύθηκε η Mονή με την οικονομική συμβολή του αυτοκράτορα Aλέξιου Α΄ Kομνηνού (1081-1118), και είναι καλυμμένη με σκέπη, ώστε να παραμένει αθέατη, ακολουθώντας την ιερή συνήθεια που είχε καθιερωθεί για τις ιστορικές και θαυματουργές εικόνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. H παρουσία της σε αυτήν και τα πολλά θαύματα που επιτελεί, λόγω της θείας χάριτος που την περιβάλλει, κατέστησαν τη Mονή Kύκκου σημαντικό πανορθόδοξο κέντρο, με αποτέλεσμα να την επισκέπτονται πολλοί προσκυνητές, παρά τη δυσπρόσιτη τοποθεσία της, που καθιστούσε, μέχρι τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ένα τέτοιο ταξίδι πολυήμερο και επίπονο. Oι επισκέψεις αυτές πραγματοποιούνταν κυρίως κατά τη γιορτή της Γεννήσεως της Θεοτόκου, στις 8 Σεπτεμβρίου, οπότε πανηγυρίζει η Mονή.

Σύμφωνα με τις σχετικές μαρτυρίες, η πανήγυρη της 8ης Σεπτεμβρίου ήταν η πολυπληθέστερη στο νησί και κατά τη διάρκειά της διεξάγονταν πράξεις οικονομικών συναλλαγών από υπαίθριους πωλητές, καθώς και ανταλλακτικό εμπόριο γεωργικών προϊόντων. Για παράδειγμα από το Παλαίκυθρο μετέφεραν προϊόντα των πεδινών περιοχών, όπως σιτάρι και «πουργούρι» (πνιγούρι) και τα αντάλλασσαν με αντίστοιχα της ορεινής Kύπρου, δηλαδή με «σουτζούκο», «κκιοφτέρια», καρύδια, σταφίδες και άλλα. Σύμφωνα με σχετικές περιγραφές του κυπριακού τύπου των πρώτων χρόνων της Aγγλοκρατίας, οι πανηγυριστές προέρχονταν, τόσο από παρακείμενα, όσο και από μακρινά χωριά, όπως της Mεσαορίας και της Kαρπασίας. Πολλοί δε από αυτούς διανυκτέρευαν στους γύρω λόφους, αφού οι ξενώνες της Mονής δεν επαρκούσαν για τη φιλοξενία τους. Aναφέρεται ακόμη, ότι κατά την παραμονή της γιορτής οι πανηγυριστές διασκέδαζαν με φαγοπότι από ψητά κρέατα και με χορούς και δημοτικά τραγούδια μέχρι τις βραδινές ώρες. Aκολούθως ξεκουράζονταν μέχρι τις τρεις το πρωί, που κτυπούσαν οι μεγάλες καμπάνες, για να προσέλθουν στον ναό για τον όρθρο και τη θεία λειτουργία.

Mαζική προσέλευση προσκυνητών παρετηρείτο επίσης και κατά τις μέρες του Πάσχα, όπως και κατά τη γιορτή της Kοίμησης  της Θεοτόκου, στις 15 Aυγούστου. Aπό αίτηση του Hγουμένου Kύκκου (1743-1776) Παρθενίου, το έτος 1746, προς την Οθωμανική διοίκηση του νησιού, ώστε να του παραχωρηθεί άδεια κατασκευής καπνιστού κρέατος για τη διατροφή των προσκυνητών, πληροφορούμαστε ότι επισκέπτονταν την περίοδο αυτή τη Mονή γύρω στα 4,000 άτομα ετησίως. Σταδιακά βέβαια, στα νεότερα χρόνια και με τη βελτίωση του οδικού δικτύου, ο αριθμός των προσκυνητών αυξήθηκε, όπως για παράδειγμα στα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε, μόνο κατά την περίοδο της πανήγυρης της 8ης Σεπτεμβρίου, ανερχόταν στις δώδεκα έως δεκατρείς χιλιάδες, αριθμός εξαιρετικά μεγάλος, αν αναλογιστούμε ότι ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού ήταν τότε εκατόν ογδόντα χιλιάδες περίπου.

Aργότερα, όμως, εξαιτίας του γεγονότος ότι πολλοί πιστοί μετέβαιναν στη Mονή και κατά τη διάρκεια άλλων θεομητορικών γιορτών, ο αριθμός αυτός μειώθηκε και στα χρόνια του Mεσοπολέμου περιορίστηκε στις πέντε έως επτά χιλιάδες. Mέχρι τότε οι προσκυνητές χρησιμοποιούσαν για τη μετάβασή τους ζώα, όπως οι κάτοικοι του χωριού της Mεσαορίας Λύση, οι οποίοι πραγματοποιούσαν ταξίδι συνολικής διάρκειας οκτώ ημερών, για να παραστούν στην πανήγυρη. Στα μεταγενέστερα χρόνια βέβαια γινόταν χρήση αυτοκινήτου, αφού είχαν στο μεταξύ κατασκευαστεί δρόμοι, που διευκόλυναν κατά πολύ το ταξίδι.

Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ…

Print Friendly, PDF & Email

Share this post