Ἡ ἐνορία ὡς ἐκκλησιαστική κοινότητα

Ἡ ἐνορία ὡς ἐκκλησιαστική κοινότητα

† Αρχιμ. Γεωργίου Γρηγοριάτου

 

Ἡ ἐνορία, ὡς συγκεκριμένη ἐν χρόνῳ καί τόπῳ πραγματικότης, καθιστᾶ στόν κάθε χριστιανό παρόν καί ἁπτό τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἐνορία τοῦ ὁ Χριστιανός λαμβάνει πεῖρα ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι τό γενικό, ἀόριστο, ἀφηρημένο, ἀλλ’ ἡ συγκεκριμένη εὐχαριστιακή σύναξις, πού ποιμαίνεται ἀπό συγκεκριμένους ποιμένας καί πού ἑνωμένη μέ τόν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ ἐπιχώριο ἐπίσκοπο εἶναι ἑνωμένη μέ τήν Καθολική Ἐκκλησία.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή (κεφ. ια΄, 20) μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν ἐπί τό αὐτό σύναξι τῶν Χριστιανῶν. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος τονίζει τή σημασία τῆς «ἐπί τό αὐτό» συνάξεως ὑπό τόν ἐπίσκοπον, τούς πρεσβυτέρους καί τούς διακόνους. «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καί εἰς δόξαν. Ὅταν γάρ πυκνῶς ἐπί τό αὐτό γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ Σατανᾶ, καί λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοία ὑμῶν τῆς πίστεως (Πρός Ἐφεσ. ΧΙΙΙ)… «Ὁ οὖν μή ἐρχόμενος ἐπί τό αὐτό οὗτος ἤδη ὑπερηφανεῖ καί ἑαυτόν διέκρινεν» (Ἐφεσ. V). «Ὁ ἐντός θυσιαστηρίου ὤν καθαρός ἐστιν, τουτέστιν ὁ χωρίς ἐπισκόπου καί πρεσβυτερίου καί διακόνου πράσσων τί, οὗτος οὐ καθαρός ἐστιν τῇ συνειδήσει» (Τράλ. VIII).

Οἱ ἐπί τό αὐτό εὐχαριστιακές συνάξεις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, πού ὅταν ἐτελοῦντο στούς οἴκους τῶν Χριστιανῶν ὀνομάζονταν καί «κατ’ οἶκον Ἐκκλησίαι», ἀποτελοῦν τούς προδρόμους τῶν συγχρόνων ἐνοριῶν.

Στήν ἐνορία ὁ Χριστιανός ἀπό τά παιδικά του χρόνια μπορεῖ νά λάβει πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς τῆς εὐρυτέρας πνευματικῆς οἰκογενείας του, τήν ὁποία συγκροτεῖ ὁ Χριστός, ὡς τῆς ἐν τόπῳ καί χρόνῳ φανερώσεως τῆς κοινωνίας τῶν Ἁγίων. Αἰσθάνεται τόν ἱερέα ὡς πνευματικό του πατέρα καί τούς Χριστιανούς ὡς πνευματικούς του ἀδελφούς.

Τήν θεία Εὐχαριστία προσφέρει ἡ εὐχαριστιακή ἐνοριακή σύναξις στόν Θεό, ἀλλά δι΄ αὐτῆς καί προσφέρεται στόν Θεό, ὥστε νά λάβη τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, νά ἁγιασθῆ, νά μεταμορφωθῆ σέ καινή κτίσι. Στήν εὐχαριστιακή αὐτή προσφορά οἱ πιστοί συσσωματώνονται μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους.

Στόν ἕνα Ἄρτο οἱ πολλοί γινόμεθα ἕν. Ὁ οὐράνιος Ἄρτος τρέφει πνευματικά καί ἑνώνει τήν ἐν Χριστῷ οἰκογένεια. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος στούς Κορινθίους: «Τό ποτήριον τῆς εὐλογίας ὅ εὐλογοῦμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; Τόν ἄρτον ὄν κλῶμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» (Α΄ Κο ρ. ι’, 16).

Μέ τό ἅγιο Βάπτισμα προστίθενται νέα μέλη στήν ἐκκλησιαστική ἐνοριακή ἀδελφότητα. Ἡ βάπτισις νέων μελῶν δέν πρέπει νά εἶναι γιά τήν ἐνορία κάτι ἀδιάφορο ἤ ἰδιωτική ὑπόθεσις τῶν συγγενῶν τοῦ βαπτιζομένου. Γι’ αὐτό στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ βάπτισις ἐγίνετο κατά τή θεία Λειτουργία. Ἡ βάπτισις εἶναι γεγονός κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικό. Τό μυστήριο τοῦ γάμου ἦταν ἐπίσης γεγονός ἐκκλησιολογικό, ἀφοροῦσε ὅλη τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό δέν ἐτελεῖτο χωρίς εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου οὔτε ἰδιωτικά, ἀλλά στή θεία Λειτουργία. Τό μυστήριο τῆς μετανοίας ἦταν ἐπίσης ἐκκλησιολογικό μυστήριο. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ ἐπισκόπου ἐδέχετο τή μετάνοια τοῦ ἁμαρτήσαντος μέλους της, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία προσβάλλει ὄχι μόνο τόν Θεό ἀλλά καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα τά μυστήρια, ἡ λατρεία καί οἱ πράξεις καί θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας εἶχαν ἐκκλησιολογικό χαρακτῆρα, πού σήμερα δυστυχῶς ἔχει ἀτονήσει.

Ὅσο ἡ θεία Λειτουργία θεωρεῖται ἀτομική πράξη εὐλαβείας, τά Μυστήρια «ἰδιωτικές θρησκευτικές τελετές» καί ὁ ἐκκλησιασμός «θρησκευτικό καθῆκον μεταξύ πολλῶν» ἡ ἐνορία δέν θά λειτουργῆ ἐκκλησιολογικά, ὡς ἐν τόπῳ φανέρωσις καί πραγμάτωσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὡς διοικητικός θεσμός, ὡς ἵδρυμα παροχῆς θρησκευτικῶν ὑπηρεσιῶν σέ ὅσους ἐπιμένουν ἀκόμη νά θρησκεύουν, ὡς χῶρος δημοσίων τελετῶν.

Τέτοιου εἴδους ἐνορίες δέν μποροῦν νά ἀναπαύσουν τούς ἀνθρώπους, οὔτε νά δώσουν τή μαρτυρία καί τή γεύση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καί θεανθρωπίνης κοινωνίας.

Τέτοιες ἐνορίες δέν λειτουργοῦν ὡς οἰκογένειες τοῦ Θεοῦ ἀλλά ὡς ἀπρόσωπα θρησκευτικά ἱδρύματα.

Σ’ αὐτές τίς ἐνορίες οἱ ἄνθρωποι δέν αἰσθάνονται ὅτι τά πρόσωπά τους γίνονται ἀποδεκτά ἐν ἀγάπῃ. Ὅτι ὁ ἱερεύς εἶναι ὁ πνευματικός τους πατέρας πού τούς δέχεται, ὅπως ὁ Χριστός δέχεται τόν ἄνθρωπο. Ὅτι οἱ συνενορῖτες τούς εἶναι οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί τους πού συμμετέχουν στόν πόνο καί στή χαρά τους…

***

Ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά συνάγη καί νά ἑνώνη τούς χωρισμένους καί διῃρημένους ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπους στή μοναδική στόν κόσμο θεανθρωπίνη ἑνότητα τοῦ Σώματός Του, τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, γι’ αὐτό σταυρώθηκε «ἶνα τούς δύο κτίσῃ ἐν ἐαυτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην» (Ἐφεσ. γ΄, 15).

Ὁ διάβολος ἀντιστρατεύεται τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί προσπαθεῖ, ὅπου βρίσκει τό κατάλληλο ἔδαφος, νά διαιρῆ τούς ἀνθρώπους, νά τούς χωρίζει ἀπό τόν Θεό καί μεταξύ τους, νά τούς ὁδηγῇ σέ ἔριδες, πολέμους, μίση.

Τό ἑνωτικό καί εἰρηνοποιό ἔργο τοῦ Χριστοῦ συνεχίζει ἡ Ἐκκλησία Του, ἰδιαίτερα στίς ἐνοριακές εὐχαριστιακές συνάξεις.

Οἱ ποιμένες τῆς ἐνορίας καί οἱ ἐνορῖτες καλοῦνται νά συνεργοῦν στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἀγωνιζόμενοι γιά τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. ιζ΄, 21) καθώς καί ὁ Υἱός μέ τόν Πατέρα εἶναι ἕν.

Κέντρο τῆς ἑνότητάς μας στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Γι’ αὐτήν τήν ἑνότητα προσευχόμεθα καί σέ κάθε θεία Λειτουργία. «Τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἠμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».

Τό νά ἀνήκουμε σέ μία ἐνορία τῆς ὁποίας ὁ Ναός τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς Παναγίας ἤ κάποιου Ἁγίου εἶναι εὐλογία. Εὐλογία γιατί σ’ αὐτήν τή συγκεκριμένη ἐνορία ζοῦμε τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις».

Ἀλλά εἶναι καί εὐθύνη, γιατί στήν ἐνορία καλούμεθα νά εἴμεθα ἐνεργά καί ἅγια μέλη συνεχῶς μετανοοῦντες, προσευχόμενοι, λατρεύοντες τόν Θεό «ἐν πνεύματι καί ἀληθεῖα», προσφέροντες τά χαρίσματα πού ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό πρός οἰκοδομήν τοῦ ὅλου σώματος, ἐκφράζοντες τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη μας πρός τούς ἀδελφούς μας.

Ὅσοι ἐνορῖτες μυστικά ἀγωνίζονται καί ἁγιάζονται, συνεργοῦν ἀποφασιστικά στήν πνευματική εὐεξία καί ἄνθηση τῆς ἐνορίας.

Ἡ ἐνορία ὡς τοπική εὐχαριστιακή σύναξις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς.

Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται ἄν θά ἐκτιμήσουμε καί ἀξιοποιήσουμε τό δῶρο γιά τή σωτηρία μας, τή σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ.

 

*Ἀπόσπασμα ἀπό τό κείμενο «Ἐκκλησία καί ἐνορία» στόν τόμο Ἐνορία. Πρός μιά νέα ἀνακάλυψή της, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1993, σ. 18-20· 26-27.

*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παρέμβαση Εκκλησιαστική, Μάιος-Αύγουστος 2020, τεύχος 46, σ. 341-344.

 

Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα 15 Μαΐου 2020

Print Friendly, PDF & Email

Share this post