Μ. Εργατούδη: «Είδα έναν διαφορετικό Μακάριο»
Ο Μακάριος, ο Εθνάρχης, ο Πρόεδρος, ο Αρχιεπίσκοπος, ο Άνθρωπος. Από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και τον θάνατό του ήταν ταυτισμένος με την ιστορία της Κύπρου, του ελληνισμού. Έζησε τα πέτρινα χρόνια. Σήκωσε το βάρος των εξελίξεων, αναμετρήθηκε με εχθρούς εντός και εκτός Κύπρου. Αντιμετώπισε συνωμοσίες, επέζησε αλλά «νικήθηκε» κάτω από το βάρος της καταστροφής της Κύπρου, το 1974. Μετά το πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ Β, την τουρκική εισβολή, ήταν ένας άλλος Μακάριος. Σιωπηρός, πληγωμένος, προβληματισμένος.
Μακριά από την Κύπρο, όταν αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το νησί με το πραξικόπημα, τους μήνες της εξορίας και με την επιστροφή του, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, του 1974, ο Μακάριος κουβαλούσε τον πόνο που προκαλούσε η τραγωδία. Γνώριζε πως η πραξικοπηματική ανατροπή του θα άνοιγε τον δρόμο για την Τουρκία, που καραδοκούσε να εισβάλει στο νησί και να κατακτήσει εδάφη. Δεν πίστευε πως η χούντα θα έφθανε μέχρι το πραξικόπημα; Μπορεί. Μια λάθος εκτίμηση, ενδεχομένως και μια λάθος διαχείριση είναι μέσα στο πολιτικό παιχνίδι.
Στην αντίπερα όχθη, η χούντα και η ηγεσία της ΕΟΚΑ Β δεν κρίνονται για λανθασμένες εκτιμήσεις αλλά για προδοσία. Για συνεννόηση με τις ΗΠΑ και την Τουρκία για διχοτόμηση του νησιού.
Μεταξύ αυτών που έζησαν από κοντά τα δύσκολα χρόνια στο Προεδρικό, ήταν και η κ. Μαίρη Εργατούδη. Εργαζόταν στο Προεδρικό από το 1963 στην γραμματεία και βρισκόταν την ημέρα του πραξικοπήματος εκεί. Ήταν, όμως, και στη συνοδεία του Μακαρίου στο Λονδίνο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αθήνα, μέχρι την επιστροφή του, στις 7 Δεκεμβρίου 1974. Η δική της μαρτυρία είναι ενδιαφέρουσα και φωτίζει σημαντικές πτυχές και γεγονότα.
Ξετύλιξε τις μνήμες και κατέθεσε τις δικές της μαρτυρίες
Η Μαίρη Εργατούδη ξετυλίγει τις μνήμες της και αφηγείται με χρονολογική σειρά τη δική της μαρτυρία για τον Πρόεδρο Μακάριο. Η δική της αφήγηση έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Η δική της αφήγηση δεν είναι «φιλτραρισμένη» από σκοπιμότητες, είναι μια κατάθεση γεγονότων. Η συζήτηση μαζί της, που έγινε σε δυο συναντήσεις, είχε συναισθηματική φόρτιση. Την ίδια ώρα, όμως, αυτό δεν την απέτρεψε να αναφερθεί στα γεγονότα με αντικειμενικότητα και με προσοχή, σεβασμό σε όλους τους πρωταγωνιστές της περιόδου. Η κ. Εργατούδη είχε μετατεθεί από τη Βουλή στο Προεδρικό τον Δεκέμβριο του 1963, όταν και πάλιν η Κύπρος αντιμετώπισε τη μεγάλη κρίση των επεισοδίων που προκάλεσαν οι εγκάθετοι της Άγκυρας. Έκτοτε παρέμεινε συνεργάτης του Μακάριου μέχρι και τον θάνατό του.
Αφηγείται η κ. Μαίρη Εργατούδη:
«Καταρχάς, πολλά χρόνια τώρα, τις μέρες αυτές, αποφεύγω να διαβάζω εφημερίδες και ν’ ακούω σχετικές συζητήσεις· δεν θέλω να θυμάμαι το καιόμενο Προεδρικό με εμάς μέσα, ούτε τα όσα τρομακτικά ζήσαμε και την ίδια ώρα να ακούω σοβαροφανείς και μη, να λένε πως ο Μακάριος δεν ήταν στο Προεδρικό ή πως ήταν μια κούκλα για παραπλάνηση ή ακόμη να ισχυρίζονται πως το πραξικόπημα ήταν αποτέλεσμα διχασμού του λαού. Ποιου διχασμού; Γιατί να χρεώνεται ο Μακάριος έναν διχασμό, όταν είχαμε από τη μια την τεράστια πλειοψηφία του λαού και από την άλλη μια κλίκα παράνομων, οι οποίοι τη διαφωνία τους επέλεξαν να την εκφράζουν με δολοφονίες και βομβιστικές επιθέσεις; Όταν διαφωνείς έχεις το δικαίωμα της αντιπολίτευσης και διεκδικείς δημοκρατικά την εξουσία. Το πρόσχημα του αγώνα για Ένωση δεν ίσχυε. Ζητούσε η Ελλάδα την Ένωση και την απέρριπτε ο Μακάριος; Πόσες φορές δεν είχε προειδοποιήσει σε ομιλίες του, σχολιάζοντας τη δράση της ΕΟΚΑ Β: “…Νεκροθάφτες είναι της Ενώσεως…”».
Και για να επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός πως ο Μακάριος δεν ήταν στο Προεδρικό, λένε πως αν ήθελαν θα ήταν πολύ εύκολο να τον σκοτώσουν καθοδόν. Είναι αλήθεια πως ο Μακάριος δεν έπαιρνε ιδιαίτερες προφυλάξεις. Δυστυχώς, όμως, η πραγματικότητα ήταν πως τους εγκεφάλους του πραξικοπήματος δεν αρκούσε η φυσική εξόντωση του Μακαρίου, αλλά ήθελαν να κάνουν φανερή τη διασάλευση της έννομης τάξης και να “δικαιολογούνται” όσα εγκληματικά ακολούθησαν.
Λίγο καιρό πριν το πραξικόπημα συνελήφθη ένα δυνατό όνομα της ΕΟΚΑ Β. Προτού τον συλλάβουν, προσπάθησε να καταστρέψει διάφορα έγγραφα. Οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν, μάζεψαν ό,τι βρήκαν και όσα μπόρεσαν τα συναρμολόγησαν και τα έφεραν στο Προεδρικό για να τα δακτυλογραφήσουμε. Ένα απ’ αυτά που δακτυλογράφησα εγώ έγραφε: “Και όταν τελειώσουν όλα, εγώ θα γίνω υπουργός Εσωτερικών και εσύ θα γίνεις αρχηγός της Αστυνομίας”!!… Δεν γνωρίζω αν το χειρόγραφο σημείωμα είχε αποστολέα ή παραλήπτη τον συγκεκριμένο».
Για την ιστορία να αναφέρουμε πως ο συγκεκριμένος οπλαρχηγός της παράνομης οργάνωσης δεν συμμετείχε, τελικά, στο υπουργικό της πραξικοπηματικής κυβέρνησης.
Το πραξικόπημα
Η αφήγηση της κ. Εργατούδη μεταφέρει εικόνες για τις δύσκολες ώρες του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974.
«Μόλις εκδηλώθηκε το πραξικόπημα κι ακούστηκαν οι πρώτες εκρήξεις, τρέξαμε όλοι στον δυτικό διάδρομο, έξω από το γραφείο του Αρχιεπισκόπου, όπου βρισκόταν ο ίδιος με τον υπουργό Δικαιοσύνης Χρίστο Βάκη και μια ομάδα νεαρών παιδιών από την Αίγυπτο, που τον επισκέπτονταν. Ο ίδιος, αν και χλωμός, παρέμενε ήρεμος και συγκρατημένος. Με ψυχραιμία προσπαθούσε να καθησυχάσει κυρίως τα Αιγυπτιόπουλα. Ο υπασπιστής του Νίκος Θρασυβούλου και ο ανιψιός του Ανδρέας Νεοφύτου προσπαθούσαν να τον πείσουν να επιχειρήσει να διαφύγει από την πλευρά που οδηγούσε στην οδό Προδρόμου, που ακόμη δεν βαλλόταν. Στην αρχή αρνιόταν, τελικά, όμως, με την πίεση όλων δέχθηκε.
Όταν ο Μακάριος έφυγε με τους Θρασυβούλου, Νεοφύτου, Ποταμάρη και τον αστυνομικό Πάμπο Στυλιανού, αισθανθήκαμε όλοι ιδιαίτερα φοβισμένοι, τρομοκρατημένοι, θα έλεγα, λες και η παρουσία του μας προστάτευε. Είχε πέσει το ηθικό μας, το Προεδρικό βαλλόταν από παντού· καπνοί, ανταλλαγή πυροβολισμών, εκκωφαντικές εκρήξεις. Πιστεύαμε, πως θα καιγόμαστε ζωντανοί ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα μας πυροβολούσαν.
Τα πυρά συνεχίζονταν, το Προεδρικό καιγόταν και γκρεμιζόταν. Κάποια στιγμή οι πραξικοπηματίες εισέβαλαν στο κτήριο και πυροβολώντας πάνω από τα κεφάλια μας φώναζαν: “Σηκώστε άπαντες ψηλά τα χέρια διαφορετικά θα πυροβολήσουμε”. Στη συνέχεια μας οδήγησαν βρίζοντας έξω από το κτήριο. Μας έβαλαν όλους να πέσουμε κάτω με το πρόσωπο στην καυτή άσφαλτο του Ιουλίου. Ακούγαμε ανταλλαγή πυροβολισμών, εκρήξεις, αλλά δεν είχαμε εικόνα. Αργότερα, μας μετέφεραν στο δασύλλιο προς την έξοδο. Βωβοί όλοι, χωρίς να μπορούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Φωνές, βρισιές για όσους εργάζονταν εκεί κι ένας εξ Ελλάδος αξιωματικός να ουρλιάζει: “Βρέστε τον, έστω και κάτω από τα ερείπια να τον γδάρω ιδίοις εξόδοις”, εννοώντας βεβαίως τον Μακάριο. Τα λόγια του και η φωνή του έμειναν χαραγμένα για πολλά χρόνια στη μνήμη μου. Κι όσο δεν τον έβρισκαν συνέχιζαν με μένος να γκρεμίζουν το Προεδρικό αναζητώντας τον κάτω από τις πέτρες και τα ερείπια.
Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Αφηνιασμένοι που δεν τον έβρισκαν, ζητούσαν όσοι είδαμε τον Μακάριο το πρωινό εκείνο, να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά.
Προς το απόγευμα, βρισκόμενοι στο δασύλλιο του Προεδρικού ακούσαμε από τον ασύρματο, που βρισκόταν πια στα χέρια των πραξικοπηματιών και συνέχιζε να εκπέμπει: “Ο Μακάριος είναι ζωντανός, διέφυγε, ειδοποιήστε το λαό”. Πνιγμένοι λυγμοί ακούγονταν από όλους μας, αφού μέχρι εκείνη την ώρα φοβόμαστε πως ίσως ο Μακάριος δεν είχε καταφέρει να διαφύγει και δεν ξέραμε και ποια θα ήταν η δική μας τύχη.
Μετά από πολλές ώρες μας μετέφεραν με στρατιωτικά καμιόνια στο ΓΕΕΦ. Συλλαμβάνοντες και συλλαμβανόμενοι, πραξικοπηματίες και κουβαλητοί, όλοι μαζεμένοι στον ίδιο χώρο.
Μπροστά στο χάος που επικρατούσε, αναθάρρεψαν τα παιδιά από την Αίγυπτο και άρχισαν να φωνάζουν: “Είμαστε απ’ το Κάιρο… Είμαστε απ’ το Κάιρο…”, ώσπου κάποιοι ιθύνοντες τους είπαν να φύγουν. Αν και ήταν πολύ επικίνδυνο, με τις συναδέλφους μου, Γεωργία Αντωνίου και Έλια Παλάτου, απελπισμένες, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τα Αιγυπτιόπουλα. Μαζί τους, ο συνοδός τους -ο μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος Ζ’- και ο συνάδελφος Μάρκος Κωνσταντινίδης. Βγαίνοντας στον δρόμο, φοβούμενες μήπως μας αναγνωρίσουν δεν τους ακολουθήσαμε, αλλά πήραμε την αντίθετη κατεύθυνση, επί της λεωφόρου Λεμεσού. Περπατούσαμε, κλαίγαμε, χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Σε κάποια στιγμή, άνοιξε μια πόρτα και μια γυναίκα μας φώναξε να περάσουμε σπίτι της. Μας έδωσε νερό. Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε με τις οικογένειές μας».
Το τηλέφωνο του σπιτιού της Μαίρης Εργατούδη δεν λειτουργούσε. Ευτυχώς, εντοπίσθηκε ο σύζυγος της Γεωργίας, ο οποίος μετέφερε τις τρεις κοπέλες στην αδελφή του, όπου διανυκτέρευσαν 2 βράδια.
Τελικά την Τετάρτη το βράδυ, η Μαίρη Εργατούδη επανενώθηκε με την οικογένειά της, σε συγγενικό σπίτι. Δεν πρόλαβαν, όμως, να χαρούν, διότι την Παρασκευή το πρωί τρεις ένοπλοι τη συνέλαβαν και την οδήγησαν στις Κεντρικές Φυλακές, όπου σε λίγο μετέφεραν και τον πατέρα της, Ηλία Ηλιάδη, αξιωματικό των Φυλακών, ο οποίος είχε μόλις αφυπηρετήσει, καθώς και τον αδελφό της Ντίνο.
Μετά από μια υποτυπώδη ανάκριση, της είπαν να περιμένει αξιωματικό από το ΓΕΕΦ για να την ανακρίνει. Εν τω μεταξύ, στο Φρουραρχείο των Φυλακών όπου βρισκόταν, άρχισε μια αναταραχή, άλλοι έμπαιναν κι άλλοι έβγαιναν βιαστικοί και αναστατωμένοι και γινόταν λόγος για τουρκικά πλοία που έφυγαν από τη Μερσίνα και βρίσκονταν έξω από την Κύπρο. Κάποιος στρατιωτικός άρχισε να φωνάζει να σταματήσουν αμέσως οι διαδόσεις. Στις Φυλακές δεν υπήρχε χώρος και τους έστειλαν στα σπίτια τους υπό περιορισμό.
Τα…. ξεχασμένα από τους πραξικοπηματίες απόρρητα έγγραφα στο Προεδρικό
Είχε, ήδη, αναλάβει προεδρεύων ο Γλαύκος Κληρίδης. Το Προεδρικό είχε γκρεμιστεί, καταστραφεί και λεηλατηθεί. Όμως, δεν είχαν υπολογίσει πως απόρρητα έγγραφα βρίσκονταν σ’ ένα από τα εξωτερικά σπιτάκια πεταμένα ανάμεσα στα χαλάσματα. Η Μαίρη Εργατούδη συνεχίζει την αφήγηση της: «Πήγαμε, ο Χάρης Βωβίδης, ο Χαμπής (οδηγός του Προεδρικού) κι εγώ και τα περιμαζέψαμε. Εν τω μεταξύ, ο Αρχιεπίσκοπος είχε ήδη πληροφορηθεί για την εξεύρεση του αρχείου και γι’ αυτό κλήθηκα να το μεταφέρω στο Λονδίνο. Είχαμε επικοινωνήσει μέσω τριών τηλεφωνητριών της ΑΤΗΚ -που έθεταν σε κίνδυνο της ζωής τους- με τον Μακάριο. Είχε ο ίδιος επικοινωνήσει μαζί μου».
Συνεχίζει την αφήγησή της η Μαίρη Εργατούδη: «Κάτω από άκρα μυστικότητα και μετά που εξασφαλίσαμε άδεια εξόδου, μαζί με τον αδελφό μου Γιώργο Ηλιάδη, πήγαμε στη Λεμεσό. Θα φεύγαμε με ένα ρωσικό πλοίο. Ο καπετάνιος μάς υποδέχθηκε ώρες πριν την αναχώρηση του πλοίου. Στην καμπίνα μέναμε πότε εγώ και πότε ο αδελφός μου για να προσέχουμε τις αποσκευές και τα έγγραφα.
Στον Πειραιά μας υποδέχθηκε ο Γραμματέας της Πρεσβείας Ανδρέας Αριστείδου, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί από τον Μακάριο. Φθάνοντας στο Λονδίνο την επόμενη ημέρα συνάντησα τον Αρχιεπίσκοπο.
Μαζί με τον υπασπιστή του Νίκο Θρασυμβούλου, τον υπεύθυνο αξιωματικό της Προεδρικής Φρουράς Αντρέα Ποταμάρη και τον ανιψιό του, Γραμματέα στην Προεδρία, Ανδρέα Νεοφύτου, είμαστε η μόνιμη συνοδεία του Αρχιεπισκόπου. Ασχολούμαστε με τα πάντα. Με τη γραφειακή εργασία, τη διευθέτηση των συναντήσεων και οτιδήποτε άλλο προέκυπτε. Ήταν μια δύσκολη περίοδος για όλους. Φυσικά και στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη υπήρχαν εθελοντές της ομογένειας που μας συμπαραστέκονταν».
Στην ερώτηση πώς είδε τον Μακάριο την πρώτη φορά μετά το πραξικόπημα και τη μετάβασή του εκτός Κύπρου θα απαντήσει:
«Είδα έναν διαφορετικό Μακάριο. Ακούραστο μεν, ανήσυχο δε, αλλά όχι αφημένο. Ήταν πρόδηλο το αίσθημά του, του στοίχιζε που βρισκόταν μακριά από την Κύπρο. Κάθε φορά που έρχονταν διάφορες πληροφορίες και αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα, για το αν θα πρέπει να επιστρέψει και πότε, έβλεπες την πίκρα και τη θλίψη στο πρόσωπό του.
Αποφεύχθηκε απόπειρα δολοφονίας;
Από το Λονδίνο πήγαμε στη Νέα Υόρκη. Συνεχείς, πολύωρες και εξαντλητικές συσκέψεις με τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Μαύρο και τους Τάσσο Παπαδόπουλο, Σπύρο Κυπριανού, Ιωάννη Χριστοφίδη κ.ά. Ταυτόχρονα, επισκέψεις Αμερικανών, που ήθελαν να του εκφράσουν τη συμπαράστασή τους, όπως π.χ. ο Έντουαρτ Κένεντι, πολλές συνεντεύξεις, όπως εκείνη της Οριάνας Φαλάτσι, δείπνα με ομογενείς, σε διάφορες πόλεις, για ενημέρωση και συλλογή χρημάτων και ατέλειωτα ραντεβού. Ένα πρόγραμμα που άρχιζε νωρίς το πρωί και τελείωνε αργά το βράδυ.
Θυμάμαι, ένα περιστατικό στη Νέα Υόρκη, ένα πρωινό που πηγαίναμε εκκλησία, όλη η αποστολή. Αν και δεν ειπώθηκε ποτέ αυτό, εκεί φαίνεται πως σχεδιαζόταν δολοφονική απόπειρα του Αρχιεπισκόπου. Για μια απόσταση σχετικά μικρή η πομπή είχε οδηγηθεί από διάφορες διαδρομές μέχρι τον προορισμό. Φτάνοντας στην εκκλησία οι εντεταλμένοι για τη φρούρησή του Αμερικανοί, προσπαθούσαν να κάνουν ασφυκτικό κλοιό γύρω του. Ο Μακάριος, παρ’ όλα αυτά, ξέφευγε για να χαιρετήσει τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί. Όταν ρώτησα τον Ανδρέα Ποταμάρη γιατί κάναμε όλους αυτούς τους κύκλους και τις διαδρομές μου απάντησε “καλύτερα να μην ξέρεις”».
«Και τώρα οι δυο μας… Το υποψήφιο θύμα με τον υποψήφιο θύτη…»
Από τις ΗΠΑ ο Μακάριος πήγε στο Λονδίνο για μερικές ημέρες, μετά στη Γερμανία, όπου παρέμεινε δυο – τρεις ημέρες και μετά στην Αθήνα. Για την άφιξη του Αρχιεπισκόπου στην Αθήνα, του ζητήθηκε να μην απευθύνει χαιρετισμό (η χούντα είχε ακόμα τα πλοκάμια της παντού, έστω κι αν είχε αναλάβει ο Καραμανλής). Φτάνοντας στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», η Αστυνομία κράτησε τις χιλιάδες του κόσμου σε απόσταση από το ξενοδοχείο. Ήταν δυνατό να δεχθεί ο Μακάριος να στέκεται στο μπαλκόνι και απλώς να κουνά το χέρι του; Μόλις βγήκε, λοιπόν, στο μπαλκόνι μ’ ένα νεύμα του χεριού του κάλεσε τον κόσμο να πλησιάσει κι αμέσως έσπασε ο αστυνομικός κλοιός και η λαοθάλασσα πλημμύρισε την περιοχή και τα πλαϊνά δρομάκια. Την ομιλία του διέκοπταν τα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές του λαού. Μια ομιλία ιστορική και μια φράση που έμεινε στη μνήμη μου και περιέκλειε το δράμα της Κύπρου:
–«Τω μώλωπι της Κύπρου ιάθη η Ελλάς»!
Οι επόμενες μέρες ήταν γεμάτες ένταση, ραντεβού, συσκέψεις, κόσμος που μπαινόβγαινε, λουλούδια που γέμισαν τους διαδρόμους του ορόφου. Μεταξύ αυτών και η κάρτα-επισκεπτήριο που συνόδευε τα λουλούδια του γνωστού Παναγιωτάκου (σ.σ. διετέλεσε πρέσβης στη Λευκωσία και υφυπουργός της χούντας). Την κοίταξε δυο φορές και αμίλητος μου την έδωσε: «Αυτή δεν την χρειάζομαι…».
Μεταξύ των επισκεπτών και ο πρώην Κιτίου Άνθιμος. Ο Μακάριος πρώτη φορά πήγε μέχρι το ασανσέρ, για να υποδεχθεί και να κατευοδώσει επισκέπτη του. Το βλέμμα του αυστηρό δεν επέτρεψε σε κανένα από τους αγανακτισμένους μαζεμένους στον διάδρομο να αντιδράσει ή να πει κάτι. Ό Άνθιμος ήταν καταφανώς συγχυσμένος, σχεδόν σερνόταν. Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε τον Αρχιεπίσκοπο μετά από την ανίερη πράξη της «καθαίρεσης» του Μακαρίου, το 1973. Ο Μακάριος αισθανόταν πάνω απ’ όλα ιερωμένος και ποτέ δεν απέκρυψε την πίκρα του και το πόσο πληγώθηκε απ’ αυτή την ενέργεια των τριών Μητροπολιτών.
Στην Αθήνα, συνεχώς μπαινόβγαινε κόσμος στο διαμέρισμά του. Κάποια στιγμή, βρέθηκαν μόνοι τους, ο Αρχιεπίσκοπος και ένας από τους συμμετασχόντες στην απόπειρα εναντίον του το 1970. Ο συγκεκριμένος είχε νωρίς αντιληφθεί την παγίδευση που τους έκαναν και τα είχε από νωρίς αποκαλύψει όλα στον Μακάριο. Στην Αθήνα ήρθε με τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Κι ο Μακάριος με χιούμορ του είπε: «Και τώρα οι δυο μας… Το υποψήφιο θύμα με τον υποψήφιο θύτη…». Η βοήθεια του συγκεκριμένου να διαλευκανθούν πολλά για την απόπειρα ήταν καθοριστική.
«Με τρομάζει όλη αυτή η λαχτάρα…»
Η επιστροφή στην Κύπρο απασχολούσε πολύ τον Μακάριο. Γνώριζε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Κύπρο και τη λαχτάρα του κόσμου που τον περίμενε. Την προηγούμενη μέρα άκουγε ο ίδιος από το τηλέφωνο τις ιαχές του κόσμου:
–Ε-ε-ε-ρ-χ-ε-τ-α-ι. . . –Ε-ε-ε-ρ-χ-ε-τ-α-ι. . .
Την τελευταία μέρα την πέρασε απομονωμένος στο διαμέρισμά του. Το βράδυ κάλεσε τους τέσσερίς μας, στο διαμέρισμά του να φάμε όλοι μαζί. Τελευταίο δείπνο στο τραπέζι της εξορίας, μαζί με τον Μακάριο. Συναισθηματικά φορτισμένοι όλοι. Μας σέρβιρε ο ίδιος κι όταν κάποιος του είπε πως όλη η Κύπρος τον περιμένει, απάντησε: «Με τρομάζει όλη αυτή η λαχτάρα, γιατί νιώθω ότι είναι υπεράνω των δυνάμεών μου να ανατρέψω αυτά που τους πονούν». Γνώριζε πως ο λαός ανέμενε από τον Μακάριο ακόμη και θαύματα. Γνώριζε, όμως, επίσης, πόσο δύσκολο ήταν να ανατραπούν τα τετελεσμένα των Τούρκων.
Η επιστροφή στην Κύπρο
«Στην Κύπρο φθάσαμε αεροπορικώς από την Αθήνα στις Βρετανικές Βάσεις, στις 7 Δεκεμβρίου. Από εκεί τέσσερα ελικόπτερα (για λόγους ασφαλείας επιλέγηκαν περισσότερα) μετέφεραν την αποστολή στο χώρο της Αγγλικής Σχολής. Από εκεί ο Μακάριος πήγε στην Αρχιεπισκοπή για να προσφωνήσει το συλλαλητήριο τής επιστροφής».
Αδιαμαρτύρητα κοιμόταν στο αμπάρι
Ο Μακάριος ήταν ευαίσθητος και εκτιμούσε πολύ. Η Μαίρη Εργατούδη κλήθηκε να μας αναφέρει κάποιες ανθρώπινες ιστορίες του Μακάριου, σε διαφορετικές περιπτώσεις της ζωής του. Οι ιστορίες πάρα πολλές. Θα μπορούσε να μιλάμε με ώρες. Σταχυολογούμε κάποια από αυτά.
Αναφέρει στην αφήγησή της η κ. Εργατούδη:
Ο Μακάριος ήθελε να μορφωθεί όσο γινόταν περισσότερο. Γι’ αυτό, το 1946, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα, κέρδισε μια υποτροφία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Βρήκε ένα πλοίο για την Αμερική και εξασφάλισε μια θέση στο αμπάρι. Το ταξίδι διήρκεσε 2 μήνες. Μια από τις γνωριμίες του πλοίου ήταν μ’ έναν Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία, τον Paul Jones. Όταν ο Jones έμαθε πως ο ιερωμένος κοιμόταν στο αμπάρι, αντέδρασε. Ο Μακάριος αρνιόταν να διαμαρτυρηθεί και τότε ο Paul Jones προέβη σε διευθετήσεις και ο ιερέας μεταφέρθηκε σε καμπίνα του καταστρώματος και στον καθαρό αέρα. Έτσι άρχισε μια φιλία που κράτησε περισσότερα από 30 χρόνια.
Το 1974, βρισκόμενος στη Νέα Υόρκη ο Μακάριος, πήρε ένα τηλεφώνημα από τον Jones. «Γιε μου, είμαι 90 χρονών. Θέλω να σε δω πριν πεθάνω». Ο Μακάριος, παρά το βεβαρημένο του πρόγραμμα ταξίδεψε 4 ώρες για το Tarpon Springs, για να συναντήσει τον παλιό του φίλο, εξαιτίας του οποίου, πριν από 3 δεκαετίες, γλίτωσε μια δίμηνη ταλαιπωρία στο αμπάρι ενός πλοίου. Κι όταν, το 1977, ο Μακάριος έφυγε από τη ζωή, ο Jones, υπέργηρος πια, δήλωνε συντετριμμένος: «Σήμερα έχασα έναν γιο!».
Μια άλλη ιστορία διαδραματίσθηκε στον Άγιο Φραγκίσκο των ΗΠΑ, το 1974:
Φτάνοντας στο αεροδρόμιο όλοι οι παράγοντες της Ομογένειας στήθηκαν στη σειρά να τον χαιρετίσουν και πίσω οι καθημερινοί άνθρωποι, η «γαλαρία». Κάθε φορά που χαιρετούσε κάποιος τον Μακάριο, η «γαλαρία» έδινε τα δικά της διαπιστευτήρια γι’ αυτόν:
-Αυτού, Μακαριότατε, σφίξε του το χέρι…
-Αυτός στάθηκε παλικάρι…
-Αυτόν μην τον αγγίζεις, αυτός ήταν παιδί της χούντας…
κ.λπ.… κ.λπ.…. και κάθε φορά που οι συστάσεις δεν ήταν καλές, ο Μακάριος παρέτεινε περισσότερο τη χειραψία, χωρίς να δείξει έχθρα, χωρίς να δείχνει πόσο τον πλήγωναν όσα άκουε, χωρίς κανένα σχόλιο.
Ο Δημητρός από τη Μόρφου
Τον φώναζαν Δημητρό κι ήταν από τη Μόρφου. Με τη βράκα και το στριφτό μουστάκι γύριζε τους δρόμους της Λευκωσίας μ’ ένα ξύλινο καρότσι και πουλούσε πορτοκάλια. Το πρώτο-πρώτο πόστο του, ήταν η είσοδος της Αρχιεπισκοπής, γιατί ήξερε πως ο Μακάριος ήταν πολύ πρωινός κι ήθελε οπωσδήποτε να τον καλημερίσει και να του δώσει το καλύτερο πορτοκάλι. Ο Αρχιεπίσκοπος ανταπέδιδε τον χαιρετισμό κι ο καθένας τραβούσε τον δρόμο του. Ο ένας για να χειριστεί τις κρατικές υποθέσεις κι ο άλλος για να διαλαλήσει την πραμάτεια του. Κάποιες φορές ο Μακάριος καλούσε τον γέρο-Δημητρό για μια βόλτα με το προεδρικό αυτοκίνητο. Δίπλα στον Μακάριο, ο Δημητρός χαμογελούσε θριαμβευτικά, καθώς διέσχιζε τους δρόμους της Λευκωσίας. Όταν μια μέρα ο Δημητρός δεν φάνηκε στο πόστο του, ο Μακάριος ζήτησε να μάθει το γιατί. Και η πληροφορία ήταν πως ο γέρο-Δημητρός βρέθηκε νεκρός στο φτωχικό του και σε λίγο θα γινόταν η κηδεία του. Ο Μακάριος είχε Υπουργικό Συμβούλιο. Αφού ενημερώθηκε απολογήθηκε προς τους υπουργούς του, τους είπε να συνεχίσουν και ο ίδιος θα επέστρεφε σε μια ώρα, χωρίς να αναφέρει τον λόγο. Πήγε κατευθείαν στην εκκλησία, τέσσερα άτομα όλα κι όλα· και ο Μακάριος. Τέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία και αφού τάφηκε ο αφοσιωμένος του φίλος επέστρεψε στα προεδρικά του καθήκοντα.
Ο αδελφός στην παρανομία
Κατά τη διάρκεια της δράσης της ΕΟΚΑ Β, ο αδελφός μέλους του προσωπικού του Προεδρικού βγήκε στα βουνά καταζητούμενος. Φαντάσου, να εργάζεσαι στο Προεδρικό και ο αδελφός σου (που τον αγαπάς πολύ) να βρίσκεται στην παράνομη αντίπερα όχθη και να αντιμάχεται τον Πρόεδρο. Αμέσως, θεώρησε υποχρέωσή του να ενημερώσει τον Αρχιεπίσκοπο και να του πει πως το κατανοεί, αν ζητήσει μετακίνησή του. Ήταν Κυριακή· δεν τολμούσε να σκεφτεί πώς θα ανέβαινε τα σκαλιά του Προεδρικού την επομένη. Ο Αρχιεπίσκοπος τον άκουσε και συνέχισε καθησυχαστικά: «Αύριο να είσαι στη θέση σου στο Προεδρικό». Μέχρι το πρωί όλοι είχαμε ενημερωθεί πως ό,τι υπονοούμενο ή αλλαγή συμπεριφοράς απέναντι στο συγκεκριμένο πρόσωπο, ο Αρχιεπίσκοπος δεν θα το αντιμετώπιζε με επιείκεια. Και φυσικά κανείς δεν τόλμησε να παρακούσει. Ο συνάδελφος παρέμεινε πιστός πάντα στο καθήκον και υπέστη όλη τη δοκιμασία με όσους είμαστε στο Προεδρικό στις 15 Ιουλίου 1974.
Ερχόμενος πίσω στην Κύπρο, τον Δεκέμβριο του ’74, έγινε δέκτης καταιγιστικών πληροφοριών και διαδόσεων για διάφορες συμπεριφορές γνωστών και αγνώστων. Πραγματικά, χρειαζόταν η εσωτερική δύναμη του Μακαρίου για να αντέξει όσα άκουγε, όσα του μετέφεραν. Κάποια μέρα, ο Μακάριος, κάλεσε έναν στενό του συνεργάτη και του είπε: «Θέλω να με συγχωρέσεις, γιατί κάτι που μου είπαν για σένα, το έλεγξα…».
«Όσο η καρδία αυτή κτυπάει οι παλμοί της θα είναι παλμοί αγώνος»
Η συζήτηση με την κ. Εργατούδη ολοκληρώνεται με αναφορές στην τελευταία φάση της ζωής του Μακαρίου:
«Επιστρέφοντας από την εξορία “Προεδρικό” ήταν πια μια μικρή πτέρυγα του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών. Δεν βλέπαμε τον Αρχιεπίσκοπο φθάνοντας στο γραφείο το πρωί να κάνει τον μικρό του μοναχικό περίπατο στον κήπο. Ούτε σε ώρα υπερωριακού φόρτου ερχόταν στα γραφεία μας και θέλοντας να μας δείξει ότι ήξερε πως δουλεύαμε υπερωριακά μας έλεγε “σήμερα σχεδόν εδουλέψετε” ή “παρ’ ολίγον να εκφράσω ευαρέσκεια”. Όλα αυτά ήταν παρελθόν.
Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Ήταν φανερό πως πονούσε ο Μακάριος όταν έβλεπε τον ξεριζωμένο κόσμο στα αντίσκηνα. Εκείνο, όμως, που τον λύγισε περισσότερο ήταν οι μαυροντυμένες μάνες και οι συγγενείς των αγαπημένων.
Το πρώτο καρδιακό επεισόδιο το αντιμετώπισε στωικά και μόλις το ξεπέρασε -φαινομενικά- συνέχισε να εργάζεται με τους ίδιους έντονους ρυθμούς. Στις 3 Αυγούστου ήρθε το δεύτερο και μοιραίο καρδιακό επεισόδιο.
Σε μια Αρχιεπισκοπή γεμάτη συντετριμμένο κόσμο, ο Μακάριος εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Ήταν μόνο 64 χρόνων. Κι ας έλεγε κάποιες φορές πως “τα όσα έζησα δεν χωράνε σε τρεις ζωές”. Ο Μακάριος μέχρι τέλους τηρούσε τις υποσχέσεις που έδωσε στον λαό του. Είχε πει σε μια από τις ομιλίες του στέλνοντας ένα μήνυμα προς το λαό: “Όσο η καρδία αυτή κτυπάει οι παλμοί της θα είναι παλμοί αγώνος για τη σωτηρία της Κύπρου, για την πρόοδο και την ευημερία του λαού της στο σύνολο του”.
Και εμείς τι κάνουμε; Έχουν περάσει 43 χρόνια. Χρόνια τώρα επιχειρείται “δαιμονοποίηση” του Μακαρίου. Το περίεργο, όμως, είναι πως όλοι ανατρέχουν στον Μακάριο, ερμηνεύοντάς τον κατά το δοκούν, όταν θέλουν να ισχυροποιήσουν τα επιχειρήματά τους. Γιατί ο Μακάριος ήταν ηγέτης.»
Κώστας Βενιζέλος
Πηγή: www.philenews.com