Μ. Κκάσιαλος:Η κρυμμένη γοητεία της ζωγραφικής
Η αυριανή μέρα , 14 Αυγούστου, είναι άλλη μια αποφράδα μέρα στην ιστορία της Κύπρου. Με την έναρξη του δεύτερου γύρου της εισβολής, οι Τούρκοι χαράματα της 14ης Αυγούστου βομβαρδίζουν ξανά την Αμμόχωστο. Οι κάτοικοί της με τους πρώτους βομβαρδισμούς την εγκαταλείπουν.
Το πώς αφέθηκε στη συνέχεια η πόλη του Ευαγόρα να καταληφθεί αμαχητί είναι ένα θέμα, για το οποίο μέχρι σήμερα μετά δεν υπάρχει επαρκής και πειστική εξήγηση. Το βέβαιο είναι ότι οι Τούρκοι δεν είχαν στο αρχικό τους σχέδιο την κατάληψη της πόλης.
Στις 16 Αυγούστου του 1974 ο τουρκικός στρατός βρέθηκε στην πόλη της Αμμοχώστου.
Εδώ δεν θα αναφερθούμε στην πολιτική πτυχή του ζητήματος, αλλά σε μια σημαίνουσα προσωπικότητα, τον λαϊκό ζωγράφο , Μιχαήλ Κκάσιαλο , που έπεσε θύμα της βαρβαρότητας των εισβολών στο χωριό του την Άσσια, παρόλο ότι βρισκόταν σε βαθύ γήρας. Ο Μιχαήλ Κκάσιαλος, κακοποιήθηκε από Τούρκους στρατιώτες και αφού έμεινε αβοήθητος για μερικές ημέρες, απεβίωσε λίγα εικοσιτετράωρα μετά τη μεταφορά του στην ελεύθερη Κύπρο. Πρόλαβε να δώσει τη μαρτυρία του πριν πεθάνει. (Πηγή: Κατάθεση του Μ. Κκάσιαλου στις αστυνομικές αρχές της Δημοκρατίας που δόθηκε στη Λάρνακα στις 28 Αυγούστου 1974. Από το βιβλίο Π.Σ. Μαχλουζαρίδης, Οι τουρκικές ωμότητες στην Κύπρο. Τα δεινά των γερόντων και γυναικοπαίδων, Λευκωσία 1975, σσ.98-99. Ο Κκάσιαλος ήταν το 1974, 89 ετών.)
«Ήμουν κάτοικος Άσσιας, μαζί με την γυναίκα μου Ειρήνη. Την 14.8.1974 όταν τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Άσσια, εγώ με την γυναίκα μου δεν φύγαμε από το χωριό και μείναμε στην Άσσια. Μέχρι την 16.8.1974 δεν μας πείραξαν οι Τούρκοι, οπότε την ημέρα αυτήν ήρθαν Τούρκοι στο σπίτι μας και μας απείλησαν. Δεν μας επείραξαν όμως, κι έφυγαν.
Μετά, κατά το απόγευμα, επέρασε ακόμη μια περίπολος, και ήλθαν στο σπίτι μας και με απείλησαν, λέγοντάς μου να τους δώσω χρήματα. Εγώ τους είπα ότι δεν είχα και μετά με απείλησαν να με σκοτώσουν. Κι εγώ είχα μερικά χρήματα, που έκτιζα μίαν εκκλησίαν στο χωριό, και τους τα έδωσα. Όμως αυτοί εζητούσαν επιμόνως από μένα κι άλλα χρήματα με απειλάς, κι εγώ επειδή δεν είχα να τους δώσω, με κτύπησαν ένας με τον υποκόπανο του όπλου του στον ώμο και στα πόδια και μου τα έσπασαν.
Έμεινα αβοήθητος δυο μέρες στο χωριό μέχρι την 18.8.1974. [Στις 24 Αυγούστου] μας έφεραν μέχρι την Πύλα και μας απέλυσαν. Και τώρα ευρίσκομαι στο Γηροκομείο Αγίου Παύλου Λάρνακος, και μου περιποιούνται τα τραύματά μου.
Δυο μέρες, μετά την πιο πάνω κατάθεση, στις 30 Αυγούστου 1974, ο λαϊκός ζωγράφος από την Άσσια απεβίωσε στην προσφυγιά. Στην Αθήνα δυο κορυφαίοι ομότεχνοί του, ο Σπύρος Βασιλείου και ο Α. Τάσσος έγραψαν για το θάνατό του:
«Βουβοί κι ανήμποροι οι Έλληνες καλλιτέχνες παρακολουθούμε την τραγωδία της Κύπρου. Ο νους μας πάει στον άμαχο πληθυσμό με την μουσική λαλιά, στα μάρμαρα και στις εικόνες, στο πέτρινο λουλούδι του Μπέλλα-Παίς, στην Έγκωμη, στους Σόλους, στη Σαλαμίνα. Σκεφτόμαστε το θαλερό πρεσβύτη που έχει ιστορήσει την παλιά σε ειρηνικούς καιρούς, ανθρώπινη σχέση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους σε ένα αριστουργηματικό έργο ζωής και τώρα θα αγωνιά λίγα μέτρα δώθε από την πράσινη γραμμή1. Όλους τους αγαπητούς συναδέλφους που είχαν στεριώσει μιαν αξιόλογη αυτόχθονη Κυπριακή Τέχνη.
Και τώρα ένα ακόμα τραγικό άγγελμα θανάτου. Οι Τούρκοι ληστέψανε και βασανίσανε θανάσιμα τον Κάσσιαλο. Όσοι από μας έτυχε να γνωρίσουμε τον ενενηντάρη γέροντα και να χαρούμε το έργο του, γανατίζουμε μπροστά στο νωπό μνήμα του αδικοσκοτωμένου ραψωδού της κυπριακής γης και των ανθρώπων της. Το έργο του, γνωστό και πέρα από το τραγικό νησί με το βαθύ και τίμιο χώμα του και με την πάνσοφη στην απλότητα φόρμα του θα μένει μαρτυρία καυτή για τον άδικο ξολοθρεμό.
Εμείς, Έλληνες καλλιτέχνες, θέλουμε να βροντοφωνάξουμε σε όσους πολιτισμένους θέλουν και μπορούν να ακούσουν: Είναι δυνατόν στις μέρες μας στον αιώνα που τίμησε τον τελωνοφύλακα Ρουσώ, τον φουστανελλά Θεόφιλο, τον βρακοφόρο Κάσσιαλο να γίνεται ανεκτή τόση βαρβαρότητα; ( Εφημερίδα « Τα Νέα» (Αθήνα), 4 Σεπτεμβρίου 1974.)
Παρουσίαση του Κκάσιαλου στην Αθήνα από τον Διαμαντή
Το 1963 ο Κκάσιαλος πήρε μέρος στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση, που έγινε στην Αθήνα με φροντίδα της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ. Την παρουσίαση του Κάσιαλου έκανε ο αείμνηστος μεγάλος ζωγράφος Αδαμάντιος Διαμαντής.
Ως μνημόσυνο στον Μιχαήλ Κκάσιαλο δημοσιεύουμε την παρουσίαση, που δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Ζυγός», Αθήνα, Απρίλης 1963.
«Η έκθεση 5 εικόνων του Κκάσιαλου στον «Ζυγό» με την τιμητική συντροφιά του Θεόφιλου θα γνωρίσει καλύτερα τον λαϊκό Κύπριο Ζωγράφο στο μεγάλο Ελληνικό κοινό των καλλιτεχνών, των κριτικών και των φιλοτέχνων. Η εκτίμηση που έχω για το έργο του Κκάσιαλου και η γοητεία που εξασκεί σ’ όλους μας, άσχετα με τους δρόμους που έχουμε χαράξει στην δική μας έκφραση, οφείλεται στην σπουδαία εποχή που ζούμε, που έχει εκλεπτύνει τόσο πολύ τους δέκτες μας, ώστε να κραδένωνται από τόσο διάφορους πομπούς. Διάφορους εξωτερικά, γιατί στην ουσία το νόημά τους πρέπει νάναι το ίδιο, αλλιώτικα δεν υπάρχει εξήγηση γιατί δεχόμεθα παράλληλα τον Ingres, τον Delacroix, τον Cezanne και τον Rousseau, τον Mondrian και τον Kandinsky.
Ο Κκάσιαλος με τον δικό του τρόπο μας έδωσε με τόση χάρη και ευκολία το αληθινό και το γνήσιο που καθένας προσπαθεί να βρει με την ανασκαφή, την εγκεφαλικότητα, την απαλλαγή από τα πλέγματα που εμποδίζουν το ελεύθερο πέταγμα.
Και προχωρώ στο παραμύθι του Κκάσιαλου, που είναι τώρα 77 χρονών και που άρχισε να ζωγραφίζει πριν από τέσσερα χρόνια.
Ο Μιχαήλης Κκάσιαλος, είναι ένας αγρότης από το δυναμικό χωριό της Άσσιας, που μας έδωσε αντιπρόσωπος και σ’ άλλους καλλιτεχνικούς τομείς: Έως τα τριάντα του χρόνια ήταν παπουτσής.
Στο δημοτικό σχολείο, έστω με τους παλιούς τρόπους εργασίας, εξεχώρισε. Σε μακρινή εποχή, μια επαφή με καλόγερους ζωγράφους, του κέντρισε το ενδιαφέρον του. Εκείνο όμως που ουσιαστικά τον έκανε να αλλάξει γραμμή σχετίζεται με τις λαθραίες ανασκαφές και την παράνομη ζήτηση αρχαιοτήτων, κυρίως από τους ξένους επισκέπτες. Η εύφορη σε αρχαιότητες Κυπριακή γη έδωσε ευκαιρία σε τέτοιες ενέργειες που ως παράνομες ήσαν και δύσκολες και επικίνδυνες. Η επίμονη όμως ζήτηση εξώθησε επιδέξιους τεχνίτες να φτιάχνουν απομιμήσεις με πολλή επιδεξιότητα. Ο Χατζηγιάννης και ο Τομπούλας από το χωριό Λύση (που πέθαναν τελευταία) και ο Κκάσιαλος ανήκουν στην ομάδα αυτή. Όλα αυτά τα ανέκοψε τώρα η Αρχαιολογική Υπηρεσία με την συστηματική της οργάνωση.
Ο Κκάσιαλος σ’ όλη αυτή την περίοδο, κυρίως εσκάλιζε σε μάρμαρο και πέτρα κεφάλια κάθε εποχής, Αρχαϊκά, Ελληνικά, Ρωμαϊκά. Μόνος είχε να βρει τρόπους εργασίας με τα πιο πρωτόγονα εργαλεία και υλικά. Μ’ αυτά κυρίως κέρδισε τη ζωή και την συντήρηση της οικογένειάς του για 45 τόσα χρόνια. Αγωνίστηκε, παντρεύτηκε, «έστησε» σπίτι και έκανε παιδιά και εγγόνια. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί.
Όταν από την Αμερική εστάλη μια φωτογραφία με ένα ερώτημα για την γνησιότητα του έργου, που αγοράστηκε από κάποιον στην Κύπρο, η διεύθυνση του Αρχαιολογικού Μουσείου, που φυσικά ήξερε περί τίνος επρόκειτο, κάλεσε τον Κκάσιαλο να εξηγηθεί. Η απάντησή του ήταν απλή, ευφυής και ειλικρινής. «Δεν είναι καλύτερα που επουλήσαμε ένα ψεύτικο για εξαγωγή στην Αμερική; Τι θα λέγατε, αν η φωτογραφία αυτή ήταν φωτογραφία γνησίου αρχαίου;» Η λογική του ήταν ακαταμάχητη. Σήμερα, που το Τμήμα Αρχαιοτήτων με την οργάνωσή του ξεκαθάρισε αυτό το ζήτημα, ο Κκάσιαλος προσφέρει τα έργα του όχι σαν αρχαία, αλλά σαν αντίγραφα ή απομιμήσεις, χωρίς προσπάθεια παραπλανήσεως. Εγώ δεν βρίσκω τίποτε να με ενοχλεί στη φανερή απομίμηση. Δεν ξέρω ποιος πολύ ή λίγο δεν το έκαμε αυτό και ας μη ξεχνούμε πως κάποτε ολόκληρες σχολές έχουν βασίσει την υπόστασή τους στην τέλεια αυτή υποταγή στο αρχαίο πρότυπο.
Οι καιροί όμως αλλάζουν και ο Κκάσιαλος τα πληροφορείται όλα αυτά. Όταν τον πρωτογνώρισα, το 1952, στο καφενείο του χωριού του, του εξήγησα, κατόπιν της επιμονής του, όσο απλά μπορούσα, την σημερινή γραμμή και γενικά τις απαιτήσεις για πρωτοβουλία και προσωπική άποψη. Στη δουλειά αυτή ο Κκάσιαλος είναι ένας βιοπαλαιστής. Η ζωγραφική και η γλυπτική του είναι ένας τρόπος αντιμετωπίσεως της ζωής.
Στην πρώτη του έκθεση, που οργανώθηκε στη Λευκωσία το 1960, το έργο του είχε τριπλή μορφή: α) εννέα απομιμήσεις ή αντιγραφές, β) τέσσερα γλυπτά σε πέτρα, δικής του εμπνεύσεως, και γ) 40 περίπου εικόνες ζωγραφικής. Η τεχνική του γνώση και η πείρα κατεργασίας της πέτρας και του μαρμάρου τον εβοήθησε πολύ να εκτελέσει τα πρωτότυπά του γλυπτά.
Το πιο όμως καταπληκτικό για μένα ήταν η νέα του εξόρμηση, δηλαδή η ζωγραφική του, που άρχισε μόλις πριν από τέσσερα χρόνια και που την αντιμετώπισε μόνος του αποκλειστικά από την άμεση παρατήρηση του χωριού, και συνδέεται με σκηνές, και ασχολίες του τόπου και με συμβολικά πρόσωπα και ήρωες.
Στη νέα αυτή κατεύθυνση, χωρίς την εμπειρία της γλυπτικής, αντιμετωπίζει μόνος του κάθε τεχνική δυσκολία.
Ο χώρος και το χρώμα είναι καινούρια προβλήματα, που τα λύει με έναν έμφυτο πρωτογονισμό, με μια συγκεκριμένη διατύπωση, χωρίς αμφιβολίες και ενδοιασμούς, δίνοντας το θέμα του με απόλυτη εντιμότητα, σύμφωνα με τη φύση, όπως την βλέπει και όπως την αισθάνεται. Στη γραμμική διευθέτηση της εικόνας του οδηγείται από το θέμα και εκεί που οι δυο διαστάσεις της επιφάνειας που δουλεύει τον εμποδίζουν, δίνει λύσεις ενστικτώδεις, αλλά αληθινές, τονίζοντας τα στοιχεία που γι’ αυτόν έχουν μεγαλύτερη σημασία. Το αποτέλεσμα είναι πως η τέχνη του, όπως και η τέχνη του παιδιού, είναι απόλυτα γνήσια και πηγαία, χωρίς ακροβατισμούς και ηθελημένες παραμορφώσεις και μανιέρες.
Ο Κκάσιαλος με την άμεμπτή του φορεσιά, που αποτελείται από την πατροπαράδοτη βράκα, τον μαύρο σάκκο και το καλπάκι που αντικατέστησε το φέσι το 1912 με τον εθνικό αντίκτυπο στην Κύπρο, δεν έχει ανήσυχή και έντονη προσωπικότητα. Αντιθέτως μειλίχιος, γλυκύς, ήρεμος και λογικός, δουλεύει στο φτωχικό σπίτι του στο χωριό του, κάποτε μας επισκέπτεται στην πόλη, παρακολουθεί τες εκθέσεις, και διοργανώνει δικές του για να πουλήσει την δουλειά του, που είναι γι’ αυτόν πόρος ζωής.
Για την Κύπρο ο Κκάσιαλος είναι μια εκλεκτή παρουσία που πλουτίζει την καλλιτεχνική μας ζωή. Πιστεύω πώς το έργο του θα γίνει δεκτό στην Ελλάδα με εκτίμηση και θαυμασμό».
Ντοκιμαντέρ: Θεόφιλος – Κάσιαλος: “Δύο λαϊκοί ζωγράφοι”
Το 2008 έγινε ένα ντοκιμαντέρ της εκπαιδευτικής τηλεόρασης, που έχει ως θέμα τους δύο λαϊκούς ζωγράφους του Ελληνισμού. Τον Θεόφιλο (Μυτιλήνη, 1870 – Μυτιλήνη, 24 Μαρτίου 1934) και τον Μιχαήλ Κκάσιαλο από την Κύπρο. Ο Θεόφιλος τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης και στα χωριά του Πηλίου. Τον ντοκιμαντέρ αναδεικνύει βασικά στοιχεία της προσωπικότητας των δύο ζωγράφων και τα κοινωνικά, ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία της εποχής και του τόπου που τη διαμόρφωσαν.
Το ντοκιμαντέρ αποτελεί συμπαραγωγή του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου με την Εκπαιδευτική τηλεόραση του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας.
Πηγή: http://aviketos.com