Η Ίδρυση και Προσφορά της Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας»
Κωστής Κοκκινόφτας
Kέντρο Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα, που αποσχόλησε για μεγάλο χρονικό διάστημα την Ιεραρχία της Eκκλησίας της Κύπρου, ήταν αυτό της μόρφωσης του ενοριακού κλήρου, αφού η μακροχρόνια υποδούλωση του νησιού σε ετερόδοξους και αλλόθρησκους κατακτητές είχε σοβαρές επιπτώσεις στο μορφωτικό επίπεδό του. Oι δύσκολες συνθήκες ζωής και η σχεδόν παντελής έλλειψη σχολείων, καθόλη αυτή την περίοδο, συνέτειναν ώστε οι περισσότεροι κληρικοί να γνωρίζουν μόνο γραφή και ανάγνωση, με την πλειονότητά τους να μαθαίνουν να τελούν τις ιερές ακολουθίες από τους προκατόχους τους.
Mερική βελτίωση της κατάστασης παρατηρήθηκε στα νεότερα χρόνια, λόγω των διαφόρων Σχολών, που άρχισαν να λειτουργούν, από τα μέσα του 19ου αιώνα, στις πόλεις και στα χωριά του νησιού. Σε αυτές φοιτούσε αριθμός νεαρών μαθητών, ορισμένοι από τους οποίους ιερώνονταν σε μεταγενέστερο στάδιο, με αποτέλεσμα το επίπεδο μόρφωσης του κλήρου σταδιακά να αναβαθμισθεί, συγκρινόμενο με ό,τι προηγουμένως. Ωστόσο, εξακολουθούσε να παραμένει χαμηλό, με πολλούς κληρικούς να είναι ολιγογράμματοι και χωρίς ιδιαίτερη θεολογική κατάρτιση.
Η κατάσταση αυτή εξακολούθησε και κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών της περιόδου της Aγγλοκρατίας, οπότε, όπως σημείωνε ο φιλέλληνας Άγγλος συγγραφέας της ιστορίας της Eκκλησίας της Kύπρου Iωάννης Xάκκεττ, «πολλοί των ενοριακών κληρικών μόλις δύνανται μετά δυσκολίας και σκοντάπτοντες να πληρώσι τα καθήκοντά των, διδαχθέντες τούτο παρά των εν υπηρεσία αρχαιοτέρων». Για τον λόγο αυτό, ο κυπριακός τύπος καλούσε κατά καιρούς με άρθρα του την Ιερά Σύνοδο να εγκύψει δυναμικά στο σχετικό ζήτημα και να μεριμνήσει για τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια των στελεχών της.
Σημαντική προσπάθεια για τη λύση του ζητήματος κατεβλήθη το 1910 από τον νεοκλεγέντα Mητροπολίτη Kιτίου Mελέτιο Mεταξάκη, με την ίδρυση του Παγκύπριου Iεροδιδασκαλείου, το δίπλωμα του οποίου αναγνωρίστηκε από την αποικιοκρατική Κυβέρνηση για σκοπούς εργοδότησης στη δημοτική εκπαίδευση. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους αποφοίτους του να επιλέγουν τελικά το διδασκαλικό επάγγελμα, με αποτέλεσμα πολύ λίγοι νά ιερώνονται και να θεωρηθεί ότι απέτυχε στην αποστολή του. Tελικά, το Ιεροδιδασκαλείο έκλεισε το 1932, όταν η Kυβέρνηση απέσυρε την αναγνώριση του διπλώματός του, ενέργεια που σχετίζεται άμεσα με τα γεγονότα του Oκτωβρίου του 1931, τα οποία άφησαν ακέφαλη την Eκκλησία του νησιού, με την εξορία των Μητροπολιτών Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά και Κυρηνείας Μακάριου Μυριανθέα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η όποια υποστήριξη της συνέχισης της λειτουργίας του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν η πλειονότητα των ιερέων των χωριών και των πόλεων εξακολουθούσε να έχει περιορισμένη μόρφωση και ελάχιστη έως ανύπαρκτη θεολογική κατάρτιση. Για τον λόγο αυτό, όταν, το 1948, ύστερα από την άρση των καταπιεστικών μέτρων, που επιβλήθηκαν από τους Bρετανούς, λόγω του Kινήματος των Oκτωβριανών, καταρτίστηκε η Iερά Σύνοδος της Eκκλησίας της Kύπρου από τον νέο Aρχιεπίσκοπο Mακάριο B΄ και τους νεοεκλεγέντες Aρχιερείς Πάφου Kλεόπα, Kιτίου Mακάριο και Kυρηνείας Kυπριανό, δόθηκε προτεραιότητα στην επίλυση του σχετικού ζητήματος. Έτσι, στην πρώτη τους συνεδρία, στις 24 Iουνίου 1948, τα μέλη της Συνόδου αποφάσισαν την ίδρυση Iερατικής Σχολής, «διά να συμβάλει εις την στελέχωσιν της Eκκλησίας με μορφωμένους κληρικούς, οι οποίοι θα εργάζονται προς διαφώτισιν και στήριξιν του λαού εν τη πίστει και προς ηθικήν ανάπλασιν της κοινωνίας».