Το σαρανταήμερό μας του Παπαδιαμάντη (του Στέλιου Παπαντωνίου)
Παππούλη, του λέω, δεν είσαι συ για να ψάχνω να βρίσκω ηθογραφικά στοιχεία στο έργο σου, μια απέραντη αγκαλιά, μια άδολη αγάπη στο συνάνθρωπο, κι οι παπάδες σου ιερά πρόσωπα, κι οι ψαλτάδες, τέτοιες μέρες νηστείας, σαραντάημερο, ζήσαμε τα σαρανταλείτουργα στη γειτονιά τ’ άη Κασσιανού, όποια οικογένεια ήθελε να μνημονεύονται τα πεθαμένα της έδινε ένα χαρτάκι στον παπά, κι αυτός, πέντε η ώρα το πρωί, στο φούρνο του Πιτζιολή, λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησιά, φρέσκο ψωμί ολόζεστο ν’ αχνίζει, μνημόνευε ο παπαΚωνσταντίνος στην αγία πρόθεση, κερματίζαμε το ψωμί, σαν μερίδα της Κυριακής, ένα λόγχισμα στο κέντρο, γεμίζαμε άσπρα σακούλια καθαρά, κι αρχίζαμε τη διανομή στα σπίτια, «την μερίδα σας», αλησμόνητες μυρουδιές της πρωίας μέσα στα σπίτια, στενές φτωχικές κάμαρες νοικιασμένες, τα χνώτα των ενοίκων, η καπήρα στο πύραυνο, τσάι γλυκάνισσο.
Άλλα είχες εσύ, παπαδοπαίδι, άλλα έζησες στη Σκιάθο, στη «Συντέκνισσα», η φιλανθρωπία του ιερέα, η αυτοθυσία, μέσα στα χιόνια και στις βροχές, με τους βοσκούς στις μάντρες στο βουνό να περιμένουν την αγία παλάμη της εκκλησίας, το βάφτισμα, την ταφή, και τα έθιμα της εποχής, σαραντάημερο, να προσφέρουν τον άρτο ή το αλεύρι οι γυναίκες, για τον παπά και την παπαδιά, για τη μνήμη των τεθνεώτων, σε μια εποχή που « ὁ παρείσακτος νεωτερισμὸς ἀκόμη δὲν εἶχε ποδάρια διὰ ν᾽ ἀναρριχηθῇ, ὠνόμαζε τὸ πιᾶτο πινάκι, τὴν σουπιέρα λοπάδα, τὸ μπαρμπούνι τριγλί, τὸ τσεκούρι ἀξινάρι, τὴν πουλάδα νοσσίδα, καὶ τὴν κουμπάρα, εἰς τὴν ὁποίαν ὡμίλει, τὴν προσηγόρευε “συντέκνισσα”» .
«Ἦτον σαρανταήμερον, παραμοναὶ τῶν Χριστουγέννων, καί, κατὰ τὸ ἔθος, ἡ μυσταγωγία ἐτελεῖτο καθημερινῶς εἰς τοὺς ναούς» έτσι και σε μας, ο παπάΚωστας από τη Φασούλα της Λεμεσού, καθημερινά λειτουργούσε μόνος και μετά μόνου, στο τέλος θα έπαιρνε την αμοιβή, την ημέρα των Φώτων πηγαίναμε μαζί στα σπίτια που μνημόνευε, τι λουκούμια, τι κεραστικά στο ράσο, και στη λεκάνη του αγιασμού μπακίρες, τα νομίσματα της εποχής.
Εσύ άλλα έζησες, Αλεξανδρή μου, ” Ὅλ᾽ αἱ ἐνορίτισσαι τοῦ παπα-Βαγγέλη τοῦ ἐκουβαλοῦσαν στὸ σπίτι τὰ συνήθη «βλογούδια». Ἦσαν δὲ ταῦτα ψωμάκια ἐνσφράγιστα μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, προσφερόμενα κατ᾽ οἶκον εἰς τοὺς ἱερεῖς διὰ τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς. Πολλαὶ ἐνορίτισσαι, ἀντὶ νὰ φέρουν ψωμάκια, ἔφερον ἕνα σακκούλι ἀλεύρι, καὶ τοῦτο ἐπροτιμοῦσαν ἐν γένει οἱ παπαδιές. Ὄχι διότι θὰ ἐπεθυμοῦσαν νὰ «μβαίνουν σὲ κόπο», νὰ ζυμώνουν, ἀλλὰ διότι τὰ βλογούδια ποτὲ δὲν ἐφτουροῦσαν, κ᾽ ἐμοιράζοντο συνήθως εἰς τὰ πτωχὰ καὶ τὰ ξυπόλυτα τῆς γειτονιᾶς, ὅπως καὶ τὰ κόλλυβα.» (Αλ. Παπαδιαμάντη, Η Συντέκνισσα)
Είναι δυνατόν ποτέ να παύσουμε να μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τώρα μάλιστα που μας βρίσκει το κακό, αδελφοί;
Στέλιος Παπαντωνίου